Πώς η Μασσαλία έγινε πρωτεύουσα της γαλλικής αστυνομικής λογοτεχνίας
Με αφορμή την ελληνική έκδοση του Μασσαλία Εμπιστευτικό του Francois Thomazeau, εξετάζουμε τους λόγους που ο ηλιόλουστος Νότος κυριαρχεί πια στο γαλλικό νουάρ.
- 18 ΔΕΚ 2021
«Στα μαγαζιά ο κόσμος ήταν πολύ φιλικός. Πήγαμε σε μια-δυο καταλήψεις και ένιωθες ότι δε θα σε πειράξει κανείς. Τα “μαλακά” ναρκωτικά άλλαζαν χέρια πολύ εύκολα» θυμάται η Κατερίνα Σ. από εκείνο το ταξίδι στη Μασσαλία όταν ήταν ακόμη φοιτήτρια. «Απλά όταν περπατούσες και έφτανες στους δρόμους που ανηφόριζαν καταλάβαινες ότι μέχρι εδώ είναι. Υπάρχει ένα νοητό όριο που καλό θα ήταν να μην περάσεις. Από εκεί και πέρα κανένας δεν μπορούσε να εγγυηθεί την ασφάλειά σου – ούτε καν οι φοιτητές που γνώρισες στις καταλήψεις».
Παρ’ ότι δεν έχω βρεθεί ποτέ στην πιο διάσημη πόλη του γαλλικού Νότου, οι αφηγήσεις για αυτήν μου τραβούν κατευθείαν το ενδιαφέρον. Λένε ότι φταίει αυτός ο συνδυασμός Προβηγκίας και Μαγκρέμπ που την κάνει τόσο ακαταμάχητη στους ταξιδιώτες. Άλλωστε, τα χωνευτήρια των λαών είναι πάντα πιο ενδιαφέροντα από τις αποστειρωμένες πόλεις. Στο δικό μου μυαλό παίζει παντού γαλλική ραπ, στους δρόμους ακούς Αραβικά, Γαλλικά και δεκάδες άλλες γλώσσες ενώ υπάρχει πάντα μία μυρωδιά εξέγερσης στον αέρα. Μάλλον, βέβαια, φταίνε οι ταινίες και τα βιβλία για αυτό.
Η Μασσαλία ήταν πάντοτε μία ιδιαίτερη περίπτωση. Τοποθετημένη ανάμεσα στην Αφρική και την Ευρώπη, κάπου ανάμεσα στην Ισπανία, τη Γαλλία και την Ιταλία, κάπου ανάμεσα στη νομιμότητα και το κοντραμπάντο, έγινε μεταπολεμικά ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα διακίνησης ηρωίνης. Οι σχέσεις με τη νοτιοανατολική Ασία και τις γαλλικές αποικίες της περιοχής φαίνεται ότι βοηθούσαν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Το πώς και γιατί μπορεί να το καταλάβει κανείς αν παρακολουθήσει το French Connection (1971) με τον Gene Hackman, μία από τις καλύτερες αστυνομικές ταινίες που έχουν γυριστεί ποτέ. Το «σταφ» έφτανε από το Βιετνάμ (σ.σ: τότε Ινδοκίνα) και είχε προορισμό κατά κύριο λόγο τις ΗΠΑ. Η σπείρα διακίνησης που βλέπουμε στην ταινία δε διαφέρει πολύ με το τι γινόταν -και γίνεται- στην πραγματικότητα.
Μασσαλία, μία νουάρ πόλη
Για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ των αστυνομικών μυθιστορημάτων, Η τριλογία της Μασσαλίας (εκδ. Πόλις) του Jean-Claude Izzo αποτελεί μεγάλο must read. Τα τρία κατά σειρά μυθιστορήματα των 90ς (Το μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας, Τσούρμο, Solea) αποτελούν μία crime saga που σκιαγραφεί τη δύσκολη πραγματικότητα της πόλης. Μέχρι τότε, τα γαλλικά polar μυθιστορήματα λίγο έως πολύ (αν και με αρκετές εξαιρέσεις) αγνοούσαν τη Μασσαλία. Στη συνέχεια, την έκαναν πρωτεύουσά τους.
Γιατί όμως συμβαίνουν όλα αυτά; Για ποιον λόγο εδώ και μερικές δεκαετίες θυμίζει καζάνι που βράζει; Γιατί στις βόρειες συνοικίες της πόλης η διακίνηση ναρκωτικών αποτελεί, πολύ απλά, καθημερινότητα; Τα αίτια είναι πολλά, διαφορετικά και σίγουρα έχουν ταξικό πρόσημο.
Οι ανισότητες είναι μεγάλες, υπάρχει διαφθορά, υπάρχουν αστυνομικοί οπλισμένοι σαν αστακοί, υπάρχουν γκέτο που δεν πλησιάζεις. Η πολύχρωμη πληθωρικότητα της πόλης, αποτέλεσμα του μεγάλου ποσοστού από μετανάστες (συχνά δεύτερης και τρίτης γενιάς), δημιουργεί ένα τρομερά γοητευτικό ψηφιδωτό και παράλληλα έναν περίπλοκο γρίφο. Υπάρχουν σοβαρά ζητήματα που παραμένουν άλυτα εδώ και σχεδόν εξήντα χρόνια.
