Ο Zahn McClarnon πάλευε με βουβάλια για να φτάσει στο σχολείο του
Μιλήσαμε με τον πιο πολυάσχολο ιθαγενή ηθοποιό αυτή τη στιγμή στο Hollywood για τη νέα σειρά του National Geographic ‘Barkskins’, για τα παιδικά του χρόνια στον καταυλισμό, και για το reset που ξέρει να κάνει η φύση χωρίς τους ανθρώπους.
- 29 ΙΟΥΛ 2020
«Μισό λεπτό, νομίζω θα βάλουν κομπρεσέρ έξω από το παράθυρό μου». Ο Zahn McClarnon ανασηκώνεται από την πολυθρόνα του και ανοίγει με το ένα χέρι το παράθυρο στα αριστερά του. Σε εκείνη τη φάση, το μόνο που μπορούσα να δω από την κάμερα ήταν μία ακέφαλη κατάμαυρη φιγούρα απλωμένη προς τα αριστερά, μία άδεια πολυθρόνα που θα ταίριαζε άνετα στο σετ του ‘Ρετιρέ’, και ένα πορτραίτο του ηθοποιού στον τοίχο με τα μακριά μαλλιά του να ανεμίζουν.
Όταν ο McClarnon βεβαιώθηκε ότι το κομπρεσέρ μάλλον δεν ήταν ακόμα στο πρόγραμμα της διπλανής του οικοδομής, χώθηκε ξανά στην πολυθρόνα, άρχισε να βολεύει την κάμερά του που είχε κουνηθεί και έβαλε τα γέλια. Μαζί τα βάλαμε δηλαδή. Υπό κανονικές συνθήκες η συνέντευξή μας θα γινόταν σε κάποιο ξενοδοχείο της Ευρώπης, σε ένα δωμάτιο με το banner του ‘Barkskins – Οι Άνθρωποι του Δάσους’ στον διάδρομο, το νέο τηλεοπτικό έπος του National Geographic όπου πρωταγωνιστεί, δίπλα ή κοντά σε κάποιο άλλο δωμάτιο όπου οι δημοσιογράφοι θα είχαμε τσακίσει νωρίτερα τον μπουφέ. Τώρα όμως η συνάντησή μας έγινε από το Zoom και άρα το κομπρεσέρ, η μουσική που παίζουν στη διαπασών οι δικοί μου γείτονες, ή ο σκύλος μίας εκ των δημοσιογράφων που μάλλον θα γάβγιζε για πάντα αν δεν τον έπαιρνε αγκαλιά, θα ήταν αναγκαστικά κι αυτά μέρος της συνέντευξης.
Το μαύρο T-shirt του McClarnon έγραφε #MoreNatives. Το πήρε ως δώρο από το φετινό Φεστιβάλ Sundance, όταν μαζί με άλλους Αμερικανούς ιθαγενείς δημιουργούς και ηθοποιούς όπως ο Martin Sensmeier (‘Magnificent Seven’,‘Yellowstone’) και ο Ryan Red Corn της ομάδας κωμικών ‘1491s’, πήραν μέρος σε πάνελ του φεστιβάλ σχετικά με την ενίσχυση των φωνών της ιθαγενούς Αμερικής στη βιομηχανία θεάματος.
Η κληρονομιά του McClarnon που προέρχεται από τις φυλές Lakota και Sioux του Standing Rock – εκτός από την ιρλανδική του πλευρά που χρωστάει στον πατέρα του – του έχει περιορίσει τις επιλογές στους ρόλους που υποδύεται. Το Hollywood αδυνατεί να φανταστεί τους ιθαγενείς ως χαρακτήρες ασύνδετους με την καταγωγή τους, ως απλούς πατεράδες, αφοσιωμένους συζύγους ή άξιους γιους ας πούμε, ρόλους που ο McClarnon θα ήθελε να μπορεί να παίξει χωρίς την ταμπέλα του Ινδιάνου..
