ΒΙΒΛΙΟ

Προδημοσίευση: ‘Η ηδονή’ του Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο

Εξασφαλίσαμε αποκλειστικά ένα απόσπασμα του κλασικού μυθιστορήματος που επανεκδίδεται από τις εκδόσεις 'Ψυχογιός'.

Στο βιβλίο δεν υπάρχει πρέπει και δεν πρέπει. Ό,τι διαβάζει κανείς, καλό είναι. Όπως και να το κάνουμε όμως, κάποια βιβλία θεωρούνται κλασικά για έναν λόγο. Και κάποια στιγμή στη ζωή μας, καλό θα είναι να διαβάσουμε μερικά από τα σπουδαιότερα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Η κυκλοφορία 6 κλασικών τίτλων από τις εκδόσεις Ψυχογιός στις 21 Μαρτίου, αποτελούν την καλύτερη ευκαιρία να εμπλουτίσεις την βιβλιοθήκη σου με έργα που έχουν μείνει για πάντα στην παγκόσμια λογοτεχνική ιστορία. Διευθυντής της σειράς θα είναι ο Ηλίας Μαγκλίνης, ενώ όλα τα βιβλία έχουν νέες μεταφράσεις και επίμετρα από επώνυμους βιβλιοκριτικούς.

Το Popcode, σου δίνει τη δυνατότητα να διαβάσεις μια αποκλειστική προδημοσίευση από την ‘Ηδονή’ του Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο, σε μετάφραση της Δήμητρας Δότση.

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ

Για τον αριστοκράτη δανδή Αντρέα Σπερέλι στη Ρώμη του τέλους του 19ου αιώνα, η πιο όμορφη γυναίκα είναι πάντοτε η επόμενη. Όπως όμως γίνεται με όλους τους ηδονοθήρες, κάποτε βρίσκει και ο Αντρέα τον δάσκαλό του. Μονάχα που στην περίπτωσή του, δεν είναι μία γυναίκα αλλά δύο: η Έλενα Μούτι και η Μαρία Φέρες, αμφότερες σύζυγοι άλλων ανδρών. Διχασμένος ανάμεσα στα δύο αυτά πρόσωπα που κεντρίζουν την καρδιά και το σώμα του, και παρά τη σωρεία άλλων επτά γυναικών που παράλληλα παρελαύνουν στη ζωή του, ο Αντρέα φτάνει ως το κατώφλι του θανάτου για να συνειδητοποιήσει ότι τις επιθυμεί και τις δύο πάρα πολύ. Μήπως όμως έτσι τις χάσει και τις δύο και άρα χάσει τα πάντα; 

Το εμβληματικό αυτό μυθιστόρημα του Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο ανατέμνει τον κόσμο της αλόγιστης, τυφλής επιθυμίας, της ακόρεστης δίψας για ερωτικές κατακτήσεις όπου όμως το πρόσωπο του πόθου σχεδόν δεν έχει καν πρόσωπο: το αντικείμενο του πόθου είναι ο ίδιος ο πόθος και το ξόδεμα του εαυτού έχει ως τίμημα μια γεμάτη αγκάθια μοναξιά. Με το απαράμιλλο, πληθωρικό ύφος του ο Ιταλός συγγραφέας σκιαγραφεί στην ‘Ηδονή’ τον εστέτ χαρακτήρα που αναζητά το ωραίο χάριν του ωραίου, γιορτάζοντας μια παρακμή που είναι την ίδια στιγμή μια γιορτή της ζωής και του θανάτου.

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Ο Αντρέα μπήκε.

Στην αρχή, η ατμόσφαιρα του φάνηκε πολύ ζεστή, σχεδόν αποπνικτική· ένιωσε στον αέρα την ιδιαίτερη οσμή του χλωροφορμίου· διέκρινε κάτι κόκκινο στη σκιά, το κόκκινο δαμάσκο στους τοίχους, τις κουρτίνες του κρεβατιού· άκουσε την κουρασμένη φωνή της Έλενας που ψιθύριζε: “Σας ευχαριστώ που ήρθατε, Αντρέα. Είμαι καλύτερα”.

Διστάζοντας λίγο, καθώς δεν έβλεπε καθαρά τα αντικείμενα μ’ εκείνο το αδύναμο φως, προχώρησε προς το κρεβάτι.

