«Παραμύθι»: Μία πρώτη ανάγνωση στο νέο μυθιστόρημα φαντασίας του Stephen King
- 29 ΙΟΥΝ 2023
«Τι θα μπορούσα να γράψω, που θα μου πρόσφερε χαρά; Λες και η φαντασία μου περίμενε αυτή την ερώτηση, στο μυαλό μου εμφανίστηκε μια τεράστια ερημωμένη πόλη – ερημωμένη αλλά ζωντανή» είχε αναρωτηθεί στις αρχές της πανδημίας ο Stephen King. Και κάπως έτσι το έκανε πράξη: «Είδα τους άδειους δρόμους, τα στοιχειωμένα κτίρια, το τερατόμορφο κεφάλι μιας υδρορροής αναποδογυρισμένο στον δρόμο. Είδα σπασμένα αγάλματα… Είδα ένα τεράστιο, εκτεταμένο παλάτι με γυάλινους πυργίσκους τόσο ψηλούς, που τρυπούσαν τα σύννεφα. Εκείνες οι εικόνες απελευθέρωσαν την ιστορία που ήθελα να αφηγηθώ».
Αυτές είναι οι λίγες λέξεις που μοιράστηκε ο «Βασιλιάς» για το Παραμύθι, το τελευταίο του μυθιστόρημά του το οποίο κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος στις 3 Ιουλίου. Τι το διαφορετικό έχει; Καταρχάς, είναι ο δεδομένο ότι ο κορυφαίος συγγραφέας του τρόμου έχει πάντα κάποιον άσο στο μανίκι του. Δεν είναι όμως μόνο αυτό: ο King επιστρέφει, όπως αποκαλύπτει και ο τίτλος του βιβλίου, σε διαδρομές που θυμίζουν περισσότερο τη λογοτεχνία του φανταστικού και λιγότερο το horror. (Όχι, βέβαια, ότι αυτό θα λείπει).
Πρόκειται, δηλαδή, για ένα καθηλωτικό μυθιστόρημα γύρω από την ιστορία ενός 17χρονου ο οποίος κληρονομεί -τι άλλο;- τα κλειδιά για έναν παράλληλο κόσμο. Ο Τσάρλι, λοιπόν, είναι ένας καλός μαθητής στο σχολείο και ένας πολλά υποσχόμενος νεαρός αθλητής, τόσο στο αμερικάνικο φούτμπολ όσο και το μπέιζμπολ. Υπάρχει όμως κάτι που τον ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του: έχασε τη μητέρα του όταν ήταν μόλις 7 χρονών.
Από τότε μέχρι τη στιγμή που τον συναντάμε στο μυθιστόρημα, ο Τσάρλι τα καταφέρνει πολύ καλά μόνος του, παρά την τρομερή απώλεια που έχει βιώσει. Κάτι, όμως, που δεν ισχύει και για τον πατέρα του. Ο τελευταίος οδηγείται από το πένθος στον βούρκο του αλκοόλ. Έτσι, ο γιος του είναι αναγκασμένος να φροντίζει και εκείνον.
Το twist στην ιστορία εμφανίζεται όταν ο Τσάρλι θα συναντήσει ένα σκυλί, τη Ρέινταρ, και το ηλικιωμένο αφεντικό της, τον Χάουαρντ Μπόουντιτς, που ζει απομονωμένος σε ένα μεγάλο σπίτι, με μια κλειδωμένη αποθήκη στην αυλή. Το συγκεκριμένο δωμάτιο όμως δεν είναι ένα συνηθισμένο δωμάτιο: από καιρός εις καιρό ακούγονται πολύ παράξενοι ήχοι να βγαίνουν από εκεί.
Όταν ο κος Μπόουντιτς θα πεθαίνει, θα αφήσει στον Τσάρλι μια κασέτα όπου αφηγείται μια απίστευτη ιστορία. Είχε κρατήσει κρυφό πως μέσα στην αποθήκη υπάρχει μια πύλη που οδηγεί σε έναν άλλον κόσμο.
«Διάβασα το εξαιρετικό Παραμύθι μονορούφι και ήταν ένα φοβερό ταξίδι! Ένα ταξίδι σε έναν μαγικό, τρομακτικό τόπο όπου τα θαύματα και η φρίκη γίνονται ένα. Αλλά και ένα ταξίδι επιστροφής στο σπίτι, σε αυτή τη φωνή που με παρέσυρε σε εφιάλτες στην εφηβεία μου. Τη φωνή του “Βασιλιά”» δήλωσε χαρακτηριστικά ένας άλλος μετρ της φαντασίας για το Παραμύθι, ο Guillermo del Toro.
