Οι ταινίες: Μυστικές ταυτότητες
- 2 ΜΑΙ 2014
“Μένεις μόνος;”
Ποτέ αυτή η ερώτηση, προερχόμενη από τα σαρκώδη χείλη μιας γυναίκας-σύμβολο του σεξ, δεν έφερνε στην μεγάλη οθόνη λιγότερους σεξουαλικούς συνειρμούς από ό,τι στο σπουδαίο, μεγαλειώδες, αταξινόμητο “Under the Skin” (imdb) του Τζόναθαν Γκλέιζερ.
Η Σκάρλετ Γιόχανσον(*) υποδύεται μια -μοναχική- εξωγήινη που κυκλοφορεί με το βανάκι της στους στεγνούς από χρώμα και ζωή δρόμους μιας σκοτσέζικης πόλης, αναζητώντας -μοναχικούς- άντρες. Πρώτα και κύρια, η ταινία του Γκλέιζερ είναι μια ματιά πάνω στη μοναχικότητα, με τρόπο που δεν είμαι σίγουρος πως έχουμε ξαναδεί.
(*Είναι, by the way, η Σκάρλετ Γιόχανσον ο φετινός Μάθιου Μακόναχι; Μέσα στο τελευταίο 12μηνο την έχουμε δει/ακούσει σε φανταστικούς ρόλους σε indie crowdpleasers (“Don Jon”), σε οσκαρικά καλλιτεχνήματα (“Her”), σε αγωνιώδη μπλοκμπάστερ με χαρακτήρα (“Captain America: The Winter Soldier”) και σε art-house αριστουργήματα (“Under the Skin”). Κι έρχεται κι αυτό, ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΚΑΛΑ. Σε όλες αυτές τις ακραία διαφορετικές μεταξύ τους ταινίες η παρουσία της είναι νευραλγική, και μετά δε μπορείς να φανταστείς άλλη ηθοποιό στη θέση της. Τέτοιες χρονιές καθορίζουν καριέρες.)
Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο στο οποίο βασίζεται η ταινία, αλλά από ό,τι καταλαβαίνω παίρνει κάποια πολύ βασικά στοιχεία και εμπνέεται με τρόπο αντίστροφο: Η ηρωίδα στην αρχή δεν αποτελεί κάποιον ιδιαίτερα καθορισμένο χαρακτήρα, και η πλοκή υπηρετεί απλώς την καταγραφή. Η πλοκή είναι μόλις και μετά βίας εκεί. Το πρώτο μισό της ταινίας, ένα φιλμικό κατασκεύασμα που όσο επιχειρείς να προσεγγίσεις αυτά που σου θυμίζει, τόσο σε απομακρύνει από αυτά, είναι μια υπνωτιστική κυκλική επανάληψη του μοτίβου της αναζήτησης συντρόφου στη μοναξιά.
Σαν ρεφρέν που σου τρυπάει το μυαλό με την επιμονή της εικόνας και την παρεμβατικότητα των ήχων (το sound design είναι συνταρακτικό, η μουσική του Μάικα Λιβάι ανανεώνει τα ηχητικά μοτίβα του ψυχολογικού θρίλερ), αυτή η πρώτη πράξη ενός δράματος που δε σε αφήνει ακόμα να το κατανοήσεις εξ ολοκλήρου, επιστρέφει ξανά και ξανά στην ίδια ρουτίνα, αλλά κάθε φορά, εντελώς φυσικά, εντελώς ρυθμικά, σε αφήνει να δεις και λίγο περισσότερα. Λίγο περισσότερο από την ‘τεχνική’ της εξωγήινης, λίγο περισσότερο από το μέρος που πάει τους άντρες, λίγο περισσότερο από το τι τους συμβαίνει, λίγο περισσότερο από αυτή την ίδια.
