Ποια ήταν η στάση του Πατριαρχείου στην Επανάσταση του 1821
Και γιατί το φιλότιμο δεν σημαίνει κάτι τόσο καλό όσο αυτό που νομίζουμε; Όλη η αλήθεια μέσα από το απολαυστικό βιβλίο «Μύθοι, παρεξηγήσεις και άβολες αλήθειες της ελληνικής ιστορίας» του Σταύρου Παναγιωτίδη.
- 25 ΜΑΡ 2024
Από την αρχαία Ελλάδα μέχρι το Βυζάντιο και από την Επανάσταση του 1821 μέχρι τον τρικυμιώδη 20ο αιώνα, ο κοινωνιολόγος, ιστορικός και συγγραφέας Σταύρος Παναγιωτίδης, στο μικρό και ευανάγνωστο βιβλίο του Μύθοι, Παρεξηγήσεις, και Άβολες Αλήθειες της Ελληνικής Ιστορίας (εκδ. Κέδρος) αποδομεί, όπως τονίζει ο ίδιος, όλους αυτούς τους μικρούς και μεγάλους ιστορικούς μύθους που είναι εδραιωμένοι στην Ελλάδα.
«Μόνο να ωφεληθεί μπορεί κανείς αντικρίζοντας κατάματα την ιστορική αλήθεια και γκρεμίζοντας τους μύθους, ακόμη κι αν στην αρχή αυτό του προκαλεί δυσαρέσκεια» σημειώνει στην εισαγωγή. «Συνήθως ενστερνιζόμαστε τους ιστορικούς μύθους για τους ίδιους λόγους για τους οποίους πιστεύουμε τα fake news: διότι μας κάνουν χαρούμενους, επειδή “επιβεβαιώνουν” αυτό που “γνωρίζουμε”. Και η αναίρεσή τους είναι για τις κοινωνίες ό,τι και η αποκάλυψη των fake news – πρωτίστως ζήτημα δημοκρατίας. Διότι η πρόσβαση στην αλήθεια είναι θέμα δημοκρατίας».
Στο δεύτερο και μεγαλύτερο από τα τέσσερα συνολικά κεφάλαια του απολαυστικού του βιβλίου -το οποίο, χωρίς υπερβολή, διαβάζεται μονορούφι, ενώ θα πιάσετε τον εαυτό σας να μειδιά ξανά και ξανά μέχρι να φτάσετε στην τελευταία σελίδα- ο συγγραφέας καταπιάνεται με τους μύθους της Επανάστασης του 1821.
Ας μην σταθούμε στο Κρυφό Σχολειό που δεν υπήρξε ποτέ· στην 25η Μαρτίου ως επίσημη ημερομηνία κήρυξης της Επανάστασης που είχε ξεκινήσει από τις 24 Φεβρουαρίου· στον Χορό του Ζαλόγγου, που δεν αφορούσε μόνο γυναίκες αλλά και άντρες και παιδιά, ενώ σίγουρα κανείς δεν τραγούδησε το «Στη στεριά δεν ζει το ψάρι» γιατί στο Σούλι μιλούσαν αρβανίτικα, όχι ελληνικά, αφήστε που ο ρυθμός του τραγουδιού είναι καλαματιανός και όχι ηπειρώτικος, όπως θα έπρεπε.
Και μιας και αναφερθήκαμε στη γλώσσα, ας μην σταθούμε καν στο ότι δεν μιλούσαν όλοι οι αγωνιστές της Επανάστασης την ελληνική γλώσσα, όπως οι Αρβανίτες της Ύδρας και των Σπετσών και φυσικά οι Σουλιώτες.
Ας σταθούμε στη στάση του Πατριαρχείου. Απολαύστε τη δια χειρός Σταύρου Παναγιωτίδη:
Μιλώντας για την έναρξη της Επανάστασης αξίζει να αναφέρουμε την παρεξήγηση σχετικά με τη στάση του Πατριαρχείου και την εκτέλεσή του πατριάρχη από τους Οθωμανούς. Τόσο η σχολική Ιστορία όσο και ο κρατικός θεσμικός λόγος για τα γεγονότα θέλουν το Πατριαρχείο όχι απλώς να υποστηρίζει την Επανάσταση, αλλά και να συμμετέχει στην οργάνωσή της και, τελικά, να εκδίδει τον διαβόητο αφορισμό των επαναστατών μόνο και μόνο για να κερδίσει χρόνο και να προφυλάξει τους χριστιανούς της Κωνσταντινούπολης. Αυτό δεν μπορεί να ισχύει για τουλάχιστον τρεις λόγους.
