Οι ταινίες: Ο μετά θάνατον Γκαντολφίνι
- 7 ΔΕΚ 2013
Κάποιες φορές είναι πολύ δύσκολο να αποφύγεις τους δύσκολους συνειρμούς. Λίγες μέρες μετά τον θάνατο του Πολ Γουώκερ υπό συνθήκες τραγικά παράλληλες με εκείνες που τον βοήθησαν να γίνει σταρ, και με τις πυρετώδεις διαβουλεύσεις του στούντιο και των παραγωγών (και του μάρκετινγκ φυσικά) για τη μοίρα του 7ου “Fast & Furious”, βγαίνει στις αίθουσες η τελευταία ταινία ενός άλλου, διαφορετικού είδους σταρ. Του Τζέιμς Γκαντολφίνι.
Για το “Enough Said” (letterboxd | imdb) δεν στήθηκε βέβαια παρόμοιο media γαϊτανάκι, αλλά αυτά υποθέτω είναι τα καλά του να δουλεύεις σχετικά απαρατήρητος σε μικρότερες παραγωγές. Όταν ο Χιθ Λέτζερ πέθανε έχοντας (λίγο ως πολύ) ολοκληρώσει το “Dark Knight”, περάσαμε μήνες συζητώντας πώς θα ολοκληρωθεί η ταινία, πώς θα βγει, τι θα είναι, τι θα ήθελε ο ίδιος, πώς θα το χειριστεί το μάρκετινγκ των Warners, και, και, και.
Το “Enough Said” απλά βγήκε. Απλά συνέβη. Και είναι τέλειο, γιατί δεν είχες φουσκωμένες προσδοκίες, δεν είχες κουραστεί να διαβάζεις, δεν είχε διαμελιστεί από media και στούντιο. Είναι απλώς ένα μικρό, ώριμο, ειλικρινές και συγκινητικό πράγμα, τραγικό όχι τόσο ως προς τις στιγμιαίες παραλλήλους που τραβάς θέλοντας και μη με τον Αληθινό Γκαντολφίνι (κάθε σκηνή που γίνεται θέμα το πόσο τρώει, λχ), αλλά ως προς την κατεύθυνση που έδειξε πως μπορούσε να ακολουθήσει αυτός ο μεγάλος ηθοποιός στην μετα-τηλεοπτική καριέρα του. Είναι τόσο καλός εδώ, που όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους θες να δακρύσεις επειδή ξέρεις πως δεν θα υπάρξει άλλο.
Ο Ματ Σίνγκερ του Dissolve έγραψε την πιο σωστή φράση που περιγράφει την ταινία: “την επόμενη φορά που κάποιος θα μου διαμαρτυρηθεί πως δεν γυρίζονται πια ταινίες για ενήλικες, αυτό θα είναι το πρώτο πειστήριο του αντεπιχειρήματός μου.”
Είναι όντως ένα φιλμ που δεν αναζητά κανένα ανώριμο άλλοθι στην εξερεύνηση της ενήλικης ψυχής, των συμβιβασμών, και του τι σημαίνει έρωτας μετά τα μισά της διαδρομής.
Δεν είναι τέλειο- υπάρχουν στιγμές που υπονοεί πολύ ενδιαφέρουσες θεματικές που δεν ακολουθεί ως το τέλος τους (η ιδέα του να ψάχνεις φίλους σε μια ηλικία όπου οι περισσότεροι έχουν πλέον επιβεβαιώσει στους εαυτούς τους τι γουστάρουν και τι όχι στους ανθρώπους, η αίσθηση έλειψης που αφήνει σε μια μάνα η μετακόμιση της κόρης της και το πώς πασχίζει να καλύψει το κενό) αφήνοντας χώρο ανάπτυξης σε μια κεντρική ανατροπή που ειλικρινά, μοιάζει να ξεπήδησε από προχωρημένη σεζόν κάποιου σίτκομ.
Όμως εν τέλει ακόμα κι αυτό χρησιμοποιείται με τρόπο υπέρ της ταινίας: Όχι για χαζά γέλια, παρεξηγήσεις και τράβηγμα πλοκής από τα μαλλιά, αλλά για να αναλυθεί περισσότερο αυτή η τρομακτική ιδέα. Του τι κάνεις όταν έχεις μπροστά σου ένα ‘λυσάρι’ για τον άλλον. Το ανοίγεις, με κίνδυνο να τον φθείρεις πριν μπορέσει να ανοίξει εκείνος τον εαυτό του σε σένα με τους δικούς του όρους; Ή αφήνεσαι; Και πότε έρχεται η στιγμή που αποφασίζεις πως δεν έχεις άλλο χρόνο/κέφι για αγνώστους x; Υπάρχει όμως κάτι άλλο εκτός από αγνώστους x;
Η Νικόλ Χολοφσένερ το ψάχνει διεξοδικά το ζήτημα, αλλά πολύ ψύχραιμα, γλυκά και αστεία. Κεντρικό πρόσωπο είναι η ηρωίδα της, που παίζεται ικανά από την Τζούλια Λούις-Ντρέιφους (άλλος ένα τηλεοπτικός θρύλος), όμως την ταινία ζωντανεύουν κυρίως οι γύρω της. Η κόρη της. Η κόρη του Άλμπερτ. Η απολαυστική Τόνι Κολέτ. Και φυσικά ο Γκαντολφίνι, στο ρόλο του συνειδητοποιημένα ατελούς (μη)ιππότη των 45, έναν άντρα που είναι έτοιμος να ανοιχτεί, έχοντας πλέον επίγνωση και όχι ψευδαισθήσεις.
