Πόσους Εξορκιστές αντέχεις να δεις σε μια καθισιά;
Αυτό τον Οκτώβρη βλέπουμε ξανά όλες τις ταινίες ενός παράλογου franchise, όπου καμία απολύτως ταινία δε μοιάζει ούτε ελάχιστα με τις άλλες.
- 30 ΟΚΤ 2022
Αν το Halloween ήταν και θα παραμείνει για πάντα το πιο απολαυστικά περίπλοκο franchise τρόμου ως προς τα πολλαπλά timelines και τις ιστορίες που γράφονται κι επανεγγράφονται σβήνοντας τις προηγούμενες, η σειρά των Εξορκιστών πετυχαίνει κάτι σχεδόν πιο εντυπωσιακό: Η κάθε ταινία είναι ένα μικρό σύμπαν από μόνη της.
Το franchise, που ποτέ δεν επρόκειτο να εξελιχθεί σε τέτοιο (εξ ου και η δημιουργική του τόλμη), μετρά επισήμως 4-5 ταινίες απλωμένες σε 45 χρόνια, ενώ του χρόνου αναμένεται να κυκλοφορεί το πρώτο μέρος μιας νέας τριλογίας από τον David Gordon Green– φίλο του σάιτ και δημιουργό μιας αντίστοιχης τριλογίας για το Halloween.
Σε αντίθεση με κάθε άλλο (έστω και κατά λάθος) franchise τρόμου, ο Εξορκιστής δεν διαθέτει καν έναν προφανή χειροπιαστό ανταγωνιστή, έναν μπαμπούλα αν θέλετε. Ναι, ο Pazuzu ή ο διάβολος αν προτιμάτε, δίνει το παρών σε κάθε ταινία της σειράς παραμένοντας ουσιαστικό το μόνο σταθερό σημείο αναφοράς, όμως η φύση του συγκεκριμένου εχθρού σημαίνει πως στην ουσία δεν παρακολουθούμε κάποιο αγώνα επιβίωσης χαρακτήρων ενάντια σε έναν εμφανή εχθρό. Παρά μια αγωνιώδη πάλη απέναντι σε κάτι πολύ πιο αόριστο κι αχαρακτήριστο– συχνά, ακόμα και τον εαυτό τους, τις ενοχές τους.
Είναι περίεργη πρώτη ύλη για μια σειρά ταινιών τρόμου, γιατί αντιστέκεται στη φόρμουλα, στη δράση, ακόμα και στον ίδιο τον τρόμο– η πιο πρόσφατη από τις ταινίες του franchise, το Dominion του Paul Schrader δύσκολα χαρακτηρίζεται «τρόμου», ενώ στον Εξορκιστή ΙΙΙ δεν επρόκειτο καν να υπάρχει σκηνή εξορκισμού μέχρι που το στούντιο απαίτησε μία, που προστέθηκε φορετά στο ήδη γυρισμένο φινάλε.
Το τρομερά αξιοσημείωτο είναι, εκτός του ότι κάθε ταινία έχει γυριστεί από άλλο σκηνοθέτη, πως καμία δεν μοιάζει ούτε στο ελάχιστο με άλλη του franchise. Σε κάποιο βαθμό αυτό οφείλεται στη γέννηση του πρώτου φιλμ, και τον παράλληλο δημιουργικό έλεγχο που ασκούσαν εκεί δύο διαφορετικοί άνθρωποι, κανείς εκ των οποίων δεν είχε στα αλήθεια το στούντιο στο πλευρό του. Το αποτέλεσμα ήταν κεντρική γραφή να μην υφίσταται και κάθε φορά να δοκιμάζεται κάτι καινούριο, σαν από την αρχή.
Αλλά το αληθινό μυστικό είναι τελικά άλλο. Πως στην πραγματικότητα, ποτέ δεν είχε δουλειά αυτή η σειρά ταινιών να υπάρχει. Ο Εξορκιστής ήταν ένα πολύ συγκεκριμένο έργο, η συνεργασία ενός λογοτέχνη με υπαρξιακά ερωτήματα πίστης με έναν άφοβο κινηματογραφιστή με εκπληκτική αίσθηση χώρου και αφηγηματικής ωμότητας. Έτσι προέκυψε μια ταινία τρόμου που περιλαμβάνει τεράστια ρίσκα και ακρότητες σε επίπεδο εικόνας και ιδεών, που όχι απλά εξελίχθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες στην ιστορία του σινεμά (μέχρι και πριν 5 χρόνια ήταν η εμπορικότερη R-rated ταινία στην ιστορία του box office) αλλά και έσπασε κάθε ταμπού και σύνορο, διεκδικώντας 10 Όσκαρ και κερδίζοντας 2, ανάμεσα στα οποία εκείνο του Σεναρίου!