Πρώτον, το Πατριαρχείο αποτελούσε κομμάτι του παραδοσιακού συντηρητικού κόσμου και εχθρευόταν τις νέες ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης: την κοινωνική ελευθερία, τον ορθό λόγο και την αυτοδιάθεση των λαών. Αυτό συνέβαινε τόσο διότι τις συνδύαζε με την αθεΐα των Γάλλων επαναστατών – άλλωστε και οι Φιλικοί λειτουργούσαν όπως τα μέλη των συνωμοτικών επαναστατικών μασονικών στοών της Ευρώπης (σε μια από τις οποίες ανήκε ο Ξάνθος, σύμφωνα με παραδοχή του) και ορκίζονταν όχι στον τριαδικό Θεό, αλλά στο όνομα του Υπέρτατου Όντος – όσο και επειδή αυτές οδηγούσαν στην αμφισβήτηση των εξουσιών οι οποίες δεν αντλούσαν την ισχύ τους από τη λαϊκή βούληση. Και τέτοιες εξουσίες δεν είχαν μόνο οι βασιλείς, αλλά και η ίδια η Εκκλησία. Για αυτό, πέντε μήνες μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Ρήγα Φεραίου και των συντρόφων του, το 1798, ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ με εγκύκλιο είχε απαιτήσει να μην κυκλοφορούν μεταξύ των χριστιανών τα φιλελεύθερα κείμενα του Ρήγα, καταγγέλοντάς τα ως «σαθρά» και αντίθετα στα δόγματα της χριστιανικής επίσης. Μάλιστα, ο Αθανάσιος Πάριος, άνθρωπος του περιβάλλοντος του πατριάρχη, χαρακτήριζε την εκτέλεση του Ρήγα «έργο της θείας πρόνοιας». Το Πατριαρχείο, λοιπόν, αντιλαμβανόταν ότι σε αυτές τις πολιτικές ιδέες θεμελιωνόταν η Επανάσταση. Και δεν την έβλεπε με καλό μάτι.
Δεύτερον, το Πατριαρχείο ερμήνευε την κατάκτηση του Βυζαντίου από τους Οθωμανούς ως τιμωρία και, συνάμα, τη θεωρούσε ευλογία. Επρόκειτο για τιμωρία των Βυζαντινών επειδή είχαν πλησιάσει πολύ την Καθολική Εκκλησία και παραλίγο να υποταχθούν σε αυτήν, και για ευλογία διότι η οθωμανική κατάκτηση δημιούργησε προστατευτικό κλοιό γύρω από την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία έτσι έμεινε μακριά από τις δυτικές επιρροές και διατήρησε καθαρή την πίστη της. Όταν λοιπόν ο Θεός θα αποφάσιζε να απελευθερώσει το Βυζάντιο από τους Οθωμανούς – διότι δική του ήταν η τιμωρία και μόνο αυτός θα μπορούσε να αποφασίσει πότε θα την άρει, όχι οι άνθρωποι -, η Ορθόδοξη Εκκλησία θα είχε παραμείνει αμόλυντη. Επομένως, το Πατριαρχείο δεν περίμενε μια επανάσταση, αλλά κάτι άλλο.
Τρίτον, διότι ο ρόλος του Πατριαρχείου δεν ήταν αμιγώς πνευματικός, αλλά παράλληλα κοσμικός. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης είχε επισήμως την ευθύνη να διασφαλίζει την υποταγή των χριστιανών στον σουλτάνο και, ταυτόχρονα, ρύθμιζε τις νομικές υποθέσεις τους (π.χ., περιουσιακά ζητήματα), διαδραματίζοντας ρόλο δικαστηρίου. Αυτό είχε δέσει τόσο σφιχτά το Πατριαρχείο με την οθωμανική κρατική εξουσία, ώστε πολύ συχνά πατριάρχης οριζόταν από τον σουλτάνο αυτός που διατηρούσε την καλύτερη πρόσβαση στα δίκτυα εξουσίας των Οθωμανών και προσέφερε τα μεγαλύτερα «μπαξίσια» στους κατάλληλους ανθρώπους.
Μάλιστα, μέσα από αυτόν τον χρηματισμό προέκυψε το περίφημο «φιλότιμο», το οποίο πολλοί αναφέρουν ως λέξη που δεν υπάρχει σε καμιά άλλη γλώσσα, διότι, όπως πιστεύουν, αντανακλά μια αποκλειστικά ελληνική ιδιότητα: την αγάπη για την προσωπική και τη συλλογική τιμή. Μόνο που, στην πραγματικότητα, το «φιλότιμο» δεν ήταν τίποτα άλλο από τα χρηματικά ποσά τα οποία δώριζαν οι μητροπολίτες στον πατριάρχη για τον διορισμό τους. Φυσικά, αυτό δεν περιοριζόταν στους μητροπολίτες. Είναι χαρακτηριστικό ότι, εξαιτίας των ανταγωνισμών και των χρηματιστών, μόνο τον 17ο αιώνα ο πατριαρχικός θρόνος άλλαξε κάτοχο 54 φορές, με αφετηρία το 1466, όταν ο Συμεών ενθρονίστηκε έχοντας δώσει 1000 χρυσά νομίσματα στον σουλτάνο.