Καθώς αυτή η κουρτίνα της απομόνωσης σταδιακά πέφτει (μέσα και από αξέχαστες σκηνές που θα σου καρφωθούν στο μυαλό σαν τους πιο έξαφνους εφιάλτες: ένα κορμί που διαλύεται, μια φιγούρα που βυθίζεται στο μαύρο) περνάμε σε ένα δεύτερο μέρος που τα διαβάζει όλα από την ανάποδη. Εμείς αρχίσαμε να συνηθίζουμε εκείνη, κι εκείνη εμάς. Είμαστε περίεργοι, κι εκείνη το ίδιο. Κάθε ανθρώπινη σχέση είναι -ή γίνεται, αναπόφευκτα- αμφίδρομη. Για πόσο θα μπορούσε ένα πλάσμα να υποδύεται τον άνθρωπο χωρίς να αρχίσει να νιώθει -έστω ξένο- κομμάτι της ανθρώπινης εμπειρίας;
Ο Γκλέιζερ (που σε 14 χρόνια έχει γυρίσει τρεις ταινίες αλλά είναι και οι τρεις -“Sexy Beast”, “Birth”, “Under the Skin”- αριστουργήματα) τα αναρωτιέται και τα εξερευνεί όλα αυτά με μοναδικό τρόπο, αφήνοντας την Γιόχανσον να αναπτύξει μανερισμούς και μια διακριτική αίσθηση συναισθηματικών αντιδράσεων, πέρα από την ως τότε μουντή, μηχανική ερμηνεία της. (Το όλο κάστινγκ είναι ένας θρίαμβος. Η ερμηνεία της Γιόχανσον είναι από αυτές τις ερμηνείες που δεν έχεις τη διάθεση ή τις λέξεις να την περιγράψεις ακριβώς ως ερμηνεία, περνάει απευθείας στη σφαίρα του εμβλήματος. Είναι προφανώς ένας ρόλος ζωής.)
Αυτό που καταφέρνει είναι να ολοκληρώσει ένα σκληρό, ελεγειακό πείραμα πάνω στο όλον της ανθρώπινης εμπειρίας, δυσανάγνωστο μόνο όσο δεν επιτρέπεις σε μια ιστορία να αναπτυχθεί με τους δικούς της (σιωπηλούς) όρους. Είμαστε κατά βάση μόνοι, στην αρχή και στο τέλος, και στο ενδιάμεσο απλώς επιχειρούμε να κατανοήσουμε, να συνάψουμε δεσμούς, να δούμε τα πράγματα με τα μάτια κάποιου άλλου, να τα αγγίξουμε με τη σάρκα κάποιου άλλου, ελπίζοντας πως κάπου εκεί θα πετύχουμε επαφή.
Το πρώτο πλάνο της ταινίας είναι ήχοι που γρήγορα αντιλαμβανόμασε πως αποτελούν μέρος πρόβας, εξάσκησης. Η συνοδευτική εικόνα είναι ένα μάτι σε κοντινό, μια μικρή αντανάκλαση πάνω του- μοιάζει με ένα τεράστιο κυκλικό σύνολο σκοταδιού με μια μικρή κουκίδα μοναχικού φωτός. Θα μπορούσε να είναι ένα άστρο στον ουρανό, ένας επισκέπτης στο άντρο της εξωγήινης, ένας άνθρωπος που κάνει βόλτα τη νύχτα, μια ιδέα μες στο κενό, ή ετούτο το φιλμ μες στη θάλασσα από τα-έχω-ξαναδεί-όλα αυτά κατασκευάσματα. Οτιδήποτε.
Είναι η τέλεια σύνοψη του “Under the Skin”, πολύ πριν αυτό αποκαλύψει (σταδιακά, αλλά και ιδίως μέσα από μια κορύφωση αποστομωτικής ομορφιάς, τρόμου, σοκ και απορίας) όλα όσα κρύβονται κάτω από την επιφάνειά του. Προτού ολοκληρώσει αυτή τη στενή επαφή τρίτου τύπου μαζί μας, παίρνοντάς μας για πάντα κοντά του.
Το “Amazing Spider-Man 2” (imdb) αντιθέτως είναι μόνο επιφάνεια, και αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό. Ο Μαρκ Γουέμπ προσεγγίζει το υλικό του σα να ήταν ένα live-action καρτούν πρωινού Σαββάτου, με πολύχρωμους κακούς που θέλουν ΝΑ ΕΚΔΙΚΗΘΟΥΝ ΤΟΝ ΣΠΑΪΝΤΕΡ-ΜΑΝΝΝΝΝΝ και εντυπωσιακές μάχες ΜΠΑΜ ΜΠΟΥΜ ΚΑΠΑΟΥ!! και κρυφά εργαστήρια και καταπακτές και φίλους που γίνονται εχθροί και όλα αυτά τα ποπ, όμορφα, δισδιάστατα, εύπεπτα, ευχάριστα.
