Προλαβαίνουμε να δώσουμε Όσκαρ στον Brad Pitt για το Lost City; 3 ταινίες + 2 σειρές για το ΣΚ
Πολλά προβλέψιμα (και fun) πράγματα έχει το Lost City, το μπλοκμπάστερ της εβδομάδας, αλλά αυτόν τον Brad Pitt δεν τον περιμέναμε.
- 25 ΜΑΡ 2022
Πολλά προβλέψιμα (και fun) πράγματα έχει το Lost City, το μπλοκμπάστερ της εβδομάδας, αλλά αυτόν τον Brad Pitt δεν τον περιμέναμε. Κακώς μάλλον. Ο ηθοποιός φαίνεται πια game για τα πάντα.
Εκτός από το Lost City τσέκαρε παρακάτω για την έκπληξη του Bad Guys και το βάλσαμο του Hive, αλλά και για την πολυαναμενόμενη επιστροφή του Bridgerton.
ΤΑΙΝΙΕΣ:
The Lost City
Μπορώ να υποβάλλω τον Brad Pitt για Όσκαρ Β΄Ανδρικού από τώρα; Το υποσχεθήκαμε από το POP για τις Δύσκολες Ώρες, θα κάνουμε ό,τι μπορούμε να μην το ξεχάσουμε του χρόνου. Ο Pitt υποδύεται έναν trainer που τον λένε Trainer και συνοδεύει τον Channing Tatum στη ζούγκλα για να διασώσουν τη Sandra Bullock. Είναι συγγραφέας ρομάντσων και την έχει απαγάγει ο Daniel Radcliffe σε πετυχημένο ρόλο παρανοϊκού μεγιστάνα, με στόχο να τον βοηθήσει να ανακαλύψει έναν αρχαίο, ανυπολόγιστης αξίας τάφο. Δε βγάζει πάρα πολύ νόημα ως ιδέα, το ξέρω, just go with it.
Καλά έχεις καταλάβει, το Romancing the Stone είναι ο χάρτης του Lost City (σε έναν βαθμό και το σίκουελ του, The Jewel of the Nile), με λίγο από Indiana Jones και Tomb Raider: περιπέτειες μεγάλου προϋπολογισμού που εξαρτώνται από τους αστέρες τους για να μας καθοδηγήσουν σε εξωτικές τοποθεσίες. Ταιριαστό με έναν τρόπο, μιας που το Romancing the Stone είχε κατηγορηθεί κατά την κυκλοφορία του ως αντιγραφή παλαιότερων χιτ και τώρα εμπνέει δικά του rip-offs. Εκείνη η ταινία, βέβαια, παρωδούσε τους προγόνους της ενώ το Lost City είναι ευθύτερο στους σκοπούς του. Θέλει να γελάσουμε με τα ευτράπελα των ηρώων (στην πρώτη πράξη το πετυχαίνει με κάπως ανέλπιστη συνέπεια) και να τους επικροτούμε όσο ερωτεύονται.
Ο χαρακτήρας του Tatum, το μοντέλο που χρησιμοποιεί η ηρωίδα της Bullock στα εξώφυλλα των βιβλίων της, είναι ήδη εκεί και ονειρεύεται πως με μία εντυπωσιακή διάσωση θα βρει τον δρόμο για την καρδιά της. Η Loretta πάλι θρηνεί ακόμα τον νεκρό της σύζυγο και αδυνατεί να προχωρήσει. Η ερωτική τους ιστορία λειτουργεί στα χαρτιά και, αντίθετα με τις συνθήκες που βρίσκονται να αντιμετωπίζουν, έχει λογική στην εξέλιξή της. Σπίθα οι ηθοποιοί δε μοιράζονται καμία, όπως δε μοιράζονταν η Jennifer Lopez με τον Owen Wilson στο Marry Me που προηγήθηκε φέτος, άλλος ένας τύπος ταινίας που πλέον σπανίζει στη μεγάλη οθόνη.