Εκείνη χαμογελούσε, με το κεφάλι βυθισμένο στα μαξιλάρια, ανάσκελα, στο μισοσκόταδο. Είχε δέσει το μέτωπο και τα μάγουλά της με μια λωρίδα από λευκό μαλλί που περνούσε κάτω από το πιγούνι της σαν μαγουλίκα μοναχής· το δέρμα του προσώπου της δεν ήταν λιγότερο λευκό από εκείνη τη λωρίδα. Οι εξωτερικές γωνίες των βλεφάρων της ζάρωναν από τις επώδυνες συσπάσεις των ερεθισμένων νεύρων· κάθε τόσο τα κάτω βλέφαρα τρεμόπαιζαν ακούσια· και τα μάτια της, υγρά, εξαιρετικά γλυκά, θαρρείς και τα σκέπαζε ένα δάκρυ που δεν μπορούσε να κυλήσει, κοίταζαν σχεδόν ικετευτικά ανάμεσα στις βλεφαρίδες που πάλλονταν.

Μια απέραντη τρυφερότητα κατέκλυσε την καρδιά του νέου μόλις την αντίκρισε από κοντά. Η Έλενα τράβηξε από τα σκεπάσματα το χέρι της και του το έτεινε με μια αργή κίνηση. Εκείνος έσκυψε, σχεδόν γονάτισε στην άκρη του κρεβατιού, και βάλθηκε να καλύπτει με γρήγορα και ανάλαφρα φιλιά εκείνο το χέρι που έκαιγε, εκείνο τον καρπό που παλλόταν δυνατά.

“Έλενα! Έλενα! Αγάπη μου!”

Η Έλενα είχε κλείσει τα μάτια της σαν να ήθελε να απολαύσει ακόμα πιο βαθιά εκείνο το ρυάκι της ηδονής που σκαρφάλωνε στο χέρι της, απλωνόταν στον κόρφο της και εισχωρούσε στις πιο κρυφές της ίνες. Έστρεφε το χέρι της κάτω από τα χείλη του για να νιώσει τα φιλιά του στην παλάμη της, στη ράχη του χεριού της, ανάμεσα στα δάχτυλά της, γύρω από τον καρπό της, σε όλες της τις φλέβες, σε όλους της τους πόρους.

“Φτάνει!” ψέλλισε, ανοίγοντας και πάλι τα μάτια· και με το χέρι της, που το ένιωθε κάπως μουδιασμένο, άγγιξε τα μαλλιά του Αντρέα.

Σ’ εκείνο το ανάλαφρο χάδι υπήρχε τόση λατρεία, που για την ψυχή του ήταν σαν ροδοπέταλο όταν πέφτει μέσα σε ξέχειλο ποτήρι. Κι έτσι ξεχείλισε το πάθος του. Τα χείλη του έτρεμαν κάτω από το συγκεχυμένο κύμα λέξεων που δε γνώριζε, που δεν μπορούσε να προφέρει. Ένιωσε ένα βίαιο και συνάμα θεϊκό αίσθημα, σαν να ξεπηδούσε μια νέα ζωή μέσα από το κορμί του.

“Τι γλυκύτητα! Είναι αληθινό όλο αυτό;” μονολόγησε η Έλενα χαμηλόφωνα, επαναλαμβάνοντας το χάδι της. Κι ένα ρίγος τη διαπέρασε κάτω από τα βαριά σκεπάσματα.

Μόλις ο Αντρέα έκανε να της ξαναπιάσει το χέρι, εκείνη τον παρακάλεσε…

“Όχι… Έτσι, μείνε έτσι! Μου αρέσεις!”

Τον έσπρωξε από τον κρόταφο, αναγκάζοντάς τον να ακουμπήσει το κεφάλι στην άκρη του κρεβατιού έτσι ώστε να νιώσει στο μάγουλό του το γόνατό της. Τον κοίταξε για λίγο, συνεχίζοντας να του χαϊδεύει το κεφάλι· και με μια φωνή που λίγωνε από τέρψη, ενώ ανάμεσα στα βλέφαρά της περνούσε κάτι σαν λευκή λάμψη, πρόσθεσε, τραβώντας τα λόγια της: “Πόσο μου αρέσεις!”.

Έτσι όπως άνοιγαν τα χείλη της, μαρτυρούσαν έναν ανομολόγητο ηδονισμό όταν πρόφερε την πρώτη συλλαβή εκείνου του ρήματος, τόσο υγρού και αισθησιακού στο στόμα μιας γυναίκας.

“Ξανά!” ψιθύρισε ο εραστής που έλιωνε από το πάθος, από τα χάδια της, από τη σαγήνη της φωνής της. “Ξανά! Πες μου το ξανά! Μίλα μου!”