Σε αφήνουμε, λοιπόν, με αυτή τη δήλωση πριν βουτήξεις στους φανταστικούς κόσμους του Stephen King, μέσα από μία προδημοσίευση που εξασφάλισε το OneMan. Αυτές είναι 1271 λέξεις για να πάρεις μία πρώτη γεύση.
Το πράγμα στην αποθήκη. Ένα επικίνδυνο μέρος.
Δεν υπήρχε πια λόγος να εμφανίζομαι στις έξι το πρωί για να ταΐζω τη Ρέινταρ· ο κύριος Μπόουντιτς τα κατάφερνε μόνος του. Όμως είχα συνηθίσει να ξυπνάω νωρίς και τις περισσότερες φορές ανηφόριζα τον λόφο με το ποδήλατό μου κατά τις επτά παρά τέταρτο για να τη βγάλω έξω να κάνει την ανάγκη της. Στη συνέχεια, καθότι Σάββατο, σκέφτηκα να πάμε μια μικρή βόλτα στην Πάιν Στριτ, διότι της άρεσε να παίρνει τα μηνύματα που της άφηναν στους τηλεφωνικούς στύλους (και να αφήνει μερικά δικά της).
Εκείνη τη μέρα δεν πήγαμε βόλτα. Όταν μπήκα μέσα, ο κύριος Μπόουντιτς καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας κι έτρωγε χυλό βρόμης διαβάζοντας ένα «τούβλο» του Τζέιμς Μίτσενερ. Έβαλα πορτοκαλάδα σε ένα ποτήρι και τον ρώτησα πώς είχε κοιμηθεί. «Κατάφερα να βγάλω το βράδυ», είπε χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από το βιβλίο. Δεν ήταν πρωινός τύπος ο κύριος Μπόουντιτς. Βέβαια, ούτε ιδιαίτερα βραδινός ήταν. Ή μεσημεριανός, εδώ που τα λέμε. «Ξέπλυνε το ποτήρι όταν τελειώσεις». «Πάντα το ξεπλένω». Γρύλισε και γύρισε σελίδα στο «τούβλο», που είχε τίτλο Τέξας. Ήπια τον υπόλοιπο χυμό και φώναξα τη Ρέινταρ, που ήρθε στην κουζίνα σχεδόν χωρίς να κουτσαίνει. «Άτα;» είπα. «Θέλει άτα η Ρέιντάρ μου;» «Έλεος», είπε ο κύριος Μπόουντιτς. «Σταμάτα να της μιλάς λες κι είναι μωρό. Σε ανθρώπινα χρόνια είναι ενενήντα οκτώ».
Η Ρέινταρ ήταν στην πόρτα. Την άνοιξα κι εκείνη κατέβηκε τα πίσω σκαλιά. Έκανα να την ακολουθήσω και τότε θυμήθηκα ότι θα χρειαζόμουν το λουρί αν βγαίναμε βόλτα στην Πάιν Στριτ. Επίσης, δεν είχα ξεπλύνει το ποτήρι μου. Το έκανα και πήγαινα προς την κρεμάστρα στο μπροστινό χολ όπου κρεμόταν το λουρί, όταν η Ρέινταρ άρχισε να γαβγίζει, τραχιά, κοφτά και πολύ, πολύ δυνατά. Καμία σχέση με τον τρόπο που θα γάβγιζε αν έβλεπε κάποιο σκιουράκι. Ο κύριος Μπόουντιτς έκλεισε απότομα το βιβλίο του. «Τι έπαθε, ρε γαμώτο; Πήγαινε να δεις».
Ήμουν σχεδόν σίγουρος για το τι είχε πάθει, αφού είχα ξανακούσει αυτόν τον ήχο. Το γάβγισμά της σήμαινε Προσοχή Εισβολέας.
Για άλλη μια φορά είχε μαζευτεί στο χορτάρι της πίσω αυλής, που ήταν πια πολύ πιο κοντό και σχεδόν χωρίς περιττώματα. Ήταν στραμμένη προς την αποθήκη, με τα αυτιά κολλημένα στο κεφάλι και τη μουσούδα ζαρωμένη, δείχνοντας τα δόντια της. Με κάθε γάβγισμα από το στόμα της τινάζονταν σάλια.
