Ο Willem Dafoe θα δώσει μάχη για να πείσει ότι έχει παίξει περισσότερους good guys
Ο αγαπημένος κακός μιλά για τον ρόλο στη νέα ταινία του οσκαρικού Guillermo del Toro, για τη νοστιμιά των villains, και για την επιλεκτική αμνησία που τον βοηθά στην καριέρα του.
- 18 ΙΑΝ 2022
Ζούμε τη Dafoe-naissance. Όχι ότι ο Willem Dafoe είχε εξαφανιστεί, ή ότι θα μπορούσε να έχει αμφισβητηθεί ποτέ το ταλέντο του. Από όταν εμφανίστηκε στο The Loveless, το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Kathryn Bigelow, ο ηθοποιός δουλεύει σχεδόν άκοπα. Δεν υπήρξε ποτέ ο ωραίος του Χόλιγουντ, αλλά μπορούσε να παίξει φανταστικά έναν μαγνητικό πρωταγωνιστή. Το απίστευτα πλατύ του χαμόγελο και τα ελαφρώς τρελά μάτια του τον οδήγησαν τόσο σε ρόλους απεχθέστατων κακών όσο και σε αυτούς του σαγηνευτικού αντικειμένου του γυναικείου (και ανδρικού) βλέμματος.
Εκείνα τα πρώτα χρόνια είχε παίξει αρκετούς χαρακτήρες κακών ή σκοτεινών ανδρών, φοβούμενος ότι το Χόλιγουντ τον είχε στριμώξει σε αυτό που είχαν διαπιστώσει πως ήξερε σίγουρα να κάνει καλά. Στο Platoon όμως θα υποδυόταν το αντίθετο, τη φωνή της συνείδησης στη διμοιρία του, και με αυτόν τον ρόλο θα κέρδιζε την πρώτη υποψηφιότητά του για Όσκαρ.
«Οι ηθικά καλοί μπορεί να είναι πραγματικός μπελάς, ας το παραδεχτούμε», μας λέει στη διάρκεια της παγκόσμιας press conference του The Nightmare Alley, ενός νέου εφιάλτη από τον οσκαρικό Guillermo del Toro. «Και οι κακοί έχουν τουλάχιστον κάποιου είδους νοστιμιά, μία ταμπού διάσταση. Ξέρετε, έχουμε εκπαιδευτεί σε όλη τη ζωή να μην γίνουμε κακοί άνθρωποι. Λοιπόν, μερικές φορές έχουμε εκπαιδευτεί τόσο πολύ να μην είμαστε κακοί άνθρωποι που καταλήγουμε να είμαστε κακοί άνθρωποι.
Έτσι, όταν φαντάζεσαι αν μπορείς να παίξεις έναν κακό, απευθύνεσαι σε ένα διαφορετικό είδος προσανατολισμού που μπορεί να σε απαλλάξει από κάποιους φόβους. Οπότε νομίζω ότι το να υποδύεσαι κακούς χαρακτήρες, παραδόξως, σε μετατρέπει σε άγγελο [γελάει]. Συγνώμη, έπρεπε να κάνω ένα αστείο».
«Πραγματικά όμως, δε θέλω να πω ότι οι ξεκάθαροι κακοί είναι πιο διασκεδαστικοί, γιατί μιλάμε για τη λειτουργία τους σε μια ιστορία και κάποιες φορές οι κακοί μπορεί να είναι επίπεδοι, να είναι απλώς ένας μηχανισμός. Δεν το θες αυτό. Θέλεις να παίξεις ανθρώπινα όντα, θέλεις να παίξεις κάποιον με αντίφαση, με διάσταση. Και είτε είναι καλός είτε κακός, αυτό είναι πραγματικά τόσο υποκειμενικό.
Σε γενικές γραμμές αυτές οι ετικέτες μάς βοηθούν να λέμε ιστορίες. Αλλά για παράδειγμα, οι άνθρωποι λένε μερικές φορές ότι παίζω τόσους κακούς. Στοιχηματίζω ότι αν περνούσα από όλη τη φιλμογραφία μου, θα έπεφτε μάχη για να πω ότι παίζω πολύ περισσότερους ηθικούς, καλούς ανθρώπους απ’ ότι κακούς. Είναι απλώς ο τρόπος που χαρακτηρίζουμε τα πράγματα και το πώς προσδιορίζεις ορισμένους χαρακτήρες».
Του πήρε έναν χρόνο να βρει κάτι που να τον ιντριγκάρει μετά το Platoon και τελικά βρέθηκε με τον ηθικότερο όλων μας. Τον Ιησού Χριστό στον Τελευταίο Πειρασμό του Martin Scorsese. Θα ακολουθούσαν τα Mississippi Burning, Cry Baby και Born on The Fourth of July, και αργότερα ένας αξιοσημείωτος ρόλος στο Wild at Heart.