Κάποτε οι ρομαντικές κομεντί και οι διαφορετικές εκφάνσεις τους στηρίζονταν πάνω στη χημεία των πρωταγωνιστών, με τα στούντιο να επαναλαμβάνουν τη συνταγή όταν τους πετύχαινε (Meg Ryan/Tom Hanks, Julia Roberts/Richard Gere, Drew Barrymore/Adam Sandler, Kate Hudson/Matthew McConaughey). Τώρα φαίνεται πως έρχονται απλώς μαζί δύο άνθρωποι με ισχυρό star power και από αυτό το Lost City έχει μπόλικο.
Ο Tatum είναι αφοπλιστικά απλoϊκός εδώ, με ωραιότατο slapstick γκελ, και η Bullock είναι τόσο γοητευτική και δοσμένη στην αφήγηση όσο σε ρομαντζάδες και κωμωδίες που μας έχει χαρίσει παλαιότερα, όπως το While You Were Sleeping, το Heat ή το Proposal. Δεν ξέρω αν είχε ήδη αποφασίσει πως θα αποχωρήσει για κάποια χρόνια από την υποκριτική όταν γύριζε την ταινία (η τελευταία της για κάποιο διάστημα θα είναι το επερχόμενο Bullet Train), πάντως δεν κάνει τίποτα με μισή καρδιά. (Επίσης, τον Brad Pitt τον ανέφερα, ε;).
Το Romancing the Stone, πάντως, και το The Jewel of the Nile ήταν γεμάτα με γκροτέσκα και προσβλητικά φυλετικά στερεότυπα, τυπικά για τη δεκαετία του 1980. Από αυτή την άποψη, το Lost City είναι πολύ λιγότερο προβληματικό, με τη Da’Vine Joy Randolph και τον Oscar Nuñez να απολαμβάνουν σημαντικό screentime. Υπήρξε και μία ακόμα έκπληξη σε συναφές μήκος κύματος. Κάποτε ρομαντικές κομεντί όπως το How to Lose A Guy In 10 Days επιβράβευαν τις πρωταγωνίστριές τους επειδή δεν ήθελαν πια να δουλεύουν στα επιφανειακά, χαζά γυναικεία περιοδικά.
Εδώ η Bullock παίρνει ένα διαφορετικό μάθημα, ότι αξίζει να τιμά τις αναγνώστριες των φθηνών, όπως τα αντιλαμβάνεται, ρομάντσων που γράφει με το ζόρι. Θα ήταν προτιμητέο να έφτανε σε αυτό το συμπέρασμα μόνη της αντί να την ωθήσει εκεί ο χαρακτήρας του Tatum, όμως ήταν ευπρόσδεκτη σημείωση της αφήγησης όταν η ψυχαγωγία που απολαμβάνουν συχνότερα οι γυναίκες και τα νεαρά κορίτσια (ή και που απευθύνεται ειδικότερα σε αυτά) κρίνεται διαχρονικά ως υποδεέστερη. Ίσως όχι και τόσο μικρή λεπτομέρεια.
Το Lost City δε θα σου μείνει αξέχαστο, αλλά δεν είναι και διεκπεραιωτικό. Για κατάλογο ταινιών σε αεροπλάνο δε, εκεί θα σκίσει.
Η ταινία κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Odeon.
The Bad Guys
Η ιδέα του The Bad Guys είχε ξεκινήσει ως εξής. Ο Aaron Blabey είχε αρχικά εστιάσει στην υποκριτική αλλά, καθώς δίδασκε επίσης και σχέδιο, είχε δοκιμάσει να φτιάξει το δικό του εικονογραφημένο βιβλίο. Η πρώτη απόπειρα τού έδειξε ότι μάλλον δε θα κατάφερνε να ζήσει από αυτό, οπότε για μία περίπου οκταετία το είχε αφήσει στην άκρη.
Ένιωθε, ωστόσο, πως ο εξάχρονος τότε γιος του άξιζε καλύτερα από τα βαρετά βιβλία που διάβαζε. Και αν μπορούσε να ενσωματώσει σε παιδικά βιβλία μια εικονογραφία που θα μπορούσε να ανήκει στη φιλμογραφία του Tarantino, όχι ακατάλληλη για παιδιά αλλά όχι και αποστειρωμένη;
Σε αυτή ακριβώς τη λογική κινείται και η ταινία του Pierre Perifel που στήνει ένα καθαρόαιμο caper movie από το πρώτο της εισαγωγικό μοντάζ. Η κωμωδία δράσης ακολουθεί έναν καρχαρία, ένα πιράνχας, μία ταραντούλα, ένα φίδι και έναν λύκο, μία συμμορία που δρα ασύλληπτη ως τώρα, στη μεγαλύτερη ληστεία που έχουν διαπράξει.
