Οι ταινίες: Διαδρομή εν μέσω πτωμάτων
- 26 ΦΕΒ 2015
Ναι, το ξέρω, βγαίνει Πολ Τόμας Άντερσον αυτή τη βδομάδα. Θα φτάσουμε κι εκεί. Πρώτα θέλω να μιλήσω για κάτι άλλο.
Θέλω να μιλήσω για τα απωθημένα δύο κασκαντέρ. O Τσαντ Σταχέλσκι κι ο Ντέιβιντ Λιτς είναι κι οι δύο stuntmen με προϋπηρεσία δεκαετιών στην Χολιγουντιανή περιπέτεια πρώτης γραμμής. Έχουν κάνει επικίνδυνες σκηνές διάσημων σταρς (Μπραντ Πιτ!) σε διάσημα franchises (“X-Men”! “Hunger Games”!) χορογραφώντας σκηνές δράσης που σε κολλάνε στον τοίχο (“Bourne”! “Matrix”!).
Αυτοί οι δύο άνθρωποι βρήκαν λοιπόν την ευκαιρία τους όταν ο Κιάνου Ριβς, ο πιο κουλ ατάλαντος του πλανήτη, ένας αληθινός ήρωας, ένα σύμβολο, διάβασε το σενάριο για το “John Wick”, το λάτρεψε, και τους πρότεινε λόγω της συνεργασίας τους στο “Matrix”. Οι Σταχέλσκι και Λιτς βρέθηκαν στον παράδεισο του stuntman: Ξαφνικά, κάθε μικρή και μεγάλη ιδέα, κάθε νοητό καρφίτσωμα σε νοητό φελοπίνακα (“δε θα ήταν γαμάτο να κάναμε μια τέτοια σκηνή;”), κάθε σχέδιο που δεν πραγματοποιήθηκε, βρήκαν την έκφρασή τους μέσα από το ιδανικό δοχείο.
Ο Τζον Γουίκ είναι ένας πρώην εκτελεστής, αληθινά θρυλικός στο κύκλωμα, που έχει αποσυρθεί για να ζήσει σαν ήρεμος άνθρωπος. Έχει κατακτήσει την εξιλέωση που δεν δικαιούται, μέχρι που η ζωή του την ξεριζώνει βιαίως. Πρώτα χάνει τη γυναίκα του από αρρώστια, και ύστερα χάνει το τελευταίο ζωντανό πράγμα που του είχε μείνει να του θυμίζει, ένα σκύλο που του άφησε σαν μετά θάνατον δώρο.
Ναι, είναι τόσο απλό, τόσο βασικό, τόσο (ναι!) ανθρώπινο: Ο Τζον Γουίκ, πρώην ανηλεής εκτελεστής, νυν άνθρωπος, βλέπει το σκύλο του να σκοτώνεται μπροστά στα μάτια του. Περνά όλη την υπόλοιπη ταινία ξεκληρίζοντας τη Ρώσικη μαφία ως εκδίκηση.
Γρήγορα θα διαπιστώσεις δύο πράγματα:
Πρώτον. Ο σεναριογράφος Ντέρεκ Κόλσταντ έχει μια θαυμάσια αίσθηση ανάπτυξης κόσμου και χαρακτήρων. Το “John Wick” δεν είναι το είδος της ταινίας που θα όφειλε απαραιτήτως να χτίζει δικό του σύμπαν, όμως το κάνει, και εντυπωσιακά. Το ξενοδοχείο των εκτελεστών, ο πολύχρωμος υπόκοσμος, τα Νομίσματα, οι κανόνες (άγραφοι και μη), είναι όλα στοιχεία που εισάγονται όσο ακριβώς χρειάζεται ώστε να βοηθήσουν την πλοκή, να βγάζουν νόημα, αλλά και να μοιάζουν αρκετά μυστηριώδη ώστε να θες από μια ξεχωριστή τριλογία για το καθένα τους.
(Ανακοινώθηκε σίκουελ από το στούντιο με εμφανή διάθεση να μην μείνει καν εκεί, αλλά να αναπτυχθεί ολόκληρο σύμπαν ταινιών. Είναι απολύτως κατανοητό. Θα έβλεπα μια ταινία μόνο για τον θυρωρό του Λανς Ρέντικ ή για τον ιδιοκτήτη του Ίαν ΜακΣέιν ή για τη φονική Αντριέν Παλίκι. Πόσο μάλλον για τον ίδιο τον Τζον Γουίκ.)
Όμοια είναι η προσέγγιση και για τους ίδιους τους χαρακτήρες. Ο Κόλσταντ αναφέρει ως βασική επιρροή του τα σπαγγέτι γουέστερν, μιλώντας για το πώς κάτι σαν το “Ο Καλός, ο Κακός κι Άσχημος” σου δείχνει δύο πράγματα για τους χαρακτήρες χρησιμοποιώντας ελάχιστες έως και καθόλου λέξεις, αλλά από πίσω κρύβεται ένα ολόκληρο backstory που δεν (χρειάζεται να) ξέρεις, παρά αφήνεσαι να το σχεδιάσεις μες στο μυαλό σου.