Κάπως έτσι η συμπόρευση του Πατριαρχείου με την Πύλη ήταν αναπόφευκτη. Η ευθυγράμμισή του με την οθωμανική εξουσία ήταν τέτοια, που το 1838 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, μιλώντας για την Επανάσταση σε μαθητές στον λόφο της Πνύκας, ανέφερε για τον θεσμό του Πατριάρχη ότι, από την εποχή της «Άλωσης», «αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαναν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος». Είναι ενδεικτικό, πάντως, ότι και το 1687, όταν ο αυτοκράτορας Λεοπόλδος Α’ της Αυστρίας απηύθυνε δύο εκκλήσεις στο Πατριαρχείο για συμμαχία, αυτές απορρίφθηκαν. Επιπλέον, κατά τον Β’ Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1787-1792), το Πατριαρχείο έστελνε επιστολές με τις οποίες καλούσε τους χριστιανούς να δηλώσουν υποταγή στον σουλτάνο.
Ο πρώτος – και μοναδικός – θρησκευτικός ηγέτης που στήριξε έμπρακτα την Επανάσταση ήταν ο τότε αρχιραβίνος της Βεστφαλίας. Φαίνεται, μάλιστα, ότι και άλλοι Εβραίοι παράγοντες τάχθηκαν ανοιχτά υπέρ της Εθνεγερσίας, όπως ο δημοσιογράφος Λαφίτ, που ξεσήκωσε με την αρθρογραφία του τους Γάλλους και ανάγκασε τον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΗ’ να υποσχεθεί πως θα βοηθούσε τους Έλληνες επαναστάτες. Επίσης, Εβραίοι αρχιτέκτονες στη Βιένη σταμάτησαν να εργάζονται ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη στάση του καγκελαρίου Μέτερνιχ έναντι των Ελλήνων.
Για ποιον λόγο, λοιπόν, οι Οθωμανοί κρέμασαν τον Γρηγόριο Ε’; Παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, δεν θανατώθηκε ως συνδιοργανωτής και υποστηρικτής της Επανάστασης, αλλά διότι δεν έκανε αποτελεσματικά τη δουλειά την οποία η οθωμανική κρατική εξουσία τού είχε αναθέσει, όπως σε κάθε πατριάρχη: να διατηρεί τους χριστιανούς υποταγμένους στον σουλτάνο. Επομένως, ο Γρηγόριος δεν εξέδωσε τον αφορισμό για να κερδίσει χρόνο – γνώριζε, άλλωστε, ότι η κίνησή του μπορούσε να αποθαρρύνει τους χριστιανούς και να έχει τεράστιο κόστος για την Επανάσταση, κάτι που ευτυχώς δεν συνέβη. Εξάλλου και το 1828, ενόσω ο Καποδίστρια ήταν πια κυβερνήτης της Ελλάδας και ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει, ο νέος πατριάρχης Αγαθάγγελο Α’ έστειλε σε όλες τις εκκλησίες μήνυμα με το οποίο ζητούσε να υποταχθούν ξανά οι χριστιανοί στον σουλτάνο, παρά τις θυσίες και τις νίκες τους.
Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι, λίγο νωρίτερα, οι Έλληνες επαναστάτες είχαν κηρύξει την Εκκλησία της Ελλάδος διοικητικά ανεξάρτητη από το Πατριαρχείο, το οποίο απέφευγαν ακόμη και να αναφέρουν στις Εθνοσυνελεύσεις.
Ούτε αργότερα οι σχέσεις του ιερατείου με την Επανάσταση εξομαλυνθήκαν εύκολα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1854, όταν απέτυχε η επανάσταση του Δημήτρη (Τσάμη) Καρατάσου στη Μακεδονία και αυτός κατέφυγε στο Άγιον Όρος, οι μοναχοί έστειλαν επιστροφή στον αρμόδιο Οθωμανό στρατηγό ζητώντας του να επέμβει και να τους απαλλάξει από την παρουσία του.
Το βιβλίο «Μύθοι, παρεξηγήσεις και άβολες αλήθειες της ελληνικής ιστορίας» του Σταύρου Παναγιωτίδη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.