Πώς ξεκίνησε να γράφει ο κορυφαίος Raymond Carver
Φέτος συμπληρώνονται 36 χρόνια από τον πρόωρο θάνατο ενός από τους σημαντικότερους συγγραφείς όλων των εποχών. Το OneMan ανατρέχει στην αρχή της ανυπέρβλητης λογοτεχνικής πορείας του.
- 2 ΑΥΓ 2024
Ο Raymond Carver γεννήθηκε στο Κλάτσκανι του Όρεγκον στις 25 Μαϊου 1938. Μισό αιώνα αργότερα, στις 2 Αυγούστου 1988, πέθανε στο Πορτ Άνχελες της Ουάσινγκτον, «κατά κάποιον τρόπο σαν ένας γίγαντας, ένας από τους πατριάρχες των Αμερικανικών Γραμμάτων. Ένας νέος Hemingway, ένας δημιουργός εφάμιλλης πνοής με τους μεγάλους δασκάλους που λάτρεψε τη ζωή του. Αλλά μαζί κι ένας καλλιτέχνης απαράμιλλης ανθρωπιάς και καλοσύνης» όπως σημειώνει ο Έλληνας μεταφραστής του, Γιάννης Τζώρτζης.
Όλα αυτά στον πρόλογο του απαραίτητου για κάθε βιβλιοθήκη συγκεντρωτικού τόμου «Τόσο πολύ νερό τόσο κοντά στο σπίτι» (Μεταίχμιο, 2021) στον οποίο περιλαμβάνονται τρεις συλλογές του μεγάλου αμερικανού διηγηματογράφου: 1. Αρχάριοι, 2. Λοιπόν, θα πάψεις, σε παρακαλώ;, 3. Καθεδρικός ναός.
Με αφορμή την φετινή, τριακοστή έκτη επέτειο του θανάτου του ανυπέρβλητου Αμερικανού συγγραφέα, το ταλέντο του οποίου ευτυχώς αναγνωρίστηκε και εξυμνήθηκε απ’ όλους όσο ακόμη ήταν εν ζωή, το OneMan ανατρέχει σε μία πολύ μεγάλη συνέντευξη του στο περιοδικό Paris Review το καλοκαίρι του 1983. Μια συνέντευξη που ξεκινά με μία τόσο απλή και τόσο ουσιαστική ερώτηση:
-Πώς ήταν τα πρώτα χρόνια της ζωής σου και τι σε έκανε να θέλεις να γράψεις;
«Μεγάλωσα σε μια μικρή πόλη στα ανατολικά της Ουάσινγκτον ονόματι Γιακίμα. Ο πατέρας μου ήταν υλοτόμος. Βοηθούσε στη φροντίδα των πριονιών που χρησιμοποιούνταν στο κόψιμο των ξύλων. Η μητέρα μου εργαζόταν ως πωλήτρια λιανικής ή σερβιτόρα, διαφορετικά έμενε σπίτι, αλλά δεν έμενε για πολύ καιρό σε καμία δουλειά. Θυμάμαι κουβέντες σχετικά με τα “νεύρα” της. Στο ντουλάπι κάτω από το νεροχύτη της κουζίνας είχε πάντα ένα μπουκάλι με “φάρμακο για τα νεύρα” και έπινε δυο κουταλιές κάθε πρωί. Το φάρμακο για τα νεύρα του πατέρα μου ήταν το ουίσκι. Πολύ συχνά είχε κι εκείνος ένα μπουκάλι κάτω από τον ίδιο νεροχύτη ή κάπου έξω στο ξύλινο υπόστεγο. Θυμάμαι να πίνω μια φορά κρυφά, να αηδιάζω και να αναρωτιέμαι πώς μπορεί κάποιος να πίνει αυτό το πράγμα.
Το σπίτι ήταν μικρό με δύο υπνοδωμάτια. Μετακομίζαμε συχνά όταν ήμουν παιδί αλλά πάντα σε μικρά σπίτια με δύο υπνοδωμάτια. Το πρώτο σπίτι όπου μπορώ να θυμηθώ ότι ζούσαμε, κοντά στο παζάρι της Γιακίμα, είχε εξωτερική τουαλέτα. Όλα αυτά στα τέλη της δεκαετίας του ’40. Ήμουν οχτώ ή δέκα ετών τότε. Περίμενα συχνά στη στάση του λεωφορείου τον πατέρα μου να επιστρέψει από τη δουλειά. Συνήθως ήταν ακριβής σαν ρολόι.
