Ποια ταινία να δω στο Netflix σήμερα (και κάθε μέρα): Marie Antoinette
- 23 ΟΚΤ 2021
Σήμερα επανεξετάζουμε το λιγότερο αγαπημένο φιλμ της Sofia Coppola, τώρα στο Netflix:
Netflix Pick of the Week:
Δεν απογοητεύτηκαν όλοι από το Marie Antoinette. Ένα 57%, έστω, των κριτικών για παράδειγμα που συγκέντρωσε το Rotten Tomatoes το είχαν εκτιμήσει. Στα 15 χρόνια επίσης που έχουν μεσολαβήσει από την πρεμιέρα του τον Οκτώβριο του 2006, μπορεί να μην έχει ακριβώς αποκατασταθεί αλλά σίγουρα ο αντίλογος έχει γίνει υπολογίσιμος.
Το συλλογικό, ωστόσο, συμπέρασμα για την ταινία που μπορείς να στριμάρεις τώρα στο Netflix είναι πως πρόκειται για το λιγότερο αγαπημένο φιλμ της Sofia Coppola. Αυτό που δεν εκπλήρωσε τις προσδοκίες μετά το Lost in Translation και που γιουχαρίστηκε στις Κάννες (ακόμα κι αριστουργήματα όπως το Tree of Life γιουχάρονται στις Κάννες βέβαια). Και για όσους δεν είναι φαν της Coppola, το Marie Antoinette είναι ίσως το πιο προφανές παράδειγμα για τις τάσεις που τους έχουν απωθήσει: «αισθητική αντί ουσία», «δε συμβαίνει τίποτα» και λευκές, αιθέριες, προνομιούχες γυναίκες που κοιτούν μελαγχολικά έξω από παράθυρα. Οι αναχρονισμοί της ταινίας ήταν το κερασάκι στην τούρτα τους.
Καταλαβαίνω απόλυτα από πού προέρχεται η αρνητική κριτική, όμως το Marie Antoinette δεν είναι ιστορική ταινία. Είναι ένα teen φιλμ ενηλικίωσης που εκτυλίσσεται στις Βερσαλλίες αντί για κάποιο φανταστικό Λύκειο σε ταινία του Netflix. Η ηρωίδα του βρίσκεται πελαγωμένη από τις κοινωνικές επιταγές που επιβάλλουν τα νέα της καθήκοντα, νιώθει την ανάγκη να γίνει αποδεκτή και κουλ, και φυσικά, όπως ένα μέσο έφηβο κορίτσι, θέλει (και ξέρει στην προκειμένη περίπτωση!) να παρτάρει όσο ψάχνει τη θέση της στην καινούρια της συνθήκη.
Η ταινία είναι σίγουρα μία παστέλ έκρηξη καραμελένιας πολυτέλειας, όμως η Coppola δεν προσπερνάει τη ρηχότητα της πρωταγωνίστριάς της στήνοντας ένα τέτοιο σκηνικό. Το μπαράζ χλιδής στο Marie Antoinette γίνεται οριακά ενοχλητικό ως τέλος, και κάτω από την εξαιρετικά διακοσμημένη επιφάνειά του φιλμ εντοπίζεται μία θλιμμένη μελέτη του τι σημαίνει να ζεις σε έναν κόσμο που φτιάχνεται και γκρεμίζεται από τελετουργίες ιδιοκτησίας και επίδειξης. «Δηλαδή τι άλλο θα μπορούσε να κάνει;» αναρωτιέται ίσως αμυντικά η ταινία όσο η βασίλισσα ενδίδει σε κραιπάλες.
Η πολιτική του Marie Antoinette διαβάζεται μέσα από τα κοστούμια του, μέσα από τη γοητεία που του ασκούν τα αντικείμενα, γιατί η ιστορία του αφορά μία γυναίκα που η ίδια μετατρέπεται σε αντικείμενο προς ανταλλαγή μέσα στον ιεραρχικό, πατριαρχικό κόσμο όπου την έριξαν. Σε όρους ιστορικής ευθύνης τα λάθη της μοιάζουν εξοργιστικά, όμως η Αντουανέτα είναι ένα δεκαεξάχρονο παιδί που ζει το δικό της Mean Girls.
Έπειτα η πολυτέλεια έχει διάσταση αντίστασης για την ηρωίδα. Πάρε για παράδειγμα τη σκηνή όπου «ακούει» το γράμμα της μητέρας της. Η κάμερα της Coppola την κορνιζάρει μπροστά από μία περίτεχνη, πομπώδη ταπετσαρία που σχεδόν απορροφά το πλούσιο φόρεμά της, όσο ακούει κλαίγοντας πως πρέπει να εκτελέσει τα συζυγικά της καθήκοντα -να παράξει απόγονο δηλαδή- για το καλό της οικογένειας και της πατρίδας της.
Αμέσως μετά όμως ακολουθεί ένα όργιο από χρώμα, σαμπάνια, κέικ και κρινολίνα στους ήχους του I Want Candy που τελειώνει με την αστεία αποκάλυψη της τελευταίας της περούκας: ένα εξωφρενικό κατασκεύασμα από φτερά, πουλιά, πεταλούδες και διακοσμητικές μπάλες.
«Δεν είναι too much, ε;»,
Η σκηνή και το χιούμορ της έρχονται σε απευθείας αντίθεση με την προηγούμενη στιγμή όπου η πρωταγωνίστρια ήρθε αντιμέτωπη με την «ανικανότητά» της στον ρόλο της κόρης, συζύγου και μέλος της βασιλικής οικογένειας.
Οι ταινίες της Coppola αποδομούν τους τρόπους με τους οποίους οι γυναίκες μετατρέπονται σε επιφάνεια, σε εικόνα. Γι’ αυτό ακριβώς η λατρεία της για το περιτύλιγμα και την επιπολαιότητα δεν είναι αβαθής. Η Μαρία Αντουανέτα αντιμετωπίζει το θέαμα με το να γίνεται θέαμα. Στο τέλος χάνει τη ζωή της γι’ αυτό, δίνοντας τη δυνατότητα στο κοινό -αυτή τη φορά- να τιμωρήσει το Mean Girl.
Για περισσότερη Coppola, το Lost In Translation είναι επίσης διαθέσιμο στο Netflix.