ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Περνάει ο Rag’n’Bone, όλα τα παλιά μαζεύει

Ένας ευγενικός γίγαντας, γεμάτος μούσια, τατουάζ, σκουλαρίκια και ένα περίεργο όνομα που σημαίνει "παλιατζής", εμφανίστηκε από το πουθενά (συγκεκριμένα από το Μπράιτον) και μας κάνει να αναρωτηθούμε πού, πώς, πότε, γιατί. Κυρίες και κύριοι, χειροκροτήστε τον Rag'n'Bone.

Είναι περίεργο πράγμα το ταλέντο -το σκέφτομαι συχνά-  όταν βλέπω για παράδειγμα έναν ζωγράφο, που πιάνοντας ένα πινέλο φτιάχνει τέχνη, ενώ οι υπόλοιποι μουτζούρες. Το ίδιο και με έναν στιχουργό, ή έναν χορευτή. Δεν έχει να κάνει με την καταγωγή του, την εμφάνιση, το χρώμα του. Απλά συμβαίνει.

Μυστήριο το πως ο ένας άνθρωπος δημιουργεί και ο άλλος απλά σπαταλάει χορδές, καμβάδες ή λευκές κόλλες. Μυστήριο – επίσης- το πως ακούς ένα τραγούδι και σου αρέσει πριν φτάσει στο ρεφρέν. Το πως σου κολλάει αμέσως στο μυαλό, όπως η τσίχλα που μου είχε κολλήσει στα μαλλιά η Νεφέλη στην Πέμπτη Δημοτικού.

Το ‘Human’ είναι μια τέτοια περίπτωση. Το ίδιο και ο Rag’n’Bone Man.

Άντε, πάτα play. Περιμένω.

Μετά από τα 3.17′, γεμάτα ρυθμό για σας και μηχανικού χτυπήματος δαχτύλων στο τραπέζι για μένα, ας παραδεχτούμε ότι αφενός είναι ένα από αυτά τα τραγούδια που σ’ αρέσουν από την πρώτη νότα και αφετέρου ότι ο εν λόγω καλλιτέχνης είναι από δαύτους που σε κάνουν να αναρωτιέσαι “πως, που, πότε, γιατί” ο άλλος. Πως γκένεν αυτό; Από που και ως που τραγουδάει σαν μπλουζίστας του Μισισιπί; Πότε ξεφύτρωσε; Και γιατί τον συμπαθώ τόσο πολύ;

Το “παλιατζής” όμως μοιάζει ταιριαστό. Η μουσική του μοιάζει να τσαλαβουτά στα νερά της αμερικανικού νότου παλαιότερων δεκαετιών.

ΟΚ, δεν είμαι αντικειμενικός. Το παραδέχομαι. Ένοχος! Έχω μια έμφυτη λατρεία για χοντρούς καλλιτέχνες. Σύμφωνοι, θα μπορούσα να γράψω “εύσωμους”, “τροφαντούς”, ή το πολιτικώς ορθό “υπέρβαρους”, αλλά – όπως έχει ξαναγραφτεί – ισχύει και με τα κιλά ο ίδιος κανόνας με την “n-word”. Ο χοντρός μπορεί να αποκαλεί “χοντρό” έναν άλλον χοντρό. Οι λεπτοί ας μας κάνουν τη χάρη και ας  φροντίσουν να διαλέγουν τις σωστές εκφράσεις μην τους πάρει ο διάολος. Η λίστα με τους αγαπημένους απέκτησε λοιπόν το νέο της μέλος. Δίπλα από τον Notorious BIG, τον Fat Joe, τον BD Foxmoor, τον Action Robson, τον χοντρό από το ‘Gangsta’s Paradise’ (L.V), πλέον φιγουράρει ο Rag’n’Bone. 

Ο θηριώδης Rory Graham (όπως γεννήθηκε) έχει γεμίσει το πρόσωπο του μούσια και το σώμα του τατουάζ. Μέχρι και την μύτη του τρύπησε. Η εικόνα του σκληρού τύπου, μοιάζει όμως με προπέτασμα καπνού. Όσες συνεντεύξεις και αν έχει δώσει (λίγες), ο δημοσιογράφος που του έκανε ερωτήσεις πληκτρολόγησε τις λέξεις “αγαθός γίγαντας”. Ας δει κάποιος την πρόσφατη συνέντευξη του σε ραδιοφωνικό σταθμό για να πειστεί ότι περισσότερο φέρνει σε αρκουδάκι της αγάπης, ή έστω τον marshmallow man των ‘Ghostbusters’, παρά σε γκάνγκστερ από τη Βαλτιμόρη.

