Πώς το Χόλιγουντ διαμορφώνει τις ιδέες μας για την ενδοοικογενειακή βία
- 25 ΝΟΕ 2021
Στο μεταξύ η Alex θα αποφασίσει να εργαστεί ως καθαρίστρια, κατά κύριο λόγο σε σπίτια ευκατάστατων οικογενειών που απευθύνονται στην εταιρεία όπου έχει προσληφθεί.
Η σειρά βασίστηκε στο best-seller βιογραφικό βιβλίο Maid: Hard Work, Low Pay, and a Mother’s Will to Survive της Stephanie Land, μίας γυναίκας που ξέφυγε από τη βία στο σπίτι του δικού της κακοποιητικού συντρόφου σε ηλικία 29 ετών, μητέρα μόνη, άνεργη, χωρίς αποταμιεύσεις και χωρίς πτυχίο. Θα μετακόμιζε σε ένα καταφύγιο αστέγων, αργότερα σε επιδοτούμενη στέγαση, θα έκανε εγγραφή σε όποιο κυβερνητικό πρόγραμμα μπορούσε, και θα έπιανε δουλειά ως καμαριέρα.
Βασιζόμενη σε αυτή την εξαντλητική εμπειρία της ως καθαρίστρια, η Land είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο στο Vox το 2015 με τίτλο «Πέρασα 2 χρόνια καθαρίζοντας σπίτια. Αυτά που είδα με έκαναν να μη θέλω να γίνω ποτέ πλούσια».
Το άρθρο ήταν γεμάτο ηδονοβλεπτικές λεπτομέρειες για όσα έμαθε η Land για τους πελάτες της, αλλά και περιγραφές για τη διαφορά μεταξύ της δικής της επισφαλούς ύπαρξης με τη ζωή πολυτελείας των πελατών της. Μέχρι σήμερα έχει συγκεντρώσει πάνω από 1,3 εκατομμύρια προβολές, ενώ πυροδότησε και την έκδοση του best-seller της.
Η επιτυχία του Maid σε όλα τα μέτωπα διαχείρισης, από την ύπουλη μορφή της συναισθηματικής βίας μέχρι το σαθρό σύστημα στήριξης των επιζωσών από το κράτος, άνοιξε ξανά συζητήσεις για την κακοποίηση. Aυτές όμως έχουν την τάση μετά από λίγο να σβήνουν.
«Η δημόσια συζήτηση για την ενδοοικογενειακή βία είναι πολύ σποραδική», είχε εξηγήσει η Diane Shoos, καθηγήτρια οπτικών σπουδών στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Michigan, σε άρθρο του πανεπιστημιακού της ιδρύματος. «Κάθε φορά που υπάρχει κάποιο event στα μέσα ενημέρωσης ή κάποια νέα ταινία που θίγει το θέμα το συζητάμε, αλλά η συζήτηση σβήνει συνήθως αρκετά γρήγορα. Εγώ ήθελα να ρίξω μια πιο βαθιά ματιά».
H Margaret Qualley και ο Nick Robinson στο “Maid”
Η Shoos ειδικεύεται στον κινηματογράφο και την απεικόνιση του φύλου σε αυτόν, στις φεμινιστικές προσεγγίσεις του μέσου και σε άλλα οπτικά μέσα, και στην οπτικοποίηση της ενδοοικογενειακής βίας στα media. Υπηρέτησε επίσης για 18 χρόνια ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου, και για αρκετά χρόνια ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου στο Barbara Kettle Gundlach Shelter Home, ένα καταφύγιο για τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας και τα παιδιά τους.
Η πιο βαθιά ματιά που αναφέρει ήρθε με το βιβλίο της Domestic Violence in Hollywood Film: Gaslighting, όπου μελέτησε ένα σύνολο ταινιών του Χόλιγουντ που επικεντρώνονται στη βία από άντρες συντρόφους, αντί να τη χρησιμοποιούν ως παρασκήνιο ή ως κάποια δευτερεύουσα πλοκή.