Τα πάντα είναι πρωτοφανή σε αυτό το φιλμ, μια άσκηση ενοχών, πίστης και συσσωρευμένου συλλογικού σκότους, μια εξερεύνηση του ανείπωτου και του ασυνείδητου σε μια περίοδο που η Αμερική αρχίζει να μετρά πληγές και ετοιμάζεται να εισέλθει στον συντηρητισμό και την αντιδραστικότητα των ‘80s. Στις δεκαετίες που ακολουθούν, η ταινία όχι μόνο παραμένει σταθερό σημείο αναφοράς, αλλά προσκαλεί διαρκώς νέες αναγνώσεις, σε επίπεδα κοινωνικά, προσωπικά, θεολογικά, ηθικά, φεμινιστικά. Κι όλα αυτά, για ένα φιλμ που ξεκίνησε με μέτριο άνοιγμα και αβέβαιη κριτική υποδοχή, φτάνοντας σήμερα να θεωρείται κλασική.
Η εμπορική επιτυχία που τελικά γνώρισε το φιλμ καθώς άρχισε να μεγαλώνει το κύκλωμα διανομής βδομάδα με τη βδομάδα, οδήγησε το στούντιο στην απόφαση να γυριστεί σίκουελ. Αρχικά επρόκειτο κατά παραδοχή των παραγωγών να είναι κάτι πολύ φτηνό, με επαναχρησιμοποιημένα πλάνα, πιθανώς κομμένες σκηνές και γωνίες λήψης, που απλά να επαναλαμβάνει στοιχεία της ίδιας ιστορία. Η λεγόμενη ξεπέτα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο σκηνοθέτης του πρώτου φιλμ William Friedkin κι ο συγγραφέας William Peter Blatty δεν θέλησαν να αναμιχθούν, έτσι το σίκουελ τελικά γυρίστηκε από τον John Boorman (του Excalibur) που σημειωτέον είχε απορρίψει την πρόταση να γυρίσει το πρώτο φιλμ επειδή ένιωθε αηδία διαβάζοντάς το. Όπως καταλαβαίνετε, ο Boorman είχε εντελώς άλλες διαθέσεις και ιδέες και το τελικό φιλμ, Exorcist II: The Heretic είναι πράγματι αιρετικότατο, μια θεοπάλαβη ταινία τρόμου που μπλέκει το αρχέγονο με το τεχνολογικό, και οράματα Αποκάλυψης με τον βαθύ φόβο πως το κακό το κρύβουμε πάντα μέσα μας. Είναι ένα εκπληκτικό φιλμ, στην πραγματικότητα.
Η ταινία απέτυχε παταγωδώς στα ταμεία και στην κριτική και θεωρείται μέχρι σήμερα μια από τις χειρότερες όλων των εποχών– είναι παντελώς παρεξηγημένη ακριβώς επειδή αποτέλεσε σίκουελ μιας τόσο πετυχημένης και αναγνωρισμένης ταινίας δίχως σε τίποτα να της μοιάζει. Ο Friedkin είδε 30 λεπτά και τη χαρακτήρισε “piece of shit“, ο Blatty πήγε σε αίθουσα και έβαλε τα γέλια βλέποντάς την– το υπόλοιπο κοινό δεν άργησε να ακολουθήσει. Εντελώς ειρωνικά, είναι η μόνη από όλες τις ταινίες του franchise που δεν αντιμετώπισε έντονες παρεμβάσεις από το στούντιο, κάτι δηλαδή που συνέβη σε κάποιο βαθμό τόσο με το ορίτζιναλ, όσο και με τις δύο επόμενες απόπειρες.
