ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΑΝΝΩΝ

Όλες οι ταινίες που είδα στις Κάννες

Από μέταλ μιούζικαλ για τη Ζαν Ντ’Αρκ μέχρι ντοκιμαντέρ για τον μεγαλύτερο παραγωγό/σκηνοθέτη/πρωταγωνιστή ταινιών του Αφγανιστάν, οι φετινές Κάννες είχαν κάτι για όλους.

Βγάλαμε τις φωτογραφίες μας, γράψαμε τους απολογισμούς μας, σημειώσαμε τα παραλειπόμενα, κάναμε τις συνεντεύξεις μας, οπότε λίγες μέρες μετά την επιστροφή στο σπίτι, ένα πράγμα μόνο μένει για να αφήσουμε τελείως πίσω πια το επεισοδιακό 70ό Φεστιβάλ Καννών: να θυμηθούμε όλες, μία και μία, τις ταινίες που είδαμε.

Είδαμε μιούζικαλ, είδαμε ντοκιμαντέρ, είδαμε μουσικά ντοκιμαντέρ, είδαμε συγκλονιστικές ιστορίες στα περιθώρια της κοινωνίας, είδαμε ιστορίες ενηλικίωσης που δε μοιάζουν με τις άλλες. Είδαμε και τη Nicole Kidman να τραγουδά πανκ σε εξωγήινους. Και τι δεν είδαμε.

Χωρίς περισσότερα λόγια, αυτές είναι όλες οι ταινίες που είδαμε στις φετινές Κάννες.

Οι ταινίες του επίσημου διαγωνιστικού τμήματος έχουν καλυφθεί σε ξεχωριστά ποστ: Μέρος 1 | Μέρος 2

ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΑ

Πώς ήταν το Διαγωνιστικό των Καννών;

ΤΗΕ FLORIDA PROJECT

Ή αλλιώς: Η καλύτερη ταινία του Φεστιβάλ.

Ο Sean Baker, ένας από τους πιο ανεκτίμητους δημιουργούς του ανεξάρτητου σινεμά, ο άνθρωπος που ‘γύρισε ένα αριστούργημα με ένα iPhone’, λέει την ιστορία τριών ‘κρυφά άστεγων’ κοριτσιών στην έξω πλευρά του μεγάλου αμερικάνικου ονείρου. Λίγο πιο έξω από τα μαγικά Disney ξενοδοχεία στη Φλόριντα, ένα σύμπλεγμα από φτηνά μοτέλ αποτελούν μόνιμα προσωρινή κατοικία για ανθρώπους που βγάζουν το νοίκι μόλις και μετά βίας, βδομάδα μετά τη βδομάδα. Τα παιδιά αυτά ζουν σε έναν δικό τους κόσμο, γυρισμένο από τον Baker και τον διευθυντή φωτογραφίας του Alexis Zabe σαν μια παστέλ παραμυθοχώρα όπου τα χρώματα σου τεντώνουν ανοιχτό το μάτι και το κάδρο είναι πάντα γεμάτο με γαργαλιστικές παλέτες όσο οι ήχοι είναι αποκλειστικά παιδικά γέλια.

Τα κορίτσια ταξιδεύουν σε διπλανούς πλανήτες (τα γειτονικά μοτέλ, μια παιδική χαρά, ένα σταντ για τσάμπα παγωτό) και η κάμερα τα ακολουθεί σα να κάνουν το μεγάλο ταξίδι της ζωής τους. Ο γύρω κόσμος δεν υπάρχει καν σα σκέψη ή σαν όνειρο διαφυγής. Ο κόσμος των κοριτσιών είναι αυτός, και η ταινία δε στήνει καν κάποια γραμμική αφήγηση προς ένα μεγάλο στόχο, είναι απλώς μικρά σπαρταριστά επεισόδια από την καθημερινότητά τους, σαν κάποιο παιδικό καρτούν πρωινού Σαββάτου.

