Πολεμιστές από την Κίνα και μανιακή Ιζαμπέλ Ιπέρ σε μια χορταστική κινηματογραφική εβδομάδα
- 14 ΜΑΡ 2019
Η “Ευνοούμενη” κάλπασε πέραν των 200,000 εισιτηρίων την περασμένη βδομάδα σε μια ασυζητητί πλέον περίπτωση εμπορικού θριάμβου. Και μιλώντας για σημαντικούς auteurs, ο Τζόνα Χιλ σκηνοθετεί το νέο βίντεο κλιπ των Vampire Weekend “Sunflower”, βολτάροντας στη Νέα Υόρκη με ένα split screen που δε λέει να κάτσει ήσυχο.
Πάμε στις κριτικές της εβδομάδας, όπου σήμερα έχουμε δυνατές προτάσεις για πολλά γούστα:
Σκιά ****1/2
(“Ying / Shadow”, Ζανγκ Γιμού, 1ω56λ)
Καστ: Τσάο Ντενγκ, Λι Σουν, Ράιαν Ζενγκ
Η προηγούμενη ταινία του Ζανγκ Γιμού: Το συζητήσιμο “Σινικό Τείχος” με τον Ματ Ντέιμον. Η “Σκιά” όμως συνδέει το επικό μπλοκμπαστερικό εύρος εκείνης της ταινίας, με τις πανέμορφες ταινίες πολεμικών τεχνών του σκηνοθέτη σαν τα “Ιπτάμενα Στιλέτα” ή τον “Ήρωα”, καταλήγοντας σε κάτι νέο.
H καινούρια: Στη διάρκεια του γεμάτου πολιτικές δολοπλοκίες 3ου αιώνα μ.Χ., στο παλάτι του βασιλείου Πέι επικρατεί αναταραχή. Ο βασιλιάς προσπαθεί να διατηρήσει τη λεπτής ισορροπίας ειρήνη με το βασίλειο Γιν, το οποίο έχει καταλάβει μια πόλη που ανήκε αρχικά στο Πέι. Ένας αρχιστράτηγος θεωρεί καθήκον του να διεκδικήσει πίσω την πόλη, σε κόντρα με την επίσημη γραμμή του βασιλείου του. Κι αν δεν έχεις στη διάθεσή σου στρατιωτική ισχύ σε απόλυτα νούμερα, τότε θα πρέπει να προσεγγίσεις τη μάχη με διαφορετική στρατηγική.
Και πώς είναι: Η ομορφότερη περιπέτεια της χρονιάς. Ο Γιμού ενορχηστρώνει ένα χρωματιστό έπος ασπρόμαυρων αποχρώσεων, όπου φαινομενικά κάθε ελάχιστο οπτικό στοιχείο δημιουργήθηκε με ένα απλό χτύπημα των δαχτύλων του. Ένα τεράστιο μέρος της ταινίας είναι γυρισμένο υπό συνεχή βροχή, η οποία είναι φυσικά τεχνητή. Τα σκηνικά υπακούν στην κοινή αισθητική γραμμή, είτε μιλάμε για επιβλητικές αίθουσες παλατιών (όπου οι κενοί χώροι και η αρχιτεκτονική ακολουθούν μια αυστηρή γεωμετρική κατασκευή) είτε για άγρια βράχια που συνθέτουν το πεδίο δράσης του εχθρικού, αφιλόξενου βασιλείου (και μοιάζουν φτιαγμένα στο χέρι, ένα προς ένα, σαν λεπτομερείς χάρτινες κατασκευές).
Στην καρδιά του οπτικού αυτού μεγαλείου, ο Γιμού σκηνοθετεί μια επική περιπέτεια στηριγμένη σε αυτά ακριβώς τα δίπολα που μια άγρια αισθητική άσπρου-μαύρου υπογραμμίζει (από αρσενικό-θηλυκό μέχρι πατριωτισμό-προδοσία), και το πώς η μια απόχρωση μπορεί να διαχέεται μες στην άλλη. Στους συνταρακτικούς χώρους δράσης του φιλμ, βάζει τους ήρωες του να μάχονται, να αγγίζονται, να ματώνουν. Η έννοια της χορογραφημένης μάχης περνά σε νέα διάσταση όταν ένα ολόκληρο μυστικό τάγμα χρησιμοποιεί λεπτεπίλεπτες φιγούρες συνοδεία ομπρελών από φονικό ατσάλι ως μέθοδο εισβολής.
