Ο βίος και η πολιτεία του Μίκη Θεοδωράκη
Ο σπουδαίος Έλληνας συνθέτης και αγωνιστής δεν μένει πια εδώ. Η απώλεια είναι τεράστια. Το κενό που αφήνει δυσαναπλήρωτο. Ο πλανήτης υποκλίνεται στο μεγαλείο του.
- 2 ΣΕΠ 2021
Μοιάζει σαν ψέμα, αλλά ο Μίκης Θεοδωράκης δεν είναι πια εδώ. Ο σπουδαίος συνθέτης και αγωνιστής, το μεγαλύτερο κεφάλαιο στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, ο Έλληνας που έκανε τη χώρα μας πασίγνωστη στα πέρατα του κόσμου, εκείνος που συνδέθηκε με την πολιτική του δράση με τα μεγαλύτερα γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, έφυγε πλήρης ημερών. Στα 96 του χρόνια, έχοντας ζήσει μία ζωή συγκλονιστική, μυθιστορηματική. Έχοντας τολμήσει και πετύχει όλα όσα ονειρευόταν και ακόμα περισσότερα.
Αφήνει πίσω του μία ανεκτίμητη κληρονομιά στον πολιτισμό, την πολιτική και την κοινωνία της χώρας. Συντροφιά μας θα είναι πλέον τα μεγαλειώδη τραγούδια του, τα γραπτά του, ο ουμανιστικός τρόπος σκέψης του, ο βίος και η πολιτεία του.
Ήρθε πολλές φορές αντιμέτωπος με τον θάνατο, αλλά η δίψα του για ζωή και δημιουργία τον κρατούσαν πάντα ζωντανό. Λένε ότι οι άνθρωποι που καταφέρνουν να ξεπεράσουν την ανθρώπινη υπόστασή τους στη συνείδηση του κόσμου, δεν πεθαίνουν ποτέ. Ο Μίκης θα είναι πάντα εδώ. Στο βιβλίο της ζωής του, ο επίλογος δεν θέλει να γραφτεί. Η απώλεια είναι τεράστια. Το κενό που αφήνει δυσαναπλήρωτο.
Κεφάλαιο 1ο: Τα πρώτα χρόνια
Ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε στις 29 Ιουλίου του 1925 στην Χίο. Η καταγωγή του πατέρα του, Γιώργη Θεοδωράκη, Μπιζανομάχου, ήταν από τον Γαλατά Χανίων και της μητέρας του, Ασπασίας Πουλάκη, από τον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας. Οι γονείς του συναντήθηκαν στην Μικρά Ασία, λίγο πριν από την Μικρασιατική Καταστροφή.
Λόγω των συχνών μεταθέσεων του πατέρα του, που ήταν δημόσιος υπάλληλος, μεγάλωσε σε διάφορες πόλεις της ελληνικής επαρχίας όπως τη Μυτιλήνη, τα Γιάννενα, το Αργοστόλι, τον Πύργο Ηλείας, την Πάτρα. Τα εφηβικά του χρόνια ωστόσο τα πέρασε κυρίως στην Τρίπολη Αρκαδίας. Εκεί, γεννήθηκε η αγάπη του για τη μουσική. Εκεί, διαμορφώθηκε η κοσμοθεωρία του και έλαβε υπόσταση η αντιστασιακή του δράση.
Κεφάλαιο 2ο: 1942, η χρονιά σταθμός
Τον Απρίλιο του 1942, ένα περίπου χρόνο μετά την εισβολή των κατοχικών δυνάμεων, σε ηλικία μόλις 17 ετών ο Μίκης Θεοδωράκης έδωσε την πρώτη του συναυλία, παρουσιάζοντας στον ναό της Αγίας Βαρβάρας στην Τρίπολη το πρώτο του έργο, την Κασσιανή. Παράλληλα, είχε ξεκινήσει να παίρνει μέρος στη αντίσταση κατά των κατακτητών.
