ΒΙΒΛΙΟ

POP. 1280, το western που θα έπρεπε να γυρίσει ο Tarantino

Δαιμονισμένες γυναίκες, άθλιοι σερίφηδες και χιλμπίλιδες πρωταγωνιστούν στο βιβλίο του Jim Thompson, ενός μετρ του pulp fiction που δεν αναγνωρίστηκε ποτέ όσο θα έπρεπε.

«Ο τύπος ήταν έξω από τα συνηθισμένα. Πραγματικά, τελείως πάνω και πέρα από αυτά. Ο Big Jim δεν γνώριζε τη λέξη “σταματάω”. Υπάρχουν τρία κληροδοτήματα από πλευράς του: είδε τα πάντα, έγραψε τα πάντα, και στη συνέχεια τα δημοσίευσε». Η εισαγωγή του Stephen King για το έργο του Jim Thompson είναι τουλάχιστον ενθουσιώδης. Ο μετρ του τρόμου αναγνώριζε όσο δεν πάει τη δουλειά μίας pulp ιδιοφυίας που ακολούθησε τη δικιά της συγγραφική πορεία. Χωρίς σχεδόν καθόλου επιμέλεια των κειμένων του, με χιλιάδες λέξεις πεταμένες πάνω στις σελίδες, με σκατολογικό χιούμορ, με συγκλονιστικά plot twists, με άπειρο αλκοόλ στο στομάχι του.

Ο Jim Thompson έγραψε δεκάδες μυθιστορήματα, τηλεοπτικές μεταφορές, κινηματογραφικά σενάρια, άρθρα σε tabloid εφημερίδες. Όταν πέθανε το 1977 κανένα από τα δικά του βιβλία δεν κυκλοφορούσε στις ΗΠΑ, αν και είχε αποκτήσει ένα μικρό φανατικό κοινό στη Γαλλία. Στο ενδιάμεσο, πρόλαβε να συνεργαστεί με τον Stanley Kubrick και να γράψει το pulp αριστούργημα με τίτλο Pop. 1280 (εκδ. Οξύ).

Δυστυχώς, πέθανε μάλλον στην αφάνεια. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια το έργο του αναγνωρίζεται ξανά – και ίσως περισσότερο από ποτέ, αφού δεν έχει περάσει πολύ καιρός από τότε που ακούστηκε εντόνως ότι ένα δικό του βιβλίο θα είναι η επόμενη ταινία του Γιώργου Λάνθιμου.

Pop. 1280: Ένα western από την κόλαση

Jim Thompson Pop. 1280
PUBLIC.GR

POP. 1280

Ένα κατάμαυρο «γουέστερν νουάρ» εκδίκησης, λαγνείας και προδοσίας.
14,90 13,49
ΑΓΟΡΑΣΕ ΤΟ

«Το πάτωμα υποχώρησε αμέσως κάτω από τα πόδια του κι έπεσε κατευθείαν στο βόθρο. Με τον κύριο Ντινγουίντι μαζί. Βουτιά στα βάθη τριακονταετών περιττωμάτων». Αυτή είναι απλά μία από τις δεκάδες pulp σκηνές που μπορείς να βρεις στις 278 σελίδες του βιβλίου. Το magnum opus του Jim Thompson δεν έχει ιερό και όσιο. Πώς θα μπορούσε άλλωστε με κεντρικό πρωταγωνιστή τον Nick Corey;

Μιλάμε ίσως για τον χειρότερο σερίφη όλων των εποχών στην πιο άθλια πόλη του αμερικανικού Νότου, το Pottsville, πληθυσμού 1280 ατόμων. Ο άνθρωπος αυτός δεν μπορεί να κάνει τίποτα, μα τίποτα σωστά. Παντρεύτηκε κατά λάθος, τρώει ξύλο από τους κακοποιούς της πόλης, μπλέκει με δαιμονισμένες γυναίκες, οι χιλμπίλιδες που τον εξέλεξαν στη θέση δε θέλουν ούτε να τον φτύσουν. Αυτό στην αρχή του κειμένου, γιατί στη συνέχεια ο Corey μεταμορφώνεται. Προς το χειρότερο.

Η ζωή του Jim Thompson δεν ήταν εύκολη. Ήταν ο γιος ενός τέτοιου σερίφη, ενώ ο ίδιος μεγαλώνοντας, μέχρι να ασχοληθεί σε full-time βάση με τη συγγραφή (όχι επιτυχημένα), έκανε ό,τι δουλειά έβρισκε, φροντίζοντας παράλληλα να ακονίζει τις ικανότητές του στην παρανομία. Μόλις στα 19 κατάφερε να πάθει νευρικό κλονισμό από τις καταχρήσεις.