Έτρεξα κοντά της, την έπιασα απ’ το κολάρο και προσπάθησα να την τραβήξω. Δεν ήθελε να με ακολουθήσει, όμως ήταν επίσης σαφές ότι δεν ήθελε να πλησιάσει περισσότερο στην κλειδωμένη αποθήκη. Παρά την ομοβροντία γαβγισμάτων, άκουσα τον ήχο από τα συρσίματα και τα ξυσίματα. Αυτή τη φορά ήταν πιο δυνατός και είδα την πόρτα να κουνιέται ελαφρώς. Σαν ορατό χτυποκάρδι. Κάτι προσπαθούσε να βγει έξω.
«Ρέινταρ!» φώναξε ο κύριος Μπόουντιτς από τη βεράντα. «Έλα εδώ τώρα!» Η Ρέινταρ τον αγνόησε και συνέχισε να γαβγίζει. Κάτι μέσα από την αποθήκη χτύπησε την πόρτα αρκετά δυνατά ώστε ν’ ακούσω τον γδούπο. Άκουσα κι ένα παράξενο κλαψούρισμα, σαν νιαούρισμα γάτας αλλά πιο οξύ. Σαν κιμωλία που σέρνεται στον μαυροπίνακα. Οι τρίχες στα χέρια μου σηκώθηκαν.
Μπήκα μπροστά στη Ρέινταρ για να μη βλέπει την αποθήκη και την πλησίασα, αναγκάζοντάς τη να υποχωρήσει ένα δυο βήματα. Το βλέμμα της ήταν τρελαμένο, στα μάτια της φαίνονταν λευκοί κύκλοι, και για μια στιγμή πίστεψα ότι θα με δάγκωνε. Δεν το έκανε. Ακούστηκε ακόμα ένας γδούπος, κι άλλα γρατζουνίσματα, κι εκείνο το φριχτό, διαπεραστικό κλαψούρισμα.
Η Ρέινταρ δεν άντεξε άλλο. Γύρισε και το ’βαλε στα πόδια προς τη βεράντα, δίχως να κουτσαίνει. Ανέβηκε όπως όπως τα σκαλιά και κουλουριάστηκε στα πόδια του κυρίου Μπόουντιτς, εξακολουθώντας να γαβγίζει.
«Τσάρλι! Φύγε από κει!» «Κάτι είναι μέσα και προσπαθεί να βγει. Ακούγεται μεγάλο». «Έλα εδώ, μικρέ! Πρέπει να έρθεις εδώ!»
Άλλος ένας γδούπος. Κι άλλα ξυσίματα. Είχα καλύψει το στόμα με το χέρι μου, σαν για να πνίξω μια κραυγή. Δεν θυμόμουν να το βάζω εκεί.
«Τσάρλι!»
Όπως και η Ρέινταρ, το ’βαλα στα πόδια. Μόλις σταμάτησα να κοιτάζω την αποθήκη, ήταν εύκολο να φανταστώ την πόρτα να τινάζεται απ’ τους μεντεσέδες και να με παίρνει στο κατόπι κάποιος εφιάλτης, τρέχοντας και ορμώντας και βγάζοντας εκείνες τις ζωώδεις κραυγές.
Ο κύριος Μπόουντιτς φορούσε την απαίσια βερμούδα του κι εκείνες τις παλιές παντόφλες με τη γούνινη επένδυση. Οι πληγές στα σημεία όπου οι βελόνες του σταθεροποιητή χώνονταν στη σάρκα του έδειχναν πολύ κόκκινες στο ωχρό δέρμα.
«Μπες μέσα! Μπες μέσα!» «Μα τι…» «Μην ανησυχείς, η πόρτα αντέχει, όμως πρέπει να το τακτοποιήσω».
Ανέβηκα τα σκαλιά και πρόλαβα να ακούσω τι είπε στη συνέχεια, παρότι το είπε χαμηλόφωνα, όπως κάνουν όσοι παραμιλάνε.
«Η καριόλα μάλλον μετακίνησε τα σανίδια και τα τούβλα. Πρέπει να ’ναι μεγάλη». «Είχα ξανακούσει τον θόρυβο όταν ήσουν στο νοσοκομείο, αλλά δεν ήταν τόσο δυνατός».
Με έσπρωξε στην κουζίνα, με ακολούθησε και παραλίγο να σκοντάψει στη Ρέινταρ, που γυρόφερνε ζαρωμένη στα πόδια του, αλλά κρατήθηκε απ’ τον σύρτη.
«Μην το κουνήσεις από δω. Θα το τακτοποιήσω».