«Το 1942 υπήρξε για μένα σταθμός. Πρώτον, άκουσα για πρώτη φορά συμφωνική μουσική (την 9η του Μπετόβεν). Δεύτερον, ανέπτυξα την θεωρία μου “Για τη Συμπαντική Αρμονία”, που έμελλε να γίνει ο οδηγός σε όλη μου τη ζωή (Σκέψη και Δράση). Και τρίτον, άρχισα τη σύνθεση του πρώτου χορωδιακού-συμφωνικού μου έργου με τίτλο “Αποκάλυψη”», είχε γράψει ο ίδιος σε κείμενό του, τον Σεπτέμβρη του 2018, με αφορμή τη συναυλία του έργου του «Αποκάλυψη» στο Μέγαρο.
Κεφάλαιο 3ο: Η παγκόσμια μουσική ιδιοφυΐα του
Ο Μίκης Θεοδωράκης κατάφερε να γίνει μία παγκόσμια μουσική ιδιοφυΐα. Ήταν ένας δημιουργός που διψούσε για την τέχνη του. Αυτή άλλωστε ήταν που τον τροφοδοτούσε με αυτή την απίστευτη ενέργεια που είχε πάντα. Ακόμα και μέχρι τα βαθιά του γεράματα παράμενε δραστήριος (το 2002, για παράδειγμα παρουσίασε την πασιφιστική όπερά του, Λυσιστράτη).
Ασχολήθηκε με όλα τα είδη της μουσικής, το δε έργο του πολύμορφο και πλούσιο, επεκτείνεται πέραν της μουσικής σε τομείς όπως η ποίηση, η πεζογραφία, η φιλοσοφία, η μουσικολογία, ακόμα και σε πολιτικά δοκίμια.
«Θεωρώ το μουσικό μου έργο ως ένα ενιαίο σύνολο. Άλλωστε επιδιώκω τα έργα της ίδια περιόδου (και όχι μόνο) να ενώνονται σε μικρά σύνολα έργων (τραγούδια, συμφωνίες, όπερες) με κοινά μουσικά θέματα, ώστε να ταξιδεύουν στον χρόνο συντροφικά και όλα μαζί να αποτελούν μικρούς μουσικούς γαλαξίες», είχε αναφέρει κάποια στιγμή όταν του ζητήθηκε να περιγράψει το έργο του.
Η σύνθεσή του για τον Ζορμπά είναι μνημειώδης, η πιο αναγνωρίσιμη ελληνική μελωδία παγκοσμίως.
Υπήρξε ο πρώτος που μελοποίησε ποιητές, ξεκινώντας με τον αξέχαστο «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου το 1958-59. Ο «Επιτάφιος» κυκλοφόρησε σε δύο διαφορετικές ερμηνείες, την ίδια περίπου εποχή (Αύγουστος – Σεπτέμβριος 1960). Τη μία «αιρετική» εκδοχή, με έντονο το λαϊκό στοιχείο, υπέγραψαν ο συνθέτης και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, με τον Μανώλη Χιώτη στο μπουζούκι. Η άλλη, λυρική και έντεχνη, είχε τη σφραγίδα του Μάνου Χατζιδάκι, με ερμηνεύτρια τη Νανά Μούσχουρη.
Συνέχισε με Σεφέρη («Επιφάνια»), Αναγνωστάκη («Μπαλάντες»), Ελύτη («Μικρές Κυκλάδες», «Άξιον εστί»), Σικελιανό («Πνευματικό εμβατήριο»), Λόρκα, Νερούδα.
Σταθμός στην πορεία του ήταν το «Άξιον Εστί» του Ελύτη, για το οποίο είχε αναφέρει: «Αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, ένα μνημείο της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Ακόμα πιο πολύ ο βαθύτατος ελλαδισμός του, το φέρνει στην πρώτη γραμμή του αγώνα του λαού μας για την ολοκλήρωσή του». Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινό από το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, τον Μάιο του 1964 και, τον Οκτώβριο, ανέβηκε στο Θέατρο Κοτοπούλη – Rex, με αφηγητή τον Μάνο Κατράκη.
