Οι μυθικές στιγμές στη ζωή ενός άντρα δεν έχουν ημερομηνία
Ένας δημοσιογράφος του Oneman εξηγεί γιατί οι πιο ωραίες στιγμές είναι αυτές που προκύπτουν αυθόρμητα.
- 15 ΑΠΡ 2016
Ένα μικρό (στην πορεία του κειμένου ενδέχεται να αποδειχθεί και μεγάλο, ραντεβού στον επίλογο για να δούμε) στερεότυπο αυτής της ζωής, μας θέλει να προγραμματίζουμε τις ωραίες στιγμές της.
“24 Δεκεμβρίου βγαίνει το Star Wars, να κλείσουμε εισιτήρια”, “16 Ιουνίου ξεκινάει το Μουντιάλ, πού θα το δούμε;”, “12 Αυγούστου μπαίνουμε στο πλοίο, ανυπομονώ”. Καταλαβαίνεις νομίζω το συλλογισμό μου. Σχεδιάζουμε κάτι μαζί με τους κολλητούς μας, κυκλώνουμε την ημερομηνία και μετράμε τις ημέρες μέχρι να έρθει η μεγάλη στιγμή.
Όπως λέει και το τραγούδι άλλωστε, “η ευτυχία είναι αυτό, που περιμένουμε να ‘ρθει”. Για χρόνια νόμιζα ότι εννοεί πως όλοι περιμένουμε την ευτυχία, μέχρι που ένας καθηγητής μου στο Γυμνάσιο, μου εξήγησε (σε όλη την τάξη βασικά) ότι η ευτυχία είναι η προσμονή μιας ευχάριστης στιγμής.
Μπορεί να μην είμαι ούτε καθηγητής, ούτε τραγουδιστής, όμως έχω το δικαίωμα να εκφράσω κι εγώ τη γνώμη μου. Δεν θα διαφωνήσω άλλωστε με το στίχο, ούτε με τον καθηγητή. Η προετοιμασία, η προσμονή κι ο σχεδιασμός μιας χαρούμενης στιγμής έχουν πλάκα και συνήθως έχουν και αποτέλεσμα.
Και στις διακοπές σου θα περάσεις τέλεια και βλέποντας το Μουντιάλ και φυσικά παρακολουθώντας το Star Wars. Το Star Wars ειδικά, όσες φορές κι αν το δεις, θα το απολαύσεις (τι εννοείς δεν το έχεις δει ακόμα, πήγαινε δες το αυτή τη στιγμή και συνέχισε μετά).
Υπάρχουν όμως και κάποιες αυθόρμητες στιγμές, τις οποίες όχι απλά δεν είχες προγραμματίσει, αλλά δεν τις είχες καν σκεφτεί πριν συμβούν και εξελίσσονται σε στιγμές που δεν θα ξεχάσεις ποτέ στη ζωή σου. Σε μυθικές ιστορίες μαζί με την παρέα σου, συνήθως -και καθόλου τυχαία- με τη συντροφιά μιας μπύρας Μύθος ως πηγή έμπνευσης για τις περιπέτειες που ακολουθούν.
Ας πιάσουμε εμένα για παράδειγμα, μιας και όλος τυχαίως εγώ γράφω το κείμενο και με ξέρω και καλύτερα απ’ τον καθένα. Έχω πάει διακοπές με την παρέα μου αμέτρητες πια φορές.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που πήγα κάπου με τους κολλητούς μου χωρίς γονείς. Ήμασταν στην Κω κι ένιωθα τόσο σπουδαίος και μεγάλος που κάνω πια διακοπές μόνος μου, που το μόνο που έλειπε ήταν να διαβάζω κάθε πρωί το οικονομικό κομμάτι της εφημερίδας καπνίζοντας πούρο, ώστε να πείσω και τον τελευταίο αμφισβητία για την ωριμότητά μου. Το γεγονός βέβαια ότι τις διακοπές τις πλήρωναν οι γονείς μου, δεν είχε καμία σημασία.
