Οι ταινίες: Ο σκοτεινός κόσμος του Thor
- 20 ΝΟΕ 2013
Αυτό που έχει καταφέρει η Marvel ως κινηματογραφικό στούντιο πλέον είναι φανταστικό. Μεταφέροντας πολλά από τα πλεονεκτήματα (και τις παθήσεις) της λογικής της βιομηχανίας των κόμικς στο σινεμά, έχει πλέον καλλιεργήσει και μια αντίστοιχη νοοτροπία στο κοινό (της) και είναι λογικό. Όπως στα κόμικς έχεις τους λεγόμενους completists, εκείνους που μανιωδώς ψάχνουν να ξετρυπώσουν και το τελευταίο τεύχος του τάδε μεγάλου crossover, έτσι και το κινηματο-τηλεοπτικό της σύμπαν αναπτύσσει πλέον μια παρόμοια τάση στους θεατές.
Που θα πει, το νέο “Thor” και το όποιο νέο “Thor”, είναι πλέον πρωτίστως κομμάτια ενός μεγαλύτερου όλου, συναρπαστικότερο των επιμέρους κομματιών του. Το κάθε νέο “Thor” είναι λοιπόν πρωτίστως “η νέα Marvel ταινία” και ύστερα είναι η νέα “Thor” ταινία.
(Η λέξη Thor έχει αρχίσει να χάνει την έννοιά της σε αυτό το σημείο του κειμένου, κι ακόμα δεν έχω μπει καν στην τρίτη παράγραφο.)
Έτσι λοιπόν, αφενός δεν τίθεται θέμα περί του ανν ο ενημερωμένος θεατής θα θελήσει να δει το νέο “Thor: The Dark World” (imdb | letterboxd) γιατί φυσικά και θα το δει, είναι σα να ρωτάς τον θεατή μιας σειράς αν θα δει το νέο επεισόδιο. Κι αφετέρου, αρχίζει να γίνεται ενδιαφέρον (όχι προβληματικό, τις επικρίσεις ας τις αφήσουμε για μετά, μας αρέσουν οι διαφορετικές προσεγγίσεις) το πώς προσεγγίζει κάποιος μια τέτοια ταινία.
Είναι κατά σειρά:
- Μια ταινία, άρα μια αυτοτελής ιστορία με αρχή μέση και τέλος (;) που αφηγείται τις προσπάθειες του αρχηγού μιας εξωγήινης φυλής να, ερμ, κάνει κάτι κακό στο σύμπαν, και του Θωρ να τον σταματήσει.
- Ένα σίκουελ, άρα μια επέκταση των δυναμικών της πρότερης ταινίας, κυρίως του ερωτικού (με τον Θωρ και την γήινη που ερωτεύεται για λόγους που εξακολουθούν να μη μας γίνονται ιδίατερα προφανείς αλλά ποιοι είμαστε εμείς που θα κρίνουμε την αγάπη, σωστά;) και του αδερφικού (με τον Θωρ και τον αδερφό του, Λόκι, να προσπαθούν να έρθουν σε ειρήνη ο ένας απέναντι στον άλλον).
- Ένα κομμάτι φιλμικού σύμπαντος, άρα κεφάλαιο ενός ευρύτερου μωσαϊκού ιστοριών για την γένεση και ένωση ηρώων προς αντιμετώπιση τεράστιων, εξωπραγματικών απειλών για την ανθρωπότητα και για το σύμπαν το ίδιο.
