Πανκ, η άναρθρη κραυγή του ροκ
- 26 ΝΟΕ 2016
Το ημερολόγιο έδειχνε 26 Νοεμβρίου του 1976, όταν στα βρετανικά δισκοπωλεία κυκλοφόρησε ένα 45άρι, οι στίχοι του οποίου αιφνιδίασαν την αστική τάξη. “Είμαι ένας αντίχριστος, είμαι ένας αναρχικός”, ξερνούσε μέσα από το μικρόφωνο ο Τζόνι Ρότεν, ο frontman των Sex Pistols, ‘εγκλωβίζοντας’ την σοκαριστική αισθητική του πανκ στο σλόγκαν “δεν ξέρω τι θέλω, αλλά ξέρω τον τρόπο να το αποκτήσω”. Ο παραδοσιακά εξεγερτικός χαρακτήρας του ροκ ποτέ δεν είχε φτάσει σε τόσο ακραία ριζική αμφισβήτηση. Για την ακρίβεια, ήταν η πρώτη φορά που ο αντιστασιακός λόγος ενός μουσικού κινήματος ξεπερνούσε με τέτοια ευκολία και περιφρόνηση τα όρια, έχοντας ως βασικό του όπλο την λεξιπενία. Ίσως όμως εκεί τελικά βρισκόταν συσσωρευμένη η δύναμη του πανκ. Μια θορυβώδης όσο και ξεκάθαρη άρνηση που δεν χρειαζόταν καθόλου τις λέξεις, επιλέγοντας τις άναρθρες ‘κραυγές’ ως την εναλλακτική διέξοδο στις εξεζητημένες ρητορικές του ‘άλλου’ ροκ της εποχής.
Η Βρετανία πριν την έκρηξη
Ο Άγγλος δημοσιογράφος Τζον Σάβατζ, στο βιβλίο του, “England’s dreaming” (1991), όπου παρουσιάζει το πανκ, σχολιάζει ως εξής: “Αυτό που σήμερα φαίνεται καταπληκτικό, είναι τα τότε φανερά συμπτώματα ψύχωσης: το σχεδόν αυτιστικό βλέμμα των συμμετεχόντων, οι νευρικές κινήσεις των Clash, η ταχύτητα με την οποία άλλαζε η διάθεση του Τζόνι Ρότεν. Σε συνδυασμό με ένα φτωχό λεξιλόγιο που έκρυβε προθέσεις και ευφυΐα, αυτά τα κενά βλέμματα έδειχναν τη συλλογική κατάθλιψη ενός ολόκληρου έθνους”. Και δεν απέχει από την πραγματικότητα αυτή η περιγραφή. Το 1975, η Μεγάλη Βρετανία ήταν βυθισμένη σε οικονομική ύφεση με ενάμιση εκατομμύριο άνεργους και τη νεολαία εγκλωβισμένη σε μια μη διαχειρίσιμη απελπισία.
Το “Anarchy in the U.K.”, το πρώτο σινγκλ των Sex Pistols, κυκλοφόρησε σαν σήμερα πριν 40 χρόνια (26/11/1976).
“Η Αγγλία σαπίζει. Το μοναδικό πράγμα που τα παιδιά μπορούν να ονειρεύονται σήμερα, είναι μια σταθερή απασχόληση. Δεν έχουν πλέον επιλογές”, εξηγούσε ο Μαρκ Πέρι, ιδρυτής του Sniffin’ Glue, ενός πανκ φανζίν εκείνης της εποχής, συνοψίζοντας σε τρεις προτάσεις το κυρίαρχο συναίσθημα των νέων στα μισά των 70s. Όμως, πέρα από την τότε κοινωνική πραγματικότητα, το ίδιο το ροκ αδυνατούσε να προσφέρει διεξόδους στην ανάγκη για εκτόνωση, κριτική, προκλήσεις. Το γκλαμ ροκ βρισκόταν σε κατάσταση παρακμής και αποσύνθεσης, ενώ το progressive, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, βολόδερνε σε ασαφείς λαβύρινθους ακατανόητων πειραματισμών και δυσκολοφόρετων συνθέσεων, τελείως αποξενωμένων από μια γενιά που κόχλαζε, έτοιμη να εκραγεί.
