Πώς το Everything Everywhere All at Once έγινε η καλύτερη ταινία της χρονιάς ως τώρα
- 28 ΑΠΡ 2022
Παρότι εκείνη η ταινία δεν πέτυχε όλα όσα είχε πετύχει ως τώρα στη φιλμογραφία του ο Robert Eggers, η ίδια η ύπαρξή της ως παραγωγή μεγάλου στούντιο με την υπογραφή ενός ασυμβίβαστου indie βιρτουόζο σε μία βιομηχανία που τελευταία ανοίγει το πορτοφόλι της μόνο για χαρακτήρες ντυμένους με σπάντεξ ή για προϋπάρχοντα IP, έμοιαζε με καλό νέο.
Και μπορεί το αρχικό της box office στις Ηνωμένες Πολιτείες να ήταν απογοητευτικό (στην Ελλάδα ήταν το Νο.1 από την πρώτη ημέρα κυκλοφορίας του, ενώ οι αίθουσες τιμήθηκαν ελάχιστα τις εορταστικές ημέρες), όμως τη Δευτέρα που μας πέρασε σκαρφάλωσε στην κορυφή των ταμείων. Καλό word of mouth; Έτσι φαίνεται. Πάντως το Everything Everywhere All at Once το είχε ήδη πάει σε άλλο, ακόμα πιο ελπιδοφόρο επίπεδο.
Η ταινία που έγραψαν και σκηνοθέτησαν οι Dan Kwan και Daniel Scheinert, γνωστοί με το καλλιτεχνικό τους “Daniels”, έκανε άνοιγμα με 6,2 εκατομμύρια στη Βόρεια Αμερική, προσπερνώντας το Morbius, το Ambulance και το δράμα με τον Mark Wahlberg και τον Mel Gibson Father Stu.
Μπορεί τα έσοδά της να ωχριούν μπροστά στα 42 εκατομμύρια του Fantastic Beasts που ήταν τις ίδιες μέρες στο Νο.1, όμως το Everything Everywhere All at Once είναι ακριβώς το είδος ταινίας που λόγω δομικών παραγόντων αυτή τη στιγμή στη βιομηχανία δεν έχει καν πια την ευκαιρία να εισχωρήσει στο Top 10.
Πριν την πανδημία ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς μία ταινία όπως το West Side Story του Steven Spielberg να καταβαραθρώνεται στα ταμεία, όμως φαίνεται όλο και περισσότερο πως αυτό που το κοινό θέλει πραγματικά να δει στις αίθουσες είναι ταινίες της Marvel και της DC, τις πάντα αξιόπιστες στα ταμεία ταινίες κινουμένων σχεδίων, και κάποια ακόμη μπλοκμπάστερ.
Επειδή κιόλας αυτές είναι οι εγγυημένες επιτυχίες για τις αίθουσες, έχουν υπάρξει εκτεταμένες περίοδοι όπου κάθε άλλο είδος ταινίας μετά βίας καταφέρνει να μείνει στους κινηματογράφους για καιρό πλάι στις προτιμητέες για τους αιθουσάρχες προσφορές της Marvel. Το Everything Everywhere All at Once όμως δεν είναι απλώς η μοναδική αμερικανική ανεξάρτητη ταινία στο Top 10 των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και η μόνη που κερδίζει ενεργά όλο και περισσότερα χρήματα βδομάδα με τη βδομάδα.
Η ταινία είναι σχετικά απερίγραπτη, αλλά ας προσπαθήσουμε.
Το Everything Everywhere All At Once τη θρυλική Michelle Yeoh ως Evelyn, μία ιδιοκτήτρια καθαριστηρίου που αντιμετωπίζει την πιθανότητα κατάσχεσης. Ο σύζυγός της Waymond (Ke Huy Quan) θέλει να συζητήσουν την περίπτωση διαζυγίου, η κόρη της Joy (Stephanie Hsu) έχει μία σύντροφο που θα ήθελε να αποδεχθεί η μητέρα της, και ο πατέρας της Gong Gong (James Hong) μόλις έχει από την Κίνα και δεν εγκρίνει τίποτα από όλα αυτά — ούτε τον σύζυγο, ούτε την κόρη, ούτε το πλυντήριο, ούτε την Evelyn.