Δίπλα στα κορίτσια (που είναι όλα τους αποκάλυψη, η μικρή Brooklyn Prince στο ρόλο της Mooney πρέπει να πάρει μεμιάς όσα Όσκαρ έχει η Meryl Streep) παίζει ο Willem Dafoe ως υπεύθυνος του μοτέλ, σε ένα από τους πιο γενναιόδωρους ρόλους που έχω δει στο σύγχρονο αμερικάνικο σινεμά. Ο Dafoe, ένας κανονικός κινηματογραφικό σταρ, δεν μονοπωλεί την ταινία και ο Baker ούτε στιγμή δεν ξεχνά πως αυτή είναι η ιστορία των φτωχών κοριτσιών, με τον μοτελάρχη του Dafoe να βρίσκεται εκεί ως μια πατρική φιγούρα, δέσμιος κι εκείνος των παραλυμένων κοινωνικών μηχανισμών που δεν του αφήνουν το παραμικρό περιθώριο να ενεργήσει. Η χημεία του Dafoe με την Prince είναι καρτούν ηλεκτρισμός, και ήδη μια-δυο σκήνές μες στο φιλμ ξεχνάς ότι βλέπεις κάποιον που -στα χαρτιά- το ξεπερνά σε μέγεθος.

Αν ο Baker έφτιαξε κάτι τόσο αισθητικά επιβλητικό όσο το ‘Tangerine’ με ένα κινητό, μπορείς μόνο να υποθέσεις τι πράγμα έχει ζωγραφίσει στα 35mm. Είναι Ken Loach φτιαγμένος σαν ποπ παιδικό όνειρο, παιδιών που βρίσκονται στη λάθος πλευρά του ονείρου. Είναι νεορεαλισμός, είναι παντοτινά απαραίτητο κοινωνικό σινεμά, φτιαγμένο με τα υλικά, τη ματιά και τις αισθητικές ευαισθησίες του σήμερα.

*Η ταινία θα βγει στις αίθουσες από την Seven. Το PopCode έχει μιλήσει με τους δημιουργούς και το καστ της ταινίας, και τις συνεντεύξεις θα μπορείτε να διαβάσετε όταν η ταινία κυκλοφορήσει.

ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΑ

Συνέντευξη: Sean Baker, o άνθρωπος που γύρισε ένα αριστούργημα με ένα iPhone

PATTI CAKE$

Ή αλλιώς: Το ‘We Are Your Friends’ αλλά με κοπέλα που θέλει να γίνει ράπερ.

Την έχεις δει ήδη αυτή την ταινία ακόμα και πριν τη δεις. Κι επειδή ζούμε στο 2017 και εν μέσω ενός τεράστιου κοινωνικά ανήσυχου κύματος ταινιών από την έξω πλευρά του star system, η ηρωίδα της ταινίας θέλει να γίνει σταρ ράπερ τόσο επειδή αγαπάει τη μουσική, αλλά εξίσου πολύ επειδή θέλει να πετύχει, θέλει να φύγει μακριά, θέλει να ζήσει τη ζωή που η κουλτούρα της υποσχέθηκε. Ακόμα κι αν το arc της ταινίας είναι γνώριμο, η ηρωίδα και το μουσικό πλαίσιο την κάνουν να φαίνεται φρέσκια. Κι αν εν τέλει παραδίδεται σε αρκετές ευκολίες στην 3η πράξη, (μπορείς να τις μαντέψεις, αλήθεια) το πρώτο μισό του φιλμ είναι εξαιρετικά δυνατό.

Ιδίως οι σκηνές της κοπέλας με τη μητέρα της, είναι δραματικός χρυσός: μια γυναίκα που δεν δραπέτευσε, που δεν έζησε όπως λένε οι ταινίες- κάθε φορά που η μητέρα ανοίγει το στόμα της και βγάζει αυτή τη φοβερή φωνή, νιώθεις θαυμασμό κι απόγνωση μαζί. Το ‘Patti Cake$’ είναι μεν πολύ γνώριμο, αλλά μιλά για τα όνειρα, την κουλτούρα και το χάσμα των γενεών με έναν τρόπο αδιαπραγμάτευτα σημερινό, κι αυτό τουλάχιστον το κάνει να ξεχωρίζει.

ALIVE IN FRANCE

Ή αλλιώς: O Abel Ferrara γυρίζει μουσικό ντοκιμαντέρ για τον εαυτό του.