Η συγκυρία λοιπόν ήταν ιδανική από κάθε πλευρά, ώστε η καινούργια μουσική άποψη να εμφανιστεί εκθειάζοντας την καταστροφή και το χάος, μέσα από ένα εκρηκτικό μείγμα που ξεκινούσε από την αρνητικότητα και κατέληγε στον τρόμο και την σύγχυση, ‘σπέρνοντας’ μια αδιαπραγμάτευτη αδιαλλαξία που έκοβε την ανάσα. Η ειδοποιός διαφορά με το υπόλοιπο ροκ ήταν ότι το πανκ, πριν διεκδικήσει, φρόντιζε να μηδενίσει τα πάντα, όχι με επιχειρήματα και ρητορική, αλλά με κώδικες δρόμου, όπως το “no future” ή το “destroy”, που δεν άφηναν το παραμικρό περιθώριο για παρερμηνείες. Και τελικά, εκείνη “η απόλυτη φρίκη της πλήξης”, όπως την χαρακτήρισε η Βιβ Αλμπερτίν (τραγουδίστρια των Slits), οδήγησε στην απόλυτη επικράτηση μιας trash αισθητικής, που όχι μόνο κυριάρχησε στη ‘βρώμικη’ διετία 1976-78, αλλά άλλαξε για πάντα και την εικόνα του ροκ συνολικά.
Garage & Proto-punk
Οι Stooges και ο Ίγκι Ποπ, που χαρακτηρίστηκε ως ο νονός του πανκ.
Όσο πάντως και αν το πανκ συνδέθηκε – στην ακμή του τουλάχιστον – με τη Βρετανία, ως μουσική ‘άποψη’ ανδρώθηκε στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. Οι ρίζες του βρίσκονται στη δεκαετία του ’60, στις μπάντες του garage και σε ό,τι πλέον ονομάζουμε proto-punk. Οι Kingsmen και η διασκευή τους στο Louie-Louie υπήρξε ο ‘κανόνας’ πάνω στον οποίο χτίστηκαν ευλαβικά τα θεμέλια του νέου παιχνιδιού. Τη σκυτάλη πήραν όλοι οι ‘επιθετικοί διάβολοι’ που τραγούδησαν νευρωτικά το κενό, τη βία, την πλήξη, το σεξ, ακόμα και την πολιτική αντιπαράθεση στα όριά της, σε μια πρώιμη καταγραφή μουσικής παρανομίας. Οι Sonics, οι Seeds, οι MC5 και φυσικά οι Stooges με τον Ίγκι Ποπ, όλοι τους πρωτοπόροι στην τελετουργία μιας ριζοσπαστικής αυθεντικότητας και ελεύθεροι σκοπευτές στην σκηνική τους παρουσία, σε ένα ροκ εν ρολ διαταραγμένο, οργιαστικό, παθιασμένο και ενίοτε παραληρηματικό.
Οι επιρροές από την British Invasion, με πρωταγωνιστές μπάντες όπως οι Kinks, οι Who και οι Small Faces, ολοκλήρωσαν το αρχικό παζλ, παραβιάζοντας το ‘συμβόλαιο’ του ροκ, σε μια εντελώς καινούργια αντισυμβατική προώθηση των γραμμών στο μέτωπο της διεκδίκησης μιας αδυσώπητης έκστασης, γεμάτης με αχαλίνωτη ενέργεια και απειλητική οργή. Το “My generation” και ο πολεμικός τρόπος σύνθεσης και παιξίματος της κιθάρας από τον Πιτ Τάουνσεντ, κυοφόρησαν μέσα τους την αντίδραση στην καταθλιπτική καθημερινότητα με αιχμηρό και προφητικό ζήλο. Το ‘πορτραίτο’ συνέχισε να αποκτά ακόμα περισσότερες ‘σκιές’ μέσα από τις παρτιτούρες και κυρίως από τα live των Velvet Unerground ή του Ντέιβιντ Μπάουι, σε μια πορεία μη αναστρέψιμη, που ήταν σαφές ότι οδηγούσε στον ήχο των περιθωριακών και των απόκληρων. Η ρωγμή είχε δημιουργηθεί και έψαχνε πλέον την οριστική διέξοδο.
