ΒΙΒΛΙΟ

Πόσο μας πειράζει που το Φεστιβάλ Αθηνών θα μιλάει φέτος ‘βελγικά’;

Έξι άνθρωποι του θεάτρου δίνουν την απάντηση στο ερώτημα που μας άφησε όλους με το στόμα ανοιχτό.

Μέχρι και την περασμένη Τρίτη, πίστευα ακράδαντα ότι δεν υπάρχουν λόγια που θα μπορούσαν να περιγράψουν επακριβώς μία αμήχανη στιγμή. Δεν ξέρω το γιατί. Μάλλον θα φταίει το γεγονός ότι αυτή η ριμάδα η εικόνα έχει κολλημένη στο φουρό της μία χιλιάδα λέξεων. Beat that.

Τέλος πάντων.

Από την προχθεσινή συνέντευξη τύπου του καινούριου καλλιτεχνικού διευθυντή επιμελητή του Διεθνούς πλέον, Φεστιβάλ Αθηνών, μέχρι σήμερα (συγκεκριμένα τώρα που γράφω το παρόν κείμενο) έχω συλλέξει πάμπολλες αμήχανες στιγμές και ελάχιστες εικόνες που θα μπορούσαν να περιγράψουν το εν λόγω σκηνικό.

Ποιο είναι το σκηνικό: Το Υπουργείο Πολιτισμού έδωσε στον Βέλγο και διεθνούς φήμης καλλιτέχνη, Γιαν Φαμπρ, το σκήπτρο της καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Φεστιβάλ Αθηνών, το οποίο παρεμπιπτόντως, ο ίδιος δεν απεδέχθη παρά μόνο ως ‘καλλιτεχνική επιμέλεια’. Για τους δικούς του λόγους. Μετά από αυτήν τον επίμονο διαχωρισμό της θέσης του και την προσθήκη της λέξης ‘διεθνούς’ μπροστά από το Φεστιβάλ Αθηνών, ο ίδιος ξεκίνησε να δίνει μία εικόνα του προγράμματος που έχει στο μυαλό του.

Ένα πρόγραμμα με τριάντα περίπου παραστάσεις βελγικού περιεχομένου και ένα αφιέρωμα στην καλλιτεχνική δράση του ίδιου και το έργο του.

Διαβάζω στη Huffington Post Greece την Δέσποινα Τριβόλη να γράφει ότι “Mετά από σχεδόν δύο ώρες παρουσίασης του νέου Φεστιβάλ δεν είδαμε συγκεκριμένες ημερομηνίες, ονόματα, παραγωγές, ή χώρους παραστάσεων – με ελάχιστες φυσικά εξαιρέσεις“. Διαβάζω στα social media, πολλούς καλλιτέχνες μουδιασμένους, ενοχλημένους. Και ουσιαστικά, αποκομμένους από ένα θεσμό που, τουλάχιστον η πολιτεία τον παρουσιάζει ως το σπίτι τους. Διαβάζω συνάδελφους δημοσιογράφους με λέξεις όπως είναι η ‘ντροπή’ να συνοδεύουν την είδηση ότι ο Γιαν Φαμπρ ανέλαβε την καλλιτεχνική επιμέλεια του Διεθνούς Φεστιβάλ Αθηνών.

Ναι, αμήχανη στιγμή. Και ναι, δεν περιγράφεται. Θέλω να πιστεύω όμως, ότι αναλύεται. Από ανθρώπους που έχουν ζήσει το Φεστιβάλ Αθηνών, έχουν δουλέψει σε αυτό, το έχουν αγαπήσει.

Η πρόταση που ζήτησα από ανθρώπους που συνεισφέρουν με το δικό τους τρόπο και ταλέντο στο Φεστιβάλ Αθηνών, νυν Διεθνές Φεστιβάλ Αθηνών, να μου σχολιάσουν είναι η εξής μία: “Φεστιβάλ Αθηνών με Βέλγο καλλιτεχνικό επιμελητή”.