Τις πρώτες μέρες του Φεστιβάλ δυσκολευόμουν λίγο, δε θα πω ψέμματα, έβλεπα κατά κύριο λόγο σκηνοθέτες να παίζουν ξύλο με τη φόρμα τους στο Διαγωνιστικό. Και ξαφνικά ένα βράδυ παράτησα το γράψιμο, μου τη βάρεσε, και πήγα σε ένα κοντινό ξενοδοχείο όπου γίνονται η προβολές της Quinzaine, για την επίσημη πρεμιέρα του μουσικού ντοκιμαντέρ του Abel Ferrara. Αυτή η ταινία με ξεμπούκωσε, μου έσωσε το Φεστιβάλ, είναι ούτε 80 λεπτάκια με τον θρυλικό σκηνοθέτη να καταγράφει τις προσπάθειες του ίδιου να μαζέψει ξανά το συγκρότημα μαζί για να παίξουν ένα λάιβ στο πλαίσιο ενός αφιερώματος στη φιλμογραφία του.

Αν ακούγεται αφόρητα αυτοερωτικό, τότε καμία σχέση. Ο Ferrara κάνει μουσικό street cinema, η ταινία ισορροπεί σε ένα vibe μεταξύ Κασσαβέτη και παραδοσιακής ‘getting the band back together’ αφήγησης, με άλλους να μη μπορούν να τα καταφέρουν κι άλλους να δίνουν στο event μεγάλη σημασία, ο Ferrara είναι γλυκός, ανθρώπινος, αναλογίζεται το σύνολο του έργου του ανάμεσα σε υπέροχα συναισθηματικές εκτελέσεις των μουσικών κομματιών από τις ταινίες του, και η κάμερα απολαμβάνει το ίδιο τις μικρές στιγμές γλυκιάς μελαγχολίας, αγάπης, όσο και αποτυχίας. Red, white and blue in emotional 3D: μια από τις 2-3 αγαπημένες μου στιγμές του Φεστιβάλ.

I AM NOT A WITCH

Ή αλλιώς: Το ομορφότερο ντεμπούτο της χρονιάς.

8χρονο κορίτσι κατηγορείται στο χωριό του στην Αφρική πως είναι μάγισσα και οδηγείται σε κάτι-σαν-εξορία μαζί με τις άλλες γυναίκες (όλες πολύ μεγαλύτερης ηλικίας) που έχουν καταδικαστεί. Είναι αναγκασμένη τώρα να ζει δεμένη σε ένα μεγάλο κομμάτι υφάσματος που την κρατά διαρκώς ενωμένη με ένα ξύλο- ο τρόπος της φυλής να κρατά τις γυναίκες-μάγισσες υπό έλεγχο.

Από εκείνο το σημείο κι έπειτα η ταινία (πρώτη μεγάλου μήκους δουλειά της 35χρονης Ουαλο-Ζαμπιανής Rungano Nyoni) παίρνει αυτή τη δυνατή πρώτη ύλη και κατασκευάζει μια απίστευτης ομορφιάς και σύνθεσης κάδρων σάτιρα, που εναλλάσσει τα σκληρά πορτρέτα έντονα γήινων χρωμάτων, με απρόσμενης σατιρικής δύναμης σκηνές που οδηγούν εξίσου σε πικρά γέλια όσο και σε ξεφυσήματα αποστροφής. Και μπορεί σε πρώτη ματιά να μοιάζει σαν ιστορία αρκετά συγκεκριμένη, όμως αποκτά διαστάσεις κοινωνικού παραμυθιού- τόσο χάρη στις παλέτες και το ρυθμό της Nyoni, όσο και σε μια πληθώρα στιγμών πάθους και αναγνωρίσιμου πόνου, που φτάνουν να μιλούν για τον κυνισμό της εκμετάλλευσης σε κάθε επίπεδο.

BLADE OF THE IMMORTAL

Ή αλλιώς: Η 100ή ταινία του Takashi μαδερφάκιν Miike.

Θρυλικό manga που μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη σε live action εκδοχή ένα από τα ελάχιστα γιαπωνέζικα πράγματα πιο θρυλικά από αυτό: ο σκηνοθέτης Takashi Miike. Ένας σαμουράι τρώει για κατάρα την αθανασία και τώρα περιπλανιέται ψάχνοντας να βρει σκοπό / έναν τρόπο να σώσει την ψυχή του. Πετυχαίνει κοπέλα της οποίας οι γονείς σφαγιάστηκαν από μια κλίκα κακοποιών και ο αθάνατος σαμουράι ορκίζεται να τη βοηθήσει να πάρει εκδίκηση.