Η Πάτι Σμιθ, ‘ιέρεια’ του proto-punk.
Η proto-punk βρήκε τον δικό της ‘ναό’ στο θρυλικό κλαμπ CBGB της Νέας Υόρκης, εκεί όπου μπάντες όπως οι Television, οι Ramones, οι Talking Heads, οι Angel and the Snake (μετέπειτα Blondie), αλλά και η Πάτι Σμιθ, άρχισαν να ξετυλίγουν το νήμα του εξτρεμισμού, κερδίζοντας ένα ολοένα αυξανόμενο κοινό που τραγουδούσε μαζί τους ανησυχητικούς στίχους και αφηνόταν σε έναν αλαζονικό μηδενισμό και μια ανομολόγητη τρέλα, η οποία με τη σειρά της απέρριψε οτιδήποτε ανιαρό ή ακατανόητο είχε βρεθεί στο δρόμο της, μέσα από το πιο βίαιο ξεκαθάρισμα που είχε γνωρίσει μέχρι τότε το ροκ. Κάπου εκεί ήταν που εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο υπεύθυνος για την ‘ενορχήστρωση’ της ανατροπής στη Βρετανία. Ο Μάλκολμ Μακ Λάρεν, ένας τυχοδιώκτης οπορτουνιστής και ‘σκηνοθέτης’ ταραχών, ο συνδετικός κρίκος των τάσεων, τις οποίες φρόντισε να αποκρυπτογραφήσει στο ευρύτερο κοινό, μέσα από μια ευφυή πρακτική εφαρμογή της νέας αισθητικής.
Ο Μάλκολμ Μακ Λάρεν & το “Sex”
Ο Μακ Λάρεν είχε ανοίξει στο Λονδίνο από το 1971 μια μπουτίκ μαζί με την σύντροφό του, στυλίστρια Βίβιεν Γουέστγουντ (τηρουμένων των αναλογιών κάτι αντίστοιχο με το δικό μας θρυλικό Remember του Γιώργου Βανάκου), πελάτες της οποίας ήταν ανάμεσα σε άλλους και οι Στιβ Τζόουνς, Πολ Κουκ και Γκλεν Μάτλοκ, οι μελλοντικοί Sex Pistols. Στις αδιάκοπες επισκέψεις του στις ΗΠΑ, για να παρουσιάσει τις ‘συλλογές’ του, ο Μακ Λάρεν μυήθηκε στον νέο ήχο, έγινε περιστασιακά μάνατζερ των New York Dolls και γοητεύτηκε από τον Ρίτσαρντ Χελ, την εμφάνισή του και το “Blank Generation”, ένα 45άρι μέσα στο οποίο κωδικοποιείται το προφανές: “Ανήκω σε μια κενή γενιά, μπορώ να μείνω ή να φύγω όποτε θέλω”. Οι ιδέες και οι παραστάσεις της Νέας Υόρκης μεταφέρθηκαν στην έτοιμη να τις ενστερνιστεί Βρετανία. Ο Μακ Λάρεν, επιστρέφοντας στο Λονδίνο, μετονόμασε την μπουτίκ σε Sex και άρχισε να εμπορεύεται σαδομαζοχιστικά προϊόντα.