Υπάρχει μια σκηνή αρκετά νωρίς στην ταινία. Είναι ο Βίγκο Ταράσοφ, πατέρας του κρετίνου Ρώσου μαφιόζου που σκοτώνει τον σκύλο του Τζον Γουίκ, ερμηνευμένος από τον απολαυστικό Μίκαελ Νύκβιστ (ο Σουηδός Μπλόμκβιστ του “Κοριτσιού με το Τατουάζ”). Ο Ταράσοφ ζητάει τηλεφωνικά τα ρέστα από έναν άλλο περιθωριακό χαρακτήρα (ο ιδιοκτήτης του Γκαράζ Της Μαφίας, Τζον Λεγκουιζιάμο- άλλη μια spin-off ταινία που γράφεται μόνη της), τον ρωτάει γιατί χτύπησε τον γιο του. Ο Λεγκουιζιάμο του απαντάει. Του λέει, επειδή έκλεψε το αυτοκίντο του Τζον Γουίκ και του σκότωσε τον σκύλο.
Ο Ταράσοφ αφήνει μια μακρά σιωπή να γεμίσει την τηλεφωνική σύνδεση. Σχεδόν τον βλέπεις να απλώνει ένα μεγαλοπρεπές facepalm στο πρόσωπό του. Το μόνο που καταφέρνει να βγάλει από μέσα του είναι ένα παραιτημένο “Oh”.
Και νά’το: Κατευθείαν γνωρίζεις τα πάντα. Για τον Ταράσοφ και τα όσα πιστεύει για τους κώδικες τιμής. Για τη γνώμη που έχει για τον βλάκα, ασεβή γιο του. Για την παλιά του σχέση με τον Τζον Γουίκ. Και για το τι άνθρωπος- τι φονική μηχανή!, είναι ο Τζον Γουίκ.
Μια λέξη.
Δεύτερον. Οι Σταχέλσκι και Λιτς πραγματικά βγάζουν άχτι δεκαετιών.
Μια σκηνή στο nightclub που σηματοδοτεί την Μεγαλη Επιστροφή του Τζον Γουίκ είναι κάτι το αληθινά αποστομωτικό. Ο σινεφίλ φαν της δράσης θα θέλει να δακρύσει. Τα χρώματα, η ένταση, ο ρυθμός, η επιμονή. Είναι Τζον Γου και είναι Μάικλ Μαν και είναι Τζον Μπούρμαν και είναι όλα αυτά τα πράγματα μαζί και ειλικρινά δεν θέλεις να τελειώσει.
Μέσα από όλα αυτά ο Κιάνου Ριβς έρχεται με μανία και με αφοσίωση να επανακτήσει το δικαίωμα στο κουλ. Δε σταματάει μπροστά σε τίποτα, δε λέει λέξη παραπάνω από όσο χρειάζεται, γλιστράει στις σκιές, πετάει στα νέον χρώματα, κεραυνοβολεί με το βλέμμα και με τις κινήσεις του.
Ο αρχικός τίτλος της ταινίας ήταν, λέει, “Scorn”. Όταν συμφώνησε να πρωταγωνιστήσει ο Κιάνου, ο θρύλος λέει, όποτε μιλούσε για την ταινία σε οποιονδήποτε άνθρωπο, έλεγε πως “γυρίζω το ‘John Wick’.” Ο τίτλος τελικά έμεινε. Λογικό. Ο Κιάνου Ριβς ΕΙΝΑΙ ο Τζον Γουίκ.
Και το “John Wick” ΕΙΝΑΙ εκείνο το σπάνιο πλέον, αλλά τόσο καλοδεχούμενο, είδος της γνώριμης, πανέμορφης περιπέτειας που, έτσι για αλλαγή ρε παιδί μου, δε μοιάζει σα να έχει βγει από πρόγραμμα υπολογιστή.
Το “Inherent Vice” είναι η 7η, και υπό μία έννοια η πιο παράξενη από τις ταινίες του Πολ Τόμας Άντερσον. Είναι σίγουρα η λιγότερο επίμονη από τις πρόσφατες ταινίες του, εκείνη που νοιάζεται λιγότερο να υπογραμμίσει πόσο μεγαλειώδης είναι. Ίσως γι’αυτό την απόλαυσα τόσο περισσότερο από το “Master” κι από το “There Will Be Blood”. Αλλά δεν είμαστε εδώ να μιλήσουμε για το τι απόλαυσα εγώ, είμαστε εδώ για να πούμε τι στα κομμάτια είναι αυτή η τόσο ιδιαίτερη ταινία.