Η ταμπέλα αυτή όμως σημαίνει τουλάχιστον ότι, στον πολύ μικρό χώρο που του έχει δοθεί, έχει μπορέσει να ξεχωρίσει. Να γίνει ένας από τους ελάχιστους αναγνωρίσιμους ιθαγενείς ηθοποιούς που δουλεύουν σταθερά, κάνοντας ενίοτε και θαύματα με το υλικό που έχουν στα χέρια τους, όπως έγινε για παράδειγμα με το καθολικά αναγνωρισμένο επεισόδιο ‘Kitsuya’ του δεύτερου κύκλου του ‘Westworld’. Στα χέρια ενός λιγότερου ηθοποιού θα ήταν πιθανώς ένα μονότονο, ξεθυμασμένο επεισόδιο, αλλά στα δικά του ήταν μία tour de force ερμηνεία που συντάραξε μία μέτρια σεζόν.
Αφού εργάστηκε για τρεις μήνες μετά το Λύκειο ως βοηθός ηλεκτρολόγου στην Αριζόνα, έζησε για ένα χρόνο στο Λος Άντζελες και μετά επέστρεψε στη γενέτειρά του, τη Νεμπράσκα στα τέλη των ‘80s. Εκεί συμμετείχε σε τοπικές θεατρικές παραγωγές και διαφημίσεις, και άρχισε να σκέφτεται την ηθοποιία ως επαγγελματική σταδιοδρομία. Είχε μεγαλώσει μέσα στα drive-in που τον πήγαιναν οι γονείς του κάθε Παρασκευή, αλλά δεν είχε σκεφτεί ποτέ ότι η βιομηχανία θεάματος θα ήταν φιλόξενη. Τότε όμως είχε βγει το ‘Dances With Wolves’ και σκέφτηκε πως ίσως άνοιγαν περισσότερες πόρτες για τους ιθαγενείς ηθοποιούς. Κατέληξε να ρωτήσει κάτι φίλους που είχε κάνει στο Λος Άντζελες αν θα ήταν ok να κοιμηθεί για λίγο στον καναπέ τους και, όταν εκείνοι δεν είχαν πρόβλημα, πήρε το πρώτο αεροπλάνο και 200 δολάρια στην τσέπη και μετακόμισε ξανά στη Πόλη των Αγγέλων. Εκεί θα σπούδαζε υποκριτική – τη σπουδάζει ακόμα στον ελεύθερό του χρόνο, είναι διαρκώς σε κάποια αίθουσα διδασκαλίας – και δεν άργησε να βρει ατζέντη και να αρχίσει να κλείνει τις πρώτες του δουλειές.
Θα εμφανιζόταν σε μικρούς ρόλους στο ‘Baywatch’, στο ‘Silent Fall’ με τον Richard Dreyfuss και τον John Lithgow, για χρόνια στο ‘Δρ. Κουΐν: Μόνη στην Άγρια Δύση’ και αλλού, και αργότερα σε μεγαλύτερα πρότζεκτ όπως το ‘Red Road’ και το ‘Frontier’ – και τα δύο με τον Jason Momoa με τον οποίο παραμένει φίλος – στο ‘Longmire’, το ‘The Son’, το ‘Fargo’, το ‘Westworld’, το ‘Queen of the South’, το ‘Bone Tomahawk’ ή το πρόσφατο, υποτιμημένο ‘Doctor Sleep’. Βασική του απαίτηση υπήρξε πάντοτε η αυθεντική απεικόνιση της κουλτούρας που έπρεπε να αποδώσει. Οι φυλές δεν είναι εναλλάξιμες και δεν θα πρέπει ποτέ να παρουσιάζονται ως τέτοιες. Ως Toshaway στο ‘The Son’ για παράδειγμα, είχε ειδική σύμβουλο για την κουλτούρα των Comanche και έμαθε με πολύ κόπο τη γλώσσα τους για να την προφέρει σωστά.
