Πώς ο Ennio Morricone έγραψε μια από τις πιο εμβληματικές συνθέσεις στην ιστορία του σινεμά
- 10 ΝΟΕ 2023
To όνομα που αναφέρεται είναι Dan Savio ένα ψευδώνυμο διαλεγμένο τυχαία, επειδή οι παραγωγοί ήθελαν η ταινία να φαίνεται σαν Αμερικάνικη παραγωγή. «Προφανώς, δε μπορούσα να χρησιμοποιήσω το όνομα μου», λέει σε μια καταπληκτική συνέντευξή του από το 1984 στο Αυστραλέζικο διμηνιαίο περιοδικό Cinema Papers.
«Δεν ήμουν, και δεν είμαι, ειδήμων στην Αμερικάνικη φολκ μουσική, οπότε ποιο ήταν το νόημα στο να φερθώ στους χαρακτήρες μου ως Αμερικάνους; Αν αυτό ήταν το ζητούμενο, χρησιμοποίησε έναν Αμερικάνο συνθέτη», θυμάται ο θρυλικός συνθέτης μιλώντας για εκείνη τη συναρπαστική πολιτιστική απόσταση των δύο κόσμων. Μια τέτοια απόσταση που επέτρεψε στον Leone να επανεφεύρει το γουέστερν ως ένα σχεδόν νέο είδος, και κατ’επέκταση στον Morricone τη δυνατότητα να γράψει χωρίς να υπακούει κάποιο αυστηρό σετ κανόνων. Αφήνοντας τους χαρακτήρες να τον οδηγήσουν, δημιούργησε κάτι εντελώς νέο και πλέον, εμβληματικό.
«Συμπεριφέρθηκα στους χαρακτήρες του Leone επιχειρώντας, με τον τρόπο μου, να επανεφεύρω την Αμερικάνικη φολκ. Και έπειτα, το φέρσιμό του χαρακτήρες ως καρικατούρες, με ενθάρρυνε να εισάγω περίεργους ήχους στη σύνθεση, ώστε ο κάθε χαρακτήρας να έχει το χάρισμα που ήθελε ο Leone», εξηγεί, αναλύοντας έπειτα πως σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη αφοσιώθηκαν στους χαρακτήρες και στα αισθήματά τους. «Θα έλεγα πως μια πράξη αγάπης είναι βασικά ίδια στις ΗΠΑ, στην Αυστραλία ή στην Αφρική. Οπωσδήποτε υπάρχουν πολιτιστικές διαφορές, αλλά αυτό που οδηγεί ένα φιλμ είναι ο τρόπος με τον οποίον το κοινό κατανοεί τη μουσική: που θα πει, αυτό που λέει η μουσική, που είναι αυτό που δεν λέει ο διάλογος».
Αυτό ήταν το έναυσμα ώστε να γεννηθεί το μοναδικό ηχοτοπίο που έστρωσε ο Morricone για αυτές τις ταινίες του Leone, που παρέμειναν, δεκαετίες μετά, σημαίες στην καριέρα κάθε εμπλεκόμενου σε αυτές- από τον Clint Eastwood και τον Lee van Cliff, μέχρι τον Leone και φυσικά τον ίδιο τον Morricone. Ένα χρόνο αργότερα, στη Μονομαχία στο Ελ Πάσο (το δεύτερο από τα τρία φιλμ της τριλογίας των Δολαρίων του Leone), ο Ιταλός συνθέτης παραδίδει ένα από τα διασημότερα σάουντρακ όλων των εποχών.
Η ταινία πραγματοποιεί μια πιο σκοτεινή στροφή σε σχέση με το πρώτο φιλμ, με τους Clint Eastwood και Lee van Cleef στους ρόλους δύο κυνηγών επικηρυγμένων, που πρέπει να συνεργαστούν για να σταματήσουν τον παράνομο El Indio (Gian Maria Volonte) και την φονική του συμμορία. Ο Leone παίρνει τον άκρως αναγνωρίσιμο κόσμο της Άγριας Δύσης και τα αρχέτυπά του, και με την ελεύθερη ματιά που του επιτρέπει η απόσταση από την αληθινή Αμερικάνικη Δύση, καταφέρνει να βρωμίσει τα πάντα, να τα κάνει πιο ωμά, να τους δώσει μια πρωτόγνωρη αιχμή. Νιώθεις τη σκόνη, το χώμα, τον ιδρώτα, το αίμα.