“Μου αρέσεις!” επαναλάμβανε η Έλενα, βλέποντάς τον να την κοιτάζει στα χείλη και ίσως γνωρίζοντας τη λαγνεία που απέπνεε με εκείνη τη λέξη. Κι ύστερα σώπασαν και οι δύο. Ο ένας ένιωθε την παρουσία του άλλου να κυλά μέσα στο ίδιο του το αίμα ώσπου να γίνει η ίδια του η ζωή. Μια βαθιά σιωπή απλωνόταν στο δωμάτιο· η Σταύρωση του Γκουίντο Ρένι προσέδιδε ευλάβεια στη σκιά που σκόρπιζαν οι κουρτίνες· ο αχός της Ρώμης ακουγόταν σαν το μουρμουρητό κάποιου μακρινού κύματος.

Και τότε, με μια απρόσμενη κίνηση, η Έλενα ανασηκώθηκε στο κρεβάτι, έσφιξε στα χέρια της το κεφάλι του νέου και τον τράβηξε κοντά της, αναστέναξε από πόθο, τον φίλησε, ξάπλωσε πίσω και του παραδόθηκε.

Μα έπειτα μια απέραντη θλίψη την κυρίευσε· την κατέβαλε αυτή η σκοτεινή μελαγχολία που κρύβεται πίσω από κάθε ανθρώπινη ευτυχία, σαν το γλυφό νερό που κυλά στις εκβολές κάθε ποταμού. Έμεινε ξαπλωμένη με τα χέρια της έξω από την κουβέρτα, που κρέμονταν στα πλάγια, σαν άψυχα, και το μόνο που τα έκανε να σαλεύουν κάθε τόσο ήταν ένα ανάλαφρο σκίρτημα· κοιτούσε τον Αντρέα, με μάτια ορθάνοιχτα, με βλέμμα σταθερό, ασάλευτο, αβάσταχτο. Ένα ένα τα δάκρυά της άρχισαν να αναβλύζουν και να κυλούν σιωπηλά στα μάγουλά της.

“Έλενα, τι έχεις; Πες μου τι έχεις”, την παρότρυνε ο εραστής, πιάνοντάς την από τους καρπούς, σκύβοντας να πιει τα δάκρυα από τα βλέφαρά της.

Εκείνη έσφιγγε δυνατά τα δόντια και τα χείλη για να πνίξει τους λυγμούς της.

“Τίποτα. Αντίο. Άφησέ με, σε παρακαλώ! Θα με δεις αύριο. Πήγαινε τώρα”.

Η φωνή της και η κίνησή της ήταν τόσο ικετευτικές, που ο Αντρέα υπάκουσε.

“Αντίο”, της είπε κι ύστερα τη φίλησε στο στόμα, τρυφερά, για να γευτεί εκείνες τις αλμυρές σταγόνες και να μουσκέψει τα χείλη του με εκείνα τα ζεστά της δάκρυα. “Αντίο. Αγάπα με! Να το θυμάσαι αυτό!”

Διασχίζοντας το κατώφλι της, του φάνηκε σαν να άκουσε πίσω του αναφιλητά. Προχώρησε κάπως αβέβαιος, διστακτικός, σαν κάποιος που δε βλέπει καθαρά. Η όσφρησή του κουβαλούσε ακόμη την οσμή του χλωροφορμίου, θαρρείς και ήταν κάποιο μεθυστικό άρωμα· όμως σε κάθε του βήμα κάτι δικό του ξεγλιστρούσε από μέσα του, χανόταν στον αέρα· κι εκείνος, από μια ενστικτώδη παρόρμηση, ήθελε να το αρπάξει σφιχτά, να το κλείσει μέσα του, να τυλιχτεί με αυτό, να εμποδίσει αυτό το σκόρπισμα. Τα δωμάτια ήταν αδειανά και βουβά. Σε μια πόρτα εμφανίστηκε η μαντμουαζέλ χωρίς να ακουστούν τα βήματά της, χωρίς να ακουστεί το φόρεμά της να θροΐζει, αθόρυβη σαν φάντασμα.

“Από εδώ, κύριε κόμη. Δε θα μπορέσετε να βρείτε μόνος σας τον δρόμο”.

Χαμογελούσε διφορούμενα και εκνευριστικά και η περιέργειά της έκανε ακόμα πιο διαπεραστικά τα γκρίζα της μάτια. Ο Αντρέα δε μίλησε. Η παρουσία αυτής της γυναίκας τού ήταν και πάλι ενοχλητική, τον τάραζε, του προκαλούσε μια απροσδιόριστη αποστροφή, τον εξόργιζε.