Και ναι ακολουθούν σκηνικά από Tarantino ή από caper του Soderbergh, ακόμα και όταν η ταινία πρέπει να χαλιναγωγήσει τα ένστικτά της για να συνεχίσει να απευθύνεται στα παιδιά. Αν έχεις παιδιά, προχώρα. Αν δεν έχεις παιδιά, προχώρα στη μη μεταγλωττισμένη έκδοση. Το Bad Guys είναι για όλους.
Η ταινία κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Tulip.
Hive
Σε μία αχαρτογράφητη χρονιά για τον κινηματογράφο όπως η περσινή, οι νίκες του CODA και του Hive στο Φεστιβάλ Sundance έμοιαζαν με την πρώτη ελπίδα του μέσου για τη σεζόν που θα ακολουθούσε, οσκαρική και μη. Το CODA έγινε τελικά η μικρή ταινία που τα κατάφερε, διεκδικώντας αυτή τη στιγμή το σπουδαιότερο βραβείο στη μεγαλύτερη βραδιά του Χόλιγουντ. Το Hive είχε διαφορετικό μονοπάτι να διανύσει, και αυτό παγκόσμιο, ταξιδεύοντας σε είκοσι φεστιβάλ του πλανήτη. Καθόλου άσχημα για το μεγάλου μήκους ντεμπούτο της σκηνοθέτριας και σεναριογράφου Blerta Basholli.
Η Basholli βασίζει την ιστορία της στην αληθινή περίπτωση της Fahrije (Yllka Gashi), μίας γυναίκας που έχασε τον άντρα της στον πόλεμο του Κοσόβου. Το Hive ξεκινά με την αναζήτησή της για το πτώμα του και η σκηνή σε πιάνει από τον λαιμό. Η Fahrije παρουσιάζεται σκληρή, αγέλαστη, μόνη της δίπλα σε ένα φορτηγό. Θα μπει μέσα κρυφά για να ανοίξει έναν-έναν τους σάκους των νεκρών σωμάτων που έχουν επιστρέψει από το Κοσσυφοπέδιο.
Θα ζαρώνει τη μύτη της στα εκτεθειμένα υπολείμματα αγνοουμένων μέχρι που θα την απομακρύνει ένας υπάλληλος, αλλά η αναζήτησή της θα συνεχίσει. Στο μεταξύ έχει ξεκινήσει μία μικρή επιχείρηση με τις υπόλοιπες χήρες της κοινότητάς της για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, όμως το πατριαρχικό τους χωριό αντιστέκεται στην προσπάθειά τους να είναι ανεξάρτητες.
Το Hive είναι μία ιστορία απελευθέρωσης με ανεπιτήδευτο νατουραλισμό και ευρείες πολιτικές πινελιές, άμεση και παρατηρητική για την καθημερινότητα όπως η ηρωίδα του που δε γράφτηκε για να είναι απαραίτητα συμπαθής άρα είναι περισσότερο άνθρωπος παρά σύμβολο. Η ταινία της δε γίνεται ποτέ feelgood, διατρέχεται όμως από μία απτή αίσθηση χαράς καθώς η Fahrije αρχίζει να οδηγεί τις υπόλοιπες χήρες σε ένα μέρος κατανόησης, θεραπείας και υπόσχεσης για καλύτερες μέρες.
Η ταινία κοπιάζει κάποιες φορές για να φωτίσει το δύσκολο ταξίδι της Fahrije, όμως το Hive είναι εν τέλει μία απέριττη ταινία, χωρίς σαρωτικές στιγμές αναζωογόνησης και ανακαλύψεων, που κατακτά και κρατά απλώς το ενδιαφέρον μέσα από το δράμα χαρακτήρων που προσπαθούν να ξεπεράσουν άνισα, άδικα εμπόδια. Το φινάλε που τους επιφυλάσσει είναι συγκινητικό αλλά και κερδισμένο. Η Basholli κατανοεί – και μας πείθει – πως η επούλωση είναι δυνατή, ακόμα κι όταν δεν είναι δυνατός ο αποχαιρετισμός.
