Οι ταινίες: Νέα σύνορα
- 4 ΣΕΠ 2014
Δύσκολα θα βρεθεί φέτος άλλη βδομάδα με τόσο σαφείς διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις επιλογές της βδομάδας, όπου όμως κι οι δύο επιλογές θα σε βγάλουν ασπροπρόσωπο. Το ένα είναι ένα τρελό, διασκεδαστικό και αστείο διαστημικό epic με παρανόμους της κακιάς ώρας και δέντρα που μιλάνε και γεμάτα ζωντάνια ‘70s σάουντρακς. Το άλλο είναι ένα υπνωτιστικών ρυθμών, ατμοσφαιρικό, αγωνιώδες κατασκοπικό έργο με την τελευταία πρωταγωνιστική ερμηνεία του Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν σαν κεντρικό επιχείρημα.
Αν ξέρεις τι ζητάς από αυτές τις δύο ταινίες, και είναι ταινίες για εντελώς διαφορετικές καταστάσεις, τότε θα ανταμοιφθείς κι από τις δυο τους.
Με απόλυτο σεβασμό απέναντι στον τιτάνα Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, θα ξεκινήσουμε με δυο λόγια για το fun κομμάτι της βδομάδας, γιατί πραγματικά, τόσο fun.
(Έχετε παρατηρήσει κι εσείς πως ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν είναι όνομα κατηγορίας ‘Τόνι Κρος’; Ο Θέμης Καίσαρης μου τόνιζε τις προάλλες πως υπάρχει αυτή η κατηγορία ποδοσφαιριστών, που οι σχολιαστές λένε πάντα με το πλήρες ονοματεπώνυμό τους και ποτέ μόνο με το επίθετος. “Τόνι Κρος”. Πάντα. Έτσι κι ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν. Κανείς δεν τον λέει Χόφμαν, γιατί έχουμε ήδη έναν μεγάλο Χόφμαν, κανείς δε θα πει Σέιμουρ Χόφμαν γιατί θα είμαστε σε φάση “ποιος είναι αυτός ο Σέιμουρ, καινούριος;” οπότε λέμε πάντα το πλήρες, διόλου ευκαταφρόνητο, Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν. Τελοσπάντων, είναι τόσο μεγάλος που του αξίζει να τον αναφέρουμε πάντα με τρία ονόματα, καμία αντίρρηση.)
Λοιπόν. “Guardians of the Galaxy”. Η ταινία ανήκει στο γνωστό σύμπαν υπερηρώων της Marvel, αλλά αυτό θα το ακούσεις πολύ λιγότερες φορές να αναφέρεται από ό,τι σε όλες τις υπόλοιπες ταινίες της Marvel. Εν μέρει επειδή ναι, το σκηνικό είναι εντελώς διαφορετικό, και αυτοί οι ‘ήρωες’ δεν έχουν σχέση με τους “Avengers”, και επειδή σαν χαρακτήρες είναι παγκοσμίως άγνωστοι ακόμα κι ανάμεσα στους αναγνώστες κόμικς.
Αλλά ο κύριος λόγος είναι ότι, πολύ απλά, η ταινία δεν το χρειάζεται. Δεν έχει την παραμικρή ανάγκη να τη σκεφτείς ως μέρος ενός ευρύτερου κόσμου για να της δώσεις επιπλέον ενδιαφέρον. Δεν νοιάζεσαι για το πριν και για το τριγύρω και για το μετά. (Λίγο για το μετά ναι, αλλά μόνο επειδή πέρασες τόσο καλά.) Απλά ζεις αυτή την τρελή κούρσα. Χαμογελάς, γελάς, ψιλοτραγουδάς, και ό,τι συμβαίνει συνήθως σε Πολύ Fun Καταστάσεις.
Οι “Guardians” έχουν κάτι που λειτουργεί με το καλημέρα υπέρ τους: Έχουν πολύ σαφή αίσθηση τι είδους ιστορία είναι. Ο Τζέιμς Γκαν, που συν-γράφει και σκηνοθετεί, είναι άνθρωπος που έχει τις ρίζες του στο αγνό b-σινεμά, με ταινίες τρόμου σαν το “Slither” και σενάρια σαν το “Tromeo and Juliet”. Ή, πώς παίρνουμε κλασικές αφηγήσεις και τις μετατρέπουμε σε κάτι αναμφίβολα ‘βήτα’ μα απενοχοποιημένα ανατρεπτικό.