Όπως συχνά συμβαίνει λοιπόν και στα ίδια τα κόμικς, τον σκελετό των οποίων έχει δανειστεί όλη αυτή η γιγάντια “Avengers” κατασκευή, τα bullets 2 και 3 καταλήγουν να αποκτούν μεγαλύτερη σημασία από το 1. Μπορεί δηλαδή να έχεις λαμπρά παραδείγματα σαν το “Iron Man 3”, μια ταινία-σίκουελ-κεφάλαιο που όμως πρώτα από όλα είναι ταινία, όμως συχνότερα από ό,τι όχι καταλήγεις με ένα “Thor: The Dark World” στα χέρια σου. Όπου δηλαδή διάφορα πράγματα λειτουργούν κι άλλα όχι, ξεχνώντας όμως το κυριότερο: Πώς να είναι μια αληθινά ενδιαφέρουσα ταινία από μόνη της.
Αν έπρεπε λοιπόν να εξετάσουμε αυτό το φιλμ ως κάθε τι από τα παραπάνω πράγματα που αντιπροσωπεύει, θα λέγαμε πως:
Είναι μια πολύ μέτρια και κατά βάση βαρετή ταινία. Τα στοιχεία του πρώτου “Thor” που περισσότερο λειτουργούσαν (ο Λόκι, η κωμωδία καταστάσεων με τις αντιδράσεις του Θωρ στην γήινη καθημερινότητα) εδώ είναι αρκετά παραμερισμένα, προς χάριν μιας περιπέτειας τόσο στοιχειώδους που είναι λες και βγήκε από γεννήτρια παραγωγής sci-fi πλοκής. Κι είναι κρίμα, γιατί οι σκηνές με τον Λόκι είναι όλες καλές και διασκεδαστικές, ενώ οι πιο ευχάριστες στιγμές του φιλμ είναι αυτές που ο Θωρ προσπαθεί να χωρέσει την larger-than-god παρουσία του στην μικρή, συνηθισμένη μας ύπαρξη. (Το κρέμασμα του σφυριού. Δάκρυσα.)
Αντιθέτως, ο Μάλεκιθ του Κρίστοφερ Έκλεστον είναι εντελώς ξεχάσιμος κακός με εντελώς αδιάφορο σχέδιο (είναι ένας μεγαλομανής ηγέτης που θέλει να πυροβολήσει ένα υπερ-λέιζερ προς τη γενικότερη κατεύθυνση του σύμπαντος… απίστευτο, δεν έχει ξαναγίνει) και μόνο έξτρα χαρακτηριστικό τα χοροπηδητά ανάμεσα στους κόσμους. Κάποιος θεώρησε πως η Άσγκαρντ και η μυθολογία της μας ήταν τρομερά ενδιαφέρουσα. Στην πραγματικότητα όλο το φιλμ είναι μια άσκηση υπομονής έως ότου ο Θωρ αποφασίσει να χρησιμοποιήσει τον Λόκι και να πεταχτεί ως τη Γη.
Σε αυτό το σημείο, τρεις ταινίες μετά, η δυναμική Θωρ-Λόκι είναι αποδεδειγμένο winner. Η αλληλεπίδρασή τους από μόνη της σχεδόν εξιλεώνει το φιλμ και αφήνει την αίσθηση πως ίσως ήταν καλύτερο από ό,τι είναι. Ο Τομ Χίντλστον δεν αναφέρεται αρκετά συχνά ως πιθανός MVP του MarvelVerse δίπλα στους συνήθεις υπόπτους Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, Τζος Γουήντον και Κέβιν Φέιγκ. Αν στη θέση του Χίντλστον βάλεις κάποιον άλλον κακό το “Avengers” χάνει τη μισή του γοητεία και τα δύο “Thor” δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Αυτές οι δύο (τρεις) ταινίες, αν μπορείς να πεις ότι είναι ‘για’ κάτι, αυτό είναι η αγωνία δύο διαφορετικών αδερφών να αποδεχθούν ο ένας τον άλλον μες στην αυστηρά καθορισμένο κοσμογεωγραφία τους. Αλλά τότε γιατί το φιλμ ξοδεύει τόσο λίγο χρόνο σε αυτό τον τόσο κεντρικό δραματικό του άξονα;
(Θα προσέξατε πως γενικά προσποιούμαστε πως το ερωτικό ενδιαφέρον του Θωρ δεν υφίσταται στην ταινία. Επειδή κι η Νάταλι Πόρτμαν το ίδιο προσποιείται.)