Η ταινία κυκλοφορεί στις αίθουσες από το Cinobo.
ΣΕΙΡΕΣ:
Bridgerton: Season 2
Είχε πάρει τρία λεπτά περίπου στην 1η σεζόν του Bridgerton για να μας δείξει την πρώτη του τολμηρή ερωτική σκηνή. Θα ήταν η πρώτη από μία σειρά τέτοιων σκηνών μακράς διαρκείας που θα γίνονταν viral. Σε αρχική τουλάχιστον φάση, η προτεραιότητα του Bridgerton – και των χαρακτήρων του βασικά – ήταν η λαγνεία. Η αγάπη θα ακολουθούσε. Δεν υπήρχε τίποτε κακό σε αυτό φυσικά, ειδικά εφόσον το show δεν ήθελε να υποκριθεί για τους σκοπούς του.
Ενώ σειρές όπως το Downton Abbey και το νέο, αμερικανικό του παρακλάδι από τον ίδιο δημιουργό, το The Gilded Age, χρησιμοποιούν την ιστορική τους εποχή για να εξερευνήσουν ταξικές διαφορές, με όσες ευκολίες κι αν το κάνουν, το Bridgerton αγγίζει τα ίδια ζητήματα αλλά ταυτόχρονα ξέρει πολύ καλά πως είμαστε εκεί για τα φορέματα, τις περούκες, τους χορούς, τις μουσικές διασκευές, και τα βλέμματα hot ανθρώπων που σιγοκαίνε.
Το τελευταίο κυρίως. Οπότε βλέποντας μέσα στα πρώτα τρία λεπτά τον Anthony Bridgerton να κάνει σεξ με την παράνομη σύντροφό του πάνω σε ένα δέντρο, ένιωθες πως αυτή είναι μία σειρά που η Shonda Rhimes θα ήθελε να μπορούσε να είχε κάνει στη δημόσια, πιο συντηρητική τηλεόραση. Δεν είναι μήπως οι χαρακτήρες του Grey’s Anatomy και του Scandal μονίμως horny;
Υποπτεύομαι όμως πως ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο τούτη η σεζόν του Bridgerton θα είναι διχαστική, τουλάχιστον σε σχέση με τη συνταγή του πρώτου κύκλου. Ενώ εκείνη η σεζόν δε θα μπορούσε ποτέ να είχε προβληθεί σε δημόσια αμερικανικά κανάλια παρά μόνο στην καλωδιακή ή το streaming, με ελάχιστες μικροαλλαγές το λαβ στόρι του Anthony και της Kate Sharma θα μπορούσε να σταθεί παντού και εύκολα.
Το ρομάντσο τους είναι αργής καύσης και η ερωτική τους επιθυμία εκτονώνεται λίγο πριν το τέλος, όταν κανείς από τους δύο δε μπορεί πια να την αρνηθεί. Ως Υποκόμης ο Anthony πρέπει επιτέλους να παντρευτεί, με τις δύσκολες απαιτήσεις του για σύντροφο να τον οδηγούν στην υπερόχη, γλυκύτατη, φτιαγμένη για ένα τίμιο σπιτικό Edwina. Είναι με την αδερφή της την Kate όμως που θα αναπτύξει χημεία τελικά, παρότι είναι και οι δύο πολύ ξεροκέφαλοι για να το παραδεχθούν εγκαίρως.