«Ένας από τους λόγους που επέλεξα τις ταινίες του Χόλιγουντ είναι λόγω της προσβασιμότητάς τους και της πανταχού παρουσίας τους—έχουν μεγάλο κοινό που εκτείνεται σε όλο τον κόσμο. Με ενδιέφερε ο τρόπος με τον οποίο αυτές οι ταινίες θα μπορούσαν να διαμορφώσουν τις απόψεις μας για την ενδοοικογενειακή βία ως κοινωνικό πρόβλημα».
«Παρατηρούσα ξανά και ξανά πως η αναπαράσταση στον κινηματογράφο και την τηλεόραση απείχε πολύ από αυτό που συνέβαινε πραγματικά στις κακοποιημένες γυναίκες», περιέγραψε. «Ήθελα να μιλήσω για τους λόγους και τις συνέπειες αυτού του χάσματος. Υπάρχει ένα ορισμένο επίπεδο άρνησης γι’ αυτό και υπάρχει ένας τρόπος με τον οποίο ως κοινωνία στρεφόμαστε στις κακοποιημένες γυναίκες για να εξηγήσουμε την ενδοοικογενειακή βία – τι έκαναν για να την προκαλέσουν ή γιατί δεν έφυγαν. Σκέφτηκα ότι ήταν πολύ σημαντικό να κοιτάξουμε στις ταινίες γιατί όλη η πολιτιστική εκπροσώπηση μάς επηρεάζει, αλλά ειδικά εάν πρόκειται για ένα θέμα που δεν το βιώνουμε εμείς ή το βιώνουμε από δεύτερο χέρι, όταν ίσως γνωρίζουμε ή έχουμε κάποια στην οικογένειά μας που κακοποιήθηκε».
Τα στερεότυπα της κακοποίησης στο σινεμά
Η Shoos εξετάζει έξι ταινίες γύρω από την κακοποίηση των γυναικών: το Gaslight (1944), το Sleeping with the Enemy (1991), το What’s Love Got To Do With It (1993), το Dolores Claiborne (1995), το Enough (2002) και το Safe Haven (2013). Αν και πιστεύει ότι η καθεμία από τις ταινίες εμπεριέχει θετικά στοιχεία, «υπάρχουν ορισμένοι χαρακτηρισμοί και αφηγηματικά μοτίβα σε αυτές που έχουν καθιερωθεί και ριζώσει τόσο πολύ, που φαίνεται να έχουμε κολλήσει σε αυτά εντός και εκτός της αίθουσας».
«Υπάρχουν αποδεδειγμένες φόρμουλες που προσελκύουν το κοινό. Δύο παραδείγματα είναι το είδος σασπένς-θρίλερ και το είδος δράσης. Φυσικά υπάρχουν θετικά σε αυτά τα είδη γιατί φέρνουν κόσμο στις αίθουσες. Κάποιος που μπορεί να μην πάει ποτέ να δει μια ταινία για την ενδοοικογενειακή βία μπορεί να πάει σε μια ταινία δράσης με πρωταγωνίστρια την Jennifer Lopez».
Αναφέρεται στο Enough, μία μετριοπαθής αλλά ηχηρή επιτυχία της Lopez όπου ο χαρακτήρας της δραπετεύει από τον κακοποιητικό της σύζυγο και, αφού εκπαιδεύεται στις πολεμικές τέχνες, τον βγάζει δια παντός από τη μέση. Παρότι η ταινία παίρνει ξεκάθαρα το μέρος της κακοποιημένης γυναίκας, η Shoos επισημαίνει ότι απεικονίζει μία μη ρεαλιστική και επικίνδυνη μορφή ενδυνάμωσης του θύματος που περιλαμβάνει τη φυγή και την αλλαγή της ταυτότητάς της πριν αντισταθεί τελικά στον θύτη.
«Είναι μία παρουσίαση της γυναικείας αυτενέργειας στην υπερβολή, πολύ προβλέψιμη σε αυτό το σημείο, με το τέλος της αφήγησης να είναι συνήθως ο θάνατος του θύτη από την κακοποιημένη γυναίκα. Όχι μόνο ξεφορτώνονται οι γυναίκες τους κακοποιητές τους σε αυτές τις ταινίες, αλλά τη γλιτώνουν κιόλας, κάτι που είναι εντελώς παραπλανητικό και δε δίνει καμία αναφορά στο τι πραγματικά συμβαίνει στις κακοποιημένες γυναίκες που σκοτώνουν».