Οι πολιτικές ίντριγκες δίνουν απότομα τη θέση τους σε ακραίου στυλιζαρίσματος και ρυθμικά επιθετικής βίας κρεσέντο δράσης, την ώρα που ιδέα του συμβιβασμού γίνεται χίλια κομματάκια στο έλεος κάποιας αιχμηρής ομπρέλας-πολεμικής μηχανής. Κάθε πράξη της ταινίας έχει το δικό της ασπρόμαυρης αισθητικής οπτικό κώδικά, κάθε βασίλειο μοιάζει κατασκευασμένο από άλλον καλλιτέχνη, κι ο Γιμού ως καλλιτεχνικός διευθυντής παραπέμπει περισσότερο στην τελετή έναρξης της Ολυμπιάδας του Πεκίνου παρά σε οποιαδήποτε μεμονωμένη κινηματογραφική δουλειά του.
Ο κρυφός θρίαμβος είναι το πώς σε μια παραγωγή που τόσο αναπολογητικά προβάλει στην μεγάλη οθόνη τα μεγάλα, επιβλητικά της μεγέθη, η συναισθηματικά μελοδραματική ιστορία που κρύβει μέσα της αφορά -τελικά- έναν δούρειο ίππο, μια νίκη της στρατηγικής, της χάρης και της αισθητικής, απέναντι στο όποιο δυσθεώρητο μέγεθος. Η ομορφιά θα νικήσει- αφού μας κόψει πρώτα την ανάσα.
Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Ας δοκιμάσουμε μερικές από αυτές:
Σινεμά για μεγάλη οθόνη.
Οι Αδερφοί Σίστερς ***1/2
(“The Sisters Brothers”, Ζακ Οντιάρ, 2ω1λ)
Καστ: Τζον Σ. Ράιλι, Χοακίν Φοίνιξ, Τζέικ Τζίλενχαλ, Ριζ Άχμεντ
Μετά το “Dheepan” για το οποίο κέρδισε Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, ο Ζακ Οντιάρ σκηνοθετεί το πρώτο του αμερικάνικο φιλμ, σε ηλικία 66 χρονών- συγκινητικό, από μόνο του. Διασκευή ομώνυμου βιβλίου, στο οποίο τα αδέλφια Ιλάι και Τσάρλι Σίστερς (Τζον Σ. Ράιλι και Χοακίν Φοίνιξ), διαβόητοι δολοφόνοι στην Άγρια Δύση, κυνηγώντας ένα στόχο τους (Ριζ Άχμεντ, και κάπου εκεί τριγύρω μπλέκεται κι ο Τζέικ Τζίλενχαλ) μπλέκονται στον πυρετό του χρυσού.
Πολλοί ευρωπαίοι σκηνοθέτες δεν ταξιδεύουν πολύ καλά στην Αμερική, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για ένα σκηνικό τόσο αμερικάνικο που ευλόγως θα μας έκανε να αναρωτηθούμε αν θα κατάφερνε ο Οντιάρ να μη φτιάξει κάτι σχηματικό, τουριστικό. Με χαρά και έκπληξη διαπιστώνουμε πως η ταινία είναι μια νίκη. Μια γλυκιά κι αστεία περιπέτεια για ανθρώπους που προσπαθούν να συνειδητοποιήσουν ποια είναι η θέση τους σε ένα μεταβαλλόμενο κόσμο (οι πρωτόλειες τότε οδοντόβουρτσες είναι μια φανταστική πινελιά, ενώ η κυριολεκτικά πρώτη σκηνή της ταινίας με τις φωτεινές αιχμές και της ηχητική ωμότητα των πιστολιών μες στην πίσσα του σκοταδιού, προλογίζει σημειολογικά την ταινία που ακολουθεί).
Ο Οντιάρ προσαρμόζει τον κόσμο της Άγριας Δύσης στη δική του ματιά ώστε να λειτουργεί σε επίπεδο πιο αόριστο και συμβολικό, παρά βιωματικό. Εντός των ορίων του κόσμου αυτού κάθε στιγμή τρυφερότητας, κάθε σκληρή στιγμή πόνου, κάθε στιγμή καλόκαρδου χιούμορ, μοιάζει κερδισμένη. Το κυνήγι από μικρή πόλη σε μικρή πόλη δεν γίνεται ούτε μονότονο ούτε καταλήγει ποτέ αναμενόμενο, και σε αυτό βοηθούν και οι θαυμάσιες ερμηνείες από όλα τα μέλη του καστ, ένας απολαυστικός περιφερόμενος θίασος σε αναζήτηση κάποιου σπιτιού. Απολαυστικό ακόμα κι αν δεν είναι (ή βασικά επειδή δεν είναι) κάτι αποπνικτικά βαρύγδουπο.