Γιώργος Νανούρης, ηθοποιός, σκηνοθέτης

 

Προσπαθώ να καταλάβω πως ένας άνθρωπος δέχεται να αναλάβει μια θέση για την οποία ο ίδιος ομολογεί μετά πως δεν είναι ικανός γι αυτήν.

Προσπαθώ να καταλάβω πως αναλαμβάνει να βγάλει καλλιτεχνικό πρόγραμμα για το Φεστιβάλ μιας χώρας  τη οποίας το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι του είναι παντελώς άγνωστο, όπως ο ίδιος ομολογεί.

Προσπαθώ να καταλάβω γιατί δέχτηκε! Πόσο σοβαρά μπορεί να πάρει κανείς έναν τέτοιο άνθρωπο; Ποιός του δίνει το δικαίωμα να αλλάζει το όνομα σε έναν κρατικό θεσμό, ποιος του δίνει το δικαίωμα να παίξει μπάλα (!) όπως μας είπε χωρίς όμως να του έχουν δωθεί κανόνες για το παιχνίδι, ποιος του δίνει το δικαίωμα να αποκαλεί εθνικιστές τους πολίτες μιας χώρας επειδή θέλουν να δουλέψουν σε αυτήν και ποιος του δίνει το δικιώμα με τα δικά μας χρήματα να πληρώνει μόνο τους δικούς του ανθρώπους σε μια χώρα που ψυχορραγεί οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά.

Προσπαθώ να καταλάβω γιατί μετά από αυτές τις δηλώσεις δεν του είπε κανείς τίποτα! Προσπαθώ να καταλάβω γιατί δεν είμαστε ήδη όλοι στους δρόμους.

Βασίλης Μαυρογεωργίου, ηθοποιός, σκηνοθέτης, δάσκαλος υποκριτικής, θεατρικός συγγραφέας

 

Τι να πεις πραγματικά; Τα λόγια περιττεύουν. Το ζήτημα μοιάζει τόσο ακραίο που μόνο μούδιασμα μπορείς να νιώσεις. Αυτό που θα ήθελα να πω είναι ότι τα τελευταία χρόνια ηθοποιοί και συντελεστές έχουν καταντήσει να εργάζονται για το τίποτα. Αν εξαιρέσεις τους κρατικούς φορείς και την Στέγη οι περισσότεροι δουλεύουν με ποσοστά ή με αστείους μισθούς που κάνουν αυτό το επάγγελμα να μοιάζει περισσότερο με καπρίτσιο των καλλιτεχνών παρά με πραγματική ανάγκη. Κι έτσι ακριβώς αισθανόμαστε τα τελευταία 8 χρόνια που έπαψαν τελείως οι επιχορηγήσεις από το υπουργείο πολιτισμού. Ότι κάνουμε το καπρίτσιο μας. Το μήνυμα είναι απολύτως ξεκάθαρο από την μεριά της πολιτείας. Δεν χρειαζόμαστε τόσους πολλούς καλλιτέχνες. Στην πραγματικότητα λιγότερο από το 10% των ηθοποιών εργάζεται με υγιείς όρους. Και στην συνέντευξη τύπου που δόθηκε προχθές στο μουσείο της Ακρόπολης από τον νέο καλλιτεχνικό διευθυντή(;) Γιαν Φαμπρ το μήνυμα ήταν πως χρειαζόμαστε ακόμη λιγότερους. Προφανώς αυτό το καλοκαίρι η ανεργία στον κλάδο θα φτάσει στο 99%. Πως γίνεται να φιλοξενούμε κατά αποκλειστικότητα παραγωγές από το εξωτερικό όταν τα πράγματα βρίσκονται στο επίπεδο της επιβίωσης; Πώς μιλάμε για διεθνισμό όταν εθνικά  είμαστε στο στάδιο της παράγκας;  Τι συμβολίζει ο πολιτισμός; Ποια η ανάγκη να έρχονται σημαντικοί καλλιτέχνες απ το εξωτερικό και πόσο σημαντικό είναι να ακούγεται η καλλιτεχνική φωνή της χώρας μας; Προσωπικά θεωρώ ότι τα τελευταία χρόνια το Φεστιβάλ Αθηνών κρατούσε μια ιδανική ισορροπία, σεβόμενο την κατάσταση μιας χώρας στο χείλος της καταστροφής χωρίς να χάνει τον διεθνή του χαρακτήρα ικανοποιώντας την ανάγκη για δουλειές σημαντικών καλλιτεχνών από άλλες χώρες. Ύστερα από μια πολύ δύσκολη χρόνια σε όλους τους τομείς, με ζητήματα όπως το μεταναστευτικό, την απόλυτη οικονομική κατάρρευση, τις ιδέες του ολοκληρωτισμού που βρίσκουν όλο και περισσότερα στόματα για να εκφραστούν, το κλίμα ενός πολιτικού αποπροσανατολισμού, σε μια γωνία του κόσμου που έχει μεγάλη ανάγκη να μιλήσει για όλα αυτά θέματα, το να αναλαμβάνει κάποιος την καλλιτεχνική διεύθυνση ενός φεστιβάλ με διεθνή χαρακτήρα χωρίς να προσπαθεί να αφουγκραστεί αλλά περισσότερο με την ανάγκη να μιλήσει ο ίδιος είναι κάτι που το βρίσκω αδιανόητο έως και κουτό. Ένα διεθνές φεστιβάλ οφείλει να έχει δύο κατευθύνσεις από έξω προς το μέσα και από μέσα προς τα έξω. Θα ήθελα επίσης να ρωτήσω ορισμένα πράγματα.

