Οι ταινίες: Εκδικητική μανία
- 2 ΑΠΡ 2015
Η οικογένεια του Ντόμινικ Τορέτο άρχισε να σχηματίζεται στους δρόμους κάνοντας νυχτερινές παράνομες κόντρες αλλά απέκτησε αληθινή υπόσταση στις περιπέτειες που ακολούθησαν. Ταξιδεύοντας στο Τόκιο, κυνηγώντας βαρώνους ναρκωτικών, σκαρώνοντας παρανοϊκές ληστείες, σταματώντας επικίνδυνους τρομοκράτες. Είναι θέμα χρόνου μέχρι να βρεθούν στο διάστημα, αλλά ως τότε, ήρθε η ώρα για τη μία αναπόφευκτη περιπέτεια που ακόμα δε τους είχε τύχει: Να γλιτώσουν από την εκδιμητική μανία μιας φονικής μηχανής.
Στο “Furious 7” η μηχανή αυτή είναι ο Τζέισον Στέιθαμ, που βγαίνει κατευθείαν από την κατηγορία Φίλιπ-Σέιμουρ-Χόφμαν-στο-‘Mission: Impossible 3’ κακών, δηλαδή κακών που δε φρενάρουν, δε σταματούν, δεν βρίσκουν χρόνο για αστειάκια, δεν έχουν πολύπλοκα κίνητρα, δεν ζητούν πολλά. Είναι εκεί απλώς για να απειλήσουν και να σκοτώσουν και να ρημάξουν.
Ο Στέιθαμ παίζει τον Ντέκαρτ Σο, αδερφό του κακού της αμέσως προηγούμενης ταινίας. Η οικογένεια του Τορέτο πείραξε την οικογένεια του Σο, κι έτσι τώρα ο Σο έρχεται να διαλύσει την οικογένεια του Τορέτο. Θεματικά μιλώντας, ό,τι πιο κοντινό στην κεντρική θεματική που διατρέχει όλο αυτό το franchise που είναι, αν δεν το έχει αντιληφθεί κάποιος τις πρώτες 187 φορές που αναφέρεται, Η Οικογένεια.
Αν φαίνεται πως ειρωνεύομαι, τότε να ξεκαθαρίσω πως είμαι απολύτως σοβαρός. Δίχως το παραμικρό ίχνος ειρωνίας, αγαπώ αυτό το franchise. Όχι τώρα που είναι generic blockbuster (θα έρθουμε και σε αυτό), αλλά από πριν. Η δύναμη της σειράς θεμελιώθηκε στο “Point Break” rip-off του πρώτου φιλμ, με τον μυστικό αστυνόμο του Πωλ Γουόκερ να μπλέκεται σε τέτοιο απροσδόκητο bromance με τον παράνομο του Βιν Ντίζελ που στο τέλος της ταινίας πράττει το οδηγικό αντίστοιχο του θρυλικού πυροβολισμού στον αέρα: Περνώντας οριακά από το διερχόμενο τρένο, ο μπάτσος αφήνει τον παράνομο να το σκάσει.
Η σειρά όπως εξελίχθηκε θα επέκτεινε την ιδέα των διαπροσωπικών δεσμών σε επίπεδο φίλων και οικογένειας (ως ένα και το αυτό) μα πάντα επέστρεφε σε αυτά τα βασικά στοιχεία. Την φιλία και την ειλικρίνια ως αληθινό δέσιμο, υψηλότερης ηθικής κατάταξης ακόμα κι από τον νόμο τον ίδιο. Τους γοητευτικούς, καλόκαρδους παράνομους ήρωες του περιθωρίου, ένα γκρουπ τόσο έμπιστα στοιχισμένο γύρω από τον πάτερ φαμίλια Ντομ που ούτε ο νόμος, ούτε καν ο θάνατος, δε μπορεί να τους χωρίσει. Και, φυσικά, τα αμάξια.
Το “Fast & Furious” franchise, ιδίως στα χέρια του φανταστικού Τζάστιν Λιν (που παρέλαβε με το “Tokyo Drift” και αποχώρησε έχοντας απογειώσει τη σειρά με το “Furious 6”), πήρε τα αμάξια και τους συμπεριφέρθηκε σε κάτι ανάμεσα σε όπλο και σε κορμί. Σαν επέκταση των εαυτών τους, οι ήρωες της σειράς μπαίνουν στα επιπέδου ειδικών εφέ αυτοκίνητά τους και μεταλάσσονται σε κάτι ανώτερο. Ούτε άνθρωποι ούτε μηχανές. Κάτι διαφορετικό, κάτι πανίσχυρο, γοητευτικό, ποιητικό. Τα αμάξια που φλερτάρουν με τη νύχτα στο “Tokyo Drift”, η χορογραφία των drift καταδιώξεων στο νέον Τόκιο, οι καθηλωτικές σκηνές μάχης (αλλά με τροχούς αντί για σώματα ή για πυραύλους) στα ασφυκτικά τούνελ του “Fast & Furious”(*), η αποστομωτική καταδίωξη με το χρηματοκιβώτιο στο “Fast Five”, οι ιπτάμενοι υπερήρωες του “Furious 6”. Και πίσω από κάθε αλλαγή ταχύτητας, από κάθε κοφτό πέρασμα του μοντάζ από το πάτημα των πεταλιών, από κάθε γερμένο σώμα πίσω από το τιμόνι, αυτή η επίμονη, τόσο cheesy, τόσο κλισέ, τόσο ειλικρινής ιδέα: Πως όλα αυτά γίνονται επειδή όλοι αυτοί, αστυνομικοί, εγκληματίες, πράκτορες, ερωμένοι, ερωμένες, μαφιόζοι, ταραξίες, όλοι αυτοί ήρθαν μαζί επειδή τους ένωσε η αγάπη για ένα πράγμα, κι αυτό το πράγμα τους έκανε οικογένεια.
(*Αυτό είναι το 4ο φιλμ της σειράς, που παραδοσιακά είχε ένα κάποιο ζήτημα με τους τίτλους.)
Τελοσπάντων, τώρα το mainstream έχει αγκαλιάσει τη σειρά αυτή τόσο πολύ που πλέον την έχει αποσπάσει εξ ολοκήρου από τη βάση εκ της οποίας προήλθε. Στο “Furious 7” υπάρχει μια εκτεταμένη σκηνή δράσης (δεν υπάρχουν κι άλλου είδους- μόνο εκτεταμένες) όπου drones σαρώνουν το Λος Άντζελες την ώρα που ο Βιν Ντίζελ με τον Τζέισον Στέιθαμ παίζουν ξύλο σε μια ταράτσα που γκρεμίζεται και ο The Rock καταρρίπτει ελικόπτερα με ένα τεράστιο φλογοβόλο. Τα όπλα τους δεν είναι το NOS και οι φτιαγμένες μηχανές, είναι οι χορογραφημένες κλωτσιές που έξαφνα κατέχουν λες κι είναι ο Τζέισον Μπορν. Οι καλοί είναι Καλοί και δεν είναι πια οι γοητευτικοί παράνομοι του περιθωρίου, δεν κάνουν νυχτερινές κόντρες υπό την απειλή της αστυνομίας, παρά αποτελούν Αποδεκτές Φιγούρες Δράσης. (“Τι;; Δε σου αρέσουν οι κάγκουρες;; Να, να, κοίτα, μια οβίδα! ΜΠΟΥΜ.”)
Δεν έχω τίποτα εναντίον του generic φασαριόζικου blockbuster διάλυσης, αλλά γιατί έπρεπε και αυτή η σειρά ταινιών να εξελιχθεί σε ένα τέτοιο;
Ο Τζέιμς Γουάν -τον οποίον λατρεύω ως σκηνοθέτη ταινιών τρόμου- δεν προσδίδει στη δράση την ίδια αίσθηση ροής. Η δράση δεν κυλά από το ένα σημείο στο άλλο όπως στα καλύτερα σημεία του franchise, παρά το ένα σημείο πέφτει πάνω στο επόμενο κάνοντας κρότο και εκρήξεις. Είναι λες και το ανύπαρκτο αυτό ον, ο Μέσος Θεατής, να γοητεύτηκε από τα γρήγορα και αστραφτερά αμάξια και να κατάπιε το franchise μετατρέποντάς το σε ένα πολύ υπαρκτό ον, το Μέσο Blockbuster: Απόλυτα ικανό, διασκεδαστικό, καλοφτιαγμένο, μα σε ένα ποσοστό 60-65%, θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε άλλο (υπερηρωικό ή μη) έργο της φετινής παραγωγής.
Το υπόλοιπο ποσοστό; Χρεώνεται, δυστυχώς, σε μια τραγωδία. Ο θάνατος του Πωλ Γουόκερ, που ήρθε τραγικά νωρίς στη ζωή του πολλά υποσχόμενου σταρ, σε μια ασαφή στιγμή στη διάρκεια των γυρισμάτων, επέβαλε στους δημιουργούς και στους παραγωγούς ένα σταυροδρόμι: Να σβηστεί από την ταινία ή να επαναδημιουργηθεί όλο το κεφάλαιο γύρω από από αυτή τη δυστυχή εξέλιξη; Με τη χρήση CGI και τη συνδρομή των αδερφών του Γουόκερ, ο ρόλος και το arc τους χαρακτήρα του στο φίλμ άλλαξαν δραστικά, με την διαδρομή του αυτή να αποτελεί το μακράν ομορφότερο κομμάτι του έργου.
Και μόνο ο διχασμός πάνω στο πώς να αντιμετωπίσεις την πραγματικότητα μέσα από το φίλτρο της μυθοπλασίας (όταν η μυθοπλασία μοιάζει τόσο πολύ με την πραγματικότητα του Γουόκερ) είναι κάτι που ισορροπεί επικίνδυνα ανάμεσα στο συγκινητικό και το μακάβριο. Δίχως να αποφεύγει το δεύτερο, το στόρι του Μπράιαν στην ταινία είναι εν τέλει κάτι τόσο ειλικρινές και τίμιο από πλευράς των δημιουργών (μιας και είναι γνωστό πως όλοι αυτοί μεταξύ τους είχαν πράγματι σχέση σχεδόν οικογενειακή), που προσγειώνεται ξεκάθαρα στο πρώτο. Το φινάλε είναι τόσο από καρδιάς, τόσο συγκινητικό, που επισκιάζει όλο το δίωρο που έχει προηγηθεί, μια κινηματογραφική στιγμή ανθολογίας καταδικασμένη να χαραχτεί στην blockbuster αιωνιότητα.
Για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να προχωρήσει το franchise μετά από αυτό το κλείσιμο, αλλά ο Τορέτο και η ομάδα του -η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ του- αν κάνουν ένα πράγμα με συνέπεια εδώ και σχεδόν 15 χρόνια, είναι να ξεπερνούν εμπόδια και προσδοκίες.
Διάβασε επίσης:
-
H εξέλιξη του franchise με αφορμή το τρέιλερ του “Furious 7”
-
Όλοι οι χαρακτήρες σε αξιολογική σειρά
H έτερη ιστορία εκδίκησης που έχουμε στις αίθουσες είναι και η καλύτερη ταινίας της βδομάδας, το “In Order of Disappearance” που είχαμε δει -και μιλήσει γι’αυτό- στο περσινό Φεστιβάλ Βερολίνου. Πρωταγωνιστεί ο Στέλαν Σκάρσγκαρντ, που είναι αξέχαστος είτε παίζει Τρίερ είτε παίζει “Avengers” και ειλικρινά όποιος πάει να δει την ταινία στο σινεμά δε θα το μετανιώσει.
Ο εαυτός μου από το 2014 μας γράφει εντυπώσεις για το φιλμ:
Θυμίζει: Το “Taken” αλλά πιο νουάρ, πιο ευρωπαϊκό και πιο αστείο.
Τι είναι: Ένας πολύ καθημερινός και πολύ φυσιολογικός άντρας μετατρέπεται σε ‘φονική μηχανή (™)’ όταν ο γιος του πέφτει θύμα, παράπλευρη απώλειας μιας εγκληματικής σπείρας με ειδίκευση στη μετακίνηση ναρκωτικών.