Δεν υπάρχει μία μόνο αλήθεια, δεν υπάρχει ένας σωστός τρόπος να κάνεις σινεμά. Αλλά θα ήμουν ψεύτης αν δεν έλεγα πως είμαι φαν τέτοιων προσεγγίσεων. Όχι κατ’αποκλειστικότητα, απλά σε αρκετό βαθμό ώστε να υπάρχει θέση και για ένα πολύχρωμο καρτούν μέσα σε ένα μουντό, γκρίζο κόσμο (αντι)ηρώων. Ετούτη η ταινία έχει την τιμιότητα να μην προσποιείται κάτι που δεν είναι. Κινείται γρήγορα (παρά την τεράστια διάρκειά της), είναι σαφές ποιος κάνει τι και γιατί, και στο τέλος σε αφήνει με μια αίσθηση πως είδες κάτι με δραματικό resolution.
(Η σκηνή κορύφωσης της 3ης πράξης; Εκπληκτική. Ο επίλογος; Επίσης.)
Θα έγραφα δυο λόγια την πλοκή αλλά δεν έχει σημασία. Θα ανέφερα λίγα λόγια για την προηγούμενη ταινία, αλλά επίσης δεν έχει σημασία. Το θυμάστε το προηγούμενο “Amazing Spider-Man”; Εγώ δε θυμάμαι σχεδόν τίποτα από εκείνη, ίσως την πιο αχρείαστη ταινία των ‘10s ως τώρα, ένα reboot που κανείς δε ζήτησε, για ένα franchise ηλικίας -τότε- 10 ετών. Θα ήμουν λοιπόν ψεύτης αν έλεγα πως με νοιάζει πραγματικά αυτό που συμβαίνει. Το έχουμε δει και το έχουμε ξαναδεί και θα το ξαναδούμε.
Δεν ξέρω λοιπόν γιατί. Εννοώ αν η ερώτηση είναι το μεγάλο, κοσμικό Γιατί, τότε δεν έχω πειστική απάντηση. Ξέρω πως πέρασα καλά, επειδή η συγκεκριμένη ταινία, με τη χημεία των Άντριου Γκάρφιλντ και Έμα Στόουν, και τον σαχλά ποπ Τζέιμι Φοξ στην καλύτερη Νίκολας Κέιτζ ερμηνεία της καριέρας του, και την ανάλαφρη διασκέδασή της, και τους διακριτούς, συμπαθείς χαρακτήρες της, και τα υπέροχά της χρώματα, με κάθισε στη θέση μου και για δυόμιση ώρες μου επέτρεψε να περάσω καλά, χωρίς να φυσήξω και να ξεφυσήξω, χωρίς να νιώσω ότι έχω ξαναδεί το ίδιο ακριβώς πράγμα χίλιες φορές, χωρίς να με αφήσει να βαρεθώ, χωρίς να μου περάσει βαρίδια για το μετά.
(Έστω κι αν το ‘μετά’ περιλαμβάνει δύο ακόμα σίκουελ και δύο spin-off ταινίες βασισμένες σε εχθρούς του ήρωα.)
Είναι μια ταινία που αν δεν υπήρχε δε θα άλλαζε τίποτα στο σινεμά του 2014 αλλά μιας και υπάρχει, τουλάχιστον είναι φτιαγμένη με τρόπο που να σε διασκεδάζει, και να πετυχαίνει όσα πράγματα σκοπεύει να πετύχει. Στην τελική, και η ομορφιά από μόνη της δεν είναι ένας λόγος ύπαρξης; Το “Amazing Spider-Man 2” του Μαρκ Γουέμπ δε θα είναι η καλύτερη από τις 4 ταινίες του Marvel υπερηρωικού καλοκαιριού, αλλά διάβολε, θα είναι σίγουρα η ωραιότερη.