1) Το υπουργείο πολιτισμού γιατί συνεχίζει να κρίνει τους σπουδαστές των δραματικών σχολών σε εισαγωγικές και τελικές εξετάσεις αφού δεν τους εξασφαλίζει απολύτως τίποτα για το μέλλον; Αφού η αγορά είναι εξευτελιστικά ελεύθερη ας δίνουν οι σπουδαστές εξετάσεις κατευθείαν στις σχολές με δική τους ευθύνη.

2) Ο θεατρόφιλος πρωθυπουργός της χώρας μας γνωρίζει ότι στις περισσότερες παραστάσεις που παρακολουθεί, οι ηθοποιοί δεν πληρώνονται; Κι αν ναι γιατί δεν ορίζεται ένα ακριβότερο εισιτήριο ειδικά για αυτόν; Ίσως κοντά στα 5000 ευρώ;

3) Ο ίδιος πρωθυπουργός που ευχαρίστησε χθες τον Βέλγο καλλιτέχνη επειδή έκανε το Φεστιβάλ διεθνές, είχε παρακολουθήσει κάποια παράσταση στην Πειραιώς τα τελευταία χρόνια; Κι αν ναι τι κατάλαβε;

4) Ο κόσμος θα στηρίξει άραγε τις φετινές παραγωγές του Φεστιβάλ ή θα μποϊκοτάρει;

5) Ο Μπομπ Ουίλσον, η Ιζαμπέλ Υπέρ, ο Ρομέο Καστελούτσι που είχαν έρθει παλιότερα ήταν απατεώνες;

6) Τι θα γίνει;

Γιώργος Λυκιαρδόπουλος, θεατρικός παραγωγός, με την πρόταση της Ορέστειας στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών

 

Προσωπικά δεν με ενοχλεί καθόλου ότι κάποιος ξένος ήρθε να αναλάβει κάτι ελληνικό. Ίσα ίσα που υπάρχουν περιπτώσεις όπου ξένοι έχουν περισσότερη εμπειρία και επαφές στην διεθνή σκηνή και άρα, μπορούν περισσότερο να εξελίξουν παρά να καταστρέψουν έναν θεσμό. Το δικό μου βασικό πρόβλημα, είναι το γεγονός ότι ο διορισμός ενός τέτοιου προσώπου δεν γίνεται βάσει κανόνων και ορίων, αλλά εν λευκώ. Είναι καίρια ευθύνη του Υπουργείου Πολιτισμού να προασπίσει, να στηρίξει και να προωθήσει (στην Ελλάδα και στο εξωτερικό) τον Ελληνικό Πολιτισμό.  Είναι επίσης υποχρέωση του να δημιουργήσει ανάπτυξη και θέσεις εργασίας για τους Έλληνες καλλιτέχνες.  Εάν λοιπόν δεν δοθούν οι παράμετροι του παιχνιδιού στον εκάστοτε Καλλιτεχνικό Διευθυντή τότε παραμένει εκτεθειμένο στις όποιες αποφάσεις του οι οποίες μπορεί να μην «προστατεύσουν» την εγχώρια πολιτιστική σκηνή την οποία μπορεί εύλογα ένας Βέλγος, ένας ξένος να αγνοεί.