Σα να μην έφταναν όλα αυτά πρέπει να συναντηθεί με μία απολαυστικά κακιασμένη Jamie Lee Curtis σε ρόλο εφοριακού για να σώσει την επιχείρησή της, την ίδια μέρα που έχει, υποτίθεται, να διοργανώσει μία γιορτή για την Κινέζικη Πρωτοχρονιά. Έχουν ήδη μαζευτεί πολλά, κι αυτό πριν καν ο σύζυγός της αλλάξει σε μία εναλλακτική εκδοχή του εαυτού του που ανακοινώνει στην Evelyn ότι είναι η Εκλεκτή.
Ως παράφραση του Matrix, μία από τις πολλές ταινίες που οι Daniels σκόπιμα επικαλούνται, η Evelyn είναι η One: μία μεσσιανική φιγούρα που αγνοεί το σύνολο των δεξιοτήτων της και το πεπρωμένο της που περιμένει να ενεργοποιηθεί. Η μοίρα του κόσμου επαφίεται στο να συνειδητοποιήσει πως κατέχει την αναξιοποίητη ικανότητα να έχει πρόσβαση σε μία σειρά από εναλλακτικές της προσωπικότητες που προέρχεται απ’ το τεράστιο, ανεξιχνίαστο πολυσύμπαν. Αυτό, μάλιστα, που την κάνει τόσο μοναδική είναι πως τα πάντα στη ζωή της έχουν πάει στραβά.
Εάν το πολυσύμπαν βασίζεται σε επιλογές που οδηγούν διακλαδωτά σε εντελώς διαφορετικές πραγματικότητες, τότε αυτή η Evelyn είναι η εκδοχή του εαυτού της που φαίνεται σε κάθε συγκυρία να έχει κάνει τη χειρότερη δυνατή επιλογή, καταλήγοντας πλέον σε ένα δυσάρεστο αδιέξοδο.
Ακριβώς όμως επειδή δεν ακολούθησε τα όνειρά της, είναι η μόνη Evelyn που μπορεί να έχει πρόσβαση στα ταλέντα όλων των άλλων Evelyn: της Kung Fu Evelyn, της Τραγουδίστριας Evelyn, της Σεφ Evelyn, ακόμα και της Hot Dog Fingers Evelyn (ναι, σε ένα από τα σύμπαντα οι άνθρωποι έχουμε αναπτύξει hot dogs για δάχτυλα). Aν πρόκειται να σωθεί και με την επιβίωση καθεμίας από αυτές τις πραγματικότητες να διακυβεύεται, η Evelyn πρέπει να ανακαλύψει ότι η ευθραυστότητά της είναι η δύναμή της.
Η Evelyn διαλύεται και το Everything Everywhere All at Once αποφασίζει να τεντώσει τόσο υπερβολικά τα συναισθήματά της ώστε αυτή η μικρή ιστορία μίας γυναίκας που προσπαθεί —και αποτυγχάνει— να υπηρετήσει όλους τους ρόλους της, να γίνεται τελικά μία ανεξέλεγκτη ταινία δράσης.
Είναι ένας αυτονόητος ρόλος για μία ηθοποιό που έχει ζήσει εκατό ζωές στην καριέρα της, από μπαλαρίνα που έγινε βασίλισσα ομορφιάς μέχρι τις ταινίες στο Χονγκ Κονγκ που την έκαναν σταρ των wuxia και σε μπλοκμπάστερ πρότζεκτ όπως οι ταινίες Bond και το Star Trek: Discovery. Η Yeoh είναι 40 χρόνια στην υποκριτική αλλά όπως είπε στο GQ καμία άλλη ταινία δεν της είχε δώσει την ευκαιρία να δείξει όσα μπορεί να κάνει: «Να είμαι αστεία, να είμαι αληθινή, να είμαι λυπημένη. Τελικά κάποιος κατάλαβε ότι μπορώ να τα κάνω όλα αυτά».