Αν όλο αυτό σου ακούγεται απλώς set-up για μια τελική μάχη μισής ώρας με κυριολεκτικά εκατοντάδες θανάτους, τότε ναι, πολύ καλά, αυτό είναι. Το tagline της ταινίας είναι “για να σώσει τη ζωή της θα πρέπει να πάρει χίλιες άλλες” και η επίσημη κριτική μου για το φιλμ είναι “το tagline δεν έλεγε ψέμματα!”. Αυτό που βλέπουμε εδώ είναι Miike στα μεγάλα κέφια του, σκέψου ‘13 Assassins’ αλλά με το βλέμμα σε κόμικ αντί σε Kurosawa. Επίσης η ελαχιστότατη λεπτομέρεια που ωθεί το τελικό μακελειό του φιλμ είναι η πιο λεπτή, ξεκάθαρα anti-establishment στιγμή του φετινού Φεστιβάλ, ειδικά μάλιστα επειδή έρχεται εν μέσω καρτούν ξεκοιλιασμάτων που δε σταματούν να σε διασκεδάζουν με την γραφική εφευρετικότητά τους.

ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΑ

100 ταινίες μετά, ο Takashi Miike μας μιλά για την καριέρα του

AVA

Ή αλλιώς: Αν το ‘Daredevil’ ήταν το τρυφερό coming of age στόρι μιας έφηβης γαλλίδας.

13χρονη κοπέλα μαθαίνει πως χάνει σταδιακά την όρασή της και περνά το τελευταίο της καλοκαίρι ανακαλύπτοντας εκ νέου τα πάντα, με όλους τους πιθανούς τρόπους. Στην πρώτη της μεγάλου μήκους ταινίας, η Léa Mysius παίρνει μια κάμερα και της δίνει την υποκειμενική οπτική μιας νεαρής κοπέλας που ανακαλύπτει τα πάντα σαν υπό την πίεση ασφυκτικού deadline. Τα πάντα αποκαλύπτονται υπό ένα πέπλο ματαιότητας, με τις επιμέρους στιγμές να αποκτούν μια τεταμένη θέση στο χρόνο. Κάθε στιγμή γίνεται αφή, χρώμα, εμπειρία, τα πάντα προερχόμενα από μια καθαρά γυναικεία ματιά, από την ένταση στη σχέση της Ava με τη μητέρα της μέχρι τον τρόπο που προσεγγίζει το αγόρι.

Έχω ενστάσεις για την τρίτη πράξη και την αμηχανία της πλοκής με το γάμο, διότι προσθέτει έναν μηχανισμό σε μια ταινία που λειτουργεί καθαρά ως πίνακας αισθήσεων. Όμως ακόμα κι εκεί η ενέργεια ανάμεσα στα δύο παιδιά είναι σπουδαία. Σε κάθε περίπτωση, σκηνές όπως εκείνες όπου η Ava καλύπτει τα μάτια και τρέχει στην παραλία ή που δοκιμάζει να περπατήσει (στα τυφλά) στα άκρα, μου έδωσαν μερικές από τις ομορφότερες και πιο απτά συναισθηματικές εικόνες του Φεστιβάλ. Η Léa Mysius θα μας απασχολήσει στο μέλλον.

HOW TO TALK TO GIRLS AT PARTIES

Ή αλλιώς: Αγόρι γνωρίζει κορίτσι, κορίτσι είναι εξωγήινη.

Ο John Cameron Mitchell (‘Hedwig and the Angry Inch’, ‘Shortbus’, o Milo Yiannopoulos στο ‘The Good Fight’) επιστρέφει με διασκευή σύντομης ιστορίας του Neil Gaiman, ο οποίος ανάμεσα στις Κάννες και στο ‘American Gods’ ζει μεγάλες στιγμές. Η ταινία δεν είναι μεγάλη στιγμή, να είμαστε τίμιοι, αλλά είναι εκπληκτικά διασκεδαστική, το οποίο σίγουρα μετράει για κάτι. Δύο αγόρια στην Αγγλία του τέλους των ‘70s πηγαίνουν σε πάρτυ να γνωρίσουν κορίτσια και ανακαλύπτουν πως αυτά τα κορίτσια δεν είναι σαν τα άλλα. Τύπου, πραγματικά δεν είναι, έρχονται από το διάστημα.