Εκεί, με την απόλυτη ενθάρρυνση του σκηνοθέτη, ο Morricone μπλέκει πλέον μεταξύ τους στιγμές όπου η μουσική αλληλεπιδρά με τους χαρακτήρες, με στιγμές όπου δρα ως καθαρά εξωτερικός παράγοντας, πάντα ως οδηγός για την ανάπτυξή τους. Αλληλεπιδρά ακόμα και με το ίδιο σκηνικό, αποδίδοντας στο άγνωστο και σε κάθε μορφή απειλής τις δικές τους ηχητικές πτυχές. Σφυρίγματα, σφαίρες, κιθαριστικά riffs, φλάουτα, φωνές, εκκλησιαστικά όργανα σε μια ολοζώντανη μίξη όπου ακόμα και η σιωπή κι η ηρεμία μοιάζουν να έχουν γραφτεί από τον Morricone.
Η διασημότερη χρήση της μουσικής του ως αφηγητής έρχεται μέσα από τις συνθέσεις που ακολουθούν την εμφάνιση των πανομοιότυπων ρολογιών τσέπης που ανήκουν στους δύο αντιπάλους της ταινίας, τον Colonel Mortimer του Lee van Cleef και του El Indio του Gian Maria Volonte. Η μουσική εκεί υπογραμμίζει την νοητική και συναισθηματική κατάσταση του κάθε ήρωα, αντιπαραβάλλοντας τον ηρωισμό και την απειλή με μια βαθιά αίσθηση πόνου και μελαγχολίας. Ακόμα και, σε στιγμές, κάτι το ανείπωτα νοσηρό και μοχθηρό.
Ο εξαιρετικός σύγχρονος συνθέτης Cliff Martinez (μόνιμος συνεργάτης σκηνοθετών σαν τον Steven Sodebergh και τον Nicolas Winding Refn) είχε πει κάποτε για τη συγκεκριμένη σύνθεση πως είναι το πιο επιδραστικό κομμάτι κινηματογραφικής μουσικής για τον ίδιο και εξηγούσε πως «συνειδητοποιείς πως είναι μια ταινία τρόμου, επίσης, όχι μόνο γουέστερν», και συνεχίζει: «Τα μουσικά κουτιά υποτίθεται πως μας ηρεμούν, αλλά ο Morricone πραγματικά πετυχαίνει αυτή την ιδέα πως είναι επίσης πολύ creepy, πως υπάρχει ένα σκοτάδι ακόμα κι εκεί που υποτίθεται ως υπάρχει φως».
Συνεπές με αυτό που ο ίδιος ο Morricone πάντα έλεγε, σχετικά με την μουσική αποτύπωση των συναισθημάτων των χαρακτήρων, προκειμένου το κοινό να μπορεί να τους καταλάβει. «Για παράδειγμα, για έναν κακό χαρακτήρα χρησιμοποιεί κανείς σκοτεινή, ζοφερή μουσική», εξηγεί. «Η επιλογή του οργάνου δεν έχει πολύ να κάνει. Μπορώ να δημιουργήσω μουσική για έναν κακό χαρακτήρα με τα πιο φωτεινά όργανα».
Πίσω στα ρολόγια, με όλα αυτά κατά νου. «Η μουσική του ρολογιού μεταφέρει τη σκέψη σου σε ένα διαφορετικό μέρος», εξηγεί ο Morricone μιλώντας πριν μια δεκαετία στο Quietus. «Αυτός ο χαρακτήρας σκέφτεται τη ζωή του και όλες τις δύσκολες καταστάσεις στις οποίες έχει εμπλακεί και έχει βιώσει, και η οργή, η βία, ο φόβος, βγαίνουν μέσα από αυτό το ρολόι. Ο ίδιος ο χαρακτήρας βγαίνει μέσα από αυτό το ρολόι, αλλά σε μια διαφορετική κατάσταση κάθε φορά, καθώς φαίνεται».
