Όταν ο Tarantino συνάντησε το παλιό Χόλιγουντ
- 22 ΜΑΙ 2019
Η νέα ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο πάντα επρόκειτο να είναι το μεγάλο γεγονός, το στέμμα των φετινών Καννών. Ακόμα και κατά τη διάρκεια της αρχικής ανακοίνωσης του προγράμματος, όταν το “Κάποτε… στο Χόλιγουντ” απουσίαζε από το ρόστερ του Διαγωνιστικού, οι μεγάλοι τίτλοι δεν αφορούσαν τις 19 ταινίες που ανακοινώθηκαν, αλλά ετούτη που έλειπε. Το “θα προλάβει να τελειώσει την ταινία ο Ταραντίνο;” ήταν πιο μεγάλο ερώτημα από το “ποιος θα κερδίσει φέτος τον Χρυσό Φοίνικα;”.
Ο Ταραντίνο πρόλαβε, και η νέα του ταινία (9η σύμφωνα με τα στρογγυλεμένα, curated μαθηματικά του ίδιου αλλά 11η στην πραγματικότητα) έφτασε στις Κάννες με όλη τη φανφάρα που θα συνόδευε μια τέτοια κυκλοφορία. Ο Ταραντίνο πάντα ήταν ο ιδανικός, απόλυτος συνδυασμός για ένα μεγάλο φεστιβαλικό γεγονός: Σκηνοθέτης auteur με απόλυτη αποδοχή σε σινεφιλικούς, φεστιβαλικούς αλλά και mainstream κύκλους θεατών. Οι φετινές Κάννες γρήγορα έγιναν “η πρεμιέρα του Ταραντίνο”.
ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΟ ΧΟΛΙΓΟΥΝΤ
Αν το Χόλιγουντ και η μυθολογία του θρέφονται από λάμψη και τραγωδία, είναι μάλλον ευνόητο το γιατί η τραγωδία της Σάρον Τέιτ μεταδίδεται και ανακατασκευάζεται δεκαετίες μετά ως το μεγαλύτερο ‘χολιγουντιανό true crime’ που έχει συμβεί. Τον Αύγουστο του 1969, μέλη του καλτ του Τσαρλς Μάνσον εισέβαλαν στο σπίτι του Ρόμαν Πολάνσκι και της -έγκυου 8 μηνών τότε- Σάρον Τέιτ και την δολοφόνησαν μαζί με άλλους 4 ανθρώπους.
Η Τέιτ, ηθοποιός και μοντέλο, δεν σταμάτησε ποτέ έκτοτε να αντιπροσωπεύει μια κάποια ιδέα βάρβαρα χαμένης αθωότητας σε κάθε πιθανή επέκταση αυτής της αιματηρής μυθολογίας που περιπλέκει από καλτς και τη σκοτεινή πλευρά της χίπι κουλτούρας μέχρι celebrity ειδωλολατρία, χολιγουντιανή τραγωδία και το τέλος της ‘60s αθωότητας, όλα σε ένα πακέτο, σε μία αφήγηση. Από όπου κι αν προσεγγίσεις αυτή την ιστορία, θα ανακαλύψεις μια οπτική.
Φυσικά κι ο Ταραντίνο θα ήθελε να φέρει τη δική του, και φυσικά αυτή θα αφορούσε το ίδιο το σινεμά.
ΤΙ ΕΓΙΝΕ ‘ΚΑΠΟΤΕ… ΣΤΟ ΧΟΛΙΓΟΥΝΤ’
(Σημείωση: Ο ίδιος ο Ταραντίνο ζήτησε να μην αποκαλυφθεί στα κείμενα τίποτα που θα χαλά την εμπειρία της ταινίας από τους θεατές, κι ενώ αυτό ισχύει για κάθε κείμενο κριτικής που γράφουμε, υπενθυμίζουμε ωστόσο πως ο καλύτερος τρόπος να μην χαλάσει απολύτως τίποτα από την εμπειρία της ταινίας, είναι να μην διαβάσει ο θεατής τίποτα για αυτήν πριν την δει. Σε κάθε περίπτωση, εξυπακούεται πως το κείμενο συζητά βασικά στοιχεία της υπόθεσης και του σκηνικού της ταινίας, αποφεύγοντας φυσικά τις όποιες εξελίξεις από τη μέση του φιλμ και μετά.)