Μάλκολμ Μακ Λάρεν και Βίβιεν Γουέστγουντ. Ο πρώτος ‘μετέφερε’ το proto-punk των ΗΠΑ στη Βρετανία και μαζί με την δεύτερη μετέτρεψαν το πανκ σε μόδα.
Το Σίτι του περιθωρίου βρήκε ‘κρυσφήγετο’ στο Sex, ανάμεσά τους ένας τύπος γνωστός ως ‘Τζόνι Ρότεν’, με βαμμένα πράσινα μαλλιά και ένα μπλουζάκι με στάμπα “Μισώ τους Pink Floyd”, ξεχώρισε αμέσως και μερικές εβδομάδες μετά έγινε μέλος των Sex Pistols, συμπληρώνοντας την επιθετική διαστροφή μιας μπάντας που ήταν έτοιμη πλέον να μετατρέψει την εχθρότητα, τον μηδενισμό και την αδιαλλαξία σε θορυβώδες σύνθημα μιας βίαιης αντίδρασης απέναντι στους πάντες και τα πάντα. Από το ξεκίνημα, το συγκρότημα προκάλεσε εκτεταμένες αντιδράσεις, ενώ οι συναυλίες του κατέληγαν σχεδόν πάντα με επεισόδια. Μέσα σε λίγους μόλις μήνες, απέκτησαν τη φήμη της κινητής έκρηξης και έγιναν η πιο μισητή μπάντα στην ιστορία του ροκ, αυτή με τις περισσότερες διώξεις και απορρίψεις από το μουσικό κατεστημένο.
Οι Sex Pistols
Πρώτα τα κλαμπ που τους απαγόρευαν να παίξουν, μετά οι δισκογραφικές εταιρείες που ακύρωναν τις συμφωνίες λίγες μόνο μέρες μετά την υπογραφή συμφωνιών συνεργασίας. Το “Anarchy in the U.K.”, το πρώτο τους σινγκλ, αποσύρθηκε σε χρόνο ρεκόρ από τα δισκοπωλεία, ενώ το δεύτερο, το “God save the Queen”, καταστράφηκε από την ίδια την εταιρεία (Α&Μ) πριν καν κυκλοφορήσει. Ο Στιβ Τζόουνς ξεκαθάριζε ότι “οι Sex Pistols δεν ήταν μουσική, αλλά χάος”, προκαλώντας εμμονικό ντελίριο στον πυρήνα των λίγων, αλλά πιστών φαν της μπάντας. Ο Ρότεν ‘μοίραζε’ μπαρούτι, περιφρόνηση και βρισιές σε κάθε ζωντανή εμφάνιση: “στοίχημα ότι δεν μας μισείτε τόσο, όσο εμείς μισούμε εσάς” και ούρλιαζε φάλτσα πάνω στη σκηνή, δείχνοντας ότι όλα του ήταν παντελώς αδιάφορα, ανάμεσά τους και το να υπηρετήσει με οποιονδήποτε τρόπο το ροκ.
Η ιστορική συναυλία των Sex Pistols στο Lesser Free Trade Hall του Μάντσεστερ, από το κοινό της οποίας ξεπήδησαν οι Joy Division, οι Fall και οι Smiths (4/6/1976).