Στο Pop. 1280 βλέπουμε τον κόσμο μέσα από ένα pulp καλειδοσκόπιο. Η μεταμόρφωση του Nick Corey είναι τουλάχιστον εντυπωσιακή: από ανίκανος σερίφης γίνεται ένας αδίστακτος εγκληματίας που εκμεταλλεύεται τους πάντες και τα πάντα. Είναι σχεδόν απίστευτο -και όμως τόσο πιστευτό- το πως φέρνει τον κόσμο τούμπα για να κάνει το δικό του. Λέει ψέματα, κλέβει, δέρνει, πυροβολεί, εξαπατά, προδίδει, σκοτώνει.

«Δεν έφτασα στο σημείο να κάνω μία στεγνή αντιγραφή του The Killing, αν και το θεωρώ ως το προσωπικό μου The Killing» έχει δηλώσει o Quentin Tarantino αναφορικά με την πρώτη γνωστή ταινία του Stanley Kubrick. Ποιος βρισκόταν πίσω από το σενάριο; Ναι, καλά μάντεψες. Όπως επίσης και πίσω από την πλοκή του Paths of Glory, του πρώτου ίσως πραγματικού αριστουργήματος του Βρετανού σκηνοθέτη. Βέβαια, ο Thompson δεν πήρε ποτέ όλα τα credits για όσα έκανε, αφού ακριβώς όπως οι ήρωές του είχε μόνιμο συμβόλαιο με την αποτυχία.

Πραγματικά, μπορεί κανείς να βρει όλα τα βασικά στοιχεία από το σινεμά του Tarantino στο Pop. 1280. Είναι ιδιαίτερα βίαιο, το χιούμορ ακροβατεί με τα όρια του γελοίου, ο κεντρικός ήρωας δεν είναι καθόλου αυτός που φαίνεται, η αφήγηση παίζει με το μυαλό του αναγνώστη, μιας και σε πολλά σημεία νιώθεις ότι σε πιάνει κορόιδο, και, τέλος, το σκηνικό είναι ξεκάθαρα western. Όπως, δηλαδή, αρέσει συχνά πυκνά στον Quentin.

«Καλά τους κάνατε! Στο κάτω-κάτω ήταν ξένοι, ήρθανε στην Αμερική μας να μας φάνε τις δουλειές, αλλά τα ωραιότατα αμερικάνικα οικιακά απορρίμματα δεν θέλανε να τα φάνε, ε; Ε, να πάνε από εκεί που ήρθανε τότε!» ακούμε τον Nick Corey να λέει, ειρωνικά, στα μεγάλα κεφάλια της πόλης.

Φαίνεται πως γνωρίζει καλά τι είναι σωστό και τι λάθος. Ξέρει πως ο ρατσισμός είναι απάνθρωπος, έχει πλήρη συναίσθηση για το πως οι δυνατοί τσαλαπατούν τους αδύνατους, είναι σίγουρος πως δεν πρέπει να εξαπατά τις γυναίκες, αλλά δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Πηγαίνει, απλά, με τα νερά μίας βαθιά υποκριτικής, βαθιά συντηρητικής αλλά γεμάτης βίαια πάθη κοινωνίας, όπου μόνο τα αδίστακτα ψάρια επιβιώνουν. Τι κρύβεται πίσω από αυτά; Μάλλον, ο τρόπος με τον οποίο έβλεπε την Αμερική ο Jim Thompson.

«Το λογικό θα ήταν να τρίζω τα δόντια στους ισχυρούς και τους ματσωμένους, όλους αυτούς που κυβερνούν αυτή τη χώρα» λέει o Nick Corey σε μια από τις γυναίκες που χρησιμοποιεί, που κοροϊδεύει, που είναι ανίκανος να αγαπήσει πραγματικά, πριν συνεχίσει: «Όμως αυτούς δεν μου επιτρέπεται να τους αγγίζω, οπότε αναγκαστικά βγάζω το άχτι μου χτυπώντας δύο φορές πιο άγρια όλους τους λευκούς μπατίρηδες, τους νέγρους που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα και όλους εκείνους που, όπως εσύ, έχουν χώσει το μυαλό τους εκεί που ξέρεις γιατί δεν έχουν ιδέα που αλλού να το βάλουν».

Ποια είναι, κατά την άποψή μου, η καλύτερη σκηνή του μυθιστορήματος; Όταν ο άθλιος σερίφης, σε ένα rant βγαλμένο από την κόλαση, εξηγεί πολύ αναλυτικά, κρατώντας το δίκαννο στα χέρια, σε έναν γέρο Αφροαμερικανό πως θα έπρεπε να ξέρει καλύτερα: να μην ανακατεύεται στις υποθέσεις των λευκών, να μην τους θεωρεί ποτέ και για κανένα λόγο φίλους, να μην προσπαθεί να τους βοηθήσει, διότι, στο τέλος της μέρας, για αυτούς δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από «ένα ξερατό που πάει γυρεύοντας». Μετά, πατάει τη σκανδάλη σχεδόν χωρίς καθόλου τύψεις.