Όταν σε μία πόλη υπάρχουν γκετοποιημένες περιοχές όπου δεν μπορείς να πατήσεις το πόδι σου, τότε το έγκλημα ζει και βασιλεύει. Φυσικά, για αυτό δε φταίνε οι φτωχοποιημένοι πληθυσμοί της Μασσαλίας αλλά οι τοπικές αρχές που σφυρίζουν αδιάφορα – ή, απλά, δεν έχουν τα μέσα να κάνουν κάτι για αυτό. Με τα χρόνια πάντως, η Μασσαλία έχει αποκτήσει μία σχεδόν μυθική φήμη για τις παραβατικές συμπεριφορές που λαμβάνουν χώρα στα όριά της.
Αν διαβάσει κανείς την Κόκκινη Μασσαλία (εκδ. Πόλις) του Maurice Attia, ίσως συναντήσει και κάποιες άλλες βαθύτερες αιτίες για αυτό το καζάνι που βράζει. Στην πόλη οι πληγές από τον Πόλεμο της Αλγερίας παραμένουν ανοιχτές – ίσως δεν έκλεισαν ποτέ. Υπάρχουν νικητές, ηττημένοι, υπάρχουν εκείνοι που είχαν δίκιο και εκείνοι που είχαν άδικο και, στο ενδιάμεσο, ένα χάος να τους χωρίζει.
Οι αραβογενείς πληθυσμοί της πόλης νιώθουν ακόμα ότι ζουν υπό το καθεστώς αποικιοκρατίας. Είναι πολίτες β’ (ή και γ’) κατηγορίας και η κοινωνική ανέλιξη είναι πολύ πιο δύσκολη για αυτούς. Πολλές φορές οι μόνες λύσεις για τα παιδιά των γκέτο είναι τρεις: ραπ, ποδόσφαιρο ή παράνομο εμπόριο.
Δεν είναι μόνο η διαφθορά, τα ναρκωτικά, η οικονομική εξαθλίωση συνοικιών και το γεγονός ότι η πόλη είναι ξεχασμένη σε μεγάλο βαθμό από την κεντρική διοίκηση. Υπάρχει κάτι πιο βαθύ που λερώνει το τοπίο: στη Μασσαλία η δράση των παρακρατικών ήταν μία ιστορία που διήρκεσε δεκαετίες. Το πού τελειώνουν τα όρια της νομιμότητας και το πού αρχίζει η ζούγκλα της ανομίας δεν είναι αρκετά θολό.
Στη γαλλική αστυνομική ταινία με τίτλο The Stronghold (2020) μπορείς να πάρεις μία πρώτη γεύση για το τι συμβαίνει πίσω από τη βιτρίνα. Η ταινία δεν είναι κάποιο αριστούργημα, δίνει όμως το κλίμα που έχει επικρατήσει μέσα από τα χρόνια. Ένα κλίμα -δυστυχώς- ιδανικό για crime novels.
«Τοπικοί παράγοντες, υπόκοσμος, μαφία, υπόγεια δίκτυα ακροδεξιών και κομμουνιστών, βεντέτες της εποχής και οικονομική αριστοκρατία, Αφρικανοί μετανάστες και Ιταλοί μεροκαματιάρηδες, όλοι μπλέκονται στην τρελή χορογραφία της βίας που βάζει φωτιά στη Μασσαλία και στην Ευρώπη ολόκληρη» διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του Μασσαλία Εμπιστευτικό (εκδ. Οκτάνα) που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα Ελληνικά.
Το μυθιστόρημα του Francois Thomazeau (ενός από τους συγγραφείς που μετέφεραν τους προβολείς των polars από το Παρίσι στη Μασσαλία τη δεκαετία του ’90) μπορεί να διαδραματίζεται στο 1936, αποτελεί όμως μία προβολή για το τώρα του μεγαλύτερου γαλλικού λιμανιού: υπόγεια ένταση, κλίμα ασφυξίας στις γειτονιές, μυρωδιά εξέγερσης, και ένα αιώνιο παιχνίδι ανάμεσα σε κλέφτες και αστυνόμους.
Τελικά, και επί της ουσίας, η Μασσαλία δεν είναι υπεύθυνη για τίποτα από όλα αυτά, αφού μία πόλη δεν μπορεί να φταίει ποτέ για τα σκοτάδια που κρύβει. Για αυτά είναι υπεύθυνες οι αρχές και οι μεγάλες ανισότητες που γεννούν με μαθηματική ακρίβεια τερατώδεις καταστάσεις. Συνθήκες, δηλαδή, όπου το νουάρ μυθιστορήματα καλούνται αν όχι να εξηγήσουν τότε σίγουρα να αφηγηθούν όσο πιο πιστά μπορούν.