Η Μάργκο Ρόμπι συμπρωταγωνιστεί στο ρόλο της Τέιτ, ενσαρκώνοντας τέλεια, δίχως υπερβολές ή εύκολες χάρτινες εκφράσεις και μανερισμούς, την ιδέα της αθωότητας και της αγνής ομορφιάς που τη διαπερνούσε ως ύπαρξη. Μια από τις πιο ξεχωριστές σκηνές του φιλμ αφορά την Τέιτ της Ρόμπι όταν εκείνη προσπαθεί να μπει σε ένα σινεμά που παίζει μια ταινία της. Είναι ο ενθουσιασμός της όταν προσπαθεί να εξηγήσει στους ανθρώπους της αίθουσας πως “είμαι σε αυτή την ταινία!”. Είναι η απλή της αδυναμία να ενοχληθεί όταν δεν την αναγνωρίζουν. Είναι η παιγμένη μέσα από λαμπερή ματιά και τεράστιο χαμόγελο χαρά της, όταν το κοινό διασκεδάζει με την ερμηνεία της. Είναι αυτά που η Τέιτ εκπροσωπεί για τον Ταραντίνο, και που η Ρόμπι φέρνει διακριτικά και απολύτως αποτελεσματικά σε έναν κρυφής δυσκολίας και δυσθεώρητης σημασίας ρόλο, μέσα στο όλο αυτό ταραντινικό εγχείρημα.
Διότι γύρω από αυτήν, παράλληλα με τη δική της αληθινή ιστορία, ο Ταραντίνο επικεντρώνεται σε κάτι άλλο: Στην εντελώς φανταστική ιστορία ενός φανταστικού σταρ, του κάπως φθαρμένου αστέρα δράσης Ρικ Ντάλτον, που παίζει μέσα από εντυπωσιακές συναισθηματικές και ερμηνευτικές μεταπηδήσεις ο Λεονάρντο ΝτιΚάπριο. (Κρίμα που λύσσαξαν οι πάντες να πάρει Όσκαρ για μια τόσο κακή ταινία, θα ήταν υπέροχο να κέρδιζε για ετούτη.) Κάποτε διάσημος ηθοποιός, πρωταγωνιστής σε ταινίες που θα μπορούσε να έχει σκηνοθετήσει ο Ταραντίνο ή που απλώς θα μπορούσε να έχει ξεσηκώσει (λεπτή η διαχωριστική γραμμή, αν και σε μία από αυτές ο Ρικ Ντάλτον παίζει έναν χαρακτήρα που καίει ζωντανούς ένα μάτσο Ναζί, όπως διάσημα συνέβη στους ταραντινικούς “Μπάσταρδους”), τώρα έχει ξεπέσει σε γκεστ ρόλους κακών σε διάφορα σίριαλ. Είναι με άλλα λόγια ο κατεξοχήν ταραντινικός πρωταγωνιστής, ένας άλλος ξεπεσμένος Τζον Τραβόλτα, καλτ ήρωας μιας γενιάς και μισο-ξεχασμένο punch line μιας επόμενης, που ο Ταραντίνο αναλαμβάνει να αναστήσει ως χρέος τιμής προς την αγάπη του σε περασμένες δεκαετίες.
Σκιά του Ρικ είναι ο Κλιφ Μπουθ (Μπραντ Πιτ), ο προσωπικός του κασκαντέρ, εκείνος που τραβάει το βαρύ φορτίο των σκηνών δράσης του σταρ. Ο Ταραντίνο πάντα αγαπούσε τους αφανείς αυτούς grindhouse (κι όχι μόνο) κασκαντέρ ήρωες, εμφανές όπως το έκανε σε ταινίες σαν το “Death Proof”, με τον ήρωα του Κερτ Ράσελ αλλά και με την συμμετοχή της Ζόι Μπελ, stunt double της Ούμα Θέρμαν στο “Kill Bill”. Σε μια σκηνή δράσης του “Κάποτε… στο Χόλιγουντ” σε μια ταινία-μες-στην-ταινία, η εικόνα παγώνει κι ένα βελάκι εμφανίζεται δείχνοντας το αυτοκίνητο που οδηγάει ο “Ρικ”, γράφοντας από πάνω “Κλιφ”.
Η ταινία χτίζεται πάνω στη σχέση των δύο αντρών και το πώς ο ένας κουβαλάει τον άλλον, το πώς εν τέλει ο ένας είναι ολοκλήρωση, σκιά, άλλος εαυτός του άλλου. Μια τέτοια σχέση αποδίδει ο Ταραντίνο κι ανάμεσα στο σινεμά και την πραγματικότητα, σε ένα μάλλον φυσικό κι αναμενόμενο σημείο κορύφωσης του όλου του κινηματογραφικού θεωρήματος. Το μεγαλύτερο μέρος του “Κάποτε” ακολουθεί τον Ρικ και τον Κλιφ και τις περιπέτειές τους σε σινεμά και τηλεόραση, τα οποία ο Ταραντίνο αποδίδει αισθητικά σαν αποτέλεσμα μιας απόλυτης όσμωσης. Στο “Κάποτε… στο Χόλιγουντ” το σινεμά και η πραγματικότητα είναι στοιχεία αναπόσπαστα το ένα από το άλλο. Μια φωνή ενός σκηνοθέτη δίνει οδηγίες στον Ρικ (ή στον Λεονάρντο;) και η κάμερα κινείται ακολουθώντας τον ηθοποιό μπροστά της. Είναι η κάμερα του Ταραντίνο που κινείται; Είναι η κάμερα του σκηνοθέτη-μες-στην ταινία; Δεν υφίσταται διαφορά, γιατί το σύμπαν του Ταραντίνο είναι μια χιονόμπαλα- ο κόσμος της αρχίζει και τελειώνει μες στα όρια του δικού της σελιλόιντ.