Η Χήρα ***1/2
(“Greta”, Νιλ Τζόρνταν, 1ω39λ)
Καστ: Ιζαμπέλ Ιπέρ, Κλόι Γκρέις Μόρετζ, Μάικα Μονρό
Προσπαθήστε να φανταστείτε την ενέργεια ενός οριακά b-movie ‘90ς ψυχολογικού θρίλερ τύπου “Νέα Γυναίκα, Μόνη, Ψάχνει” αλλά με την Ιζαμπέλ Ιπέρ στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Αν αυτή η ταινία δεν γίνει απόλυτη τηλεοπτική σταθερά τα ερχόμενα χρόνια, τότε δεν ξέρω τι θέλουμε από τη διασκέδασή μας. Στην ταινία του Νιλ Τζόρνταν (την πρώτη του μετά το υποτιμημένο, εντυπωσιακό αιματοβαμμένο βαμπιρομελόδραμα “Byzantium” του 2012), η Ιπέρ παίζει την Γκρέτα, μια γυναίκα που αναπτύσσει σχέση εμμονής με μια νεαρή νεοϋορκέζα (Μόρετζ), φτάνοντας την επιθυμία της για επαφή στα άκρα. Αλλά στα πολύ άκρα.
O Τζόρνταν (κι ο Σίμους ΜακΓκάρβεϊ στη διέθυνση φωτογραφίας) το καταδιασκεδάζει σκηνοθετώντας μια ιστορία εμμονής με θρίλερ τόνους όπου η παραμικρή υπόνοια καταλήγει σε ορχηστρικό ξέσπασμα και μια θολή φιγούρα στο πίσω μέρος της οθόνης μπορεί να θέσει τον ανατριχιαστικό τόνο για όλη την ακόλουθη σεκάνς. Η Ιζαμπέλ Ιπέρ, η σπουδαιότερη ηθοποιός στον κόσμο, μπορεί να μεγαλουργεί πάνω στο οποιοδήποτε υλικό, πόσο μάλλον όταν καλείται να ενσαρκώσει μια χήρα σε παράκρουση, κάτι μεταξύ τραγικής μοναχικότητας και over the top μπαμπούλα- καρφώνει με το βλέμμα, περικυκλώνει με την αύρα, φωνάζει, απειλεί, χορεύει στις μύτες. Από μόνη της θα αρκούσε για να ανυψώσει το -κλισέ, αλλά τόσο μερακλίδικα σκηνοθετημένο- υλικό, με άξιο δεύτερο βιολί τη φοβερή Μάικα Μονρό (του αριστουργήματος “It Follows”, που λέγαμε και την περασμένη βδομάδα), στο ρόλο της αρχικά ανυποψίαστης συγκατοίκου η οποία σταδιακά κερδίζει επάξια τη θέση της στη δράση.
Αναπολογητικό σινεμά διασκέδασης, φτιαγμένο και παιγμένο από καλλιτέχνες πρεστίζ διαμετρήματος, που εδώ λειτουργούν δίχως την παραμικρή πρεστίζ προσποίηση. Αγνό ‘90s δίωρο.
Επίσης προβάλλονται
Τριπλό Σύνορο ***
(“Triple Frontier”, Τζ. Σ. Τσάντορ, 2ω5λ)
Πρώην ειδικοί πράκτορες που δυσκολεύονται να τα φέρουν πέρα οικονομικά, συμφωνούν να κλέψουν κάτι πύργους με μετρητά από έναν νοτιοαμερικάνο ναρκοβαρώνο. Όπως εύκολα υποθέτει κανείς, κάτι στραβώνει στο σχέδιο και η αποστολή πάει κατά διαόλου.
Ξεκινάει με φοβερά γνώριμο τρόπο στα όρια του κλισέ όμως στη δεύτερη ώρα, όταν η ομάδα αναγκάζεται να αυτοσχεδιάσει για να επιβιώσει, η ταινία ζωντανεύει. Δεν ξεφεύγει ποτέ από την ηθική θεώρηση ενός “Θησαυρού της Σιέρα Μάδρε”, όμως είναι απολαυστικό να βλέπεις αυτό το σπουδαία ματσό κεντρικό καστ πρακτόρων (Μπεν Άφλεκ! Τσάρλι Χάναμ! Όσκαρ Άιζακ! Πέδρο Πασκάλ! Γκάρετ Χέντλουντ!) να έρχεται αντιμέτωπο με ακραία πρακτικά ζητήματα μεταφοράς των χρημάτων πίσω στο σπίτι, καθώς οι ανασφάλειες του καθενός έρχονται στην επιφάνεια με τρόπο που ισορροπεί ανάμεσα στη δραματική υπερβολή και την κωμωδία.