Στα 90s θα δούλευε με συνέπεια, σε τίποτα αξέχαστο ωστόσο, μέχρι το The Boondock Saints. Μία ταινία αρχικά καταραμένη λόγω των studio politics που θα την κρατούσαν μακριά από την ευρεία κυκλοφορία, αλλά που θα έβρισκε τρομερή επιτυχία στις πωλήσεις home video. Το Boondock Saints έγινε η cult πλατφόρμα που χρειαζόταν ο Dafoe για να λάμψει, και οι επόμενες δύο δουλειές του, το American Psycho και το Shadow of the Vampire που του χάρισε την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ μετά από 17 χρόνια, ήταν οχήματα για έναν εκ των πιο αγαπητών του ρόλων – του Green Goblin στο Spider-Man του Sam Raimi.
Έναν ρόλο που θα αναβίωνε για το Spider-Man: No Way Home με μεγαλύτερη, κάπως απίστευτα, επιτυχία από τον πρώτο του γύρο στα παπούτσια του πιο διαχρονικού εχθρού του Peter Parker. Ο Dafoe απολαμβάνει τις εναλλαγές στον χαρακτήρα του, τις ατάκες όπως «Peter, παλεύεις να έχεις όλα όσα θέλεις ενώ ο κόσμος προσπαθεί να σε κάνει να διαλέξεις», τις μαχητικές του χορογραφίες. Είναι μία πολύ αφοσιωμένη ερμηνεία, πολύ καλύτερη απ’ ότι όφειλε να είναι, αλλά αυτό παίρνεις με τους σπουδαίους καρατερίστες. Είτε παίζουν στο Antichrist του Lars Von Trier, είτε στο XXX2: The Next Level, ταινίες που ποικίλουν σε ποιότητα και αποχρώσεις, εκείνοι θα διατηρούν τη συνέπειά τους.
Η υποδοχή λατρείας στο No Way Home από τους φαν – πολλοί απαιτούσαν υποψηφιότητα Όσκαρ πριν καν η Disney βάλει μπροστά την καμπάνια της για την ταινία – έρχεται μετά από δύο back to back υποψηφιότητες για το The Florida Project και το At Eternity’s Gate. Σε αυτή τη σεζόν του περιλαμβάνονται επίσης το The French Dispatch του Wes Anderson, το The Card Counter του Paul Schrader, το The Northman του Robert Eggers με τον οποίο έκανε πρόπερσι το The Lighthouse, και το Poor Things του Γιώργου Λάνθιμου που αναμένεται ως το τέλος του έτους.
Και φυσικά το Nightmare Alley του del Toro όπου υποδύεται τον Clem, έναν κράχτη καρναβαλιού που μπορεί να γίνει προστατευτικός όσο και αδίστακτος. Πώς συμβιβάζει ο χαρακτήρας τη βαναυσότητά του με την ανθρωπιά του και πώς αυτό ενημέρωσε την ερμηνεία του;
«Δε μπορείς να κρίνεις τον χαρακτήρα, μπορείς απλά να του δώσεις ευκαιρίες», εξηγεί. «Είναι πραγματιστής και εκτιμάς ότι φροντίζει τους δικούς του, αλλά είναι επίσης ένας τύπος που πιθανότατα μεγάλωσε και ενηλικιώθηκε κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Μπορεί να έχει κάνει και φυλακή. Βλέπει ρεαλιστικά τον κόσμο ως νικητές και ηττημένους, θηράματα και αρπακτικά. Έχει αυτού του είδους τη σκοτεινή μοιρολατρική άποψη για τον κόσμο, αλλά ταυτόχρονα νοιάζεται για τους ανθρώπους γύρω του. Έτσι αμύνεται.
Και ο τρόπος, επίσης, που περιγράφει το πώς μετατρέπεις έναν άντρα σε κάποιο τέρας του τσίρκου, μία κάπως σκληρή ιστορία, δίνει την αίσθηση ότι δεν το απολαμβάνει, απλώς προχωράει με αυτό. Αυτό δεν τον δικαιολογεί, αλλά στο μυαλό του το βάρος πέφτει στη φύση των ανθρώπων. Η ανθρώπινη φύση, η φύση της επιθυμίας, η φύση του εθισμού, η φύση της μοίρας. Είναι όλα αυτά στο μείγμα.