«Οι περισσότερες από αυτές τις ταινίες αναγνωρίζουν ότι υπάρχουν καταφύγια, τηλεφωνικές γραμμές και εντολές προσωπικής προστασίας», συνέχισε η Shoos, «αλλά στη συνέχεια δείχνουν ότι αυτοί οι πόροι δεν είναι μόνο ανεπαρκείς, αλλά ολικά αποτυχημένοι. Αυτό ρίχνει τα πάντα πάνω στη γυναίκα. Είναι τελείως απομονωμένη και στη συνέχεια η αφήγηση την οδηγεί σε μία αντιπαράθεση με τον κακοποιητή της».
«Το πρόβλημα με αυτό είναι πως οι γυναίκες που κακοποιούνται σπάνια αναζητούν τέτοιες αντιπαραθέσεις. Προσπαθούν να καταλάβουν και να αντιμετωπίσουν τη συμπεριφορά του άνδρα και να διατηρήσουν την ερωτική σχέση, και κυρίως προσπαθούν να σταματήσουν τη βία. Μερικές φορές πρέπει να ξεφύγουν για να το κάνουν αυτό. Αλλά όποιος έχει εργαστεί στην ενδοοικογενειακή βία γνωρίζει ότι η εκδίκηση δεν είναι το κύριο κίνητρο για τις κακοποιημένες γυναίκες. Θέλουν να έχουν μία ασφαλή ζωή και θέλουν να έχουν μία σχέση αγάπης που δεν είναι βίαιη και απειλητική για αυτές και τα παιδιά τους».
Σημειώνει επίσης ότι η πλειονότητα των ταινιών του Χόλιγουντ για την ενδοοικογενειακή βία επικεντρώνεται σε λευκές γυναίκες της μεσαίας και ανώτερης μεσαίας τάξης, με τους πόρους να δραπετεύσουν, παραγκωνίζοντας τις γυναίκες της κατώτερης τάξης ή διαφορετικού χρώματος. Αυτό ενισχύει την ιδέα ότι είναι σχετικά εύκολο για μια γυναίκα να εγκαταλείψει μία κακοποιητική σχέση γιατί απλώς πρέπει να αποφασίσει να το κάνει. Βρίσκει την εξαίρεση του What’s Love Got to Do With It που ακολουθούσε την Angela Bassett ως Tina Turner στην προσπάθειά της να απαγκιστρωθεί από τον βίαιο γάμο της με τον Ike Turner, αλλά σε αυτή την περίπτωση υπήρχε ο σελέμπριτι παράγοντας.
Η αναπαράσταση των κακοποιητών
Ο Charles Boyer και η Ingrid Bergman σε σκηνή του “‘Gaslight”
Η Shoos εντοπίζει επίσης προβλήματα με την απεικόνιση των δραστών.
«Οι κακοποιητές παρουσιάζονται ως απόλυτα τέρατα σε αυτές τις ταινίες, ακόμα κι αν φαίνονται φυσιολογικοί στην αρχή. Αυτό ενισχύει την ιδέα ότι η βίαιη συμπεριφορά είναι αναγνωρίσιμη και προφανής. Μας επιτρέπει να σταθούμε έξω από τη σχέση και να πούμε ότι είναι τόσο εύκολο να δούμε τι συμβαίνει και τι πρέπει να κάνει η γυναίκα.
Αλλά μόνο και μόνο επειδή κάποιος φαίνεται να είναι ένα συμπαθές άτομο, ένας υπέροχος πατέρας, ένας επαγγελματίας, κάποιος που έχει σεβασμό στην κοινότητα, δε σημαίνει ότι δεν κακομεταχειρίζεται τη σύντροφό του. Πρέπει να το πάρουμε αυτό το μάθημα, καθώς και το μάθημα ότι η ψυχολογική και η συναισθηματική κακοποίηση και όχι η σωματική είναι οι κύριες μορφές ενδοοικογενειακής βίας».