Ο Τζον Σάβατζ γράφει: “Για το μεγαλύτερο μέρος των ακροατών τους, η μουσική των Sex Pistols δεν ήταν παρά ένας θόρυβος που δεν ξεχώριζες τίποτα. Σε κάθε συναυλία τους όμως, υπήρχαν ένα ή δυο άτομα που ακούγοντάς τους, εγκατέλειπαν τα πάντα για να τους ακολουθήσουν”. Τα λόγια του αποδεικνύονται από εκείνο που συνέβη στις 4 Ιουνίου του 1976, στο Lesser Free Trade Hall του Μάντσεστερ, όταν οι Sex Pistols έπαιξαν μπροστά σε μόλις 40 άτομα, ανάμεσα όμως στους οποίους ήταν εκείνοι που θα σχημάτιζαν τους Joy Division, τους Fall και τους Smiths! Η οριστική σφραγίδα όμως του πανκ ως κατάργησης κάθε ιεραρχίας και απεριόριστης απουσίας κάθε έννοιας νόμου και τάξης, συνέβη στο τηλεοπτικό πλατό του Thames today, ενός σόου της αγγλικής τηλεόρασης, την 1η Δεκεμβρίου του ’76, πέντε μόλις μέρες μετά την κυκλοφορία του “Anarchy in the U.K.”. Ο Τζόουνς αποκάλεσε τον παρουσιαστή, Μπιλ Γκρούντι, “dirty fucker”, ενώ και τα υπόλοιπα μέλη πρόσθεσαν τις δικές τους πινελιές: “χοντρό γουρούνι”, “γέρο ανώμαλε”, “μαλάκα”.
Η αυτοδιαχείριση του πανκ
Το αποτέλεσμα ήταν να αναβληθούν οι συναυλίες τους, να σταματήσει η διακίνηση του σινγκλ στα δισκοπωλεία, να σταματήσουν τα ραδιόφωνα να παίζουν το “Anarchy in the U.K.”. Όμως, ήδη πίσω από τους Pistols, μια ατελείωτη ορδή από συγκροτήματα έκαναν την εμφάνισή τους, υιοθετώντας την ετικέτα του πανκ και την ‘ηθική’ του, δηλαδή το DIY (do it yourself) και προσπερνώντας με χαρακτηριστική αυθάδεια ολόκληρη την μουσική βιομηχανία. Το περιέγραψε ως εξής ο Μακ Λάρεν σε μια συνέντευξή του στον Observer: “Είναι η μελλοντική γενιά της Αγγλίας και θα είμαστε περήφανοι γι’ αυτούς. Πρόκειται για έναν ταξικό πόλεμο, θέλουν να καταστρέψουν την κοινωνία”. Το πανκ κίνημα πέρασε έτσι στην αυτοδιαχείριση, οργανώνοντας με επιτυχία την δική του, ανεξάρτητη ‘οικονομία’. Δημιουργήθηκαν μικρές αίθουσες συναυλιών, δισκογραφικές εταιρείες περιορισμένου χρόνου, ατομικές παραγωγές 45αριών που η διάθεσή τους γινόταν ταχυδρομικά ή στις συναυλίες.
Το θρυλικό κλαμπ CBGB στη Νέα Υόρκη. Μέσα σε αυτό στεγάστηκε ολόκληρο το κίνημα του πρώιμου πανκ.
Παράλληλα πολλαπλασιάστηκαν τα φανζίν (48 Thrills, London’s Outrage, London’s Burning, Bondage) ακολουθώντας το μοντέλο του Sniffin’ Glue του Μαρκ Πέρι, που είχε ξεκινήσει να κυκλοφορεί τον Σεπτέμβρη του ’76. Ο πρώτος πανκ δίσκος 45 στροφών βγήκε σε αυτή την ιδιότυπη αγορά τον Νοέμβριο του ’76 από την μικρή δισκογραφική εταιρεία Stiff Records (το New Rose των Damned) και αμέσως ακολούθησε το “Anarchy” των Sex Pistols. Έτσι άρχισαν να γίνονται γνωστές μπάντες όπως οι Clash, οι Slits, οι Siouxsie and the Banshees, οι Buzzcocks, οι Damned, οι Stranglers, οι X-Ray Spex και πολλές άλλες. Ο σημαντικότερος σταθμός σε όλη αυτή την ‘παράνομη’ απόρριψη, ήρθε τον Οκτώβριο του 1977, όταν κυκλοφόρησε το ‘ευαγγέλιο’ του πανκ, το πρώτο και μοναδικό LP των Sex Pistols, με τίτλο “Never mind the bollocks”, κάτι σαν “Στ’ αρχίδια μας”.