Οι Blatty και Friedkin ξεκίνησαν παρά τις διαφωνίες τους κατά τα γυρίσματα του πρώτου φιλμ, να δουλεύουν μαζί πάνω σε ένα δικό τους, «αληθινό» σίκουελ. Όταν ο Friedkin τελικά αποχώρησε λόγω δημιουργικών διαφωνιών, o Blatty πήρε το σενάριο και το έκανε βιβλίο με τίτλο Legion. Εκεί, ένας από τους πιο περιφερειακούς χαρακτήρες του πρώτου φιλμ, ο ντετέκτιβ, παίρνει κεντρική θέση ερευνώντας τη δράση ενός σίριαλ κίλερ που θεωρητικά έχει πεθάνει 15 χρόνια πριν– όσα χρόνια πριν πέθανε κι ο Πάτερ Karras δηλαδή, διόλου τυχαία. Το βιβλίο διασκεύασε ο ίδιος σε κινηματογραφικό σενάριο, διαλέγοντας και στούντιο αλλά και τον εαυτό του για σκηνοθέτη.
Είχε προσεγγίσει αρχικά τον John Carpenter για να το γυρίσει, αλλά ο Carpenter ενώ του άρεσε το κείμενο, αποχώρησε γιατί κατάλαβε πως ο Blatty σκόπευε να έχει ο ίδιος τον δημιουργικό έλεγχο. Όσο για το στούντιο, ο Blatty επέλεξε το μικρότερο κακό ανάμεσα στις επιλογές του. H Carolco ενδιαφερόταν για το φιλμ αλλά ήθελε να υπάρχει μέσα κι η Regan (δηλαδή το δαιμονισμένο κορίτσι του πρώτου φιλμ, που είχε επιστρέψει και για το σίκουελ του Boorman) η οποία μεγαλώνοντας γεννά δαιμονισμένα δίδυμα(!). Είναι αστείο ακόμα και το ότι πρότειναν κάτι τέτοιο στον Blatty, ο οποίος είναι μεγάλος πιουρίστας σε ζητήματα μοτίβων και αισθητικής.
Ο συγγραφέας πήγε τελικά με την Morgan Creek που όμως σταδιακά επίσης του δημιούργησε προβλήματα: Αρχικά, μέσα από μια σειρά τίτλων που δοκιμάστηκαν του επέβαλαν το Εξορκιστής ΙΙΙ παρότι ούτε εξορκισμός υπήρχε στο σενάριο του Blatty, αλλά και υπονοούσε σύνδεση με όσα προηγήθηκαν. Στην πραγματικότητα, η ταινία αγνοεί πλήρως τα γεγονότα του Heretic. Παρά αφηγείται μια πλήρως νηφάλια και προσγειωμένη ιστορία ψυχολογικού κυρίως τρόμου, βουτηγμένη στις ενοχές, την ψυχολογική βία και τη θλίψη.
Το στούντιο εν τέλει επέβαλε και την ύπαρξη μιας σκηνής εξορκισμού που δεν έχει την παραμικρή σχέση με το υπόλοιπο φιλμ, με έναν χαρακτήρα που εμφανίζεται από το πουθενά απλώς και μόνο για αυτό τον σκοπό, όμως ακόμα κι έτσι ο Blatty δηλώνει περήφανος για το φιλμ καθώς δεν αλλοιώνεται τίποτα από την ουσία της ιστορίας– που καταλήγει σε ένα αληθινά θλιμμένο, σκληρό τέλος που αναλογίζεται την ματαιότητα και την πίστη ως κομμάτια του ίδιου προσωπικού χάρτη ηθικής.
Καθώς ούτε αυτό το φιλμ κινήθηκε ικανοποιητικά σε ταμεία ή στην κριτική, παρόλο που στην πορεία αναγνωρίστηκε από πολύ κόσμο ως σχεδόν ισάξιο του πρώτου, πέρασαν 14 χρόνια πριν έρθει νέα προσθήκη στο franchise. Ίσως επειδή ποτέ δεν επρόκειτο για μια εμφανή αφήγηση ενός εμφανούς μπαμπούλα –όπως γράφαμε στην αρχή– αυτή τη φορά η ιδέα είναι να πάμε πίσω στο παρελθόν και στο origin story του εμβληματικού ιερέα Merrin που υποδυόταν ο Max von Sydow στο πρώτο (και σε λίγες σκηνές του δεύτερου) φιλμ.