Εξάλλου με τη Βαλτιμόρη, καμία σχέση. Άγγλος είναι. Μεγάλωσε σε ένα χωριό έξω από το Μπράιτον. Στο Άκφιλντ, λοιπόν, μεγάλωσε ακούγοντας πολύ μουσική. Και βλέποντας τηλεόραση με τον παππού του. Έχει σημασία αυτό, γιατί και το stage name του προέκυψε από την παρακολούθηση μιας συγκεκριμένης κωμωδίας στην βρετανική τηλεόραση, το ‘Steptoe and Son’. Rag’n’bone είναι σε ελεύθερη μετάφραση ο παλιατζής, το επάγγελμα δηλαδή του πρωταγωνιστή της σειράς. Του άρεσε και το κράτησε. Το “παλιατζής”, όμως, μοιάζει ταιριαστό. Η μουσική του μοιάζει να τσαλαβουτά στα νερά της αμερικανικού νότου παλαιότερων δεκαετιών, αλλά παράλληλα έχει κάτι το καινούργιο, το φρέσκο, το μοντέρνο. Σαν να ‘ναι παλιοσίδερα που τα μάζεψε από την αυλή η φωνή από το μεγάφωνο και τα μετέτρεψε σε κάτι λαμπερό.

Rag’n’Bone, λοιπόν. Το χρησιμοποίησε μετά από αρκετά χρόνια, όταν αποφάσισε να κυνηγήσει το μουσικό του όνειρο και να μετακομίσει στο Μπράιτον (θυμίστε μου μια μέρα να σας πω για την εμπειρία παρακολούθησης του αγώνα των τοπικών Μπερς  με τον Ιωνικό Νέας Φιλαδέλφειας στο Μπράιτον). Είχαν προηγηθεί τα παιδικά χρόνια σε ένα σπίτι γεμάτο μουσική. Τα ηχεία έπαιζαν μπλουζ ήχους από τον John Lee Hooker και τον Leroy Foster. Μέχρι να γίνει 12 ετών και να γνωρίσει τον Big Daddy Kane, τον Goddie Mob και την χιπ-χοπ. Έκτοτε οι μαύρες κιθάρες και οι σκληρές ρίμες έμπαιναν στο μίξερ. Όπως φαίνεται κιόλας από τα πρώτα δείγματα της δικής του δουλειάς.

Ήταν 19 ετών όταν κατάλαβε ότι μπορεί να το κάνει επαγγελματικά. Και πείστηκε από το ζεστό χειροκρότημα με το οποίο τον υποδέχτηκαν οι θαμώνες της τοπικής παμπ. Είχε ανέβει στην σκηνή -μετά από προτροπή του πατέρα του- για να τραγουδήσει μπλουζ.

Έκτοτε αποφάσισε να μετακομίσει στο Μπράιτον και να κυνηγήσει το όνειρο του. Η πρώτη του μουσική απόπειρα ήταν το σχήμα ‘Rum Committee’, για να ακολουθήσουν βραδιές με open mic ραπάρισμα και διάφορες συνεργασίες, όπως αυτή με τους Roots Manuva. Μέχρι το φετινό καλοκαίρι, όταν κιυκλοφόρησε την πρώτη του ολοκληρωμένη δουλειά. Με ναυαρχίδα το ‘Human’. Και κάπως έτσι ο κόσμος έμαθε για τον “αγαθό γίγαντα” με τα τατουάζ, το σκουλαρίκι στη μύτη, τη βελούδινη φωνή και τον καταπιεσμένο θυμό.

Όπως εξηγεί:

“Όλοι γράφουν εμπνευσμένοι από τα βιώματα τους. Πολλά από αυτά κρύβουν θυμό, αλλά αυτό γίνεται μόνο και μόνο επειδή ο κόσμος μας έχει γίνει ένα γάμησε-τα μέρος”.

Ανεβαίνοντας ένα-ένα τα σκαλιά της επιτυχίας και της καταξίωσης υποχρεώθηκε να πάρει το τρένο και να μετακομίσει στο Λονδίνο. Προσωρινά, όπως, αποδείχτηκε. “Δεν μου ταίριαζε. Ένιωθα ότι δεν έχω χώρο. Κάτι δεν μου έκανε γκελ” έλεγε αφού μάζεψε και πάλι τα πράγματα του επιστρέφοντας στην περιοχή που μεγάλωσε. “Μένω στο Ρίτζεγουντ, 15 λεπτά έξω από το Μπράιτον. Όταν ανοίγω την πόρτα στην πίσω αυλή ακούω τα πουλιά να κελαηδούν”. Αυτός είναι ο Rag’n’Bone. Που ψάχνει “μουσική, ένα καλό κορίτσι και τζιν”. Αυτό είναι το δικό του τρίπτυχο της επιτυχίας, γιατί κατά τα άλλα “δεν με νοιάζει τίποτα, αρκεί να πληρώνω το νοίκι”. Εξάλλου όπως τραγουδάει είναι απλά ένας άνθρωπος. Με τη διαφορά ότι ένιωσε το αόρατο χέρι να δείχνει λίγο έξω από το Μπράιτον και να μοιράζει ένα μοναδικό χάρισμα: έκανε αυτόν τον ευγενικό γίγαντα όταν ανοίγει το στόμα του, να κάνει τον κόσμο να κλείνει το δικό του και να τεντώνει τα αυτιά.