«Αρχιπέλαγος», «Πολιτεία», «Μικρές Κυκλάδες», «Τα λαϊκά», «Τα τραγούδια του αγώνα», «18 Λιανοτράγουδα», «Ρωμιοσύνη», «Επιφάνια», «Κύκλος Φαραντούρη», «Η μπαλάντα του Μαουτχάουζεν», «Της δικαιοσυνης ηλιε νοητε» είναι κάποιες από τις μελωδίες του που αγαπήθηκαν ιδιαίτερα. Συνθέσεις του με αγγλικό στίχο τραγουδήθηκαν από την Σέρλι Μπάσεϊ και την Εντίθ Πιάφ μέχρι την Τζόαν Μπαέζ και τους Beatles.
Το μυθικό μουσικό του έργο, που αναγνωρίστηκε παγκοσμίως χωρίζεται σε τρεις κύριες περιόδους:
- 1937 – 1960: έγραψε έργα συμφωνικά και μουσική δωματίου, σύμφωνα με τις παραδοσιακές δυτικοευρωπαϊκές φόρμες,
- 1960 – 1980: επεδίωξε τη σύνδεση της νεοελληνικής ποίησης με τη σύγχρονη λαϊκή μουσική, καθιερώνοντας το «έντεχνο λαϊκό τραγούδι»,
- από το 1981 και μετά, επέστρεψε στις συμφωνικές μορφές και ασχολήθηκε με την όπερα.
Σημαντική υπήρξε και η συμβολή του στο θέατρο και τον κινηματογράφο.
Από τα εμβληματικά θεατρικά έργα του υπήρξε το μουσικοθεατρικό δράμα «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού», που ανέβηκε στο Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη, σε σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη (1962). Το έργο αντανακλούσε το όραμά του να ξεπεραστεί ο διχασμός του Εμφυλίου, αλλά η αποδοχή του δεν ήταν η αναμενόμενη, αφού προκάλεσε την αντίδραση των αντιμαχόμενων πολιτικών παρατάξεων. Το 1963, ο Θεοδωράκης συμμετείχε με τον Χατζιδάκι στην επιθεώρηση «Μαγική πόλη», υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Λεωνίδα Τριβιζά. Ακολούθησαν, μεταξύ άλλων, «Η γειτονιά των αγγέλων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη (1963), «Το εκκρεμές» του Άλντο Νικολάι (1965), «Μαντώ Μαυρογένους» του Γιώργου Ρούσσου (1974).
Από τις 35 ταινίες, στις οποίες συμμετείχε συνολικά με πρωτότυπες συνθέσεις του στη μεγάλη οθόνη, οι πιο χαρακτηριστικές ήταν οι: «Συνοικία το όνειρο» του Αλέκου Αλεξανδράκη (1960), «Αλέξης Ζορμπάς» του Μιχάλη Κακογιάννη (1960), «Φαίδρα» του Ζυλ Ντασέν (1961), «Ηλέκτρα» του Μιχάλη Κακογιάννη (1961 – 62), «Το νησί της Αφροδίτης» του Χαρίλαου Παπαδόπουλου (1964), «Σέρπικο» του Σίντνεϊ Λιούμετ (1973) και «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» του Νίκου Τζίμα (1980), ενώ προϋπάρχουσα μουσική του υπήρχε και στο «Ζ» του Κώστα Γαβρά (1969).
Κεφάλαιο 4ο: Η αντιστασιακή δράση, οι συλλήψεις, τα βασανιστήρια
Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν συνθέτης και αγωνιστής ταυτόχρονα.
Η αντιστασιακή δράση του ξεκίνησε την περίοδο της κατοχής. Συμμετείχε στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1943 και συνελήφθη από τις αρχές για πρώτη φορά -μία από τις πολλές που ακολούθησαν-, βασανίστηκε και διέφυγε στην Αθήνα, όπου οργανώθηκε στην ΕΛΑΣ και αγωνίστηκε στα Δεκεμβριανά. Παράλληλα, σπούδαζε εκείνη την περίοδο στο Ωδείο Αθηνών.
