Οι ταινίες: Δύσκολοι καιροί για ιδιοφυίες
- 7 ΑΥΓ 2015
Είναι πάντα δύσκολο να δείξεις την ιδιοφυία στο σινεμά, κυρίως επειδή συχνά απαιτεί κατανόηση κάποιου στοιχειώδους επιπέδου για αυτό που κάνει έναν άνθρωπο ιδιοφυία. Από τους δημιουργούς της ταινίας όσο κι από το κοινό. Εξ ου και πολύ συχνά η τακτική που ακολουθείται είναι αυτή του “σου λέω, δεν σου δείχνω”.
“Ο Ριντ Ρίτσαρντς είναι ιδιοφυία.” Να, ορίστε. Τώρα ξέρεις. Το νέο “Fantastic Four” στο λέει για τη μισή ταινία, μέχρι να το αποδεχθείς. Το πρόβλημα είναι πως ούτε η ταινία έχει συναίσθηση αυτού του βάρους του συγκεκριμένου χαρακτήρα. Μας λέει πως είναι πανέξυπνος, πως είναι meta-άνθρωπος, όχι επειδή το πιστεύει ή επειδή ξέρει τι σημαίνει, αλλά επειδή κάποιος άλλος το είπε με τη σειρά του, στους ανθρώπους που γύρισαν την ταινία. (Τα κόμικς τόσων δεκαετιών.)
Οι μουσικές βιογραφίες ας πούμε είναι τόσο προσφιλείς επειδή ακριβώς είναι τόσο εύκολο, στα όρια της τεμπελιάς, για έναν σκηνοθέτη να αποτυπώσει αυτό που κάνει το αντικείμενό του τόσο ξεχωριστό. Να, ορίστε, αυτά είναι τα τραγούδια του. Τι άλλο θες από εμένα; Γι’αυτό και συχνότερα από ό,τι όχι, οι μουσικές βιογραφίες είναι ένα από τα πιο καλλιτεχνικά αδιάφορα είδη: Προδιαγεγραμμένες διαδρομές, στάνταρ δραματουργία, μερικά γνώριμα κομμάτια, λύτρωση, πάμε σπίτια μας.
Το “Love & Mercy”, για τη ζωή και τη δημιουργία του Μπράιαν Γουίλσον των Beach Boys, δεν είναι πως επαναστατεί ή πως ανατινάζει τη φόρμουλα (όπως έκανε η αληθινά σπουδαιότερη μουσική βιογραφία όλων των εποχών, το “I’m Not There”), όμως τουλάχιστον καταφέρνει ακολουθώντας την πεπατημένη, να σε κάνει να αναλογιστείς τον κεντρικό του ήρωα ως κάτι παραπάνω από μια τυπική δραματική φιγούρα που έγραψε όλα αυτά τα χιτάκια που ακούμε για μιάμιση ώρα ταινίας.
Εξελίσσεται, καταρχάς, μέσα από δύο παράλληλες αφηγήσεις. Η μία στο παρελθόν, η άλλη στο μέλλον. Στην παρελθοντική, γνωρίζουμε τον Μπράιαν Γουίλσον ως εκκολαπτόμενη ιδιοφυία, ως τον άνθρωπο του οποίου το όραμα οδήγησε τη μπάντα του, τους Beach Boys, μακριά από τις απλότητα και την εφήμερη διάσταση των charts και δημιούργησε το “Pet Sounds”, ένα διαχρονικό αριστούργημα. Εδώ τον Γουίλσον παίζει ο Πολ Ντέινο, που καταφέρνει με εμφανή πόνο και με αληθινή αφοσίωση να ερμηνεύσει τον πληγωμένο του ήρωα ως έναν άνθρωπο που όσο χάνει την επαφή του με την πεζή πραγματικότητα, τόσο εντονότερα ακούει τις φωνές (της μούσας) που τον καθοδηγούν προς τη δημιουργία.
Προς τιμήν της, η ταινία δεν επιχειρεί κάποια απλούστευση. Δεν μιλάει για καταραμένες ιδιοφυίες, παρά για ανθρώπους με διαφορετική αντίληψη του κόσμου. Για τον Γουίλσον τα πάντα γύρω του είναι ήχοι, επαναλήψεις και μοτίβα- όσο περισσότερο αντιλαμβάνεται τα πάντα ως μουσική, τόσο λιγότερο τα αντιλαμβάνεται ως κόσμο, ως ανθρώπους. Αυτό που αλλάζει στην πορεία δεν είναι ότι εκείνος ‘μαθαίνει’ (όπως απαιτεί η συχνότερη δραματουργική ευκολία του μοντέρνου mainstream σινεμά) παρά ελπίζει σε ανθρώπους που εκείνοι θα τον αποδεχτούν.
Αυτό συμβαίνει στην μελλοντική αφήγηση, όπου ο Γουίλσον είναι ο Τζον Κιούζακ, ο οποίος επελέγη ξεκάθαρα επειδή είναι τέλειο κάστινγκ σε σχέση με τον Ντέινο. (Δεν είναι κακός, απλά ‘ερμηνεύει’ πολύ.) Συναντά την πωλήτρια αυτοκινήτων της Ελίζαμπεθ Μπανκς, η οποία αφού καταλαβαίνει τι συμβαίνει, προσπαθεί να τον σώσει από εκείνους που τον κρατούν νοητικά φυλακισμένο.