Σπέρνοντας με τον πλέον εφιαλτικό για τους αστούς τρόπο, ψυχωτικές οδούς διαφυγής, ο Ρότεν και η παρέα του μοίρασαν μορφασμούς μίσους, ουρλιάζοντας είτε οι ίδιοι, είτε τα όργανά τους. Ο δίσκος ανέβηκε στην κορυφή του βρετανικού chart και η πανκ γέννησε μια κατάσταση καθαρής παραφροσύνης μέσα από μια μουσική αποδόμησης σε καθαρά ‘διαταραγμένη υπηρεσία’. Ο Μακ Λάρεν αφαίρεσε το ‘προσωπείο’ μια δεκαετία αργότερα: “Οι Sex Pistols ήταν για μένα η εικόνα ενός πιστολιού, μιας πιν-απ, μιας όμορφης κοπέλας, ενός καθαρού δολοφόνου”. Στη Βρετανία του ’77, οι “μεγαλομανείς αλήτες” του πανκ, όπως τους χαρακτήριζε ο Τύπος, άρχισαν τελικά να προσελκύουν το ενδιαφέρον των ΜΜΕ, ‘επιβάλλοντας’ την δική τους πραγματικότητα, μέσα από την κατακόρυφη αύξηση της δημοτικότητάς τους, κυρίως στη νεολαία, που φαινόταν να απολαμβάνει με σαδιστική ικανοποίηση το μείγμα αυτό της ‘αντίχριστης’ μουσικής, του κοινωνικοπολιτικού εξτρεμισμού και των ακραίων ενδυματολογικών τάσεων.
Πανκ και ‘μόδα’
Οι Clash, η σημαντικότερη από τις μπάντες του πανκ που βρήκαν δημιουργική διέξοδο στο post-punk.
Υπήρξε μια ριζική αλλαγή στην ‘μόδα’ του πανκ, νευρωτική, παρακμιακή, μέχρι και αρρωστημένη. Το κυρίαρχο μοντέλο της ανδροπρεπούς, ‘μάτσο’ εμφάνισης του ροκ, έδωσε τη θέση του σε μια αμφιλεγόμενη, αυστηρά κωδικοποιημένη μέσα στην ιδιαιτερότητά της, νέα διάσταση που έπιανε τα όρια της – χωρίς φύλο – διαστροφής. Λιπόσαρκα σώματα, τρυπημένα με παραμάνες, δεμένα με περιλαίμια και αλυσίδες, ‘διακοσμημένα’ με καρφιά, βαμμένα μαλλιά, ξυρισμένα κρανία με μοϊκάνες, μακιγιάζ, ρούχα με αγκυλωτούς σταυρούς ή με πορτραίτα του Μαρξ, περιβραχιόνια με τη λέξη χάος ή άλλα σλόγκαν που φρόντιζαν να θυμίζουν στους περαστικούς τον μηδενισμό και την αδιαλλαξία. Η εφημερίδα Sun τους είχε χαρακτηρίσει “ως άτομα που μοιάζουν με τους Hell’s Angels σε έναν εφιάλτη αντάξιο με το Κουρδιστό Πορτοκάλι”, ενώ η Daily Mail είχε βάλει την λεζάντα “αυτά τα υποκείμενα είναι το κατακάθι του πολιτισμού”, κάτω από μια φωτογραφία μιας ομάδας ακραίων φαν των Sex Pistols που ονομάζονταν Bromley Contingent (μια εξ αυτών ήταν και η Siouxsie Sioux).