Διασκευασμένη από το ομώνυμο βιβλίο του Τόμας Πίντσον, ένα από τα διάσημα ‘δεν-μεταφέρονται-στην-οθόνη’ έργα που μια χαρά μεταφέρθηκε, η ταινία ακολουθεί τις περιπέτειες ενός ντετέκτιβ που ερευνά μια εξαφάνιση, όταν μια πρώην του τον πληροφορεί για ένα ακραίο σχέδιο απαγωγής.
Η πλοκή δεν έχει καμία απολύτως σημασία, κι αν ο Άντερσον έχει κάνει ένα πιθανό λάθος είναι ότι αναλώνεται σε αρκετά σημαντικό βαθμό στους μηχανισμούς της, τη στιγμή που πρόκειται για κάτι εμφανώς σχηματικό, κάτι το κωμικά δαιδαλώδες. Σκέψου το “Big Lebowski”, κάνε την πλεκτάνη τρεις φορές πιο μπλεγμένη και υπόθεσε πως μας νοιάζει όντως.
Αντιθέτως, αυτό που κρατάμε, αφορούν ακριβώς κάθε τι περιφερειακό, εκεί που εξάλλου μοιάζει να κρύβεται και η όλη ουσία της ιστορίας. Ο Ντοκ του φανταστικά χαλαρού Χοακίν Φοίνιξ είναι ένας άντρας που ζει στα αφελή, χρωματιστά, χίπικα ‘60s ακριβώς πάνω στη μετάβαση προς τα ‘70s και την σταδιακή επικράτηση της κυνικής μοντέρνας καπιταλιστικής κοινωνίας που χτίστηκε πάνω στα ξεφτισμένα σύμβολα της ειρήνης και τις σβησμένες γόπες παχιών τσιγάρων. Η ταινία είναι πάρα πολύ αστεία, μακράν η αστειότερη του Άντερσον και γενικότερα μια από τις αστειότερες κωμωδίες που έχω δει τα τελευταία χρόνια, μα κάθε αστείο, κάθε αδεξιότητα, κάθε παρεξήγηση, κάθε καρτουνίστικο συμβάν, το διαπερνά μια απέραντη θλίψη.
Είναι η σταδιακή, ασυνείδητη ίσως, διαπίστωση του κυνισμού που καραδοκεί. Ο Ντοκ προσπαθεί να αντισταθεί όσο μπορεί. Αντιστέκεται στο παρελθόν του, αντιστέκεται στην αφέλεια των συναισθημάτων του, αντιστέκεται ακόμα και στην ευθεία προσφορά για χρήματα. (“Δε θέλω χρήματα, θέλω κάτι άλλο.” Θέλει κάτι ανθρώπινο, κάτι που δε μετριέται σε μηδενικά και σε σήματα του δολαριού.) Όσο πιο πολύ χάνεται στους δαιδαλώδεις διαδρόμους μιας πολυπρόσωπης συνωμοσίας, τόσο η πικρία τον τυλίγει, έστω κι αν τα γέλια (ή το χαμένα μαστούρικο μούτρο) δεν σβήνουν ποτέ.
Το DNA μιας τέτοιας ταινίας είναι εκ των πραγμάτων πολύ πιο συγκεκριμένο και απαιτητικό από ό,τι ένα γενικής ματιάς Μεγάλο Αμερικάνικο Έπος όπως το “There Will Be Blood”. Προσωπικά βρίσκω πως οι stoner movies (και αυτό το ψυχεδελικό κωμικό νουάρ σαφέστατα συγκαταλέγεται σε αυτές) μου είναι πολύ δύσκολες στο να τις αγαπήσω, αλλά αγνοώντας αυτή την εξ αρχής απόσταση που κρατά το “Inherent Vice” από ετούτο τον συγκεκριμένο θεατή, αυτό που μένει είναι όλα εκείνα τα στοιχεία που αγαπώ περισσότερο στο σινεμά του Άντερσον- και που έμοιαζε να έχει αφήσει πίσω.
Όλες του οι ταινίες φυσικά αποτελούν ακτινογραφίες του προσωπείου της Μεγάλης Αμερικής, και όλες είναι καλές-έως-σπουδαίες ταινίες. Το “Inherent Vice” υποπτεύομαι πως θα ξεδιπλώνεται μπροστά μας για αρκετά χρόνια ώσπου αντιληφθούμε πλήρως τις αρετές του και μαζί τις προθέσεις του ΡΤΑ, αλλά ακόμα κι έτσι άμεσα μπορώ να πω ότι έρχεται με ευκολία να καθίσει εκεί δίπλα στο “Boogie Nights” στη μεγάλη κατάταξη των μεγάλων ταινιών ενός μεγάλου δημιουργού.
(Πλήρες disclaimer: Πρώτο στη λίστα μου έχω το “Punch-Drunk Love”, SO.)