Προφανώς περάσαμε τέλεια και μπορώ ακόμα να σου περιγράψω αρκετές ιστορίες από εκείνο το καλοκαίρι. Δεν θα το κάνω όμως, γιατί ντρέπομαι θα σε κουράσω. Όπως τέλεια είχα περάσει και το καλοκαίρι που πήγαμε παρέα 25 ατόμων στις Σπέτσες, όλες τις φορές που πήγα με τους κολλητούς μου σε κάποιο νησί ή κανονίσαμε ένα ταξίδι στο εξωτερικό.
Ναι, όλες αυτές οι στιγμές ήταν προγραμματισμένες, είχαν ημερομηνία, προέκυψαν από σχέδιο, πλάνα, διεξοδικές αναλύσεις και ομαδικές διαπραγματεύσεις. Αν με ρωτήσεις σήμερα όμως, ποιο ταξίδι είναι αυτό που θυμάμαι πιο έντονα, που μου έρχεται πρώτο στο μυαλό, όταν ακούω τη λέξη εκδρομή, δεν θα σου πω κανένα απ’ τα παραπάνω. Ρώτα με λοιπόν, για να σου πω.
-Κωνσταντίνε ποιο ταξίδι θυμάσαι πιο έντονα;
-Πολύ καλή ερώτηση, δεν την περίμενα. Το ταξίδι που θυμάμαι με το μεγαλύτερο χαμόγελο, ήταν μια εκδρομή στη Ναύπακτο με δυο κολλητούς μου, πριν από περίπου 10 χρόνια.
Κυριακή βράδυ και αράζουμε στο σπίτι μιας φίλης μας. Φοιτητές όλοι τότε, επομένως καμία πίεση χρόνου, κανένα άγχος μήπως ξενυχτήσουμε και φυσικά κανένα πρόγραμμα. Βλέπουμε ταινία στο υπόγειο του σπιτιού κι ο ένας εκ των κολλητών συνομιλεί με μια κοπέλα, η οποία βρίσκεται εκδρομή με τη σχολή της στη Ναύπακτο.
Ο ήχος του μηνύματος μας έχει πάρει τα αυτιά και δεν μας αφήνει να συγκεντρωθούμε στην ταινία. Εντάξει, ίσως έφταιγε και το γεγονός ότι κάθε φορά που ακούγαμε τον ήχο τον ρωτούσαμε “τι γράφει, τι γράφει;”
Το σκηνικό επαναλαμβανόταν για ώρα, όταν ο έτερος κολλητός άνοιξε μια μπύρα και πέταξε την ιδέα: “Γιατί δεν μπαίνουμε στο αμάξι να πάμε να τη βρούμε; Μιλάτε που μιλάτε όλο το βράδυ”. “Έλα ντε, σιγά, δεν έχουμε να κάνουμε και τίποτα αύριο”, σιγόνταρα εγώ, πετώντας το καταλυτικό επιχείρημα: “Δεν έχουμε πάει και ποτέ στη Ναύπακτο”.
Γιατί ως γνωστόν, ξημερώματα Κυριακής προς Δευτέρα είναι η καλύτερη ώρα για να απολαύσεις την όμορφη Ναύπακτο. Μετά από ένα πολύ σύντομο debate και μια όχι και τόσο σύντομη οδηγηση, βρεθήκαμε στη Ναύπακτο, κάτω απ’ το ξενοδοχείο που έμενε η σχολή της κοπέλας.
Επειδή τίποτα απ’ αυτήν την επιχείρηση δεν το είχαμε σκεφτεί καλά, η λεπτομέρεια του πως θα κατέβει η κοπέλα απ’ το ξενοδοχείο χωρίς να την αντιληφθούν οι καθηγητές της, μας απασχόλησε πρώτη φορά εκείνη τη στιγμή. Οι καθηγητές δυστυχώς δεν είχαν καμία διάθεση να κοιμηθούν, φυλώντας τους διαδρόμους με ζήλο (εδώ που τα λέμε, καλά τη δουλειά τους έκαναν οι άνθρωποι) και το ύψος του μπαλκονιού του δωματίου καθιστούσε τις σκέψεις για απόδραση απαγορευτικές.