Επομένως, είναι ένας σκοτεινός χαρακτήρας, αλλά δεν προσπαθεί να καταστρέψει ανθρώπους και δεν είναι απερίσκεπτος. Είναι συμπονετικός με ορισμένους ανθρώπους άρα είναι άνθρωπος [γελάει], αλλά έχει έναν πολύ ελαττωματικό χαρακτήρα αν τον κρίνεις ηθικά. Φυσικά όμως δεν είναι αυτή η δουλειά μου ως ηθοποιός. Η δουλειά μου ως ηθοποιός είναι να προσπαθήσω να τον φανταστώ ως έναν άνθρωπο ολοκληρωμένο, ικανό για πολλές, αντιφατικές συμπεριφορές».
«Δεν ξέρεις κανέναν ρόλο μέχρι να τον κάνεις»
Όπως διαφαίνεται εύκολα από μία γρήγορη ματιά στη φιλμογραφία του, ο Willem Dafoe έλκεται περισσότερο από τις ιστορίες και τους δημιουργούς τους παρά από τους ρόλους που του προσφέρονται.
«Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρεις κανένα ρόλο μέχρι να τον κάνεις. Και συνήθως, αν γνωρίζεις τον ρόλο, αυτό πιθανώς σημαίνει ότι δεν υπάρχει χώρος για την περιπέτεια, για την ανακάλυψη ή την έκπληξη που συνήθως μου αρέσουν. Ψάχνεις μία κατάσταση για να μάθεις κάτι, μία κατάσταση όπου πρέπει να μεταμορφωθείς, μία κατάσταση όπου θα είσαι χρήσιμος και θα εκπληρώσεις ίσως μία φαντασίωση ή κάτι για το οποίο είσαι περίεργος. Αλλά δεν σκέφτομαι με όρους ρόλων, σκέφτομαι όλη την ιστορία και την ιδέα της ταινίας. Και σκέφτομαι, “θα ήθελα να δω αυτή την ταινία;”, “θέλω να είμαι γύρω από αυτούς τους ανθρώπους;”, “θέλω να κάνω αυτά τα πράγματα;”. Μεγάλο μέρος της διαδικασίας είναι ενστικτώδες αλλά βλακωδώς απλό [γελάει]».
Ένας συνάδελφος από τις Ηνωμένες Πολιτείες ρωτά πώς διαφέρει ο Clem από άλλους χαρακτήρες που έχει υποδυθεί, αλλά ο Dafoe δεν πιστεύει ότι μπορεί να απαντήσει.
«Η αλήθεια είναι ότι κάποιος έξω από εμένα θα μπορούσε πιθανώς να απαντήσει στην ερώτηση καλύτερα από μένα. Γιατί με τα χρόνια έχω αναπτύξει έναν μηχανισμό που με κάνει να πιστεύω ότι κάθε φορά που κάνω κάτι είναι η πρώτη φορά που το κάνω. Είναι η φύση της προσποίησης. Και μετά, αφού ολοκληρώσεις έναν χαρακτήρα, τείνεις να προχωράς. Όχι για να μη σεβαστείς αυτό που έκανες, αλλά αυτό έγινε και δεν υπάρχει τρόπος να μείνεις εκεί. Κάποιοι ρωτούν μερικές φορές, “κοιτάς τις παλιές σου ερμηνείες;”. Και δεν το κάνω ποτέ γιατί εκείνο ήταν τότε, αυτό είναι τώρα. Avanti. Avanti. Avanti».
Στο Nightmare Alley τον τράβηξαν οι παιδικές του αναμνήσεις από το τσίρκο και η ιδιαιτερότητα στο σινεμά του del Toro.
«Οι καρναβαλιστές, ιδιαίτερα οι άνθρωποι στα sideshows, ήταν κάπως σκοτεινές ρομαντικές φιγούρες», θυμάται ο Dafoe. «Ήταν λίγο τρομακτικοί αλλά και κάπως γοητευτικοί. Για μένα τουλάχιστον, στο μικρό παιδί που μεγάλωνε στο Ουισκόνσιν, έμοιαζαν κοσμικοί επειδή ήταν ταξιδιώτες και μπορούσαν να υφάνουν μια ιστορία».
«Η σκηνογραφία ήταν φανταστική λόγω της λεπτομέρειας», θα συμπληρώσει. «Πήγαινες με το αυτοκίνητο στο σετ που ήταν χτισμένο στην επαρχία, σε μία περιοχή που υπήρχε πολλή γη για να κατασκευάσουν αυτό το καρναβάλι, το πλησίαζες και έβλεπες – ιδιαίτερα τη νύχτα – τα φώτα να ανάβουν. Ήταν σαν ένας κόσμος που ξυπνούσε καθώς έμπαινες σ’ αυτόν. Οι άνθρωποι άρχιζαν να κινούνται και η ίδια η οργάνωση της παραγωγής γινόταν κάπως η οργάνωση του καρναβαλιού. Ξεκινάς τη μέρα σου και η ζωή της ταινίας παραλληλίζεται με τη ζωή του καρναβαλιού, οπότε αυτή είναι μια υπέροχη αφετηρία».