Αλλά κάθε δυο εβδομάδες περίπου δεν θα ήταν στο λεωφορείο. Θα έμενα να τον περιμένω μέχρι να έρθει το επόμενο αλλά ήξερα ότι δεν θα ήταν ούτε σε εκείνο. Όταν συνέβαινε αυτό σήμαινε ότι είχε πάει να πιει με τους φίλους του από το εργοστάσιο. Ακόμη θυμάμαι το αίσθημα καταστροφής και απελπισίας που αιωρούνταν πάνω από το τραπέζι του δείπνου όταν η μητέρα μου, εγώ και ο μικρός μου αδερφός καθόμασταν να φάμε», λέει ο Carver απαντώντας κατά το ήμισυ.
Το Paris Review επιμένει: Αλλά τι σε έκανε να θέλεις να γράψεις;
Και τώρα ο Raymond Carver θα περάσει στο πολύτιμο «παρασύνθημα»:
«Η μόνη εξήγηση που μπορώ να σας δώσω είναι ότι ο μπαμπάς μου, μου έλεγε πολλές ιστορίες για τον ίδιο όταν ήταν παιδί και για τον μπαμπά του και τον παππού του. Ο παππούς του είχε πολεμήσει στον Εμφύλιο. Πολέμησε και για τις δύο πλευρές! Ήταν αποστάτης. Όταν οι Νότιοι άρχισε να χάνει τον πόλεμο, πέρασε στους Βόρειους και άρχισε να πολεμάει μαζί τους. Ο πατέρας μου γελούσε όταν έλεγε αυτή την ιστορία. Δεν έβρισκε τίποτα κακό σε αυτό και υποθέτω ούτε εγώ. Τέλος πάντων ο μπαμπάς μου, μου έλεγε ιστορίες χωρίς ηθικό δίδαγμα για το πώς γυρνοβολούσε στο δάσος ή για το πώς έπαιζε στις γραμμές του τρένου προσέχοντας να μην τον δουν οι φύλακες. Λάτρευα την παρέα του και λάτρευα να τον ακούω να μου λέει αυτές τις ιστορίες.
Μια στο τόσο μου διάβαζε φωναχτά κάτι από τα βιβλία του. Γουέστερν του Ζέιν Γκρέις. Αυτά ήταν τα πρώτα σκληρόδετα βιβλία, πέρα από τα σχολικά και τη Βίβλο, που είδα ποτέ. Δεν συνέβαινε συχνά αλλά αραιά και που τον έβλεπα ξαπλωμένο στο κρεβάτι το απόγευμα να διαβάζει. Φάνταζε σαν μια πολύ ιδιωτική πράξη σε ένα σπίτι και μια οικογένεια που δεν υπήρχε ιδιωτικότητα. Συνειδητοποίησα ότι υπήρχε αυτή η ιδιωτική πλευρά του, κάτι που δεν καταλάβαινα και για το οποίο δεν γνώριζα τίποτα, αλλά κάτι που εκφραζόταν μέσω αυτής της περιστασιακής ανάγνωσης.
Με ενδιέφερε αυτή του η πλευρά και η πράξη καθαυτή. Του ζητούσα να μου διαβάσει κάτι και το έκανε από μια τυχαία σελίδα του βιβλίου που είχε μπροστά του. Μετά από λίγο έλεγε: “Μικρέ, πήγαινε να κάνεις κάτι άλλο τώρα”. Υπήρχαν λοιπόν ένα σωρό πράγματα να κάνω. Εκείνο τον καιρό πήγαινα για ψάρεμα στο ποταμάκι που δεν απείχε πολύ από το σπίτι μας. Λίγο αργότερα άρχισα να κυνηγάω πάπιες και χήνες. Αυτό με συνάρπαζε, να κυνηγάω και να ψαρεύω. Αυτό άφηνε αποτύπωμα στη συναισθηματική μου ζωή και γι’ αυτό ήθελα να γράψω.