Όταν ο John Frankenheimer αποσύρθηκε από το πρότζεκτ για λόγους υγείας και μαζί έφυγε κι ο Liam Neeson που είχε συμφωνήσει να παίξει τον νεαρό Merrin κατά την πρώτη του συνάντηση με τον Pazuzu, επιλέχθηκε για την καρέκλα του σκηνοθέτη ο Paul Schrader. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εξέλιξη, αλλά ταυτόχρονα και δημιουργική μετατόπιση. Ο Frankenheimer ήταν ένας από τους καλύτερους αγνούς σκηνοθέτες δράσης ενώ ο Schrader πιο γνωστός για τη δημιουργία κινηματογραφικών κομματιών διάθεσης βουτηγμένα στην θρησκευτική ενοχή– κάτι που τον έκανε όντως τέλειο για κάτι σχετικό με τον Εξορκιστή βάσει θεματικών, αλλά όχι κοντά σε κάτι πιο αγωνιώδες που είχαν στο μυαλό τους οι άνθρωποι του στούντιο.
Όταν ο Schrader παρέδωσε το –ολοκληρωμένο, να σημειωθεί– φιλμ, το στούντιο φρίκαρε, έγιναν επανειλημμένες προσπάθειες να γυριστούν επιπλέον σκηνές, να προστεθεί δράση και μπόλικα τινάγματα, να μονταριστεί αλλιώς. Εν τέλει δεν βρέθηκε κοινός τόπος με αποτέλεσμα να μπει ολόκληρη η ταινία στο ράφι και να αποφασίσει το στούντιο να την γυρίσει από την αρχή.
Το πρότζεκτ ανέλαβε ο Renny Harlin, στον ρόλο του νέου Merrin παρέμεινε ο Stellan Skarsgard, το σενάριο έμεινε σε γενικές γραμμές ίδιο, αρκετοί από τους περιφερειακούς ηθοποιούς παρέμειναν στο καστ, και ένα μικρό μέρος του φιλμ του Schrader ανακυκλώθηκε (κυρίως οι σκηνές από το παρελθόν του Merrin, όπου οι Ναζί τον υποχρεώνουν να προβεί σε μια φρικιαστική πράξη που έχει αποτέλεσμα να χάσει την πίστη του). Όμως το τελικό αποτέλεσμα είναι τελείως βλακώδες. «Είναι η πιο ντροπιαστική επαγγελματική μου εμπειρία», είπε ο Blatty όταν είδε το φιλμ.
Καθώς το Exorcist: The Beginning απέτυχε εμπορικά, ο Schrader είδε πως υπάρχει ευκαιρία να του επιτραπεί να ανασυνθέσει και κυκλοφορήσει το δικό του φιλμ, που τελικά και έγινε, υπό τον τίτλο Dominion: Prequel to the Exorcist. (Αυτό άρεσε στον Blatty.) Παρότι δεν απέκτησε ποτέ κάποια σπουδαία φήμη, είναι σαφέστατα ανώτερο ως φιλμ, και πράγματι αρκετά κοντά στο ύφος του Schrader. Ένα κομψό, μετρημένο φιλμ, υπομονετικά σκηνοθετημένο πάνω στην αναζήτηση μιας χαμένης πίστης και μιας κάποιας εξιλέωσης, όπως εξάλλου συμβαίνει σε όλα τα φιλμ του σκηνοθέτη.
Η ειρωνεία; Αυτό το τελευταίο, άτυπο, αρχικά χαμένο φιλμ-υποσημείωση του franchise, είναι και το μόνο που αποτελεί κι ενός είδους συνδετικό κρίκο ανάμεσα στα προηγούμενα. Ηθελημένα ή μη. Είτε σε επίπεδο χαρακτήρων, είτε σε επίπεδο μοτίβων, είτε σε επίπεδο σκηνικού και μυθολογικών και θρησκευτικών στοιχείων, συναντάμε εδώ κομμάτια των άλλων φιλμ. Κάτι που, όπως έχει δηλώσει ο David Gordon Green, είναι κάτι που σκοπεύει επίσης να τιμήσει κι εκείνος στην επερχόμενη τριλογία του: Παρότι δηλαδή θα είναι απευθείας σίκουελ μόνο στο ορίτζιναλ φιλμ του Friedkin, ούτε θα αντικρούσει τις υπόλοιπες ταινίες, αλλά και θα περιλαμβάνει και στοιχεία τους.