Μόλις πέρασε τη στοά, ανάσανε σαν να του είχε φύγει ένα βάρος. Ένα υπόκωφο κελάρυσμα ακουγόταν από το σιντριβάνι, ξεσπώντας κάθε τόσο σε μια ηχηρή βοή· όλος ο ουρανός ακτινοβολούσε και πάλι από τα αστέρια που κάποια ξεφτισμένα σύννεφα τύλιγαν σαν μακριά γκρίζα μαλλιά ή σαν μεγάλα μαύρα δίχτυα· ανάμεσα από τους πέτρινους κολοσσούς, πίσω από την καγκελόπορτα, φαίνονταν και χάνονταν μεμιάς τα φανάρια των οχημάτων που περνούσαν· η πνοή της πόλης απλωνόταν στον παγωμένο αέρα· καμπάνες αντηχούσαν από κοντινές και μακρινές εκκλησίες. Και τότε συνειδητοποίησε ολότελα την ευτυχία του.

Μια ευτυχία ολόγιομη, αστόχαστη, ελεύθερη, διαρκώς πρωτόφαντη κυρίευσε και τους δύο από τότε. Το πάθος τούς τύλιξε και τους έκανε απαθείς απέναντι σε ό,τι δεν τους πρόσφερε την άμεση ηδονή. Και οι δύο, απόλυτα εξασκημένοι, τόσο πνευματικά όσο και σωματικά, στην άσκηση των πιο υψηλών και σπάνιων απολαύσεων, αναζητούσαν ανελλιπώς το Ύψιστο, το Ανυπέρβλητο, το Απαράμιλλο· και όταν το ξεπερνούσαν, μια δυσοίωνη ανησυχία τούς καταλάμβανε ενίοτε, μολονότι βρίσκονταν στο απόγειο της λησμονιάς, και μια φωνή ακουγόταν από τα βάθη της ύπαρξής τους για να τους προειδοποιήσει για μια άγνωστη τιμωρία, για το επικείμενο τέλος. Μέσα από την κούραση και των δυο, ο πόθος τους αναδυόταν πιο ανάλαφρος, πιο παράτολμος, πιο απερίσκεπτος· κι όσο περισσότερο μεθούσαν, η χίμαιρα της καρδιάς τους γιγαντωνόταν, ταραζόταν, γεννούσε νέα όνειρα· έδειχναν να μη βρίσκουν ανάπαυλα παρά μονάχα στην προσπάθεια, σαν τη φλόγα που ζει μόνο όταν υπάρχει ανάφλεξη. Άλλοτε, μια πηγή απροσδόκητης ηδονής ξεχυνόταν από μέσα τους, όπως ξαφνικά ξεπηδάει ένας πίδακας κάτω από τα πόδια κάποιου που περιπλανιέται στα δαιδαλώδη μονοπάτια ενός δάσους· κι εκείνοι ξεδιψούσαν αλόγιστα στην πηγή, ώσπου να την εξαντλήσουν. Κι άλλοτε η ψυχή, έρμαιο του πάθους και των ψευδαισθήσεων, γεννούσε την απατηλή εικόνα μιας ύπαρξης πιο μεγάλης, πιο ελεύθερης, πιο δυνατής, ‘πολυθέλγητρης’: κι εκείνοι βυθίζονταν σε αυτήν, την απολάμβαναν, την ανέπνεαν θαρρείς και είχαν γεννηθεί εκεί. Η λεπτότητα και η χάρη του συναισθήματος και της φαντασίας τους διαδέχονταν τις αισθησιακές τους ακρότητες.

Κανένας από τους δύο δεν έδειχνε την παραμικρή εγκράτεια στις ασωτίες της σάρκας και του πνεύματος. Ένιωθαν ανείπωτη χαρά να σκίζουν κάθε πέπλο μυστηρίου, να φανερώνουν κάθε μυστικό, να παραβιάζουν κάθε γρίφο, να κυριεύουν ολότελα ο ένας τον άλλον, να διεισδύουν ο ένας στον άλλον, να σμίγουν και να γίνονται ένα.

“Τι περίεργος έρωτας!” έλεγε η Έλενα καθώς θυμόταν τις πρώτες μέρες, την ασθένειά της, την κεραυνοβόλα της αφοσίωση. “Θα μπορούσα να σου δοθώ το ίδιο κιόλας βράδυ που σε πρωτοείδα”. Ένιωθε κάτι σαν περηφάνια μέσα της. Και ο Αντρέα τής έλεγε: “Όταν εκείνο το βράδυ άκουσα να αναγγέλλουν το όνομά μου πλάι στο δικό σου, σ’ εκείνο το κατώφλι ένιωσα -δεν ξέρω γιατί- τη βεβαιότητα πως η ζωή μου θα έσμιγε με τη δική σου, για πάντα!”.