«Ένα πράγμα που είναι ενδιαφέρον [στον Guillermo del Toro] – ίσως όχι τόσο στο Nightmare Alley συγκεκριμένα – είναι το πώς ανακατεύει τα είδη. Παίρνει πράγματα που θεωρητικά δεν πάνε μαζί και τα παντρεύει, φτιάχνει ένα υβρίδιο. Και αυτό είναι πολύ συγκεκριμένο σε εκείνον. Επίσης, το ενδιαφέρον του για πλάσματα αταίριαστα, για τα τέρατα, για τους ανθρώπους που βρίσκονται έξω από την κοινωνία μας. Το εκτιμώ γιατί τους εξανθρωπίζει και προκαλεί την κατανόηση και τη συμπόνια μας με διάφορους τρόπους σε όλες τις ταινίες του.
Βλέπεις κάτι σαν το Devil’s Backbone και είναι μία ταινία εποχής με πολιτικές προεκτάσεις, και μία ταινία τρόμου μαζί, είναι μίξη. Και νομίζω ότι μόνο κάποιος που γνωρίζει καλά την ιστορία του κινηματογράφου και είναι παθιασμένος με τα σύμβολα και τους διαφορετικούς τρόπους αφήγησης μπορεί να το κάνει αυτό. Δε μπορούν να το κάνουν όλοι. Έχει ξεχωριστό ταλέντο».
Ο del Toro, όπως μας είπε σε δική του συνέντευξη κατά τη διάρκεια του press conference, λάτρευε από μικρό παιδί το είδος του νουάρ γιατί παραδοσιακά οι ταινίες του έχουν πάντα κάτι να πουν για την εποχή που γυρίζονται. Τι έχει να πει το Nightmare Alley για το σήμερα;
«Είναι ένα κατηγορητήριο για ένα συγκεκριμένο είδος φιλοδοξίας, ένα συγκεκριμένο είδος καπιταλισμού, ένα συγκεκριμένο είδος εκμετάλλευσης άλλων ανθρώπων προς όφελός σου», απαντά ο Dafoe. «Και αν κυνηγάς την επιθυμία – αυτό θα ακουστεί βουδιστικό – σχεδόν μπορείς να πεις ότι η ευχαρίστηση βρίσκεται στην εγκράτεια. Γιατί ξέρουμε ότι στους απλούστερους όρους, όσον αφορά το φαγητό, το σεξ ή τη φιλοδοξία, ή οτιδήποτε άλλο, όσο περισσότερα έχεις, τόσο περισσότερα θέλεις. Είναι κάτι είναι ενσωματωμένο μέσα μας. Δεν ξέρουμε πότε να σταματήσουμε. Και νομίζω ότι αυτό ισχύει και για την πολιτική φιλοδοξία, την επιχειρηματική φιλοδοξία, το βλέπουμε συνέχεια. Επομένως, από αυτή την άποψη, είναι μια ιστορία με την οποία μπορούμε να σχετιστούμε.
«Ποτέ δεν είμαστε ευχαριστημένοι με αυτό που έχουμε»
Στην περίπτωση του χαρακτήρα μου, έχει να κάνει επίσης με την κατανόηση της φύσης της επιθυμίας και του εθισμού, και τη σχέση που έχει το ένα με το άλλο. Αυτού του είδους η μη ικανοποίηση είναι ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Ποτέ δεν είμαστε ευχαριστημένοι με αυτό που έχουμε. Θέλουμε περισσότερα, και περισσότερα, και περισσότερα».
Ο σκηνοθέτης είχε αναφέρει νωρίτερα πως το Nightmare Alley αφορά, μεταξύ άλλων, τις ανακαλύψεις που κάνει κάθε χαρακτήρας για τη φύση του, το ποιοι είναι πραγματικά. Ο Willem Dafoe έχει φτάσει σε αυτή τη διαύγεια;
«Όχι, γι’ αυτό κάνουμε όλη αυτή η προσποίηση και όλη αυτή την κατασκευή. Είναι για να καταλήξουμε σε κάποια έστω, καλύτερη αντίληψη κάπου πιο κάτω. Δεν έχω φτάσει εκεί και μάλλον γι’ αυτό μου αρέσει να κάνω αυτό που κάνω γιατί ακόμα προσπαθώ. Ακόμα προσπαθώ να καταλάβω. Αν ήξερα, αν ήμουν πεφωτισμένος άνθρωπος, μάλλον δε θα ήμουν ακόμα ηθοποιός».
Το The Nightmare Alley κυκλοφορεί στις αίθουσες από τη Feelgood.