Πού μας αφήνουν όλα αυτά; Επειδή όπως είπαμε εξαρχής, αυτές οι ταινίες πλέον έχει νόημα να εξετάζονται όχι απλά ως κάτι μεμονωμένο, αλλά ως κομμάτι ενός όλου, το “Thor: The Dark World” είναι κάτι σαν το έτσι-κι-έτσι-αλλά-δε-θα-πεθάνουμε-κιόλας 8ο επεισόδιο μιας σειράς που έχει πραγματικά αρχίσει να σε πωρώνει: Δεν πειράζει που δεν ήταν τρομερό αυτή τη βδομάδα, γιατί θες να δεις πού το πάει.
Και πού το πάει; Κλείνει με ένα διαολεμένα καλό (αν και ελαφρώς αναμενόμενο) cliffhanger και με ένα περίεργο (ας το πούμε έτσι) teaser για τη συνέχεια. Τον Μάλεκιθ θα τον ξεχάσουμε όλοι πολύ γρήγορα, όμως το ερχόμενο καλοκαίρι θα μαζευτούμε ξανά για την (επόμενη) συνέχεια.
Για λόγους πληρότητας και πιθανών διασκεδαστικών τσακωμών, η updated λίστα των Marvel ταινιών με τη σειρά που νομίζω μου αρέσουν:
- 1. The Avengers
- 2. Iron Man 3
- 3. Captain America: The First Avenger
- 4. Iron Man
- 5. Thor
- 6-7 Thor: The Dark World / Iron Man 2
- 8. The Incredible Hulk
Σε αυτό το σημείο δηλώνω μια σχετική σύγχυση όσο αφορά στο πρώτο “Thor”. Νομίζω μου άρεσαν διαφορετικά πράγματα όταν το είχα πρωτοδεί από αυτά που θυμάμαι τώρα ότι μου άρεσαν. Αναμένεται επόμενος μαραθώνιος για να το ξαναδώ μία.
Για τo “The Counselor” (imdb | letterboxd) υπάρχουν ακραία αντίθετες απόψεις σχετικά με το αν είναι τερατούργημα ή παρεξηγημένο αριστούργημα (κλίνω προς το δεύτερο περισσότερο) αλλά ο κυριότερος ρόλος του στην κινηματογραφική κουβέντα ήταν ως αφορμή να παρατηρήσουμε κάτι πολύ ενδιαφέρον.
Την ταχύτητα αντίδρασης της συζήτησης.
Η έννοια της cult ταινίας που λατρεύεται από τους λίγους παρότι στην αρχή είχε αγνοηθεί ή παρεξηγηθεί, δεν είναι κάτι καινούριο, ένα κάρο από τα αγαπημένα μας φιλμ ξεκίνησαν την καριέρα τους ως αποπαίδια τύπου “Big Lebowski”. Όμως δε μπορεί παρά κανείς να παρατηρήσει πως το χρονικό διάστημα ανάμεσα στην αρχική δολοφονία με την cult νεκρανάσταση, όσο πάει και μικραίνει. Κάποτε χρειάζονταν δεκαετίες. Στην αυγή του 21ου ήταν ζήτημα λίγων χρόνων, μέχρι δηλαδή η ταινία να κάνει σούσουρο στο home video. Μέχρι πρόσφατα χρειάζονταν λίγοι μήνες ή βδομάδες, μέχρι η ταινία να γίνει σχετικά ευρέως διαθέσιμη online.
Πλέον μιλάμε για μέρες.