Μετά από μια περίπου ώρα διαπραγματεύσεων, πήραμε άπραγοι το δρόμο του γυρισμού. Ήμασταν τόσο ανοργάνωτοι, που πληρώσαμε ξανά διόδια στη γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, αφού δεν είχαμε ιδέα ότι αν την διασχίσεις δυο φορές σε τόσο σύντομο διάστημα πληρώνεις λιγότερα. Αυτό μας μάρανε θα μου πεις.
Ο γυρισμός ήταν ένας αγώνας να προλάβουμε να επιστρέψουμε το αυτοκίνητο στη μητέρα του κολλητού μου, για να πάει στη δουλειά της. Μη φανταστείς ότι τρέχαμε βέβαια, αφού η εθνική ήταν γεμάτη νταλίκες και όλος ο γυρισμός ήταν ένα ατελείωτο σημειωτόν. Αν θυμάμαι καλά, γυρίσαμε με μια μικρή καθυστέρηση, με τον φίλο μου να εξηγεί στη μητέρα του ότι μας πήρε ο ύπνος στο σπίτι ενός παιδιού στο Καπανδρίτι. Δεν ξέρω καν αν είχε φίλο με σπίτι στο Καπανδρίτι, όμως ακούστηκε πειστικό.
Η μητέρα του πήγε στη δουλειά, εμείς πήγαμε για ύπνο (προφανώς) και τόσα χρόνια μετά, θυμάμαι αυτό το παντελώς ανούσιο road trip ως μιας απ’ τις πιο μυθικές μου αναμνήσεις.
Ήταν αυθόρμητο, χωρίς κανένα σχεδιασμό και χωρίς κανένα πλάνο. Κι όμως ζήσαμε μια όμορφη περιπέτεια μαζί με τους κολλητούς μου. Όλοι μαζί σε ένα αυτοκίνητο, ακούγοντας μουσική, συζητώντας, μετρώντας τις νταλίκες για να μην νυστάξουμε και προσπαθώντας να μη γελάσουμε όσο ο οδηγός έλεγε αστείες δικαιολογίες στη μητέρα του.
Αντίστοιχες ιστορίες, μπορώ να σου διηγηθώ πολλές. Βράδια που ξεκινήσαμε για έναν καφέ, ο καφές έγινε μπύρα και καταλήξαμε στις Σπέτσες, απογεύματα που έμοιαζαν βαρετά και μας βρήκαν να παίζουμε τελικά χαρτιά με συνταξιούχους σε συνοικιακό καφενείο.
Τελικά δεν είναι καθόλου δύσκολο να φτιάξεις τη δική σου μυθική ιστορία με τους φίλους σου. Δεν χρειάζεται ούτε προγραμματισμούς, ούτε ημερολόγια, ούτε αναλύσεις. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι η παρέα σου, η σωστή διάθεση και μια μπύρα για να σου δώσει την απαραίτητη ώθηση. Τώρα που ο Μύθος έχει και νέο καπάκι για εύκολο άνοιγμα, όπου και να βρίσκεσαι μπορεί να ξεκινήσει μια μυθική εμπειρία.
Η δική μας ιστορία γράφτηκε με τον πιο απλό τρόπο και τελικά δεν χρειάζεται ούτε υπεραντλατικά ταξίδια, ούτε υπερπαραγωγές για να ζήσεις το δικό σου Μύθο. Αν θυμάμαι την ακριβή ημερομηνία του “ταξιδιού” μας; Όχι βέβαια, ούτε είχα σημειώσει εκείνη την ημέρα ως μια ημέρα που περιμένω με ανυπομονησία. Γιατί τελικά οι ωραίες στιγμές δεν χρειάζονται πρόβλεψη για να έρθουν. Ίσα-ίσα. Όσο πιο απρόβλεπτες, τόσο το καλύτερο.
Μιας και φτάσαμε στον επίλογο, θα είμαι συνεπής στο ραντεβού μας. Οι ωραίες στιγμές χρειάζονται όντως προγραμματισμό, όμως οι μυθικές στιγμές χρειάζονται απλά καλή παρέα.