Οι διπλή εξιστόρηση λειτουργεί, τόσο επειδή είναι ενδιαφέρουσα ως αποχώρηση από το προφανές, αλλά και επειδή δεν επιτρέπει στην ταινία να βυθιστεί στον βούρκο της γνώριμης πορείας των βιογραφικών φιλμ. Όμως όσο κι αν το τέχνασμα αυτό συνεισφέρει, το κλειδί εν τέλει είναι ο τρόπος με τον οποίον η ταινία (σκηνοθετημένη από τον Μπιλ Πόλαντ, παραγωγό του Τέρενς Μάλικ και του “12 Years a Slave”) προσεγγίζει τον κεντρικό της χαρακτήρα όχι ως ένα πειραματόζωο προς εκπαίδευση, αλλά ως μια παγιδευμένη ιδιοφυία που, για στιγμές, είμαστε τυχεροί που υπήρξαμε μάρτυρες του ταλέντου της.
Ακούστε τώρα λίγους Beach Boys πριν περάσουμε στα δυσάρεστα.
To “Fantastic Four” είναι καταστροφή. Όχι μόνο ως ταινία από μόνο του, αλλά και για το τι επιφέρει η ύπαρξή του ως έχει.
Αυτό που βλέπουμε σε αυτή την ταινία είναι αυτό που συμβαίνει όταν ένα στούντιο είναι υποχρεωμένο να εκπληρώσει ένα release date με ένα συγκεκριμένο property αλλά δεν έχει ιδέα πώς να γεμίσει την ημερομηνία κυκλοφορία με μια αληθινή ταινία. Το “Fantastic Four” είναι η πρώτη ημερομηνία κυκλοφορίας που βγαίνει στις αίθουσες.
Για αυτή τη νέα, ριζοσπαστική (αχέμ) επαναπροσέγγιση της Πρώτης Οικογένειας της Marvel, το στούντιο προσέλαβε τον ελπιδοφόρο σκηνοθέτη Τζος Τρανκ του “Chronicle” (που προσωπικά βρήκα έξυπνο ως ιδέα αλλά αδύναμο ως ταινία) ο οποίος από ό,τι μπορώ να ξεχωρίσω και να υποθέσω από δηλώσεις και μικρά κομμάτια πληροφορίας, ήθελε να γυρίσει ένα “Fantastic Four” περισσότερο ως κλειστοφοβικό θρίλερ σωματικού τρόμου.
Αυτό επιβιώνει σε ελάχιστα σημεία στην ταινία, που είναι και τα μοναδικά άξια λόγου. Όταν ο Ριντ Ρίτσαρντς ξυπνά στο εργαστήρι φυλακισμένος και τρομάζει στη θέα του σώματός του. Όταν ο Δρ. Ντουμ ξυπνά, με τη στολή να έχει γίνει μέρος της μάζας του, και σβήνει από την ύπαρξη ό,τι και όποιον αντικρύσει. Μαζί με τις μουσικές του Μάρκο Μπελτράμι και του Φίλιπ Γκλας για συνοδεία, σε αυτές τις λιγοστές στιγμές μπορείς να διακρίνεις επιρροές και ψήγματα ιδεών που θα έκαναν το “Fantastic Four” μια πράγματι ενδιαφέρουσα ματιά στην υποερηρωική μυθολογία. Μια ιστορία για δυο ιδιοφυίες που ήρθαν σε σύγκρουση και αυτή η σύγκρουση τους κατέστρεψε, νοητικά και σωματικά. Τους φυλάκισαν στο χαώδες μυαλό τους και τους παγίδευσαν σε κορμιά-εφιάλτες.
Τελοσπάντων, αυτό νομίζω πως ήθελε να κάνει ο Τρανκ. Δεν έχω τρόπο να το ξέρω σίγουρα και η μόνη περίπτωση να το μάθουμε θα είναι αν ο άνθρωπος έχει μια μεγάλη και υγιή καριέρα μπροστά του, γυρίσει 2-3 άλλες ταινίες, και πάνω σε αυτές μπορούμε να εντοπίσουμε αντίστοιχους προβληματισμούς. Δεν ξέρω αν μας νοιάζει αρκετά βέβαια, γιατί εν τέλει δεν έχει σημασία.
Δεν έχει σημασία επειδή μάλλον κάπου στη διαδρομή το στούντιο συνειδητοποίησε πως ο Τρανκ δεν σκόπευε να γυρίσει μια υπερηρωική ταινία. Το “Fantastic Four” αυτό δεν έχει δεύτερη πράξη, γιατί ο Τρανκ εμφανέστατα δεν ενδιαφερόταν για κάτι τέτοιο. Έτσι, συναντάμε μια βιαστική σκηνή κλιμακτικής μάχης από το πουθενά, παντελώς άσχετη σε ύφος και τόνο με όλη την υπόλοιπη ταινία, που κλείνει τσαπατσούλικα μια διαδρομή χαρακτήρων που δεν υφίσταται.
Το μάθημα εδώ ποιο είναι; Κανονικά θα έπρεπε να είναι προς τα στούντιο, να έχουν μια ιδέα για το τι ταινία θέλουν να βγάλουν πριν της κολλήσουν ημερομηνία κυκλοφορίας. (Κι επίσης, μην προσλαμβάνετε τον Τζέιμι Μπελ για 3 λεπτά ρόλου και 30 λεπτά κακού CGI.) Αντ’αυτού φοβάμαι πως το λάθος μάθημα που θα πάρουν τα στούντιο είναι: Φτάνει με τα ρίσκα. Σταματήστε να προσπαθήσετε να κάνετε κάτι περίεργο και διαφορετικό. Δώστε τα όλα στη Marvel για να βγάζει την ίδια ταινία 3 φορές το χρόνο.
Ή μπορεί κάλλιστα ο Τζος Τρανκ να μην είχε ιδέα πώς να γυρίσει μια καλή ταινία. Ποιος ξέρει. Ίσως κάποτε χρειαστούμε ένα καλό βιογραφικό δράμα σαν το “Love & Mercy” για να πάρουμε απαντήσεις.