Ο Yvon, ο χαρακτήρας του στο ‘Barkskins’, τη σειρά-έπος που βάσισε το National Geographic στο best-seller της Annie Proulx, δεν εμπνεύστηκε από κάποιο στερεότυπο για τους ιθαγενείς, αλλά από τον πραγματικό Caleb Cheeshahteaumuck – τον πρώτο Αμερικανό ιθαγενή που αποφοίτησε από το Harvard στα 1600s. Ο Yvon θα φτάσει με έναν συνεργάτη του από τη Hudson Bay Company στην αποικιακή Νέα Γαλλία του σημερινού Quebec του Καναδά, και μαζί θα εξερευνήσουν την εξαφάνιση ενός συναδέλφου τους σε εκείνα τα μέρη. Στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού τους, θα βιώσουν τις συνέπειες ενός μυστηριώδους μακελειού εναντίον μιας ομάδας αποίκων, που δεν αποκλείεται να ρίξει την περιοχή σε πόλεμο. Ο ένας είναι λευκός και ο άλλος Ινδιάνος, όμως μεταξύ τους είναι απολύτως ισότιμοι.
«Είναι ίσοι στη σχέση τους», σημειώνει και ο McClarnon. «Νομίζω έφτασαν σε αυτή την αμφίδρομη κατανόησή τους στα ταξίδια τους. Έδειξαν σεβασμό ο ένας στον άλλον και φέρονταν μεταξύ τους ως ίσοι. Αυτά τα ταξίδια τούς έδεσαν. Νομίζω είχαν επίσης και έναν κοινό βασικό σκοπό, τις αποστολές της εταιρείας τους, οπότε τους έδεσε και αυτό. Είναι και οι δύο αφοσιωμένοι [Hudson Bay Company] και επιθυμούν τα ίδια πράγματα, άρα χρειάστηκε να τα πάνε και καλά».
Στη δική του ζωή πάλι, οι άνθρωποι δεν του φέρονταν πάντοτε ισότιμα. Σε μια σκηνή του ‘Fargo’ όπου είχε υποδυθεί τον πιστό αλλά επικίνδυνο Hanzee, ο χαρακτήρας του κάποια στιγμή θέλησε να κόψει τα μακριά μαλλιά του που πρόδιδαν την καταγωγή του. «Έχω κουραστεί από αυτή τη ζωή», είχε μονολογήσει κοιτώντας αποκαρδιωμένος το πάτωμα. Ο McClarnon που είχε και ο ίδιος σκεφτεί τα κόψει τα μαλλιά του νωρίτερα στην καριέρα του για να αποφύγει την τυποποίηση, δεν είχε χρειαστεί να κοπιάσει για να μπει στα παπούτσια του Hanzee. Έχει ακόμα πολύ έντονες μνήμες ρατσιστικής συμπεριφοράς, ιδίως από τα παιδικά του χρόνια στα ‘70s. Να μην σερβίρουν εκείνον και την οικογένειά του σε εστιατόρια για παράδειγμα, να τους αφήνουν να περιμένουν 45’ χωρίς να εξυπηρετηθούν για να νιώσουν ανεπιθύμητοι και να φύγουν. Να θεωρείται λευκός για τους Ινδιάνους που έμεναν βαθιά μέσα στον καταυλισμό όπου επισκεπτόταν τους παππούδες του και παρείσακτος για τους γείτονές του 20 μίλια έξω από τον καταυλισμό.
Αυτή η δύσκολη ζωή όμως, είχε εμπειρίες που δεν θα αντικαθιστούσε με τίποτα. Δεν θα μπορούσε κιόλας. Ποιος από εμάς μπορεί να λέει ότι έδιωχνε βουβάλια από τον δρόμο του για να πάει στο σχολείο;
«Μεγάλωσα στα Εθνικά Πάρκα, στο Glacier National Park και στο Yellowstone National Park», μου εξήγησε. «Ήμουν πολύ τυχερός που η ανατροφή μου έγινε εκεί, οπότε η φύση ήταν πάντα πολύ σημαντική στα νεανικά μου χρόνια. Πώς θα μπορούσε να μην είναι άλλωστε όταν βρίσκεσαι σε τέτοιο περιβάλλον; Μεγάλωσα δίπλα σε ταράνδους, ελάφια, βουβάλια. Τα έδιωχνα για να μπορέσω να περάσω ανάμεσά τους και να φτάσω στο σχολείο. Οπότε μεγάλωσα με τεράστιο σεβασμό για τη φύση και έχω τους γονείς μου να ευχαριστώ καθημερινά γι’ αυτό. Επίσης ως ιθαγενής Αμερικανός, η Γη είναι η Μητέρα μου και μου έμαθαν να τη σέβομαι όσο μπορώ».