Έτσι, εδώ κάνει μια αντίστοιχη (όχι αντίστοιχης ακρότητας φυσικά, γιατί μιλάμε για τη Marvel και τον ωκεανό εκατομμυρίων της και τη Disney πάνω από το κεφάλι της και την υποχρεωτική ‘μπαμ μπουμ’ 3η πράξη) απελευθερωτική πράξη, αποδεσμεύοντας ετούτους του ήρωες από την ιδέα πως πρέπει να είναι γυαλιστεροί και ατρόμητοι. Οι Guardians είναι “a bunch of a-holes” πράγματι, κλέφτες, δολοφόνοι, κυνηγοί κεφαλών, ένα ανεκδιήγητων περγαμηνών πλήρωμα που ενώνεται υπό σχεδόν τυχαίες συνθήκες, αναγκαζόμενο να προστατέψει ένα Γυαλιστερό Αντικείμενo ο καθένας για τους λόγους του, αλλά εν τέλει όλοι μαζί επειδή αναζητούν ένα ανθρώπινο καταφύγιο τόσο καιρό και δεν ήξερα πού να το ψάξουν.
Το ύφος είναι πιο κοντά στην αλητεία που είχε το “Star Wars” του Χαν Σόλο και τη σκόνη που είχε το “Firefly” του Μαλ Ρέινολντς (και στον τόνο του “Adventures of Buckaroo Banzai”) παρά σε άλλη πρόσφατη περιπέτεια, διαστημική ή μη, υπερηρωική ή μη.
Η γνωριμία μας με τον κεντρικό ήρωα-παράνομο της πλάκας έρχεται όταν, σε μια σκηνή που μοιάζει να ξεπήδησε από ένα κοσμικό Ιντιάνα Τζόουνς, ο Πίτερ Κουίλ (του πολύ αστείου Κρις Πρατ από το “Parks and Recreation”) εξερευνά έναν πλανητικό ναό βάζοντας στα ακουστικά του walkman του να παίζει ένα ‘70s χιτάκι από την κασέτα που του έγραψε η μητέρα του πριν πεθάνει, αφήνοντάς την του ως τον τελευταίο του συναισθηματικό δεσμό με την Γη.
Είναι ταυτόχρονα fun, γεμάτο ενέργεια, γεμάτο ξέφρενη διάθεση να μην χαθεί υπό κανένα απολύτως μανδύα σοβαροφάνειας, και αστείο, και συναισθηματικό.
Στην πορεία θα συναντήσει η ταινία τα εμπόδιά της. Η 3η πράξη είναι προβλέψιμα Marvel-ική, αν και αυτό δεν είναι ενοχλητικό στο βαθμό ας πούμε του “Iron Man 3” ή του “Captain America: The Winter Soldier”. Ο κακός είναι ένας ακόμα ΑΡΓΚΧ ΘΑ ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΩ ΤΑ ΠΑΝΤΑΑΑΑΑΑ ΜΟΥΧΑΧΑΧΑΧΑΡΡΡΡ αλλά χωρίς την γοητεία ή τα κόμπλεξ του Λόκι. Ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες, ο Ρόκετ Ρακούν (ένα εξελιγμένο ρακούν φτιαγμένο σε εργαστήριο) δεν είναι όσο αστείος νομίζουν όλοι ότι είναι. Αλλά πρόκειται για υποσημειώσεις μπροστά στη γενική αίσθηση. Οι πολλές επεξηγήσεις για το ματζαφλάρι που όλοι κυνηγάνε ναι μεν δένουν την ταινία με το ευρύτερο Marvel σύμπαν, αλλά ειλικρινά, στο πλαίσιο ετούτης της περιπέτειας, δε μας πολυνοιάζουν.
Όμως ειλικρινά δε θα παίξουν πολύ ρόλο όλα αυτά στην τελική καταμέτρηση. Οι “Guardians” κλικάρουν μεταξύ τους τόσο άμεσα όσο και το κοινό μαζί τους, επειδή είναι κάτι χαμένα κορμιά με αίσθηση χιούμορ και αυτοσαρκασμού, με απόλυτη συναίσθηση της ασημαντότητάς τους, και με πρώτο τους κίνητρο την εύρεση επαφής. Ο Πίτερ Κουίλ θα ρισκάρει τη ζωή του για να πάρει πίσω την κασέτα που του έδωσε η μητέρα του, και όταν το κάνει αυτό, τον καταλαβαίνεις. Ο Γκρουτ, αυτό το ζωντανό δέντρο που έξοχα φέρνει στη ζωή ο Βιν Ντίζελ, λέει μόνο μια φράση αλλά τη λέει με περισσότερους διαφορετικούς τρόπους από όσες εκφράσεις έχουν άλλοι πρωταγωνιστές άλλων περιπετειών. (Είναι φανταστικός και κλέβει την παράσταση. Ο Γκρουτ είναι ποπ φαινόμενο εν τη γενέση του.) Η αίσθηση κινδύνουν αντισταθμίζεται με την αίσθηση του χιούμορ. Το συναίσθημα δεν προέρχεται από μέρη πρωτοποριακά, μα έχει μια αυθεντική χροιά. (“Είμαστε όλοι μας Κέβιν Μπέικον.”) Οι πράξεις αυτοθυσίας δεν είναι υπερεπικές, παρά μεστές, γλυκές.