Ο Ke Huy Quan στον ρόλο του συζύγου είχε πολύ διαφορετική διαδρομή ως εδώ, αλλά όχι λιγότερο ποικιλόμορφη. Αφού για ένα μικρό διάστημα μετά το Indiana Jones and the Temple of Doom και το Goonies είχε γίνει ο πιο διάσημος Αμερικανός ηθοποιός ασιατικής καταγωγής, ο Quan θα εγκατέλειπε την υποκριτική μετά τη διαπίστωση πως το Χόλιγουντ δε θα διευκόλυνε τη μετάβασή του από child star σε ενήλικους ρόλους και σίγουρα όχι βάσει του χρώματός του.
Πήγε σε σχολή κινηματογράφου, πέρασε πίσω από τις κάμερες, έκανε χορογραφίες μάχης για το X-Men και εργάστηκε ως second unit assistant director για το 2046 του Wong Kar-Wai. Σε μία βινιέτα της ταινίας τόσο πιστής στην αισθητική του Wong Kar-Wai που θα τη μπέρδευες με απόσπασμα της φιλμογραφίας του σπουδαίου σκηνοθέτη, o Quan, πολύ ταιριαστά, γίνεται ένας Tony Leung, και το ζωντανό μονοπάτι που θα μπορούσε να είχε πάρει η καριέρα του σε εκείνο το σύμπαν που το Χόλιγουντ είναι πιο φιλόξενο.
Ως Waymond είναι η καρδιά του Everything Everywhere All at Once και η σχέση του με την Evelyn της Yeoh είναι η άγκυρα της ταινίας μέσα στο χάος. Στον πυρήνα του δεσμού τους βρίσκεται ένα ερώτημα που διατρέχει ολόκληρο το φιλμ – θα ήταν καλύτερα τα πράγματα αν οι ζωές τους δεν είχαν ενωθεί;
Καθώς η ταινία θα πηδάει από πραγματικότητα σε πραγματικότητα, θα προτείνει τρόπους με τους οποίους η σχέση τους βγάζει άρρητο νόημα.
Η ιστορία τους δε μοιάζει με υπερβατική κινηματογραφική ιστορία αγάπης που ξεπερνάει διαρκώς τα εμπόδια με κάποιο εμψυχωτικό σάουντρακ στο background, αλλά στο τέλος είναι περίπου αυτό – μία γήινη αγάπη, μία συντροφικότητα διαρκείας που απεικονίζεται με γλυκούς και συγκεκριμένους τρόπους, ένα λαβ στόρι για δύο γονείς σε ξένα εδάφη που κάνουν ό,τι μπορούν για να σώσουν την κόρη τους από την αποξένωση και την κατάθλιψη. (Απλά το σάουντρακ είναι το επιθετικά millennial Absolutely (The Story of a Girl) των Nine Days. Δεν είστε έτοιμοι).
Βλέποντας την εξαίσια χορογραφημένη, θαυμαστά μονταρισμένη εισαγωγή του φιλμ – θέλω πολύ να κάνω μία πρώιμη πρόβλεψη υποψηφιότητας Καλύτερου Μοντάζ για τον Paul Rogers που υποδιαιρεί χώρο και χρόνο χωρίς να πέφτει σε ασυνέπειες – με το κλειστοφοβικό διαμέρισμα-καθαριστήριο όπου ζουν μαζί, αισθάνεσαι πως το Everything Everywhere All at Once θα μπορούσε να είναι ένα τίμιο, ρεαλιστικό δράμα για το υψηλό κόστος ζωής στη σύγχρονη Αμερική και για τις διαγενεακές ανησυχίες οικογενειών που ενσωματώθηκαν σε αυτή μετά τη μετανάστευσή τους.
Μετά το Encanto, το Umma και το Turning Red, το Everything All at Once είναι άλλωστε μία ακόμη πρόσφατη ταινία που διαπραγματεύεται το διαγενεακό τραύμα.