Δεν μπορεί, επίσης, να μη συνδέσει το ξέσπασμα της πανδημίας με την προσπάθεια της φύσης να φροντίσει τον εαυτό της. Το ‘Barkskins’ άλλωστε είναι μεν ένα δράμα εποχής για την αποικιακή περίοδο που έχτισε τον Νέο Κόσμο, η καρδιά του όμως χτυπάει στις συνέπειες που είχε αυτή στο περιβάλλον. Γι’ αυτό και το National Geographic είναι το ιδανικό του σπίτι.
«Υπάρχει άλλος τρόπος να το δει κανείς;», αναρωτιέται. «Αυτός ο ιός ήρθε από τα ζώα και μεταδόθηκε από τα ζώα. Δεν μπορείς να το δεις αλλιώς παρά μόνο ότι η φύση φροντίζει τον εαυτό της. Για μένα τουλάχιστον! Η μητέρα μου πάντα μου έλεγε ότι η Γη μπορεί να ζήσει χωρίς εμάς (γέλια). Θα προχωρήσει. Εμείς όμως, τα ανθρώπινα πλάσματα, δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς τη Μητέρα μας. Η ζωή και η φιλοσοφία μου διαμορφώνονται πάντα μέσα από αυτό. Μία από τις αγαπημένες μου φράσεις είναι από τον Francis Bacon και λέει ότι ‘για να κυβερνήσεις τη Γη πρέπει πρώτα να την υπακούσεις’».
Τι, όμως, μπορεί να δίδαξε το ‘Barkskins’ σε έναν άνθρωπο με τη φιλοσοφία του McClarnon;
«Ο σεβασμός που έμαθα από το ‘Barkskins’ έχει να κάνει με τις δυσκολίες που περνούσε κανείς εκείνη τη χρονική περίοδο», είπε και θυμήθηκε σκηνές που γύριζαν με ένα πραγματικό κανό της εποχής. «Δεν υπήρχε Uber! (γέλια). Χωρίς ηλεκτρισμό και όλες τις ανέσεις της μοντέρνας ζωής».
«Δεν σκάβαμε, βέβαια. Ήταν δύσκολο σίγουρα, αλλά μας φρόντισαν πολύ αλλά είχαμε τέντες όπου μπορούσαμε να προφυλαχτούμε και πολλούς ανθρώπους να μας προσέχουν. Το πιο σκληρό πράγμα που μπορεί να συμβεί σε κάποιον που γυρίζει σειρά εποχής, είναι όταν έρχεται στο σετ ο άνθρωπος με τα props και αρχίζει να σου δίνει να κρατάς το ένα, το άλλο, το παράλλο. Και θες να πεις ‘όχι άλλα props!’, αλλά θες να κάνεις τον χαρακτήρα σου αυθεντικό. Τουλάχιστον δεν καβαλήσαμε άλογα. Έχω κάνει πολλά westerns και όταν σου δίνουν props πάνω σε άλογο είναι πάρα πολύ δύσκολο».
«Αλλά γενικά μας φέρθηκαν εξαιρετικά. Και προτιμώ να είμαι ηθοποιός από το να σκάβω λακκούβες ή να βάζω κομπρεσέρ όπως ετοιμάζονται να κάνουν τώρα έξω από το παράθυρό μου».
Το ‘Barkskins – Οι Άνθρωποι του Δάσους’ κάνει πρεμιέρα την Παρασκευή 7 Αυγούστου, στις 21.50, με διπλό επεισόδιο, στο National Geographic. Το National Geographic είναι διαθέσιμο στην Ελλάδα μέσω Cosmote TV, Nova, Vodafone TV, Wind Vision.