Μετά τα Δεκεμβριανά, καταδιώχθηκε από τις αστυνομικές αρχές. Έζησε για ένα διάστημα παράνομα στην Αθήνα, συνελήφθη στις μαζικές συλλήψεις τον Ιουλίου του 1947 και στάλθηκε εξόριστος -η πρώτη του εξορία- με σχετική ελευθερία κινήσεων στην Ικαρία. Αφού έλαβε αμνηστία, πέρασε στην παρανομία στην προσπάθεια συμμετοχής του σε ένοπλες ομάδες του Δημοκρατικού Στρατού Αθηνών. Συνελήφθη ξανά στο σπίτι του πατέρα του όπου είχε βρει καταφύγιο όντας άρρωστος από πλερίτιδα, και στη συνέχεια στάλθηκε ξανά εξόριστος στην Ικαρία, αυτή τη φορά σε συνθήκες πειθαρχηµένης διαβίωσης για λίγους μήνες. Εκεί, έγραψε το έργο «Ελεγείο και θρήνος στον Βασίλη Ζάννο» στη μνήμη του Βασίλη Ζάννου που εκτελέστηκε το 1948. Ήταν εξόριστος μαζί του.
Έπειτα στάλθηκε στο στρατόπεδο της Μακρονήσου όπου βασανίστηκε μέχρι παράλυσης. Μετά από παρέμβαση του πατέρα και του θείου του, απολύθηκε ως ανάπηρος.
Στα τέλη του 1949 στάλθηκε στα Χανιά για να αναρρώσει. Το 1950 όμως επέστρεψε στην Αθήνα από όπου αποφοίτησε από το Ωδείο με δίπλωμα στην αρμονία. Ύστερα υπηρέτησε το υπόλοιπο της στρατιωτικής του θητείας σε Αλεξανδρούπολη, Αθήνα και Χανιά και το 1950 αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, κάνοντας απεργία πείνας, λόγω των συνεχών προκλήσεων που αντιμετώπιζε. Γλύτωσε τον κίνδυνο και το 1951 απολύθηκε οριστικά από τον στρατό.
Μετά ήρθαν τα χρόνια της Δικτατορίας.
Τον Μάιο του 1967 ίδρυσε μαζί με άλλους την πρώτη αντιστασιακή οργάνωση κατά της Δικτατορίας, το ΠΑΜ και εκλέχθηκε πρόεδρός του. Συνελήφθη τον Αύγουστο του 1967. Ακολούθησε η φυλάκισή του στην οδό Μπουμπουλίνας, η απομόνωση, οι φυλακές Αβέρωφ, η μεγάλη απεργία πείνας, το νοσοκομείο, η αποφυλάκιση και ο κατ’ οίκον περιορισμός, η εκτόπιση με την οικογένειά του στη Ζάτουνα Αρκαδίας, και τέλος το στρατόπεδο Ωρωπού. Εκεί, η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε. Τελικά, υπό την πίεση διεθνών προσωπικοτήτων όπως οι Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Άρθουρ Μίλερ, Λώρενς Ολίβιε, Υβ Μοντάν, αποφυλακίστηκε και έφυγε για το Παρίσι, όπου συνέχισε τον αγώνα του κατά της δικτατορίας και την επαναφορά της δημοκρατίας στη χώρα μας.
Το 1974 με την πτώση της Δικτατορίας επέστρεψε στην Ελλάδα. Ανέπτυξε το μουσικό του και ξεκίνησε να συμμετέχει στα κοινά είτε ως απλός πολίτης, είτε έχοντας πολιτικό αξίωμα.