Στο Encanto η μητριάρχισσα γιαγιά της οικογένειας έπρεπε να έρθει αντιμέτωπη με την πίεση που ασκούσε στους απογόνους της, τόσο φυσικοποιημένη πια που κυριολεκτικά γκρέμιζε το σπίτι τους. Το ίδιο έπρεπε να μάθει η μητέρα της 13χρονης Καναδής-Κινέζας Min – και η δική της μητέρα με τη σειρά της – σε σχέση με την καταπιεστική της στοργή. Το Umma πάλι πήγε στην πλευρά του τρόμου και προσγειώθηκε στο camp, με με τη Sandra Oh ως ανύπαντρη μαμά από την Κορέα να κρύβει μυστικά για το παρελθόν της.
Το Everything Everywhere All at Once έχει το μεγαλύτερο εύρος και φιλοδοξία απ’ όλα, είναι μεταξύ άλλων μία ιστορία για το βάρος των προσδοκιών μεταξύ των γενεών, και από όλα τα προηγούμενα το μόνο που επικεντρώνεται στον μετανάστη γονέα αντί στο παιδί του. Θα μπορούσε λοιπόν να είναι η “σοβαρή” εκδοχή αυτής της διακειμενικής συζήτησης, ένα Farewell για το 2022.
Η ταινία όμως ανήκει στους τύπους που ξεχώρισαν αρχικά με το Turn Down For What, το πιο παλαβό μουσικό κλιπ της περασμένης δεκαετίας όπου μεταξύ άλλων ένας εκ των σκηνοθετών (ο Kwan) έσπαγε τούβλα πάνω στο πέος του, και αργότερα με το ντεμπούτο μεγάλου μήκους τους Swiss Army Man. Μία εγκάρδια ταινία για το κλανιάρικο πτώμα του Harry Potter.
Μπορεί φυσικά να διαχωρίσει κανείς τις δύο ταινίες, αλλά θα αδικούσε όσα λέει το νήμα που τις ενώνει για την ταυτότητα των Daniels. Εκείνη ήταν μία έξυπνα κατασκευασμένη, αδιάκοπα – σχεδόν αφόρητα – ιδιότροπη, ευφάνταστη φαντασίωση για έναν ταξιδιώτη (Paul Dano) που δημιουργεί μία φιλία με ένα πτώμα (με πολλά, πολλά αέρια), στο οποίο προβάλλονταν γκροτέσκα οι δικές του αυτοκτονικές ορμές.
Είχε ακραία σκατολογικό χιούμορ αλλά στην καρδιά του ήταν μία συγκινητική εξερεύνηση της μοναξιάς και της μεταμορφωτικής ελευθερίας που μπορείς να αποκτήσεις όταν επιτρέπεις σε άλλους να μπουν στον κόσμο σου. Γι’ αυτό δεν ήταν καθόλου τυχαίο το lo-fi ομάζ του στον Spielberg, όταν για απολύτως κανέναν προφανή λόγο οι δύο χαρακτήρες αποφάσισαν να αναπαραστήσουν σκηνές από το Jurassic Park με props που είχαν βρει γύρω-γύρω στο νησί.
Εκτός από το Matrix και τον Wong Kar-Wai που έχουν ήδη αναφερθεί, οι Daniels μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας τους Larkin Seiple κάνουν μπόλικες ακόμα αναφορές, από μία παρωδία του Ratatouille που πρέπει να δεις για να πιστέψεις ότι κάποιος τη σκέφτηκε – πόσο μάλλον την έγραψε, σκηνοθέτησε και μόνταρε – μέχρι περιβάλλοντα που θα φανταζόταν ο Kubrick και το 2:1 Netflix aspect ratio του Netflix για να παραπέμψουν στις ρομαντικές του κωμωδίες.