Είναι το πιο αναπολογητικά ‘70s sci-fi με χαρακτηριστική οσμή βρετανίλας πράγμα που μπορείς να δεις, με χρωματιστές φυλές εξωγήινων και με την Elle Fanning γεμάτη αθωότητα να ανακαλύπτει τον κόσμο, και με τη Nicole Kidman σαν πανκ γκουρού στο μέσο όλων. Είναι κρίμα που το πιο αδύναμο κομμάτι της ιστορίας είναι ο ίδιος της ο κεντρικός χαρακτήρας, γιατί όποτε ο Mitchell γυρνά το βλέμμα προς τους παλαβούς χαρακτήρες και τις δικές τους ιστορίες, το φιλμ πετάει. Είναι τρομερά άνισο, αλλά και πολύ διασκεδαστικό. Στο τέλος συγκινήθηκα. Δεν απογειώνεται ποτέ, αλλά θα έκανε μια τρομερά fun προβολή σε κάποιο Φεστιβάλ, σαν χαμένος κρίκος ανάμεσα στο ‘Scott Pilgrim’ και το ‘Kaboom’ του Aracki.

“Do more punk to me.”

TEHRAN TABOO

Ή αλλιώς: Το πρώτο ιρανικό animation.

Οι παράλληλες ιστορίες αγάπης, απόδρασης και εκμετάλλευσης, τριών γυναικών στη σύγχρονη Τεχεράνη όπου κάθε τι που σχετίζεται με το σεξ είναι ταμπού. Είναι κάπως επιδερμικό, χωρίς να σημαίνει πως δεν έχει ενδιαφέρον. Το περίεργο είναι πως το στοιχείο που τραβά περισσότερο την προσοχή, δηλαδή η μετατροπή του live-action σε ροτοσκοπικό animation δίνοντας στα πάντα μια ονειρική διάσταση, και ίσως και μια κάποια απόσταση, είναι κι αυτό που εν τέλει κρατά το θεατή κάπως μακριά. Η ιστορία, κι ο τρόπος με τον οποίο μας παρουσιάζεται, είναι εν τέλει υπερβολικά ρεαλιστική στη βάση της, και το animation δεν ταιριάζει τόσο. Παραμένει μια ιστορία (τρεις δηλαδή) που αξίζει να δεις.

NOTHINGWOOD

Ή αλλιώς: Ντοκιμαντέρ για τον άντρα που έχει γυρίσει και πρωταγωνιστήσει σε πάνω από 120 ταινίες, ένα one man show Χόλιγουντ από το Αφγανιστάν.

Αγνή παλαβομάρα, για έναν τύπο που έχει πάρει πάνω του όλη την κινηματογραφική παραγωγή του Αφγανιστάν, κάνοντας παραγωγή, γυρίζοντας και πρωταγωνιστώντας σε πάνω από 100 ταινίες έχοντας στη διάθεσή του μηδαμινά μέσα, εξ ου και το Nothingwood του τίτλου. Είναι από αυτά τα ντοκιμαντέρ που εκ των πραγμάτων σε παρασύρουν μόνο και μόνο χάρη στο αξιοπερίεργο του αντικειμένου τους- ο μεγαλοπαραγωγός εδώ βγάζει ένα τεράστιο πάθος για το ίδιο το σινεμά, και οι ιστορίες που ανακαλύπτει η σκηνοθέτις γύρω από από αυτή την κεντρική περσόνα, είναι εξίσου ενδιαφέρουσες, για ανθρώπους που ανακάλυψαν πράγματα χάρη σε αυτές τις ταινίες, τον εαυτό τους, την αλήθεια για τη χώρα τους, κλπ. Για την ακρίβεια, οι γύρω αυτές ιστορίες και οι περιφερειακοί χαρακτήρες μου φάνηκαν πολύ πιο ενδιαφέρουσες από ό,τι του κεντρικού παραγωγού, ο οποίος λειτουργεί εδώ σαν ήλιος ενός μικρού ηλιακού συστήματος ανθρώπων και ιστοριών.

BRIGSBY BEAR

Ή αλλιώς: Το ‘Unbreakable Kimmy Schmidt’ αν ήταν κλασικό Σάντανς φιλμάκι.

Πιτσιρικάς μεγαλώνει με μοναδική συντροφιά μια καμμένη παιδική εκπομπή που γυρίζεται μόνο για τον ίδιο, από το ζευγάρι που τον απήγαγαν από την βιολογική οικογένειά του. Όταν ο κόσμος-μπουντρούμι καταρρέει, ο άντρας πια προσπαθεί να καταλάβει πώς λειτουργεί ο κόσμος, έλα όμως που ό,τι ξέρει για τη ζωή, το έχει μάθει μέσα από την ψεύτικη παιδική σειρά που τώρα έχει μείνει ατελής. Ξεκινά λοιπόν να την ολοκληρώσει.