Το πανκ υπήρξε εφήμερο, ακριβώς γιατί κανείς δεν θα άντεχε για πολύ να ακούει συνεχώς τρία μονότονα ακόρντα να εναλλάσσονται στην πιο θορυβώδη μορφή τους. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, ήταν οι ίδιες οι πανκ μπάντες που το βαρέθηκαν πρώτες. Κυρίως εκείνες των οποίων οι μουσικοί ένιωσαν γρήγορα να εγκλωβίζονται στον αρνητισμό της δημιουργίας. Η επανάσταση του κινήματος του πανκ, έστω η βούληση για αυτήν, συναντήθηκε με τη ροκ μουσική, στέλνοντας το μήνυμά της, αν και κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί με απόλυτη σιγουριά ότι αυτός ήταν ο σκοπός της, αφού η πολιτική συνείδηση ήταν κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που ‘πρέσβευαν’ οι Sex Pistols, σε αντίθεση με τους Clash ή τους Dead Kennedys στο Σαν Φρανσίσκο. Μπάντες όπως αυτές οι δυο τελευταίες, ‘αναγκάστηκαν’ (ή επέλεξαν) να ξεκόψουν από την φύση του παραλόγου, το οποίο φρόντιζαν να προωθούν – δασκαλεμένα από το ένστικτο της αυτοπροστασίας – τα ΜΜΕ.
Οι Dead Kennedys, η σημαντικότερη μπάντα του δεύτερου πανκ κύματος στις ΗΠΑ.
Το πανκ αυτοπαγιδεύτηκε μέσα στην ίδια την ‘εικονική’ του πραγματικότητα. Ο Τζόνι Ρότεν, το αναμφισβήτητο έμβλημα του κινήματος, “ο μοναδικός πραγματικά τρομακτικός τραγουδιστής που γνώρισε η ροκ μουσική” σύμφωνα με τον δημοσιογράφο και μουσικοκριτικό Γκριλ Μάρκους, με τα βαμμένα πορτοκαλί μαλλιά-καρφιά, τα σκισμένα ρούχα πιασμένα με παραμάνες, τους σταυρούς σκουλαρίκια, το γραμμένο με το χέρι “destroy” στα μανίκια, τα δερμάτινα παντελόνια, αλλά και με το παιδικό πρόσωπο του μανιακού που συχνά θύμιζε ψυχασθενή, με το μοναδικό χάρισμα που διέθετε να σκορπάει στις συναυλίες τις αρχές του πανκ, ακόμα και αυτός, πέρα από το προφανές, δημιουργούσε – άθελά του – ερωτηματικά στο κοινό. Όσοι αναζητούσαν το ‘μήνυμα’, εισέπρατταν ως απάντηση το τίμιο αλλά ασαφές “είμαστε το μέλλον, το δικό σας μέλλον”. Τελικά η προσαρμοστικότητα και η δύναμη της μουσικής βιομηχανίας από τη μια και το αναμφισβήτητο ταλέντο πολλών πανκ μουσικών που ενστικτωδώς ζητούσε δημιουργικές διεξόδους από την άλλη, ξεκαθάρισαν το τοπίο.
Παρακμή και Post-punk
Ήδη από το ξεκίνημα του 1978, η συντριπτική πλειοψηφία των πανκ συγκροτημάτων είχαν υπογράψει συμβόλαια με τις μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες, την ίδια στιγμή που το “do it yourself” είχε σχεδόν εξαφανιστεί από την πιάτσα. Τα φανζίν είχαν μετατραπεί στην πλειοψηφία τους σε κανονικά περιοδικά και η μανία των αξεσουάρ είχε οδηγήσει την πανκ μόδα σε κορεσμό. Τα ΜΜΕ είχαν μετατρέψει με την δική τους προπαγάνδα την πανκ σκηνή σε ένα κίνημα τελείως παθητικό, κοινότοπο, σχεδόν ξεπερασμένο λίγους μόλις μήνες μετά την ακμή του. Εκείνη την χρονική στιγμή επέλεξε ως την πιο κατάλληλη ο Τζόνι Ρότεν για να διαλύσει τους Sex Pistols, κλείνοντας τον κύκλο της απάθειας, η οποία είχε καταφέρει να διαβρώσει τα σαθρά, όπως αποδείχτηκαν, θεμέλια του πανκ. “Είχατε ποτέ την εντύπωση ότι πέσατε θύματα απάτης;”, θα ρωτήσει ρητορικά το κοινό του Σαν Φρανσίσκο, λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους στην στείρα επανάληψη του “No future”, που είχε ‘στοιχειώσει’ ολόκληρη την συντηρητική Αγγλία στο “God save the Queen”.