Είναι τέλειος στον ρόλο, είναι το κερασάκι στην τούρτα της ταινίας, και με την ηρεμία με την οποία χτίζει τον χαρακτήρα του, ενσαρκώνει τέλεια την ιδέα του φιλμ πως ο ίδιος άνθρωπος μπορεί να είναι τέλειος για κάποιον και λάθος για έναν άλλον. Είναι συχνά δύσκολο να διαχωρίσεις μια ταινία από το δυστυχές πλαίσιο στο οποίο καταφθάνει, οπότε εν προκειμένω μπορούμε τουλάχιστον να χαμογελάσουμε με αυτό:
Η Τελευταία Ταινία Του Τζέιμς Γκαντολφίνι είναι υπέροχη, κι εκείνος δίνει μια ερμηνεία ακόμα υπεροχότερη. Να την δείτε όλοι.
Ήμουν ανέκαθεν την άποψης πως ο Τζέισον Στέιθαμ χαρίζει περίπου ένα με ενάμιση αστεράκι παραπάνω σε όποια ταινία προωταγωνιστεί. Το “Homefront” (letterboxd | imdb) δύσκολα το λες κάτι παραπάνω από Μια Ταινία Στέιθαμ, αλλά αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό. Το έχει γράψει ο Σταλόνε (μπόνους πόντοι), τον κακό τον παίζει ο Τζέιμς Φράνκο σε έναν σπάνιο νορμάλ ρόλο του ηθοποιού-art project, και ο Στέιθαμ παίζει έναν Αμερικάνο πράκτορα που είναι ξεκάθαρα Βρετανός αλλά κανείς δεν ασχολείται.
Είναι μια βίαιη βιντεοταινιέ ανατροπή πάνω στο “Home Alone”, με τον Στέιθαμ να σπάσει πόδια και να καρφιτσώνει κόσμο στον τοίχο ενώ έχει χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη, με μια τρομερή σκηνής εισβολής να καταλήγει σε φεστιβάλ ιαχών “ωωωωω χοχοχοοοοοο” από το κοινό, με μισή ντουζίνα χαρακτήρες που παίρνουν απολύτως σοβαρά τον εαυτό τους να εξαφανίζονται από την ταινία όταν πρόκειται να αρχίσει η απόλαυσης της τρίτης πράξης-μακελειού, με τη Γουινόνα Ράιντερ να επιστρέφει και να μοιάζει φανταστική (μόνο συγκίνηση για εφηβικές αγάπες που αντέχουν στο χρόνο), και με τον επικό μας Τζέισον να παραδίδει Σταλόνειες ατακάρες τύπου “ό,τι κι αν σκέφτεσαι, ξανασκέψου το” με πειθώ και ένταση που ακόμα κι ο ίδιος ο Ράμπο θα ζήλευε.
Δεν είναι ο καλύτερος των Στέιθαμς, αλλά το ρόλο του τον πετυχαίνει. Ξέρει τι είναι και τι πάει να πετύχει. Και το κάνει.
Η “Μικρά Αγγλία” είναι η ταινία με την οποία πιθανότατα θα κλαίει όλη η Ελλάδα στα σινεμά ως τα Χριστούγεννα. Για τους φανς του βιβλιου της Καρυστιάνη είναι must, για τους υπόλοιπους είναι ένα αξιοπρεπέστατο τρίωρο at the movies. (Θα μπορούσε ωστόσο να μην είναι τρεις ώρες.) Είναι η σπάνια ταινία εποχής που σε βάζει μέσα στην ιστορία της και δε νιώθεις απλά πως βλέπεις πχ τον Γιάννη Στάνκογλου να δοκιμάζει κουστούμια και να υποδύεται. Είναι καλή παραγωγή, δε μυρίζει ναφθαλίνη, και έχει τις δυνατές στιγμές της. Για αυτό που είναι, είναι μια χαρά.
Κι επίσης, μακάρι να πάει καλά γιατί ίσως τότε ο Παντελής Βούλγαρης καταφέρει να κάνει μια πιο μικρή, προσωπική ταινία που ετοιμάζει εδώ και καιρό, όπως είπε στο ΟΝΕΜΑΝ νωρίτερα μες στη βδομάδα.
Επίσης, αυτή τη βδομάδα: Βγαίνει στις αίθουσες το ριμέικ της “Carrie” (για τους ανθρώπους που δεν έχουν πρόσβαση στην ταινία του Μπράιαν ντε Πάλμα ή αρνούνται να δουν ταινία που γυρίστηκαν πριν το ‘90) καθώς και η Νέα Τελευταία του Στίβεν Σόντερμπεργκ, “Behind the Candelabra” (για τους ανθρώπους που πάντα ήθελαν να δουν το σήμα του ΗΒΟ στο σινεμά ή να πάνε σε αίθουσα για να δουν μια ταινία “βραβευμένη με 11 Έμμυ”).