Τι λέει: Ίσως το μεγαλύτερο crowd-pleaser του Φεστιβάλ. Όταν τελείωσε η προβολή που είδα σείστηκε η αίθουσα από τα χειροκροτήματα και τις επευφημίες ενώ σε όλη τη διάρκεια του έργου το κοινό δε σταμάτησε να γελά, να σοκάρεται, και γενικώς να αντιδρά στα πάντα. Δεν κρύβει υποθέτω κάποια αληθινά μεγάλη έκπληξη στην πλοκή της η ταινία, αλλά είναι φτιαγμένη με μεράκι και με σχετικά Χολιγουντιανή διάθεση, αλλά δίχως να παραμερίζεται ο διακριτά βόρειος χαρακτήρας της. Είναι ένα κωμικό νουάρ στο χιόνι, με τρομερή αίσθηση του πού διαδραματίζεται (φανταστικοί, ξεκαρδιστικοί οι διάλογοι για το κράτος πρόνοιας -”οι χώρες με ήλιο τι να την κάνουν την πρόνοια!”- και για το σύστημα φυλακών), των χαρακτήρων-καρικατούρων του (από τον euro-trash ντόπιο αρχι-κακό μέχρι τον έτερο μαφιόζο του λατρεμένου Μπρούνο Γκανζ), και της ισορροπίας βίας, χιούμορ και σοκ.
Διάβασε επίσης:
Η 64η Μπερλινάλε (Μέρος 1 | Μέρος 2)
***
Τα βραβεία
Τη βδομάδα που πέρασε απονεμήθηκαν τα βραβεία για την Ελληνική κινηματογραφική παραγωγή της χρονιάς. Τα εισιτήρια δεν το δείχνουν αλλά καλλιτεχνικά το 2014 είχε πολύ υψηλά highs, όπως φαίνεται κι από τα3 φιλμς που ξεχώρισαν. Η “Xenia” του Πάνου Κούτρα πήρε 6 βραβεία, μεταξύ των οποίων την βασική τριπλέτα Ταινία-Σκηνοθεσία-Σενάριο, παρέα με μια δήλωση του δημιουργού για το νόμο ιθαγένειας των μεταναστών δεύτερης γενιάς.
Με 5 βραβεία ακολουθεί η “Νορβηγία” του Γιάννη Βεσλεμέ, ένα θαυμάσιο δείγμα ντόπιας ταινίας είδους που σε αισθητικό επίπεδο δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από πουθενά. Το ότι μια φτηνή ταινία φαντασίας κερδίζει τέτοια αναγνώριση από έναν επίσημο θεσμό βραβείων είναι πολλύ ευχάριστο, έστω κι αν παραμένει ακατανόητο το πώς είναι δυνατόν να μην χώρεσε καν στην (εξάδα!) υποψηφίων Καλύτερης Ταινίας.
4 βραβεία για το “Μικρό Ψάρι” του Γιάννη Οικονομίδη, στον οποίο ανήκε η πιο αστεία στιγμή της βραδιάς, όταν παραλαμβάνοντας το βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου για λογαριασμό του Βαγγέλη Μουρίκη είπε,
Διάβασε επίσης:
-
Συνέντευξη με τον Πάνο Κούτρα για το “Xenia”
-
Συνέντευξη με τον Γιάννη Οικονομίδη για το “Μικρό Ψάρι”
-
Συνέντευξη με τον βραβευμένο Βαγγέλη Μουρίκη για τον Στράτο
-
Reviews: “Xenia” | “Νορβηγία” | “Το Μικρό Ψάρι“
***
Το indie hit της χρονιάς
Το “It Follows” (η ταινία τρόμου με τον σεξουαλικά μεταδιδόμενο δαίμονα) άνοιξε στην Αμερική σε πολύ περιορισμένο κύκλωμα αιθουσών, με αρχικό πλάνο να βγει 2 βδομάδες μετά σε video on demand. Πήγε τοσο εξωφρενικά καλά που ο διανομένας αποφάσισε να αλλάξει σχέδια τελευταία στιγμή, κι αντί για VOD (που θα καθυστερήσει) να επεκτείνει το άνοιγμα σε 1,000+ αίθουσες, σε μια φοβερή περίπτωση απρογραμμάτιστου wide release.
Το αποτέλεσμα ήταν, δίχως να έχει υπάρξει το οποιοδήποτε marketing πλάνο ή η οποιαδήποτε προώθηση εκτός online και social media, η ταινία να βρεθεί από το πουθενά στο τοπ-5 του box office στην 3η της βδομάδα.