Σιντ Βίσιους, Τζόνι Ρότεν και Στιβ Τζόουνς στην πρώτη εμφάνιση των Sex Pistols στην Ατλάντα των ΗΠΑ (1978).
Η εξέλιξη όμως της ροκ μουσικής, δικαίωσε το πέρασμα μέσα από το πανκ, σαν ένα χρήσιμο όσο και κρίσιμο σταυροδρόμι που ταρακούνησε το στερέωμα. Σαν ένα μεταβατικό στάδιο που χάρισε φρεσκάδα και νέες ιδέες στο ‘οικοδόμημα’. Οι ίδιοι οι πανκ πρωταγωνιστές ‘ανέπνευσαν’ δημιουργικά, όταν απεγκλωβίστηκαν επιτέλους από το τέλμα της εκρηκτικής ανυπαρξίας, στην οποία είχαν καταδικαστεί προσωρινά. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το λεγόμενο post-punk, έβγαλε συνθετικά αριστουργήματα που καθόρισαν σε τεράστιο βαθμό την μουσική από τα 80s μέχρι και σήμερα. Το μεγαλύτερο παράδειγμα το έδωσε ο ίδιος ο Τζόνι Ρότεν, με τους PIL (Public Image Limited), ως Τζόν Λίντον πλέον και με μια διάθεση πειραματισμού μέσα από φόρμες που ήταν έτοιμες να διαμορφώσουν τον ήχο που ο ίδιος είχε προαναγγείλει λέγοντας ότι “το ροκ εν ρολ διαρκεί εδώ και 25 χρόνια, είναι καιρός να το διαλύσουμε”.
Στα ίδια μονοπάτια περπάτησαν πολλοί ακόμη, θυμηθείτε μόνο το Scream και τους Siouxsie & The Banshees, το London Calling και τους Clash ή το No more heroes και τους Stranglers. Η μουσική τους ευφυΐα θεωρήθηκε τότε από τον πιο φανατικό πυρήνα των φαν τους ως προδοσία. Όμως ο χρόνος δικαίωσε την διέξοδο ως την πλέον βιώσιμη επιλογή. Έτσι κι αλλιώς, η σκιά του πανκ πλανήθηκε πάνω από όλες τις σημαντικές δημιουργίες που ακολούθησαν, δείχνοντας ότι η επιρροή του υπήρξε ισχυρή, είτε στο post-punk, είτε στο new wave, είτε στην πειραματική μουσική, είτε στην ηλεκτρονική. Οι Sex Pistols μπορεί να μην επέζησαν από την ολική ανατροπή και την έξαψη της έκρηξης, άνοιξαν όμως τον δρόμο για να επιβιώσει και να αναγεννηθεί ένα κουρασμένο, γερασμένο και αποπροσανατολισμένο ροκ, το οποίο προσπαθούσε ασθμαίνοντας να βγάλει τη δεκαετία του ’70, χωρίς πολλές προοπτικές για τα 80s.
Η διετία 1976-78 ήταν εκείνη που επηρεάστηκε από το παρελθόν, στη συνέχεια το αρνήθηκε, το μηδένισε και αναχωρώντας χωρίς να ενδιαφερθεί για τους καθιερωμένους κανόνες, άφησε πίσω της μια εκκωφαντική σιωπή. Την ‘σιωπή’ του πανκ, τα ουρλιαχτά του Never mind the bollocks και την πλέον άναρθρη κραυγή στην ιστορία της ροκ μουσικής.
Βίντεο: Sex Pistols – Anarchy in the U.K. (1976)