Το σενάριο του Μαρκ Μπόουλ (Όσκαρ Σεναρίου για το “The Hurt Locker”) δεν κάνει κάτι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, είναι όμως η ανάγνωσή του από τον Τζ. Σ. Τσάντορ και ο τρόπος που ο σκηνοθέτης καθοδηγεί τους ηθοποιούς του, που απογειώνει -όσο απογειώνεται τελοσπάντων- την ταινία. Ο Τσάντορ χτίζει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες φιλμογραφίες, με κάθε του ταινία αποφασιστικά διαφορετική από τις προηγούμενες (“Margin Call”, “All is Lost”, “A Most Violent Year”), αλλά που πάντα διατηρεί τον έλεγχο του τόνου του υλικού του. Εδώ παραδίδει ένα χιλιοδιατυπωμένο μάθημα ηθικής βάζοντας τον Μπεν Άφλεκ σε συγκρατημένα πανικόβλητο τόνο να ηγείται μιας ομάδας απολαυστικά “αμάν, τον ξέρω κι αυτόν!” αντρών, ανοίγοντας και κλείνοντας την ταινία με κομμάτια των Metallica. Είναι λίγο κλισέ, αλλά είναι πολύ διασκεδαστικό. (H ταινία streamάρει στο Netflix.)
Arctic (Τζο Πένα, 1ω38λ). Κλασική “Μαντς ενάντια στη φύση” ταινία, με τον Μαντς Μίκελσεν μόνο στο παγωμένο αρκτικό τοπίο να προσπαθεί να επιβιώσει.
Οι Αγώνες Μας (“Nos Batailles”, Γκιγιόμ Σενέζ, 1ω38λ). Συνδικαλιστής οικογενειάρχης που προσπαθεί να ισορροπήσει δουλειά και οικογένεια εγκαταλείπεται από τη σύζυγό του κάνοντας την καθημερινότητά του ακόμα πιο δύσκολη.
Το Πάρκο των Θαυμάτων (“Wonder Park”, Τζος Άπλμπαουμ, 1ω25λ). Σε ένα λούνα παρκ, η φαντασία ενός τρομερά δημιουργικού κοριτσιού ζωντανεύει. Προβάλλεται μεταγλωττισμένο.
Τόπο στους Μικρομηκάδες! Η Ταινιοθήκη της Ελλάδος εγκαινιάζει κύκλο προβολών μικρού μήκους. Η Αρχή γίνεται την Κυριακή 17 Μαρτίου στις 17.00 όπου θα παρουσιαστεί σε πρώτη προβολή στην Αθήνα η διακεκριμένη “Λεωφόρος Πατησίων” του Θανάση Νεοφώτιστου. Θα προβλήθούν επίσης τα “Χαμομήλι”, “Casus Belli”, “Limbo”, “Αλεπού” και “Euroman”. Είσοδος ελεύθερη.
Παίζεται ακόμα
Μια ταινία που ήδη παιζόταν στις αίθουσες και αξίζει να δεις αν την έχασες.
To Μυστικό της Ασημένιας Λίμνης ***1/2
(“Under the Silver Lake”, Ντέιβιντ Ρόμπερτ Μίτσελ, 2ω19λ)
Σλάκερ νουάρ στο Λος Άντζελες του 2011, με τον Σαμ του Άντριου Γκάρφιλντ να αναζητά μανιωδώς μια κοπέλα που ερωτεύτηκε ένα βράδυ στο οικιστικό του σύμπλεγμα, και η οποία μυστηριωδώς εξαφανίστηκε την επόμενη μέρα. Θα θυμίσει κάτι από “Inherent Vice” ή ένα πιο chill (αλλά περιέργως ακόμα πιο ειρωνικό) “Μεγάλο Λεμπόφσκι” στον τρόπο με τον οποίο ο ήρωας μοιάζει διαρκώς αποστασιοποιημένος από μια πλεκτάνη από την οποία δε μπορεί να ξεκολλήσει κι η οποία δε φαίνεται ποτέ να οδηγεί κάπου πολύ συγκεκριμένα. Ο Μίτσελ -κάπου ανάμεσα στη νουβέλ βάγκ, τον ‘70s Άλτμαν και τα stoner υφής νουάρ- μοιάζει να ανακαλύπτει διαρκώς κάτι καινούριο, εκεί που η επιθυμία και η αναζήτηση συγκρούονται με προκάτ οράματα. Την κατάλληλη στιγμή, είναι η απολύτως κατάλληλη ταινία.