Τελικά αυτή είναι και μια δίκαιη αποτίμηση. Παρόλο που κάθε μία από τις 4 αληθινές ταινίες του franchise αντιμετώπισαν δυσκολίες και παρεμβάσεις (με ακραίο αποτέλεσμα η τελευταία να γεννήσει μια ολόκληρη ταινία-δυστύχημα από τις στάχτες της) και ζόρια σε ταμεία, στην κριτική, στον δημόσιο διάλογο, παρόλο που καμία δεν μοιάζει στα αλήθεια με την άλλη και παρόλο που οι εμπλεκόμενες δημιουργικές δυνάμεις βρίσκονταν συχνά σε συγκρούσεις, ο θρίαμβος είναι αυτός: Κι οι 4 ταινίες, από 4 σημαντικούς, ολότελα διαφορετικούς δημιουργούς, είναι καλές.
***
Αν λοιπόν θέλει κανείς να τρέξει έναν μικρό ή μεγάλο μαραθώνιο Εξορκιστή αυτές τις άγιες χαλογουηνιάτικες μέρες, πώς μπορεί να κινηθεί; Προτείνουμε μερικούς πιθανούς θεματικούς μαραθωνίους με τις ταινίες του franchise (συμπεριλαμβάνοντας 1-2 μπόνους εκπλήξεις που θα εξηγήσουμε).
Οι τέσσερις οπτικές του κακού
- The Exorcist (1973)
- Exorcist II: The Heretic (1977)
- The Exorcist III (1990)
- Dominion: Prequel to the Exorcist (2005)
Οι 4 βασικές ταινίες, γυρισμένες από 4 διαφορετικούς ανθρώπους, κι οι οποίες προσεγγίζουν την ιδέα του δαιμονισμού διαφορετικά. Τον θρησκευτικό και σωματικό τρόμο του Friedkin ακολουθεί λίγα χρόνια μετά ο Boorman με ένα σίκουελ όπου το μεταφυσικό συνδέεται με το ψυχολογικό έχοντας ως δίοδο της τεχνολογία. Ο Pazuzu βρίσκεται βαθιά μέσα στον ψυχισμό της Regan την ώρα που η μυθολογία επεκτείνεται ώστε να περιλαμβάνει αναζητήσεις του Merrin στην Αφρική καθώς ψάχνει ανθρώπους-healers ανοιχτούς στα σήματα (και άρα τους κινδύνους) του αχανούς μας κόσμου.
Αφηγηματικά χαοτικό, το φιλμ ωστόσο αφοσιώνεται εντελώς σε κάθε ξέφρενη ιδέα του, φτάνοντας έτσι από φυλές στα βάθη του πολιτισμού μέχρι την τεχνολογική αιχμή, με το κακό πάντοτε να καραδοκεί ως απειλή εξωτερική και εσωτερική. Ο Boorman λέει πως θέλησε να εκμεταλλευτεί την δεδομένη ύπαρξη κοινού ώστε να προσπαθήσει να αναπτύξει κάθε του ιδέα χωρίς να αγχώνεται για το πώς θα κερδίσει τον κόσμο– κι αυτό φαίνεται τόσο στην παλαβή φιλοδοξία της ταινίας όσο και στην βίαια αρνητική αντίδραση που συνάντησε.
Αν τη δούμε όμως αποκομμένη από την προσδοκία ενός «κανονικού» σίκουελ (που έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν υπήρξε σε αυτό το franchise), και θαυμάσουμε την αισθητική της τόλμη και τις ιδέες της, έχουμε στα χέρια μας τελικά ένα πυρετώδες giallo γεμάτο εντυπωσιακές, επιθετικές συνθέσεις και μια διαφορετική προσέγγιση στο σασπένς. (Βλέπε και τις σκηνές της εμβύθισης– χωρίς αυτές θα είχε υπάρξει το Insidious?)
Ο Blatty επιστρέφει χρόνια μετά με το Legion, δηλαδή τον Εξορκιστή ΙΙΙ, και το σώμα του Πάτερ Karras νεκραναστημένο, να χρησιμοποιείται σαν μαριονέτα του Κακού. Παρά τον κάπως εκτός τόνου εξορκισμό του φινάλε η ταινία λειτουργεί απόλυτα ως υπαρξιακό πορτρέτο θλίψης και αποξένωσης. Που συν τοις άλλοις διαθέτει και το κυριολεκτικά πιο ανατριχιαστικό jump scare στην ιστορία του σινεμά τρόμου;;; Ευχαριστούμε William Peter Blatty, οι τρίχες μας έκαναν ώρες να κάτσουν ξανά κάτω.