Ο Ρικ Ντάλτον χτίζει μια καριέρα βασισμένη στους b ήρωες του Ταραντίνο, παίζοντας από αμερικάνικα γουέστερν μέχρι φτηνές ιταλικές παραγωγές όπως μια παραλλαγή του “Τζάνγκο” ή ένα Τζέιμς Μποντ ξεπατίκωμα. Οι ηθοποιοί κι οι σκηνοθέτες που συναντάμε στα σετ παίζουν τόσο περίτεχνα ανάμεσα στην αλήθεια και το fiction που τα όρια δεν υφίστανται. Στην έπαυλη δίπλα από εκείνη του Ντάλτον, η αληθινή Σάρον Τέιτ ζει ένα σαν-ψεύτικο χολιγουντιανό όνειρο, μέσα από το βλέμμα του Ταραντίνο.
Όλος ο τόνος του μεγαλύτερου μέρους της ταινίας κουβαλά κάτι το χαλαρό, μακριά από την πολλών επιπέδων (και αυξητικών τάσεων) επιτήδευση της πρόσφατης περιόδου της φιλμογραφίας του Ταραντίνο. Εστιάζει ψύχραιμα, με αγάπη και γλύκα πάνω σε 3 χαρακτήρες που αντιπροσωπεύουν την αγάπη του Ταραντίνο για το σινεμά και την εποχή που πάντα ξέραμε πως αγαπούσε. Ήρωες ψεύτικοι και αληθινοί λειτουργούν μέσα σε ένα κινηματογραφικό σύμπαν εξίσου κατασκευασμένο όσο και πραγματικό, με έναν ποταμό αναφορών να ρέει γύρω από σκηνές διαλόγων, αναπαράστασης και -τελικά- αγνού mood εποχής.
Η απότομη και ακραία μετάβαση θα συζητηθεί πάρα πολύ (όχι πάντως σε αυτό το κείμενο) σε επίπεδο αισθητικό και ταυτόχρονα ηθικό, το οποίο από μόνο του αποτελεί μια νίκη του Ταραντίνο καθότι περνά όλη του την καριέρα διαπραγματευόμενος την ηθική της κινηματογραφικής αισθητικής του. Υπό μία έννοια, το “Κάποτε” αποτελεί την θεματική κορύφωση των εμμονών του, όμως είναι ευτυχές πως αυτό συμβαίνει με μια διάθεση που έμοιαζε εδώ και καιρό χαμένη για τον σκηνοθέτη.
Ένα φιλμ exploitation πάνω στην ίδια την εκμεταλλευτική σχέση του σινεμά με την πραγματικότητα, με το ίδιο το σινεμά, με τους μύθους του και με την ηθική των εικόνων του, το “Κάποτε… στο Χόλιγουντ” πετυχαίνει απόλυτα ως κατασκευή, αποτελώντας ένα θρασύτατο εγχείρημα από έναν πανίσχυρο σκηνοθέτη στην πιο τολμηρή στιγμή της καριέρας του. Η τρίτη πράξη θα εξοργίσει και θα αναλυθεί σαν ανοιγμένο πειραματόζωο, και πιθανώς θα είναι δύσκολο να την προσεγγίσει κανείς με απόλυτη βεβαιότητα και πεντακάθαρο μυαλό- πόσο μάλλον εμείς, λίγες μόλις ώρες μετά την πρώτη της προβολή.
Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι πως πρόκειται για την πιο ενδιαφέρουσα δουλειά του Ταραντίνο εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Είναι η κοσμοθεωρία του “Death Proof” παιγμένη με τη διάθεση του “Jackie Brown”, ένας αυτοαναφορικός φιλμικός κόμπος που θα αρνείται για αρκετό καιρό να λυθεί.
* Η ταινία κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Feelgood στις 22 Αυγούστου.
ΤΙ ΑΛΛΟ ΕΧΟΥΜΕ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ
Το υπόλοιπο Φεστιβάλ δεν έχει άλλη ταινία του βεληνεκούς του Ταραντίνο όμως δεν έχει ακόμα τελειώσει. Χθες βράδυ αμέσως μετά το “Κάποτε… στο Χόλιγουντ” είδαμε το εκπληκτικό “Παράσιτο” του Μπονγκ Τζουν-χο (“Okja”) για το οποίο θα μιλήσουμε αύριο, ενώ σήμερα αναμένεται ο νέος Ξαβιέ Ντολάν. Έχουμε πάντως μπει στην τελική ευθεία και σύντομα θα αρχίσουν να πέφτουν τα γερά στοιχήματα για βραβεύσεις. Θα είμαστε εδώ να τα πούμε όλα.’
ΚΙ ΑΛΛΕΣ ΚΑΝΝΕΣ: