Οι ταινίες: Ένα άλλο είδος οσκαρικού αριστουργήματος
- 14 ΔΕΚ 2013
Υπάρχει μια συγκεκριμένη προσδοκία που περιτυλίγει τα δράματα (κυρίως τα ιστορικά δράματα) που βγαίνουν στις αίθουσες την προ-οσκαρική περίοδο. Την ξέρεις αυτή την ταινία, την έχεις δει. Είναι το “Lincoln”. Είναι το “Reader”. Είναι το “Πορφυρό Χρώμα”. Την βαριέσαι αυτή την ταινία, δεν είναι ντροπή. Όλοι τη βαριόμαστε αυτή την ταινία.
Το “12 Years a Slave” (letterboxd | imdb) δεν είναι αυτή η ταινία.
Είναι αρκετά εύκολο να την απορρίψεις γρήγορα ως το καλογυαλισμένο Χολιγουντιανό weepie που κάνει ένας πάλαι ποτέ ανεξάρτητος auteur για να κόψει δρόμο προς τα Όσκαρ και τη mainstream αναγνώριση, όμως τίποτα από όλα αυτά δε συμβαίνει εδώ. Ο Στιβ Μακουίν είναι ο άνθρωπος πίσω από τα “Hunger” και “Shame”- το “Shame” είναι από εκείνες τις ταινίες που τις θαυμάζεις τόσο πολύ που ξεχνάς να τις αγαπήσεις, και παρότι μου άρεσαν πολλά πράγματα σε αυτήν, εν τέλει είχα μείνει μετέωρος πάνω από το κενό της, αβέβαιος για το αν με ενδιέφερε οτιδήποτε σε αυτήν.
Ωστόσο ο ίδιος ο Μακουίν, πρώην visual artist με πολύ συγκεκριμένη αισθητική ματιά στον κινηματογράφο, είναι από τους σκηνοθέτες που πάντοτε θα απαιτούν την προσοχή σου. Είναι δυνατόν να είχε λειάνει τις γωνίες του ήδη από την τρίτη του ταινία;
Καμία σχέση. Στο “12 Years a Slave” αγγίζει ένα ιστορικό θέμα με τρόπο που το κάνει σχετικό με το σήμερα. Το τεστ πάντα με αυτές τις ταινίες είναι να σκεφτείς ένα υποθετικό σενάριο στο οποίο όλη η ανθρώπινη ιστορία έχει ξαφνικά σβηστεί. Τότε είναι αυτή η ταινία κάτι που ακόμα σημαίνει κάτι; Πες πως δεν έχουμε ιδέα για τη σκλαβιά. Μας λέει κάτι αυτό το φιλμ για εμάς ως ανθρώπους, στο σήμερα; Θα μας λέει κάτι και αύριο;
Η ταινία περνάει το τεστ. Γιατί ο Μακουίν δεν έχει κάνει απλώς μια -σε αντισυμβατικό βαθμό- σκληρή ταινία για τον κυκλικό χαρακτήρα της βίας και της ανηθικότητας στην ίδια τη σκλαβιά, αλλά για τον κυκλικό χαρακτήρα της βίας και της ανηθικότητας στον οποίο μπλέκεται κάθε σύστημα ισχύος που εκμεταλλεύεται τον αδύναμο, καθημερινό, συνηθισμένο άνθρωπο για να τραφεί. Είναι μια σοκαριστική ματιά στο πόσο σκληροί και απάνθρωποι μπορούμε να γίνουμε όταν κλείνουμε τα αυτιά και τα μάτια μας υπέρ του συμφέροντός μας.
Ο Σόλομον Νόρθαπ του (απίστευτου) Τσιβετέλ Ετζιοφούρ είναι ένας ελεύθερος άντρας που σταδιακά μετατρέπεται σε σκλάβο, όχι επειδή κάποιοι του πέρασαν αλυσίδες, αλλά επειδή τον υποχρεώνουν να ξεχάσει το όνομά του, να απαρνηθεί την ιστορία του, να χαράξει τα ονόματα της οικογένειάς του σε ένα απομεινάρι της παλιάς του ζωής για να μην τα λησμονήσει, επειδή τον κάνουν κομμάτι του συστήματος.
Μια από τις συγκλονιστικότερες εικόνες της κινηματογραφικής χρονιάς είναι εκείνη του Σόλομον να κρέμεται από το δέντρο, για ώρα, τα πόδια του να τεντώνονται για να αγγίξουν έδαφος, οι ήχοι στραγγαλισμού να αποτελούν σάουντρακ, άνθρωποι στο background να συνεχίζουν τη μέρα τους προσποιούμενοι πως τίποτα δε συμβαίνει. Όχι μόνο παρακολουθείς αηδιασμένος, σοκαρισμένος, εξουθενωμένος- αλλά ο Μακουίν βάσει αυτής της σκηνής στήνει ολόκληρο το θεώρημα του φιλμ. Δες την εξέλιξη του Σόλομον/Πλατ διαμέσου του έργου, βάσει αντίστοιχων επακόλουθων σκηνών.