Έκλεισε απότομα την πίσω πόρτα και πήγε στο καθιστικό κουτσαίνοντας και σέρνοντας τα πόδια του. Η Ρέινταρ τον ακολούθησε με την ουρά κατεβασμένη. Τον άκουσα να μουρμουρίζει και ακολούθησε μια πνιχτή βρισιά κι ένα ζορισμένο μουγκρητό.
Όταν επέστρεψε, κουβαλούσε το όπλο που του είχα ζητήσει να έχει δίπλα του. Όχι όμως μόνο το όπλο. Ήταν χωμένο σε μια δερμάτινη θήκη περασμένη σε δερμάτινη ζώνη με ασημένιες διακοσμητικές αγκράφες. Έμοιαζε βγαλμένη από την ταινία Αίμα στον πράσινο βάλτο.
Τη φόρεσε, και το θηκαρωμένο περίστροφο του έφτασε λίγο πιο κάτω από τον δεξιό γοφό. Λεπτά δερμάτινα κορδόνια –για να δένεις τη θήκη– κρέμονταν στη βερμούδα του. Κανονικά θα φαινόταν γελοίο –εκείνος θα φαινόταν γελοίος–, όμως δεν ίσχυε τίποτε απ’ αυτά.
«Μην το κουνήσεις από δω». «Κύριε Μπόουντιτς, τι… δεν μπορείς…» «Μην το κουνήσεις, ρε γαμώτο!»
Μου έσφιξε το μπράτσο τόσο δυνατά, που με πόνεσε. Ανάσαινε κοφτά.
«Μείνε με το σκυλί. Δεν αστειεύομαι».
Βγήκε έξω, κοπάνησε πίσω του την πόρτα και κατέβηκε με το πλάι τα σκαλιά. Η Ρέινταρ κόλλησε το κεφάλι της στο πόδι μου κλαψουρίζοντας. Τη χάιδεψα αφηρημένα, ενώ κοιτούσα από το παράθυρο. Στα μισά της απόστασης για την αποθήκη ο κύριος Μπόουντιτς έχωσε το χέρι στην αριστερή τσέπη του κι έβγαλε μια αρμαθιά κλειδιά. Ξεχώρισε ένα και συνέχισε. Έχωσε το κλειδί στο λουκέτο κι έβγαλε απ’ τη θήκη το 45άρι.
Έστριψε το κλειδί και άνοιξε την πόρτα, με το όπλο στραμμένο ελαφρώς προς τα κάτω. Περίμενα ότι κάτι ή κάποιος θα ορμούσε καταπάνω του, όμως δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Πάντως αντιλήφθηκα μια κίνηση – από κάτι μαύρο και λεπτό. Αμέσως μετά χάθηκε. Ο κύριος Μπόουντιτς μπήκε στην αποθήκη κι έκλεισε την πόρτα.
Δεν συνέβη το παραμικρό για πολλή, πολλή ώρα, που στην πραγματικότητα δεν πρέπει να ήταν πάνω από πέντε δευτερόλεπτα. Έπειτα ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί. Οι τοίχοι της αποθήκης πρέπει να ήταν πολύ χοντροί, αφού οι ήχοι, σίγουρα εκκωφαντικοί στον κλειστό χώρο, έφτασαν στα αυτιά μου σαν δυο κοφτοί, άψυχοι γδούποι, σαν από βαριοπούλα με την κεφαλή τυλιγμένη με τσόχα.
Δεν ακούστηκε τίποτα για πολύ περισσότερα από πέντε δευτερόλεπτα· μάλλον κοντά στα πέντε λεπτά. Το μόνο που με συγκρατούσε ήταν ο επιτακτικός τόνος της φωνής του κυρίου Μπόουντιτς και το αγριεμένο βλέμμα του όταν μου είπε να μείνω εδώ, ρε γαμώτο. Στο τέλος, πάντως, δεν αρκούσε για να με κρατήσει. Ήμουν σίγουρος ότι κάτι του είχε συμβεί.
Άνοιξα την πόρτα της κουζίνας και τη στιγμή που βγήκα στην πίσω βεράντα η πόρτα της αποθήκης άνοιξε και εμφανίστηκε ο κύριος Μπόουντιτς. Η Ρέινταρ όρμησε πίσω μου, δίχως το παραμικρό ίχνος αρθρίτιδας, και διέσχισε την αυλή προς το μέρος του, καθώς εκείνος έκλεινε την πόρτα και ασφάλιζε το λουκέτο. Πάλι καλά δηλαδή, αφού μόνο από κει κατάφερε να πιαστεί όταν η Ρέινταρ ανασηκώθηκε και στηρίχτηκε πάνω του.
«Κάτω, Ρέινταρ, κάτσε κάτω!»