Με όλα αυτά θέλω να πω ότι η ταινία αυτή δεν ανοίγει νέους δρόμους σε τίποτα, μα θα σε αφήσει να φύγεις από την αίθουσα με χαμόγελο ικανοποίησης. Και επειδή αποκλείεται μετά να μην αναζητήσεις το σάουντρακ, νά’το.
Διάβασε επίσης: O Βιν Ντίζελ μιλάει για τον Γκρουτ
Με άλλο τρόπο θα σε ικανοποιήσει απόλυτα κι ο Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, μα κι αυτός θα το κάνει. Στο “A Most Wanted Man” παραδίδει τον τελευταίο πρωταγωνιστό του ρόλο (ένας αξιοπρεπής τρόπος να πούμε πως τα φιλμ του που έχουν απομείνει είναι ένα μέτριο ανεξάρτητο και δύο “Hunger Games”).
Παίζει έναν Γερμανό κατάσκοπο, σε μια από αυτές τις ταινίες όπου οι πάντες μιλάνε αγγλικά μεταξύ τους με ακαθόριστα ευρωπαϊζουσες προφορές (ενώ οι χαρακτήρες τους είναι πχ όλοι Γερμανοί). Τη βρίσκω πολύ με κάτι τέτοια. Δίνει στην ταινία έναν αέρα παλιομοδίτικου κατασκοπικού θρίλερ δίχως απαιτήσεις για ταχύτητα ή εκρήξεις ή ανατροπάρες. Μην αναζητήσεις τέτοια στοιχεία εδώ.
Η ταινία, από τον Άντονι Κόρμπιν του πολύ καλού “Control”, είναι μεταφορά βιβλίου του Τζον ΛεΚαρέ, από το οποίο διαβάζω πως έχουν αφαιρεθεί οι πολύ ερωτικομπερδεψιάρικες λεπτομέρειες, αφήνοντάς μας κυρίως τα στιβαρά κοινωνικά στοιχεία του θρίλερ. Αυτό ακούγεται καλό στη θεωρία μα αφήνει κάπως ξεκρέμαστο τον χαρακτήρα της Ρέιτσελ ΜακΆνταμς στην πράξη- νιώθεις πως απουσιάζουν κάποια διαπροσωπικά γρανάζια στην όλη μηχανή.
Η ταινία κάνει πάντως καλή δουλειά στο να δείχνει πώς η πολιτική επηρεάζεται από μικρά προσωπικά κίνητρα. Όλα βασίζονται θεωρητικά πάνω στην υπόθεση ενοχής ή μη ενός Ρωσοτσετσένου που εμφανίζεται στην ισλαμική κοινότητα του Αμβούργου κι όλοι αναρωτιούνται αν είναι αθώος ή εξτρεμιστής, όμως σύντομα γίνεται σαφές πως το ντόμινο συμφερόντων που χτίζεται πάνω στην επιθυμία του (να πάρει τα λεφτά του πατέρα του από μια τράπεζα) λίγη σχέση καταλήγει να έχει με το αρχικό αυτό ερώτημα.
Ο Κόρμπιν χτίζει έτσι μεθοδικά ένα χαμηλών τόνων και μουντής ατμόσφαιρας θρίλερ βασίζοντας την αγωνία στις μικρές πράξεις. Το φινάλε είναι φανταστικό. Προσφέροντας επιπροσθέτως και μια τελευταία μας ματιά στο πόσο καθηλωτικός μπορεί να είναι ένας σχεδόν βουβός Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν. Ο οποίος σκιαγραφεί τον χαρακτήρα του με τρόπο που δε τον έχεις δει να κάνει σε άλλη ταινία, μιας και πάντα ήταν διαφορετικός. Ο ΦΣΧ δεν πρόλαβε να αναπτύξει μανιέρα, και η σχεδόν πλήρης απουσία συναισθήματος στο πρόσωπο αυτής της τελευταίας μεγάλης ερμηνείας του θα στέκει για πάντα ως μια ύστατη υπενθύμιση του μεγαλείου του.