Η αληθινή ιστορία του θρυλικού Πεταλούδα
- 23 ΑΥΓ 2018
Δεν είναι πολλές, αλλά υπάρχουν. Εκείνες οι διαχρονικές ιστορίες επιβίωσης (επίσης εξιλέωσης και λύτρωσης) απέναντι σε εξωπραγματικά αντίξοες συνθήκες που αξίζει να περνάνε ως παρακαταθήκη (και κανονική και κινηματογραφική) από τη μια γενιά στην άλλη.
Ιδανικά αρκούντως ‘φρεσκαρισμένες’ ώστε να τιμούν το χθες αλλά να διαθέτουν την δική τους χαρακτηριστική φωνή. Όπως καταφέρνει δηλαδή επιδέξια να κάνει στο πολυαναμενόμενο remake του ‘Papillon’ (‘Πεταλούδας’), που κυκλοφορεί στις 23 Αυγούστου από την Spentzos Film, ο βραβευμένος Δανός σκηνοθέτης Michael Noer.
Επίσης ιστορίες ‘μπολιασμένες’ με νέο ταλέντο, όπως αυτό του Charlie Hunnan του ‘Sons of Anarchy’ που πραγματικά έδωσε ψυχή και σώμα για να μπει στον -εξαιρετικά απαιτητικό, σωματικά και ψυχικά- αρχετυπικό ρόλο και ο Rami Malek του ‘Mr. Robot’ (ως ο ‘συνεργός’ του) με το γνωστό στοιχειωτικό βλέμμα.
Μια τέτοια ιστορία είναι και αυτή του φτωχοδιαβόλου Henri Charrière, γνωστού και ως Πεταλούδα, από το αντίστοιχο τατού που είχε στο στήθος του.
Μια ιστορία με χάπι έντ αφού, ο -αδίκως καταδικασμένος για τον φόνο ενός νταβατζή (του Roland Le Petit)- περήφανος μικροκακοποιός από το Παρίσι, κατάφερε τελικά, μετά από 11 χρόνια στις φυλακές-κολαστήρια της Γαλλικής Γουινέας, να αποδράσει για τα καλά πάνω σε ένα σακί από καρύδες που το μετέτρεψε σε σχεδία.
Γιατί μπορεί αυτή τη στιγμή η Γαλλική Γουινέα, παρότι στη Νότια Αμερική, να είναι μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (κανονικά, με νόμισμα το ευρώ και όλα) και να ευημερεί, λόγω τουρισμού αλλά και της παρουσίας της κεντρικής βάσης εκτόξευσης του European Space Agency, αλλά, πίσω στο 1933, όταν ο Charrière μεταφέρθηκε στην φυλακή St-Laurent-du-Maroni για να εκτίσει την ισόβια ποινή του, ήταν το μέρος όπου η Γαλλική κυβέρνηση έστελνε όσους ήθελε να σπάσει.
Και μετά να ξεχάσει.
Μόνο που ο Charrière όχι μόνο δεν έσπασε, αλλά κατάφερε να μεταμορφωθεί σε ένα καινούργιο άνθρωπο που αποτέλεσε απρόσμενα πρότυπο για μια ολόκληρη γενιά Γάλλων- παρότι ένας Γάλλος υπουργός του χρέωσε, πίσω στα ’70s, σε εκείνον και τις μίνι φούστες, τον ηθικό ξεπεσμό της χώρας του.
Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ή, ακόμη καλύτερα, από το δεύτερο χάπι έντ. Συγκεκριμένα τον Σεπτέμβριο του 1968 όταν ένα πακέτο από το Καράκας (όπου ο -πρώην χρυσοθήρας και έμπορος μαργαριταριών και νυν ιδιοκτήτης εστιατορίων- Charrière έμεινε, παντρεμένος και καλοζωισμένος, ως το τέλος της ζωής του) έφτασε στα γραφεία του εκδοτικού οίκου Robert Laffont στο Παρίσι.
Ο γνωστός εκδότης διάβασε ο ίδιος το τσαλακωμένο χειρόγραφο που είχε μέσα. Και κατέληξε να είναι ο πρώτος από τα εκατομμύρια που γοητεύτηκαν από τις περιπέτειες του συγκεκριμένου γοητευτικού διαρρήκτη χρηματοκιβωτίων με την ακόρεστη δίψα για την ελευθερία, κομπλέ με φόνους, μαχαιρώματα, καρχαρίες και ριψοκίνδυνες αποδράσεις.