Από την αρχική απόρριψη του νέου φιλμ του Ρίντλεϊ Σκοτ από την αμερικάνικη κριτική μέχρι την όρθωση ενός κύματος υπεράσπισής της ως πολυεπίπεδη νουάρ ακτινογραφία του σύγχρονου κοινωνικού πλέγματος δια χειρός Κόρμακ Μακάρθι, πέρασαν κυριολεκτικά λίγες μέρες. Λιγότερο από βδομάδα.
Υποθέτω αυτό είναι το αποτέλεσμα του ίντερνετ, αλλά βοηθάει και η ίδια η ταινία, κατασκευασμένη εξαρχής με ένα τρόπο που προσκαλεί την ακραία αντίθετη υποδοχή της. Στο metacritic θα παρατηρήσει κανείς πως έχει μέσο όρο 49, δηλαδή ακριβώς στη μέση, αλλά οι κριτικές πληθαίνουν στην πραγματικότητα όσο πιο κοντά στα άκρα φτάνουμε. Οι περισσότερες είναι στο εύρος 80-100 ή 0-20 παρά οπουδήποτε ενδιάμεσα.
Ο θρύλος λέει πως η ίδια η ύπαρξη του φιλμ είναι το δώρο του στούντιο στον Ρίντλεϊ Σκοτ, που παρέδωσε ένα εμπορικό διαμαντάκι (και πιθανή έναρξη ενός νέου πλουσιοπάροχου franchise) με το “Prometheus”, και κάρα τώρα είχε μια λευκή επιταγή. “Σου δίνουμε όσα θες, για να κάνεις ό,τι θες.” Κι ο Σκοτ την ξόδεψε σε ένα μικρό πρότζεκτ πάθους, σε ένα κινηματογραφικό σενάριο του Κόρμακ Μακάρθι που δε μοιάζει με τίποτα που να έχεις ξαναδεί.
Είναι μια ταινία για έναν τύπο που δεν ξέρουμε πώς τον λένε, ο οποίος χώνεται σε μια βρωμοδουλειά που γενικά δεν ξέρουμε ακριβώς-ακριβώς τι είναι, και καταλήγει να διώκεται από τα εμπλεκόμενα άτομα που επίσης δεν είμαστε σίγουροι ποιοι είναι ή γιατί ακριβώς έχουν γίνει τόσο έξαλλοι. Γενικώς δεν ξέρουμε παρά ελάχιστα. Γνωρίζουμε μόνο ό,τι απαιτεί η κάθε δεδομένη σκηνή.
Το φιλμ, ψηφιδωτό μιας εντυπωσιακής χρωματικής παλέτας όσο και σύνθεσης αξιομνημόνευτων χαρακτήρων της μίας ή δύο σκηνών, είναι μια περίεργη προσέγγιση πάνω στη ζωή, στις επιλογές και στη μοίρα που στυλιστικά απέχει μίλια από το “No Country for Old Men” ας πούμε, αλλά θεματικά είναι εξ αίματος συγγενής. Τυχαιότητα, κυνισμός, (μισογυνισμός), η καταραμένη η μοίρα που κάνει τα δικά της σχέδια και απλά στην πορεία μας ενημερώνει (με τον πιο σκληρό συχνά τρόπο) αν είμαστε κομμάτι τους ή όχι.
Όλο το φιλμ είναι δομημένο πάνω σε γραμμικά συστήματα, σε όρια, σε γραμμές, σε διαστραυρώσεις, σε διαδρομές. Ο Σκοτ σκηνοθετεί με πάθος και κέφι, το καστ κατά κύριο λόγο κατανοεί πως αποτελεί κομμάτι ενός ποτ πουρί όμορφης παραξενιά (εξαίρεση η Κάμερον Ντίαζ που ναι, καλά άκουσες, κάνει όντως σεξ με ένα αυτοκίνητο) και ο Μακάρθι απλώνει μπροστά μας, για μια ακόμα φορά, όλη του την αποστασιοποιημένα σκληρή κοσμοθεωρία. Καμιά πατρίδα, και καμία τύχη, για τους μελλοθάνατους.