Σε μια προχωρημένη σκηνή του φιλμ, ο ιδιοκτήτης της φυτείας που ερμηνεύει ο Μάικλ Φασμπέντερ (μεγάλος ηθοποιός-χαμαιλέοντας σε έναν ακόμα εκπληκτικό ρόλο, αυτή τη φορά φουλ ‘κακού’) ανταλλάζει φιλοσοφικής φύσεως τσιτάτα περί ηθικής και ελευθερίας με έναν άνθρωπο ανοιχτού πνεύματος. Εκείνος τους λέει τα προφανή, τα στοιχειώδη, αυτά που θα έλεγες κι εσύ, μερικούς αιώνες μετά. Ο Φασμπέντερ του απαντά αφοπλιστικά, με τον τρόπο του. “Αυτά που λες δεν μου αφήνουν τίποτα γιατί εγώ έχω τον έλεγχο και δε με ενδιαφέρει να τον παραδώσω,” θα μπορούσε κάλλιστα να λέει.
Πολύ περισσότερο από μια ταινία για το ρατσισμό ή τη σκλαβιά ή την ιστορική περίοδο που απεικονίζει (παρατήρησε πώς η ταινία σε κανένα της σημείο δεν αυτοπροσδιορίζεται χωροχρονικά), το “12 Years a Slave” είναι μια καθηλωτική ματιά στο πώς οι άνθρωποι φτιάχνουν συστήματα ισχύος που στερούνται της παραμικρής ηθικής βάσεως, και τα συντηρούν με τροφή, well, άλλους ανθρώπους. Αθώους, φυσικά. Με τους Σόλομον που καταλήγουν να είναι απλώς Πλατ. Με τις Πάτσι και τα ξεσπάσματα οργής που είναι το καλύτερο που μπορούν να πετύχουν. (Η σκηνή με το σαπούνι, η σκηνή που ζητάει από τον Πλατ… κάτι. Σοκαριστικό σινεμά.)
Στο φινάλε θα τρέμεις και πιθανότατα θα κλαις, αλλά δε θα είναι (μόνο) από συγκίνηση. Θα είναι επειδή η ταινία έχει δείξει με γυμνό τρόπο την ωμή αλήθεια δίχως να θέλει να κάνει έκπτωση σε αυτά που λέει. Είναι ένα σκληρό φιλμ για πολλές σκληρές αλήθειες.
Το “The Hobbit: The Desolation of Smaug” (letterboxd | imdb) είναι το είδος της ταινίας που κάποιος κοιτάζει ένα έρημο τοπίο και λέει πράγματι τη φράση “this is the desolation of Smaug” δεν έχει νόημα να πεις και να γράψεις τίποτα καθώς είναι εμφανώς γυρισμένη για τους ήδη υπάρχοντες φανς και δεν υπάρχει τίποτα κακό με αυτό υποθέτω.
Εννοώ, για εμάς τους υπόλοιπους, είναι σαν μία φορά το χρόνο κάποιος να μας βάζει σε μια θέση και να μας δείχνει χωρίς διακοπή όλα τα επεισόδια της σεζόν μιας σειράς που βλέπαμε κάποτε για 2-3 χρόνια αλλά μετά σταμάτησε να μας νοιάζει και τη σταματήσαμε, και τώρα είμαστε πια στην 5η σεζόν και πραγματικά δεν έχει νόημα αυτό που συμβαίνει.
Επειδή πρόσφατα λέγαμε κάποια παρόμοια πράγματα για το “Thor” και για το φιλμικό σύμπαν της Marvel, υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά. Εκείνες οι ταινίες, είτε είναι καλές είτε κακές (και σε άλλους αρέσουν άλλες, αυτό είναι το ωραίο), είναι τουλάχιστον ταινίες. Ή έστω επεισόδια, όπως θες πέστο. Αρχίζουν και τελειώνουν και έχουν πει μια ιστορία, έστω αφήνοντας εκκρεμότητες, αλλά υπάρχει κορύφωση.
Στο μεσαίο “Hobbit” δεν υφίσταται κάτι τέτοιο. Η ταινία είναι καταρχάς απάνθρωπα μεγάλη σε διάρκεια, εμφανέστατα δεν υπάρχει αρκετό υλικό για αυτό που συμβαίνει, αλλά το πιο μεγάλο πρόβλημα είναι δομικής φύσεως. Το πρώτο ⅓ του φιλμ το ξοδεύουμε σε κάτι που στην ευρύτερη ιστορία είναι σχεδιασμένο ως παράκαμψη. Αν όλο το “Hobbit” ήταν μία ταινία, η πρώτη ώρα του μεσαίου φιλμ δε θα υπήρχε καν. Όσο για την σκηνή δράσης στο αποκορύφωμα του φιλμ, την 3η πράξη, σχεδόν δεν έχει νόημα. Είχα να νιώσω έτσι από τότε που παίζοντας το “Lawnmower Man” στο Mega Drive, διαπίστωσα πως δεν υπήρχε τρόπος να κερδίσεις την πρώτη ενότητα του παιχνιδιού. Ήμουν σε φάση, “ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΓΙΑ ΜΕ ΕΒΑΛΕΣ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΩ ΟΛΟ ΑΥΤΟ.”
Είναι εντυπωσιακό, έχει καλές σκηνές δράσης, έχει μερικές στιγμές, αλλά γενικά είναι μια ταινία που δεν έχει αρχή και δεν έχει τέλος (και τα δύο με ένα αρκετά υψηλό ποσοστό κυριολεξίας). Σύντομα όλο το εμπορικό σινεμά θα είναι έτσι.
*κοιτάζει με κενό βλέμμα την οθόνη*