***
Ο Ennio Morricone γεννήθηκε στις 10 Νοεμβρίου του 1928 στη Ρώμη και από μικρός ακολούθησε μουσική εκπαίδευση, αλλά η σχέση του με την κινηματογραφική μουσική ήρθε και κάπως τυχαία. Έπαιζε τρομπέτα σε μια μικρή μπάντα αμέσως μετά το τέλος του Πολέμου για τον Αμερικάνικο και Βρετανικό στρατό, αλλά το να παίζει μουσική άλλων ποτέ δεν του άρεσε. Το 1961 αποδέχθηκε την πρόταση του σκηνοθέτη Luciano Salce για να γράψει τη μουσική της ταινία Il Federale, που έγινε κι η πρώτη του σύνθεση για το σινεμά.
Έκτοτε, έγραψε μουσική για περισσότερα από 400 φιλμ και δημιούργησε πάνω από 100 κλασικές συνθέσεις, μια πτυχή της δημιουργίας του που συχνά υποτιμάται υπό το βάρος του ογκόλιθου που ήταν η δουλειά του στο σινεμά. «Έβγαζα τόσο λίγα από την κλασική μουσική που σταδιακά άρχισα να κάνω arrangements κι αυτό με οδήγησε λίγο-λίγο στο σινεμά. Δεν ήταν κάτι που είχα σχεδιάσει», δήλωσε. «Δεν έχω αποφασίσει τίποτα στη ζωή μου. Απλώς πάντα συνεχίζω».
Ο Sergio Leone, με τον οποίο ήταν φίλοι στο σχολείο, τον προσέγγισε το 1964 όταν ήθελε μουσική για την ταινία του, και τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Μετά την επιτυχία εκείνων των ταινιών συνεργάστηκε με τον Pier Paolo Pasolini και δούλεψε σε giallo φιλμ του Dario Argento, όπου οι πειραματικές τάσεις του βρήκαν πρόσφορο έδαφος. «Οι ταινίες του είναι γεμάτες αίμα, οπότε η σύγχρονη ηλεκτρονική μουσική δουλεύει τέλεια και το κοινό αποδέχεται τη μουσική ως κάτι που συνδέεται με αυτές τις δυνατές σκηνές», είπε στον Guardian το 2006.
Αγάπησε τον Stravinsky και τον Bach, τον Boulez και τον Stockhausen και του ασκούσε πάντα μια έλξη το avant garde, κάτι που χρησιμοποιούσε πειραματικά καθώς συνέθετε κινηματογραφική μουσική. «Χρησιμοποιώ αυτή τη μουσική όταν θέλω να περιγράψω κάποιο είδος τραύματος, όταν η κατάσταση είναι πολύ, πολύ δύσκολο ή όταν κάτι φρικτό έχει συμβεί», ανέφερε μεταξύ άλλων σχετικά με τις συνεργασίες με τον Argento.
Όμως και πάλι η ανάγκη για μαζική απήχηση τον φόβιζε. «Άρχισα να ακούω κόσμο να μου λέει, “Ennio, αν συνεχίσεις να γράφεις τέτοια μουσική τότε θα σταματήσουν να σε καλούν”. Και τότε αναγκάστηκα να παρατήσω την avant garden μουσική», παραδέχτηκε. Κάπου εκεί ήρθε το Χόλιγουντ.
Έγραψε ένα σπουδαίο score για το Days of Heaven του Terrence Malick για το οποίο κέρδισε την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ το 1979 και ένα ακόμα διασημότερο για το The Mission, (που μπορείς να streamάρεις στο Cinobo) όπου και ξαναπροτάθηκε. Θα ήταν υποψήφιος 4 ακόμα φορές, για τους Αδιάφθορους του DePalma, για το Bugsy, για το Malena του Tornatore και τελικά για τους Hateful Eight του Quentin Tarantino (ο οποίος είχε προηγουμένως χρησιμοποιήσει μουσική του στους Inglourious Basterds) όταν και ο Morricone κέρδισε το πρώτο του διαγωνιστικό Όσκαρ.