Ένα άλλο θέμα που με προβληματίζει είναι αυτό το ‘καλλιτεχνικός επιμελητής’ που με επιμονή φρόντισε ο ίδιος να μας καταστήσει σαφές. Επιμελούμαι, σημαίνει δεν φέρω καμία ευθύνη. Δεν διευθύνω. Προτείνω. Κοινώς, μπορεί η όλη παρουσία του στο Φεστιβάλ να κάνει καλό, μπορεί να κάνει και τέρατα αλλά εκείνος δεν θα φέρει ποτέ την παραμικρή ευθύνη: ούτε διοικητική, ούτε οικονομική και εν τέλει ούτε καλλιτεχνική.

Θα ήθελα σε αυτό το σημείο, να κάνω μία ειλικρινή συμπλήρωση: Θα το δεχόμουν πιο εύκολα αν ο κύριος Φαμπρ συμπλήρωνε την πρότασή του για την εισαγωγή του βελγικού πολιτισμού στην Ελλάδα, με την εξαγωγή του ελληνικού πολιτισμού στο Βέλγιο και σε διεθνή φεστιβάλ. Δεν άκουσα κάτι τέτοιο όμως. Δυστυχώς.

Ράνια Τριβέλλα, υπεύθυνη εκδόσεων Εθνικού Θεάτρου (έως Δεκέμβριο 2014), θεατρολόγος

Αρχικά, εύχομαι καλό ξεκίνημα. Ο Φαμπρ είναι ένας πολυσχιδής καλλιτέχνης ο οποίος πιστεύω και ελπίζω ότι θα έχει να δώσει πολλά στα ελληνικά δρώμενα. Μπορώ να καταλάβω την αγωνία των περισσότερων για την έκβαση της επιλογής του συγκεκριμένου ανθρώπου στην συγκεκριμένη θέση, όμως είμαι υπέρ του πειραματισμού. Ειδικά στην τέχνη. Ο Φαμπρ έχει το ταμπεραμέντο και την τρέλα αν θέλετε, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένα άκρως θετικό αποτέλεσμα. Και γιατί όχι, θετικά μου ακούγεται η αλλαγή του ονόματος του Φεστιβάλ από ελληνικό σε διεθνές. Θετική επίσης και η ανακοίνωση ότι στη χώρα μας θα έρθουν σπουδαία ονόματα όπως αυτό του Καστελούτσι, του Μπομπ Ουίλσον και άλλων. Γιατί να μην πιστέψουμε σε έναν καλλιτέχνη με τόση ιστορία πίσω του και να βλέπουμε αρνητικά; Από εμένα ευχές για καλή αρχή και επιτυχημένη συνέχεια. Μακάρι να αφήσει και στο ελληνικό Φεστιβάλ το στίγμα του. Πολιτισμός σημαίνει ανάταση, σημαίνει μέλλον.