Κεφάλαιο 5ο: Η πολιτική του δράση, οι αμφιλεγόμενες κινήσεις και η κριτική
Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με τον πολιτικό στίβο της χώρας. Διετέλεσε πρόεδρος της Νεολαίας Λαμπράκη (1963-1967), βουλευτής της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (1964-1967), συνιδρυτής του Πανελλήνιου Αντιδικτατορικού Μετώπου (1967), στέλεχος του ΚΚΕ Εσωτερικού (1970-1972), υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων (1978) και βουλευτής του ΚΚΕ (1981-1986). Το 1983 του απονεμήθηκε το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη.
Ολοκλήρωσε την κομματική καριέρα του ως βουλευτής Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας και υπουργός Επικρατείας άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (1990-1993), χωρίς ωστόσο να απωλέσει την πολιτική του ανεξαρτησία. Η κίνησή του αυτή προκάλεσε αντιδράσεις. Εκείνος ωστόσο καθησύχαζε τους σύντροφος του ότι οι πολιτικές του πεποιθήσεις δεν είχαν αλλάξει.
Στα χρόνια των Μνημονίων έφτιαξε τη «Σπίθα», έναν σχηματισμό που δεν συμμετείχε τελικά στις εκλογές και από το οποίο αποχώρησε με επιστολή του τον Σεπτέμβριο του 2013.
Το 2015, κατά την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση, είχε αρχικά τηρήσει ευνοϊκή στάση απέναντι του, αλλά στη συνέχεια άσκησε έντονη κριτική. Στο Δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 είχε ταχθεί υπέρ του Όχι.
Παράλληλα, ο Θεοδωράκης είχε αναπτύξει και πολιτική δράση εκτός ελληνικών συνόρων. Αγωνίστηκε για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Αλβανία, προσπάθησε να γεφυρώσει μέσω της μουσικής του τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στα μέσα της δεκαετίας του ’80, πρωτοστάτησε στην προσέγγιση της ισραηλινής κυβέρνησης με τον Γιασέρ Αραφάτ το 1972, έδωσε διεθνώς συναυλίες υπέρ της Διεθνούς Αμνηστίας, κατά του πολέμου σε Ιράκ και Αφγανιστάν.
Από τις πιο αμφιλεγόμενες στιγμές του στην πολιτική ήταν το 1974 όταν έθεσε το δίλημμα «Καραμανλής ή τανκς», κάτι που συγκέντρωσε έντονη κριτική για τη χρονική στιγμή που το έπραξε -σύμφωνα με τον ίδιο ήταν παρερμηνεία διαφορετικής δήλωσής του-, αλλά κυρίως η ολοκληρωτική μεταστροφή του στο Μακεδονικό.
Από την δήλωσή του «το θέμα της ονομασίας θα ξεπεραστεί, όταν οι σχέσεις των δυο λαών φθάσουν σε τέτοιο σημείο, που το όνομα δεν θα έχει καμιά σημασία» το 1997, ο Μίκης κατέληξε να είναι ο κεντρικός ομιλητής στο Παμμακεδονικό Συλλαλητήριο της Αθήνας στις 4 Φεβρουαρίου του 2018. Στον λόγο του είχε αναφέρει ότι «Η Μακεδονία είναι μία, ήταν, είναι και θα είναι πάντα ελληνική». Οι δηλώσεις συγκέντρωσαν τη στήριξη κομμάτων της βουλής, ενώ ακόμη και βουλευτές της Χρυσής Αυγής επικρότησαν τη στροφή του κατά της χρήσης του ονόματος «Μακεδονία» από την πρώην ΠΓΔΜ.
Αντί επιλόγου
Οι στιγμές όμως αυτές δεν είναι στιγμές για κριτική. Ναι, ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε πολλές φορές αμφιλεγόμενος. Εκείνες όμως οι φορές που με τη σκληρή πολιτική και ακλόνητη ιδεολογία του, τον ουμανισμό που τον χαρακτήριζε και τους αγώνες του έβαζε τα πράγματα στη θέση τους ήταν σαφώς περισσότερες και σημαντικότερες. Ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή, φυλακισμένος, βασανισμένος, εξόριστος. Γι’ αυτό και αναγνωρίστηκε εν ζωή από τους πάντες: δεξιούς, κεντρώους, αριστερούς.