Παρόλο που είναι η παλαιότερη ταινία στη λίστα της, η Shoos ξεχωρίζει το Gaslight ως την καλύτερη δουλειά στην απεικόνιση της ψυχολογικής κακοποίησης, μέσα από τις στρατηγικές που χρησιμοποιεί ο σύζυγος στη γυναίκα του για να την δυσφημήσει και να την κάνει να αμφισβητεί την ίδια της την πραγματικότητα.
«Εννοείται πως θα πρέπει να ανησυχούμε για τη σωματική βία, αλλά αυτή δεν είναι η κύρια μορφή κακοποίησης», εξηγεί. «Συχνά, πολύ καιρό μετά τη διακοπή της σωματικής κακοποίησης, ο έλεγχος που ασκούν οι κακοποιοί στις γυναίκες μπορεί να εξακολουθεί να υπάρχει».
Είναι αρκετές βέβαια οι θετικές πτυχές που βρίσκει και στις υπόλοιπες από τις παραπάνω ταινίες. Στο Enough και το What’s Love Got to Do With It για παράδειγμα έχουν σκηνές που βοηθούν τον θεατή να καταλάβει το πώς η μητρότητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να χειραγωγηθεί μία κακοποιημένη γυναίκα.
Την ίδια στιγμή στο Sleeping With the Enemy, το blockbuster όπου μία κακοποιημένη Julia Roberts σκοτώνει τελικά τον βίαιο σύζυγό της, οι θεατές γίνονται μάρτυρες της μικροδιαχείρισης που κάνει εκείνος στην καθημερινότητα της συζύγου του, μέχρι και στο πώς είναι ευθυγραμμισμένες οι πετσέτες για τα χέρια τους. Έτσι γίνονται σαφείς οι λόγοι που ο χαρακτήρας της Roberts νιώθει παγιδευμένη στο ίδιο της το σπίτι.
Είχε αναφερθεί και στο Big Little Lies ως καλό παράδειγμα γιατί ενώ ακολουθεί μερικές από τις τυπικές αφηγήσεις – επικεντρώνεται σε λευκές γυναίκες στην πλούσια κοινότητα του Μοντερέι στην Καλιφόρνια – οι ιστορίες της σειράς έρχονται σε αντίθεση σε προϋπάρχουσες ιδέες για τους κακοποιητές και τις κακοποιημένες γυναίκες, δείχνοντας τις επιπτώσεις της κακοποίησης στα παιδιά και παρουσιάζοντας διάφορες μορφές ψυχολογικής κακοποίησης.
Η λύση για την ενδοοικογενειακή βία στο σινεμά
Ο σκοπός της μελέτης που εξέδωσε η Shoos πάντως δεν ήταν να βρει την ιδανική ταινία για την κακοποίηση, αλλά να καταδείξει την ανάγκη για περισσότερες αναπαραστάσεις της ενδοοικογενειακής βίας που θα αναδεικνύουν την πολυπλοκότητα τέτοιων σχέσεων.
Αυτό είναι και μέρος της λύσης που προτείνει.
«Όσο περισσότερα διαφορετικά είδη ιστοριών υπάρχουν εκεί έξω, ειδικά ιστορίες που δείχνουν την αυτενέργεια των κακοποιημένων γυναικών ακόμη και μέσα στις κακοποιητικές σχέσεις τους, τόσο το καλύτερο. Οι γυναίκες αντεπεξέρχονται, καταλαβαίνουν, γνωρίζουν τα όρια, γνωρίζουν τους κινδύνους πολύ καλύτερα από ό,τι μπορεί οποιοσδήποτε εκτός της σχέσης τους.
Νομίζω ότι εξακολουθούμε να θεωρούμε ότι οι κακοποιημένες γυναίκες δεν είναι τόσο έξυπνες ή δυνατές κατά κάποιο τρόπο, ενώ στην πραγματικότητα ο καθένας μπορεί να καταλήξει σε κακοποιητική σχέση. Το να μην παίρνουμε στα σοβαρά τις οπτικές των ανθρώπων που έχουν βρεθεί σε αυτές τις καταστάσεις, να μην τις βλέπουμε ως ειδικές σχετικά με το τι πρέπει ή δεν πρέπει να κάνουν σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή, είναι τεράστιο λάθος».