Το βιβλίο εκδόθηκε ένα χρόνο μετά και έγινε αμέσως best-seller, πρώτα στην Γαλλία και μετά στον υπόλοιπο πλανήτη. Ο 62χρονος συγγραφέας του, μάλιστα, πρόλαβε και να δει να του απονέμεται χάρη για τον φόνο που καταδικάστηκε και να αποκτά μια μικρή περιουσία από τις πωλήσεις.
Γιατί αν κάτι ήξερε να κάνει από την πρώτη στιγμή της ζωής του ο Πεταλούδας, ήταν να επιβιώνει. Αυτό έκανε μετά τον θάνατο της μητέρας του όταν ήταν 10 ετών. Αυτό έκανε στα 17 του, όταν κατατάχθηκε στο ναυτικό για δυο χρόνια. Αυτό και αμέσως μετά όταν βρέθηκε να είναι ανερχόμενο μέλος στον υπόκοσμο του Παρισιού. Ένας πραγματικός πρίγκιπας, ξηγημένος και επικίνδυνος, ανάμεσα στους κλέφτες.
Εξ ου και, λίγους μήνες μετά την μεταφορά του στο ‘εξωτικό’ κάτεργο (που πλέον λειτουργεί ως boutique ξενοδοχείο), απέδρασε επιτυχώς μαζί με δυο συγκρατούμενούς του, βρίσκοντας καταφύγιο -μετά από 37 μέρες στη θάλασσα- σε ένα χωριό στην Κολομβία, 2.000 μίλια μακρυά.
Από το οποίο, όταν οι αρχές του συνέλαβαν, απέδρασε ξανά (μόνος του αυτή τη φορά) καταλήγοντας να ζει σε μια Ινδιάνικη φυλή, που όχι μόνο τον ‘υιοθέτησε’, αλλά του έδωσε μια καλύβα, δυο έφηβες αδελφές ως νύφες και όσα στρείδια και ψητά ιγκουάνα επιθυμούσε η καρδιά του.
Η ειρωνεία; Ότι αν είχε μείνει μαζί τους θα είχε αποφύγει τα δυο χρόνια στην απομόνωση (σε ένα σκοτεινό κελί γεμάτο σαρανταποδαρούσες) και την μεταφορά στο στρατόπεδο εργασίας του Devil’s Island. Ένα πραγματικό παράδεισο που οι Γάλλοι μετέτρεψαν στο επίγειο καθαρτήριο του Δάντη υποχρεώνοντας -μεταξύ άλλων- τους κρατούμενους είτε να στέκονται, είτε να είναι ξαπλωμένοι και γενικώς φέρνοντάς τους πολύ πέρα από τα όρια της σωματικής και ψυχολογικής εξάντλησης. Εξ ου και 25% από αυτούς δεν έβγαιναν ποτέ από αυτό ζωντανοί.
Ακόμη και εκεί, όμως, ο Charrière συνέχιζε να επιχειρεί να αποδράσει ξανά και ξανά. Καταφέρνοντας τελικά να σωθεί το 1944, όταν έφτασε στη νήσο Γκουάνα στις Βρετανικές Παρθένους Νήσους, όπου φυλακίστηκε για ένα χρόνο και μετά να απελευθερωθεί.
Στην μητέρα Γαλλία επέστρεψε για μια και μοναδική φορά μετά από 28 χρόνια, το 1969, μετά την επιτυχία του βιβλίου του (έγραψε και ένα δεύτερο, το ‘Banco’, όπου περιγράφει τις περιπέτειες του -μεταξύ των οποίων μια ληστεία τραπέζης και μια διαμαντιών- μετά την απελευθέρωσή του από την φυλακή) και 4 χρόνια πριν πεθάνει από καρκίνο στο φάρυγγα. Αλλά η κληρονομιά που άφησε πίσω παραμένει ζωντανή.
Για την ιστορία οφείλουμε να αναφέρουμε ότι, μετά την επιτυχία του βιβλίου, κυκλοφόρησαν πολλά άρθρα που θέλουν τον Charrière να έχει ‘δανειστεί’ μέρος της ιστορίας του από συγκρατούμενούς του, όπως το περιστατικό που τον θέλει να σώζει την κόρη ενός δεσμοφύλακα από επίθεση καρχαρία. Αλλά, η ουσία είναι, ότι τίποτε δεν το έβγαλε από το -προφανώς εύστροφο- μυαλό του.
Όλα συνέβησαν εκεί, στο ένα και μοναδικό νησί του διαβόλου.
*Ο ‘Πεταλούδας’ κυκλοφορεί στις 23 Αυγούστου από την Spentzos Film.
|Η ποπ κουλτούρα μέσα από εικόνες| Ακολούθησε το Ιnstagram account του PopCode.