Δραματουργικά εντελώς κλασικό, αλλά ταυτόχρονα δυναμικά εναντίον της όποιας θρησκευτικού τύπου επιβολής αξιών. Στην παραγωγή εμπλέκονται οι Lonely Island, αλλά δεν είναι ιδιαίτερα αστείο- περισσότερο σαν δραματική προσέγγιση στην αισθητική του SNL είναι, περιέργως. Ο Greg Kinnear έχει λίγες σκηνές αλλά είναι οι πιο αστείες της ταινίας, αλλά εν τέλει το καλύτερο κομμάτι είναι οι όποιες σκηνές βλέπουμε του καμμένου, ψεύτικου παιδικού show με την αρκούδα του τίτλου.

*Η ταινία θα βγει στις αίθουσες από την Feelgood. Το PopCode έχει μιλήσει με τους δημιουργούς και το καστ της ταινίας, και τις συνεντεύξεις θα μπορείτε να διαβάσετε όταν η ταινία κυκλοφορήσει.

MAKALA

Ή αλλιώς: Docu-δράμα για την Οδύσσεια ενός άντρα στην Αφρική που προσπαθεί να πουλήσει κάρβουνο.

ΤΡΕΛΟ ΚΕΦΙ, amirite;

Αυτή η ταινία είναι με πολλούς τρόπους αυτό που έχει στο μυαλό του ο κόσμος ότι βλέπουμε στα Φεστιβάλ, ένα εξαιρετικά αργό ντοκιμαντέρ (γυρισμένο όχι σαν ντοκιμαντέρ, χωρίς talking heads, χωρίς παρεμβάσεις του αφηγητή στην ιστορία) για μια Οδύσσεια ενός άντρα που ταξιδεύει ένα ατελείωτο ταξίδι στην Αφρική με τα πόδια, σέρνοντας μαζί το ποδήλατό του, φορτωμένο με σάκους κάρβουνου, το οποίο σκοπεύει να πουλήσει όταν φτάσει στον προορισμό του.

Η μεθοδικότητα κι η ομορφιά της αφήγησης, με την κάμερα αργά και υπομονετικά να ακολουθεί πάντα τον ήρωα από πίσω καθώς ο δρόμος δεν τελειώνει και καθώς ο ήλιος δύει, χτίζουν προς ένα δεύτερο μισό του φιλμ όπου η ομορφιά και η δύναμη του στόρι με κέρδισαν. Η πνευματικότητα με την οποία πλαισιώνεται το φινάλε κάνει αυτή τη διαδρομή όχι απλά ένα εντελώς πεζό ταξίδι στόχου, αλλά μια διαδρομή σχεδόν λυτρωτική. Παραμένει ωστόσο ένα από τα πιο δύσκολα φιλμ του προγράμματος- το πρώτο μισό της ταινίας με εξάντλησε.

Κέρδισε το μεγάλο βραβείο της Semaine, του προγράμματος στο οποίο συμμετείχε (όπου το δεύτερο βραβείο πήρε το αγαπημένο μου ‘Ava’.)

BUSHWICK

Ή αλλιώς: Το ψεύτικο μονοπλάνο για τον σύγχρονο εμφύλιο πόλεμο της Αμερικής.

Η χειρότερη ταινία που είδα στο Φεστιβάλ, έρχεται σύντομα στο Netflix. Για αυτήν υποθέτω δε θα γίνει πόλεμος όπως με τις άλλες. Παίζει η Brittany Snow, κάτι το οποίο σε επίπεδο αρχών πάντοτε στηρίζω, αλλά η ταινία είναι για γέλια. Καταρχάς είναι μονοπλάνο ή τελοσπάντων δοκιμάζει να είναι μονοπλάνο (φυσικά με αυτό τον εντελώς ψεύτικο τρόπο, με τυχαία φόκους εδώ κι εκεί ώστε να υπάρχει περιθώριο για κρυφό μοντάζ) αλλά χωρίς κανέναν απολύτως λόγο, δεν είναι. Έχει τρία εμφανή cuts σε φάσεις όπως “και τώρα οι χαρακτήρες μιλάνε” οπότε απλώς αλλάζει γωνία η κάμερα. Είναι λες και στιγμιαία ξέχασαν οι σκηνοθέτες (Cary Murnion και Jonathan Milott του ‘Cooties’) ότι πήγαιναν για μονοπλάνο, και αφού έκαναν το cut είπαν “άστο, γάμα το, πάμε”.