Ο ίδιος θα ήθελε να μείνει στην ιστορία ως κομμουνιστής. Στην προσωπική επιστολή που είχε στείλει στις 5 Οκτωβρίου 2020, προς τον Δημήτρη Κουτσούμπα, έγραφε, προαισθανόμενος το τέλος του: «Τώρα στο τέλος της ζωής μου, την ώρα των απολογισμών, σβήνουν απ’ το μυαλό μου οι λεπτομέρειες και μένουν τα “Μεγάλα Μεγέθη”. Έτσι βλέπω ότι τα πιο κρίσιμα, τα δυνατά και τα ώριμα χρόνια μου τα πέρασα κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ. Για το λόγο αυτό θέλω να αφήσω αυτόν τον κόσμο σαν κομμουνιστής.
Θα ήθελα λοιπόν να σε παρακαλέσω εκείνη την ώρα να επιληφθείς εσύ προσωπικά ώστε να γίνει σεβαστή όχι μονάχα η ιδεολογία μου αλλά και οι αγώνες μου για την ενότητα των Ελλήνων. Καθώς επίσης βέβαια και όλα αυτά που ήδη έχω ρυθμίσει, σε συνεννόηση με την γραμματέα μου Ρένα Παρμενίδου και τον φίλο και Πρόεδρο του Παγκρητίου Συλλόγου Φίλων Μίκη Θεοδωράκη, Γιώργο Αγοραστάκη».
Σε όλες τις μεγάλες στιγμές της ελληνικής ιστορίας, ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν εκεί. Με τις μελωδίες, τις συνθέσεις, τα τραγούδια του, τους αγώνες, τη σκέψη και τη δράση του. Ένας καλλιτέχνης μύθος. Ένας άνθρωπος larger than life. Μία πολιτική μορφή για μία πιο ανθρώπινη και δικαίη κοινωνία. Ένα άντρας αιώνια ερωτευμένος με μία γυναίκα, τη γυναίκα του, Μυρτώ Αλτίνογλου – παντρεύτηκαν το 1953 και απόκτησαν δύο παιδιά τον Γιώργο Θεοδωράκη και τη Μαργαρίτα Θεοδωράκη.
Όπως ο ίδιος είχε δηλώσει χαρακτηριστικά σε πρόσφατη συνέντευξη του στην Lifo και στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο: «Η ζωή μου εμένα ήταν διαρκώς ένας έρωτας. Και για να μην κάνουμε κουτσομπολιά και να σου κόψω και τον βήχα, ο μεγάλος μου έρωτας είναι η γυναίκα μου. Εάν αυτήν τη στιγμή εξαφανιστεί για πέντε λεπτά η γυναίκα μου από τη ζωή μου, θα πεθάνω αμέσως. Κι αυτό βαστάει 40 χρόνια. Ο έρωτας είναι καταλύτης: μέσα στην οικογένειά μου τα παιδιά μου από 15 χρονών για έρωτα μιλάνε. Μόλις γεννηθεί ο εγγονός μου, πάλι για έρωτα θα μιλάει… Ίσως και η τέχνη να είναι ένα ερωτικό παιχνίδι. Έτσι όπως το αηδόνι κελαηδάει για να γοητεύσει, ίσως κι όλα αυτά που δημιουργήσαμε τα κάναμε κι εμείς από μια τέτοια παρόρμηση: να είμαστε ωραιότεροι από τους άλλους. Ο άνθρωπος και πρωθυπουργός που γίνεται, ακόμα και δέσποτας που γίνεται, για να γίνει πιο όμορφος το κάνει».
Σήμερα, η χώρα μας βιώνει μια τεράστια απώλεια. Μίκη, δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ. Είσαι η Ρωμιοσύνη μας. Η επιτομή της ελληνικής ψυχής.