Πέρα από την υποδειγματική τους επιδεξιότητα με τη φόρμα όμως, οι Daniels έχουν ξεκάθαρη μέθοδο και οπτική. Είναι απλή: Η ζωή είναι όμορφη αλλά ακατάστατη, άρα η ακαταστασία είναι όμορφη.
Οι ταινίες τους είναι ερωτικές επιστολές προς το χονδροειδές και το αλλόκοτο, όχι ως στοιχεία που βρωμίζουν τον αφηγηματικό χώρο για να φωτιστούν οι καλύτερες πλευρές της ζωής μέσα από την αντίθεση, αλλά γιατί είναι τα ίδια καλές πλευρές της. Οι κλανιές του Swiss Army Man ήταν μέρος του μηνύματος.
Η ταινία δεν ήταν συγκινητική παρά την παρουσία τους αλλά εξαιτίας της, όπως το Everything Everywhere All at Once δεν αποκτά βάθος παρά τα hot dog δάχτυλα, τους θανάτους από dildo και τους kung fu μαχητές με αντικείμενα φρακαρισμένα στον πρωκτό τους αλλά εξαιτίας τους. Τα πάντα είναι θέμα οπτικής.
Η εμπειρία του Everything Everywhere All at Once είναι ένα εκατομμύριο διαφορετικές αφηγήσεις να σε γρονθοκοπούν ταυτόχρονα προσομοιώνοντας το FOMO που προκαλεί η τεχνολογία για μέρη που δεν έχουμε πάει, ανθρώπους που δε γνωρίσαμε και πράγματα που δεν κάναμε, όσο δύο καλοπροαίρετοι κινηματογραφιστές προσπαθούν να σε αγκαλιάσουν μέχρι θανάτου. Τα καρτουνίστικα gags και ο μανιώδης ρυθμός της ταινίας αντανακλά το πώς ισορροπούμε τη μελαγχολία μας με τη μανία.
Ο πλανήτης φλέγεται κυριολεκτικά και μεταφορικά. Βομβαρδιζόμαστε με εικόνες πολέμου, περιβαλλοντικής κατάρρευσης και κοινωνικής αναταραχής. Οι ανησυχίες του να είσαι ζωντανός το 2022 είναι οριακά εξουθενωτικές — πώς να λειτουργήσουμε σε ένα τοπίο όπου κάθε μέρα φέρνει μια νέα αποκάλυψη; Είμαστε περικυκλωμένοι από όλες τις πλευρές, και αυτό αρκεί για να μας μουδιάσει, να μας απευαισθητοποιήσει σε σχέση με τον πόνο της σύγχρονης ύπαρξης.
Το Everything Everywhere All At Once αναγνωρίζει αυτή την ανθυγιεινή αισθητηριακή υπερφόρτωση και τη φαντάζεται να συμβαίνει σε κλίμακα απείρου, μέσω ενός μυαλού που εκτίθεται σε κάθε πληροφορία, κάθε σύμπαντος, χωρίς να μπορεί να την αφομοιώσει. Η ταινία είναι ένας στοχασμός πάνω στον νιχιλισμό και το νόημα της ζωής, μία παραβολή για το διαγενεακό τραύμα και μία ματιά στις ζωές που δε ζήσαμε, αλλά είναι και ένας καθρέφτης για την εξάρτησή μας από το διαδίκτυο και τη μετατόπισή μας από τον ενθουσιασμό μας για την τεχνολογία στον τρόμο μας για τον γιγαντωμένο ρόλο της.
Ξεκινώντας από τον Zuckerberg στο Social Network και τους κακοποιητικούς συντρόφους στο Invisible Man ή το Made For Love, μέχρι τα τηλεοπτικά πορτραίτα έκπτωτων βασιλιάδων της Silicon Valley όπως το Super Pumped και το WeCrashed, οι Tech Κακοί έχουν προοδευτικά κάνει πιο έντονη την παρουσία τους στην ψυχαγωγία μας.