Μου θύμισε όταν πήγαινα σχολείο που μια χρονιά είχαν βάλει με το ζόρι 2-3 από εμάς να βάλουμε υποψηφιότητα για το 15μελές απλά για να φαίνονται πολλοί υποψήφιοι, δε θυμάμαι ακριβώς. Εγώ όχι απλά στο 15μελές δεν ήθελα να είμαι, προφανώς ούτε εκλογές είχα καμιά όρεξη να υποστώ. Είχα τσαντιστεί κι είπα σε όλους τους φίλους ή/και συμμαθητές να μη με ψηφίσει κανείς, στοχεύοντας στην τιμιότητα των μηδέν ψήφων. Αλλά δεν έκανα όσο αποτελεσματική αντι-καμπάνια έπρεπε, και για κάποιο λόγο με ψήφισαν δυο ράντομ άνθρωποι, οπότε κατέληξα με δύο ψήφους. Θλίψη. Αυτό μου θύμισε το ‘Bushwick’, έχεις κάνει όλο το effort και καταλήγεις να έχεις δύο ψήφους.

Α, το καλύτερο εντωμεταξύ είναι άλλο. Είναι ταινία για μια εισβολή στη Νέα Υόρκη, στο Bushwick συγκεκριμένα, ΟΚ; Περπατάει το diverse ζευγαράκι και στα καλά καθούμενα μπαίνει ένας φλεγόμενος άντρας στο μετρό, και βγαίνοντας αυτοί διαπιστώνουν πως οι γύρω δρόμοι έχουν μετατραπεί σε πεδίο μάχης, ελικόπτερα, πολυβόλα, βομβες, της κακομοίρας. Όταν η ταινία εξηγεί όντως ποιοι έχουν εισβάλει στη Νέα Υόρκη, και γιατί, και ποιο ήταν το σχέδιο, και γιατί εν τέλει δεν ήταν η επιβολή όσο εύκολη περίμεναν (δάκρυα συγκίνησης καταλήγουν σε χίπστερ μούσια παντού), δε μου έμεινε άντερο. Πέρασα τέλεια.

*Η ταινία θα streamάρει από το Netflix.

JEANNETTE

Ή αλλιώς: Η μοναδική ροκ/μέταλ μιούζικαλ βιογραφία για τη Ζαν Ντ’Αρκ που χρειάστηκες ποτέ.

Αυτή η ταινία είναι το θαύμα της ζωής. Ο Bruno Dumont πιάνει τις ακραίες avant garde ορέξεις του και αποφασίζει, “χμ, όχι αρκετά”. Τραγουδιστά, πάντα. Αποσυνθέτει την κινηματογραφική εμπειρία και εικόνα σε απολύτως απαραίτητες κινήσεις, παρουσιάζοντας ένα coming of age ιστορικό δράμα ως ροκ μιούζικαλ φτιαγμένα με τα πρωτογενή υλικά σχολικής παράστασης: μερικοί ηθοποιοί, basic χορογραφίες, και για σκηνικά κάτι λιβάδια οριακής αντι-κινηματογραφικότητας. Θέλοντας να τονίσει ακόμα περισσότερο την ξεγυμνωμένη αφηγηματική του προσέγγιση, ο σκηνοθέτης αφήνει ως πρακτικά μοναδικό ηχητικό εφέ καθόλη τη διάρκεια του φιλμ, τα αυξανόμενης παρεμβατικότητας βελάσματα των πανταχού παρόντων προβάτων, σα να επρόκειτο για την πιο άμουση χορωδία backing vocals ή -γιατί όχι- αδιάφορων θεατών.

Φυσικά δε μου έμεινε άντερο. Ρίξτε μια ματιά στο τρέιλερ για να πάρετε μια ιδέα. Είναι μια αντιπροσωπευτική ματιά στην ταινία, η εμπειρία της οποίας με έκανε να περάσω το δεύτερο μισό του Φεστιβάλ μονολογώντας ραπαριστά “Ζα-νέ-τ!” και κουνώντας τα χέρια μου πάνω-κάτω σε άβολη χορογραφία ή/και κάνοντας απρόκλητο headbanging. Ό,τι καλύτερο.

ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΑ

Όλη η κάλυψη του PopCode για το 70ό Φεστιβάλ Καννών