Το κουαρτέτο ολοκληρώνεται με το πρίκουελ κατά Schrader, που όπως είπαμε μπορεί να μην είναι κάτι θρυλικό όπως κι οι τρεις (αλήθεια!) προηγούμενες ταινίες όμως λειτουργεί τόσο σε σχέση με εκείνες όσο και ως έκφραση των σταθερών εμμονών του σκηνοθέτη. Δεν χρειάζονται τρομερά πολλές αλλαγές για να γίνει πρίκουελ του Εξορκιστή το First Reformed ας πούμε– διαπραγματεύεται τις ίδιες ιδέες περί πίστης, ηθικής, ενοχής και φόβου της Αποκάλυψης.
Η τριλογία της πίστης, του William Peter Blatty
- The Exorcist (1973)
- The Ninth Configuration (1980)
- The Exorcist III / Legion (1990)
Μπόνους ταινία! Τι είναι αυτό το μεσαίο εδώ, θα με ρωτήσετε. Η πρώτη ταινία που σκηνοθέτησε ο Blatty (πριν την δεύτερη και τελευταία του, δηλαδή το Legion) ήταν μια άλλη διασκευή βιβλίου του. Δεν είναι επίσημο σίκουελ του Εξορκιστή, αλλά όπως και το Legion ακολουθεί κι αυτό έναν πιο μικρό χαρακτήρα του πρώτου φιλμ σε μια ξεχωριστή αναζήτηση που συμβαίνει στον ίδιο ευρύτερο κόσμο. Στο Legion ακολουθούμε τον ντετέκτιβ του Εξορκιστή (που εδώ παίζει ο George C. Scott) καθώς ερευνά τους θανάτους και την πιθανή σύνδεσή τους με έναν σίριαλ κίλερ νεκρό εδώ και χρόνια.
Στο Ninth Configuration, ο αστροναύτης τον οποίο η Regan προειδοποιεί να μην πάει στο διάστημα, ακυρώνει την πτήση του και μεταφέρεται σε ένα στρατιωτικό άσυλο των ΗΠΑ στις αρχές των ‘70s, το οποίο μοιάζει να τρέχουν οι ίδιοι του οι τρόφιμοι. Μέσα από μια αξιοπερίεργη δομή, με το πρώτο μισό του φιλμ ως συρραφή από κωμικά σκηνικά του παραλόγου και το δεύτερο να βυθίζεται σε πένθιμη αναζήτηση του θεού μέσα από τον πόνο και την αυτο-ανάλυση, η ταινία εξελίσσεται σε ένα φιλοσοφικό δοκίμιο με ένα συγκλονιστικό φινάλε αυτοθυσίας που οδηγεί σε ακόμα βαθύτερες αναζητήσεις.
Δεν υπάρχει κανένας εξορκισμός εδώ αλλά εξάλλου είπαμε. Στην εκδοχή του Blatty, ούτε το Legion είχε κανέναν εξορκισμό. Οι τρεις αυτές ιστορίες μαζί, συνθέτουν μια χαλαρή τριλογία φιλοσοφικών και θεολογικών στοχασμών γραμμένων ή/και σκηνοθετημένων από τον Blatty. Είναι ένα σπουδαίο, ανατριχιαστικό κινηματογραφικό σύμπαν από μόνες τους.
Πάτερ Merrin εναντίον Pazuzu
- The Exorcist (1973)
- Exorcist II: The Heretic (1977)
- Dominion: Prequel to the Exorcist (2005)
H πολύ πιο απλή διαδρομή: Οι περιπέτειες του Merrin απέναντι στο Pazuzu. Ουσιαστικά ξεκινάμε από την κλιμάκωση της μάχης τους, στον πρωτότυπο Εξορκιστή και έπειτα η ιστορία διακλαδώνεται με περίεργο (φυσικά) τρόπο. Στο Heretic πρωταγωνιστής είναι ένας ιερέας που παίζει ο Richard Burton κι ο οποίος ερευνά τις συνθήκες του θανάτου του Merrin. Ταυτόχρονα ο Max von Sydow εμφανίζεται σύντομα– τόσο σε παρελθοντικές σκηνές των ερευνών του στην Αφρική, όσο κι ως ένα είδος τεχνολογικού φαντάσματος, ως όραμα, ως πνεύμα, όπως θες πες το, καθώς ο Πάτερ Lamont (του Burton) εντοπίζει τον Pazuzu και την αλήθεια για τον θάνατο του Merrin, βαθιά μες στο υποσυνείδητο της Regan (στο ρόλο η Linda Blair που επίσης επιστρέφει).