Την ίδια στιγμή το κόνσεπτ του πολυσύμπαντος που υπήρξε πάντοτε εκεί στις ιστορίες μας έχει γίνει στόχος του μεγαλύτερου franchise των ημερών μας και ετοιμάζεται να γίνει στόχος και του αντίπαλου στούντιο με το The Flash. Το Spider-Man: No Way Home δε θα μείνει στην ιστορία *απλά* ως η ταινία που έσωσε τις αίθουσες το 2021, αλλά ως μία εμβληματική στιγμή στην ποπ κουλτούρα, τελεία. Γιατί είναι αυτές οι ιστορίες ακόμα πιο ελκυστικές στις μέρες μας αν όχι επειδή συνδυάζουν τη διαφυγή από την πραγματικότητα (μέσα από άλλες πραγματικότητες) με μία αναγνωρίσιμη υπερπληροφόρηση;
Η ιδέα του πολυσύμπαντος γίνεται οικεία όταν οι πολλαπλές ζωές στο διαδίκτυο συμβαίνουν ήδη αναλόγως με το όνομα του χρήστη και την πλατφόρμα που βρίσκεται, ενώ παράλληλα μπορούμε εύκολα να πέσουμε πάνω στις μικροφούσκες και τις υποκουλτούρες άλλων χρηστών, έχοντας στο μεταξύ άλλα 30 tabs ανοιχτά.
“Can I Interest You in Everything All of the Time/A little bit of everything/All of the time/Apathy’s a tragedy/And boredom is a crime/Anything and everything/All of the time,” τραγουδούσε ο Bo Burnham στο Netflix special του Inside για την επιδείνωση της κακοφωνίας ερεθισμάτων και το μούδιασμά μας μπροστά της.
Το special έκανε πρεμιέρα κατά τη διάρκεια της τελευταίας διετίας, όταν βρεθήκαμε όλοι πιο online από ποτέ, αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουμε την υπαρξιακή απόγνωση μίας παγκόσμιας πανδημίας ενώ ταυτόχρονα αναμενόταν από εμάς να λειτουργήσουμε ως συνήθως. Το καπιταλιστικό σύστημα απαιτεί να τακτοποιούμε τις ανησυχίες μας ώστε να παραμένουμε παραγωγικοί (το Severance της Apple TV+ είναι ένα εξαιρετικό σχόλιο πάνω σε αυτό), αυτή τη φορά παρά το pause της κανονικότητάς μας, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό για τον καθένα από μας, και για πολλούς παρά το παραλυτικό άγχος που ένιωθαν για την υγεία τους. Να ‘ναι καλά τα 30 tabs που μας κράτησαν παρέα.
Το Everything Everywhere All at Once θέλει να αποτυπώσει αυτό το συναίσθημα του ολοένα αυξανόμενου χάους και της αίσθησης ότι υπάρχουν κόσμοι που δραπετεύουν, με τους οποίους δε θα μπορέσουμε ποτέ να συνδεθούμε, τολμώντας να κάνει μία ερώτηση που άλλες mainstream ιστορίες για multiverses δεν έχουν κάνει ακόμα. Εάν κάθε μεμονωμένη επιλογή διακλαδίζεται σε ένα άλλο σύμπαν, άρα θα πρέπει να υπάρχει ένας άπειρος αριθμός συμπάντων, που σημαίνει ότι οι επιλογές δεν έχουν σημασία. Άρα γιατί να σε νοιάζουν καν οι επιλογές σου; Τι νόημα έχουν; Τι νόημα έχεις;
Η ταινία βιάζεται γιατί ξέρει ότι αν πάρει ανάσα θα πρέπει να απαντήσει. Ξαφνικά θα το κάνει βάζοντας μπροστά τον χαμηλό τόνων ηρωισμό της ανθρώπινης καλοσύνης, και μία οικογένεια με τόσο δυνατούς δεσμούς που θα κατορθώσει να μην παρασυρθεί από την πλημμύρα. Αν κρατηθούμε ο ένας από τον άλλο μπορεί να μην παρασυρθούμε ούτε κι εμείς.
Το Everything Everywhere All at Once (Τα Πάντα Όλα στα ελληνικά) κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Tanweer.