Κώστας Γάκης, ηθοποιός, σκηνοθέτης

 

Δηλώνω τη βδελυγμία μου και την πλήρη απαξίωσή μου στον γελοίο και ευθυνόφοβο Φαμπρ. Πρέπει να φύγει. Αυτά γι αυτόν. Οφείλω ωστόσο να κατακρίνω όλο το σάπιο και σαθρό status quo των θεατρικών μας πραγμάτων που ουσιαστικά μας έφεραν σε σημείο να μας επιβληθεί. Δηλώνω λοιπόν τη βδελυγμία μου για την εξαρτημένη τέχνη των ιδρυμάτων, των τραπεζών, των sponsors, της είσδυσης ισχυρών lobbie μεσα στα κρατικά θέατρα καθώς και μιας λογικής “ημετέρων” που μονοπώλησαν τα τελευταία χρόνια το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Δηλώνω τη βδελυγμία μου για τους αυλοκόλακες ηθοποιούς που γλείφαν κι ακόμα γλείφουν για να είναι μέρος μιας πίττας τέχνης αποσυναισθηματοποιημένης, χυδαία φορμαλιστικής, μιας τέχνης συνωνύμου της μεταμοντερνιστικής μπουρδολογίας και ημιμάθειας, μιας τέχνης για την τέχνη πλήρως αποκομμένης από τις ανάγκες του κοσμάκη. Δηλώνω  τη βδελυγμία μου για απόπειρες φανερής ή κρυφής λογοκρισίας εκ μέρους κρατικών θεάτρων. Δηλώνω τη βδελυγμία μου για κάτι περιοδικά του συρμού που με αστεράκια και κουπόνια καθοδηγούν προβατοειδείς “θεατρόφιλους” στη μια ή την άλλη must πρόταση. Πλάι σε όλο αυτό τον οχετό βαδίζει ήσυχα και προσηλωμένα το μικρό μανιφέστο της ομάδας μου και άλλων ομάδων που έντιμα και ουσιαστικά χτίζουν με υγεία και προσήλωση μια σχέση καρδιάς και αλήθειας με το κοινό όλης της χώρας.

Γιώργος Παπαγεωργίου, ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας, μουσικός

 

Η ανακοίνωση του ‘Φεστιβάλ Φαμπρ’ δεν εξόργισε μόνο γιατί ‘χτύπησε’ τον πλέον τσακισμένο κλάδο μου. Ούτε γιατί μέσα στην αλαζονεία της είναι εντελώς εκτός ελληνικής πραγματικότητας. Εξόργισε γιατί χτύπησε κάπου πιο βαθιά. Στην αξιοπρέπεια μας. Στην πιο απλή, καθαρή μορφή της. Σε αυτό που όλοι νοιώθουν να προσβάλλεται όταν διαβάζουν την ανακοίνωση του σε σχέση με το ελληνικό δυναμικό στον Φεστιβάλ. Σε αυτό που όλοι ένοιωσαν όχι μόνο σαν άνθρωποι των τεχνών, αλλά και σαν πολίτες αυτής της χώρας. Και το πρόβλημα είναι ακριβώς πλέον στη σχέση μεταξύ πολίτη και χώρας. Και η λέξη που διέπει πλέον αυτή τη σχέση είναι μία. Κοροϊδία. Η αντίδραση; Δράση. Μόνο. Όχι άλλα λόγια, όχι άλλο ιντερνετικό ξεσάλωμα, όχι άλλα θυμωμένα τσιτάτα. Δράση. Τώρα. Γιατί στην πολιτική χυδαιότητα πρέπει να απαντάς με γενναιότητα.

Υ.Γ: Και κάτι ακόμα: Πού ακριβώς τα προηγούμενα χρόνια το Ελληνικό Φεστιβάλ έχασε το διεθνή του χαρακτήρα και χρειάζεται να τον ξαναβρεί;  Μήπως οι: Romeo Castellucci, Ariane Mnouchkine,Thomas Ostermeier, Olivier Py, Robert Wilson, Fiona Shaw, Christoph Marthaler, Krzysztof Warlikowski είναι.. Έλληνες; Μήπως κατοικούν στο Παγκράτι; Ή γεννήθηκαν στο Βόλο ή τη Λάρισα; Γιατί αν είναι έτσι τότε χρειαζόμαστε επειγόντως ένα Διεθνές Φεστιβάλ. Γιατί αρκετά πίσω μείναμε.

*Η κεντρική φωτογραφία είναι του Γιάννη Παλεολόγου/ SOOC