Στο Dominion πηγαίνουμε πλέον καθαρά στο παρελθόν και ακολουθούμε τον νεαρό Merrin (στο ρόλο ο Stellan Skarsgard) που ταξιδεύει στην ανατολική Αφρική και συναντά για πρώτη φορά τον δαίμονα. Μια ιστορία, λέει η ταινία, καταδικασμένη να παίζει ξανά και ξανά στην ανθρώπινη ιστορία, δίνοντας απόλυτη έτσι σημασία στις ηθικές επιλογές. Είναι όλο αυτό ένας μάλλον ανορθόδοξος τρόπος να πεις την ιστορία μιας μεταφυσικής μάχης; Σίγουρα, αλλά με τον τρόπο του (και παρόλο που η ιστορία περνά από τα χέρια μια ντουζίνας διαφορετικών ανθρώπων, σκηνοθετών και σεναριογράφων) αυτό το στόρι όπως τελικά παρουσιάζεται καταφέρνει να είναι αποτελεσματικό.
Οι εξορκισμοί του Friedkin
- The Exorcist (1973)
- The Devil and Father Amorth (2017)
Κι άλλη μπόνους ταινία! Μία μία τις βγάζουμε. Δεκαετίες μετά τον Εξορκιστή, ο Friedkin επέστρεψε στους δαιμονισμούς με ένα «ντοκιμαντέρ» που παρακολουθεί έναν υποτίθεται αληθινό εξορκισμό. Η ταινία είναι κινείται στα όρια του exploitation κι ο σκηνοθέτης μοιάζει να παράγει b-movie προσέγγισης εικόνα και ιδέες πίσω από τα Πώς και τα Γιατί της όλης επιχείρησης, με ένα συναρπαστικό μεσαίο μέρους, που παρακολουθεί εξ ολοκλήρου τον «εξορκισμό». Αξίζει ως μπόνους περιεχόμενο στο εμβληματικό αριστούργημα του 1973, αλλά και ως μια πολύ μικρή (ίσως και ανάξια λόγου) ένδειξη του πώς βλέπει ο Friedkin αυτό το υλικό κι αυτό τον κόσμο, δίχως να έχει τον Blatty να τον τραβάει προς κάτι πιο εσωτερικό την ίδια στιγμή. Ενδιαφέρον συμπλήρωμα, σε κάθε περίπτωση.
Το παράλογο διπλό πρίκουελ
- Exorcist: The Beginning (2004)
- Dominion: Prequel to the Exorcist (2005)
Το μόνο σημείο όπου μπορώ με καθαρή συνείδηση να προτείνω την ταινία του Renny Harlin, είναι ως ένα φιλολογικού ενδιαφέροντος double feature με το Dominion. Έχει σίγουρα ενδιαφέρον να δει κανείς τις δύο ταινίες στη σειρά– έχουμε συναντήσει περιπτώσεις όπου με τη δύναμη του μοντάζ και επιπλέον/εναλλακτικού υλικού μια ταινία καταλήγει σε ριζικά διαφορετικές εκδοχές, όμως αυτό που συμβαίνει εδώ είναι κάπως μοναδικό.
Δύο ταινίες, γυρισμένες κι οι δύο ανεξάρτητα η μία από την άλλη, με ίδιο σκελετό, ίδιο backstory, ίδια γενική ιστορία, ίδιο τύπο χαρακτήρων, ίδιο πρωταγωνιστή και σκηνικό. Στη μία περίπτωση έχουμε το Dominion, και στην άλλη έχουμε το μόνο αληθινά κακό φιλμ αυτού του franchise, με τον Merrin να παίρνει Indiana Jones διαστάσεις και τον Harlin να γεμίζει το φιλμ με χαζά τινάγματα, άνευρη δράση και σαχλό gore. Είναι κάπως σαν πείραμα κιόλας.
***
Όποια διαδρομή κι αν επιλέξετε, το σίγουρο είναι πως θα δείτε απρόσμενα σίκουελ εξαρχής απρόσμενων ταινιών. Μια πειραματικών διαθέσεων σειρά στοχασμών πάνω στην πίστη, την ενοχή και την φύση του κακού, μασκαρεμένο ως ένα ενιαίο franchise ταινιών τρόμου που ούτε και το ίδιο δεν πιστεύει στην ταμπέλα του. Σε αναμονή λοιπόν για το τι ετοιμάζει στη νέα τριλογία ο David Gordon Green.