Είχε νωρίτερα λάβει ένα τιμητικό Όσκαρ για την ευρύτερη προσφορά του, το 2007. Αλλά ποτέ δεν ένιωσε παρόλαυτά την ανάγκη να πάει στην Αμερική για την καριέρα του. «Μου είπαν πως θα μου δώσουν μια βίλα αλλά τους είπα πως μου αρέσει στην Ιταλία, και δεν υπάρχει λόγος να φύγω από την Ρώμη», είχε θυμηθεί. «Επειδή μιλάω μόνο με τον σκηνοθέτη για τη μουσική, όχι με το στούντιο».
«Κάποιες φορές έχω κάνει Αμερικάνικα φιλμ χωρίς ποτέ να συναντήσω τον σκηνοθέτη. Αυτή ήταν πολύ δύσκολο επειδή είμαι συνηθισμένος να δουλεύω με τον σκηνοθέτη, να τον βάζω να ακούει τις μουσικές και να σχολιάζει».
Πώς ακριβώς λοιπόν συνέθετε τη μουσική ενός φιλμ ο μεγαλύτερος θρύλος όλων; «Αρχίζουν οι συζητήσεις», εξήγησε. «Είτε για το σενάριο, είτε στη διάρκεια των γυρισμάτων, είτε για ένα φιλμ που έχει ήδη μονταριστεί. Σε αυτό το σημείο αναζητάται μια συμφωνία με τον σκηνοθέτη, σύμφωνα με τις δικές του ιδέες και τις απαιτήσεις του συνθέτη».
Ο Leone ήταν πάντα μια ιδιάζουσα περίπτωση κι ένας σκηνοθέτης με τον οποίο ο Morricone έκανε 5 φιλμ, όλα πετυχημένα. «Το διεγερτικό ήταν το ίδιο το φιλμ», είχε πει εξηγώντας τι ήταν αυτό που γεννούσε τις μουσικές ιδέες στο κινηματογραφικό σύμπαν του Leone. «Έκανε ένα ειρωνικό και, υπό μία έννοια, γκροτέσκο φιλμ που ήταν αστείο, μια καρικατούρα. Ήταν αναγκαίο να σεβαστώ την διαύγεια που ο Leone ήθελε για τους χαρακτήρες του», τόνισε, παρόλο που ήταν γνωστό πως ποτέ δεν ήταν φαν όλων των ταινιών του σκηνοθέτη. Για το Για μια Χούφτα Δολάρια είχε δηλώσει πως είναι η χειρότερη ταινία του Leone και η χειρότερη μουσική που έχει γράψει ο ίδιος.
«Πολύ συχνά τα πάντα πετάγονται στα σκουπίδια και αρχίζουμε ξανά από την αρχή», περιέγραψε τη δημιουργική του σχέση με τον Leone. «Συχνά όταν έχουμε αποδεχθεί τα πάντα, ο Sergio αρχίζει να αμφισβητεί την απόφασή του τότε έρχονται περισσότερες αμφιβολίες. Μετατρέπεται σε μια πολύπλοκη διαδικασία που πρέπει να υπομείνεις. Αλλά είναι αρκετά συνηθισμένο και έτσι πρέπει να είναι: Δεν με αναστατώνει, γιατί σημαίνει πως όταν φτάνουμε σε μια απόφαση, είναι η σωστή».
Εξάλλου, αρκετή από τη μουσική του για αυτές τις ταινίες την έγραφε από πριν, κάτι όχι συνηθισμένο. «Οι ταινίες του Leone ήταν φτιαγμένες έτσι, επειδή ήθελε η μουσική να είναι ένα σημαντικό μέρος τους, και πολύ συχνά κρατούσε σκηνές για περισσότερη ώρα απλώς επειδή δεν ήθελε η μουσική να τελειώσει», ανέφερε. «Γι’αυτό οι ταινίες του είναι τόσο αργές – επειδή ακολουθούν το μοτίβο της μουσικής».
Είναι φυσικά ταιριαστό πως, σε μια από τις διασημότερες συνεργασίες συνθέτη με σκηνοθέτη στην ιστορία του σινεμά, θα ήταν η μουσική του Ennio Morricone που θα έδινε υφή, ρυθμό και τελικά σχήμα, σε ολόκληρες τις ταινίες.
Στις 6 Ιουλίου του 2024 θα συμπληρωθούν τέσσερα χρόνια από τον θάνατό του.