Εκείνη την εποχή, πέρα από κανένα ιστορικό ή αστυνομικό μυθιστόρημα, διάβαζα κατά κύριο λόγο τα περιοδικά Sports Afield and Outdoor Life και Field & Stream (σ.σ. αμφότερα για το κυνήγι και το ψάρεμα). Έγραψα ένα μεγαλούτσικο πράγμα για το ψάρι που μου ξέφυγε ή για το ψάρι που έπιασα, και ζήτησα από τη μητέρα μου να το δακτυλογραφήσει. Δεν ήξερε πώς αλλά πήγε να νοικιάζει μια γραφομηχανή, ας είναι καλά εκεί που είναι, και καταφέραμε να το δακτυλογραφήσουμε κακήν κακώς και να το στείλουμε. Θυμάμαι ότι υπήρχαν δύο διευθύνσεις στην ταυτότητα του περιοδικού, οπότε το στείλαμε στο γραφείο κυκλοφορίας που ήταν πιο κοντά σε εμάς. Το κείμενο τελικά επιστράφηκε αλλά δεν με πείραξε. Είχε κάνει τη βόλτα του στον κόσμο, εκείνο το χειρόγραφο είχε πάει σε διάφορα μέρη. Κάποιος το είχε διαβάσει πέρα από τη μητέρα μου, ή τουλάχιστον αυτό ήλπιζα.
Μετά είδα μια αγγελία στο (περιοδικό) Writer’s Digest. Ήταν η φωτογραφία ενός άντρα, ενός επιτυχημένου συγγραφέα προφανώς, που κατέθετε σε κάτι που λεγόταν Palmer Institute of Authorship (σ.σ. ένα σχολείο για φερέλπιδες σεναριογράφους). Έμοιαζε ό,τι πρέπει για μένα. Υπήρχε μηνιάτικο. Είκοσι δολάρια, δέκα ή δεκαπέντε κάθε μήνα για τρία χρόνια ή τριάντα χρόνια, κάτι τέτοιο. Υπήρχαν εβδομαδιαίες αναθέσεις και προσωποποιημένες αποκρίσεις.
Το έκανα για μερικούς μήνες. Μετά ίσως να βαρέθηκα. Σταμάτησα να κάνω τη δουλειά. Οι γονείς μου σταμάτησαν να πληρώνουν. Σύντομα λάβαμε ένα γράμμα από το Ινστιτούτο που με ενημέρωνε ότι αν εξοφλούσα θα μπορούσα να πάρω το πιστοποιητικό ολοκλήρωσης. Κάτι παραπάνω από δίκαιο. Κάπως έπεισα τους γονείς μου να πληρώσουν τα υπόλοιπα χρήματα και εν καιρώ πήρα το δίπλωμα και το κρέμασα στον τοίχο του υπνοδωματίου μου. Αλλά στο Γυμνάσιο όλοι υπέθεταν ότι θα αποφοιτούσα και θα πήγαινα να δουλέψω στο εργοστάσιο ξυλείας.
Για πολύ καιρό ήθελα να κάνω τη δουλειά που έκανε ο πατέρας μου. Σκόπευε να ρωτήσει τον επιστάτη να με πάρει στη δουλειά μετά την αποφοίτηση μου. Οπότε δούλεψα στο εργοστάσιο για έξι μήνες περίπου. Αλλά μίσησα τη δουλειά και ήξερα από την πρώτη μέρα ότι δεν ήθελα να την κάνω για το υπόλοιπο της ζωής μου. Δούλεψα αρκετά για να μαζέψω χρήματα για ένα αμάξι και μερικά ρούχα ώστε να μπορέσω να φύγω από το πατρικό μου και να παντρευτώ».
Και τα υπόλοιπα, όπως λένε, είναι ιστορία.
Από τις εκδόσεις Μεταίχμιο κυκλοφορούν σε μετάφραση Γιάννη Τζώρτζη ο συγκεντρωτικός τόμος «Τόσο πολύ νερό τόσο κοντά στο σπίτι» καθώς και η συλλογή «Ελέφαντας» με τα επτά τελευταία διηγήματα που έγραψε ο Raymond Carver.