Είναι ένα κλασικό τράβα-με-κι-ας-κλαίω παιχνίδι από αυτά που πάντα θα βρίσκουν χώρο στην ψυχαγωγία γιατί, όσο γραφικά κι αν αποδίδονται συχνά, δεν απέχουν τρομερά από την ανικανότητα των καψουρεμένων ανθρώπων στην επικοινωνία, με κορσέδες ή χωρίς. Ειδικά στο πρώτο μέρος της σεζόν η σχέση των δύο χαρακτήρων αφήνει πολύ χώρο για χιούμορ, με τον Jonathan Bailey να παίζει φανταστικά έναν σαστισμένο Anthony που φέτος ζει τη Mr. Darcy φάση του. Έχει μέχρι και μία σκηνή-νεύμα στη βουτιά του ήρωα της Austen στη λίμνη Pemberley. Ε ναι ρε Bridgerton, γι’ αυτά έχουμε έρθει.
Στη διάρκεια της σεζόν το push and pull μεταξύ των δύο επαναλαμβάνεται στο ίδιο μοτίβο και μέχρι το τέλος κουράζει, αλλά η έλξη τους μοιάζει απτή και αυτονόητη, με το εκτόπισμα της Simone Ashley (Sex Education) να κάνει τη μισή δουλειά. Η ηθοποιός δίνει ενέργεια σε κάθε της σκηνή. Είναι εκτυφλωτική. (Βοηθάει επίσης πως, σε αντίθεση με το πρώτο ζευγάρι της σειράς, δεν τίθεται πουθενά θέμα συναίνεσης).
Μία από τις πιο πολλά υποσχόμενες δυναμικές χαρακτήρων της 1ης σεζόν ήταν η ένταση μητέρας και γιου μεταξύ του Anthony και της άλλοτε εξ απορρήτων μητέρα του, Violet (Ruth Gemmell), η οποία αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τα προνόμιά της ως μητριάρχης της οικογένειας, όταν ο ξαφνικός θάνατος του συζύγου της μετέτρεψε απότομα τον πρωτότοκο γιο της σε κύρη του σπιτιού.
Η ανάπτυξη αυτής της σχέσης γίνεται ένα από τα κυριότερα σημεία της νέας σεζόν μέσα από την αδυναμία αυτών των δύο χαρακτήρων να συνδεθούν μέσω του κοινού τους πένθους για τον προηγούμενο Υποκόμη Bridgerton. Άλλες υποπλοκές της σεζόν όμως δεν είναι εξίσου δυνατές, όπως για παράδειγμα τα οικονομικά προβλήματα της οικογένειας Featherington, οι αναζητήσεις του Benedict στη σχολή Καλών Τεχνών ή οι αφηγήσεις του Colin για τα ταξίδια του στην Ελλάδα. Και αν έχεις απορία, ναι, η Eloise παραμένει η πιο κουλ Bridgerton και, ναι, το δικό της storyline τη γλιτώνει (και) για φέτος.
Αυτή η σεζόν της σειράς στο κάνει πιο δύσκολο να μισοκλείσεις τα μάτια στα γνωστά tropes ρομάντσων, αλλά και γιατί να το κάνεις; Υπάρχει παρηγοριά στο προβλέψιμο, ειδικά μέσα στην εξτραβαγκάντσα του Bridgerton.
Η σειρά στριμάρει στο Netflix.
Halo
Μία από τις δημοφιλέστερες σειρές βιντεοπαιχνιδιών στον κόσμο, μεταφέρεται στη μικρή οθόνη από τον παραγωγό των σειρών Fear the Walking Dead και Homecoming. Στην τηλεοπτική εκδοχή του Halo, ένας εξελιγμένος υπερστρατιώτης γίνεται το πιο αποτελεσματικό όπλο της ανθρωπότητας του 26ου αιώνα ενάντια σε μία ολέθρια εξωγήινη απειλή. Ο Master Chief και η Cortana είναι εκεί, τον πρώτο υποδύεται ο Pablo Schreiber και τη δεύτερη η Jen Taylor, η επίσημη φωνή της Cortana στο video game.
Μέχρι να φτάσει στην οθόνη το Halo, όπως και το Uncharted που είδαμε φέτος στις αίθουσες, είχε περάσει από σαράντα κύματα. Μετά την αποτυχία μιας προ-District 9 προγραμματισμένης συνεργασίας μεταξύ Peter Jackson και Neill Blomkamp, το Halo στράφηκε στην τηλεόραση. Διόλου κακή κίνηση για διασκευή video game (το Castlevania παραμένει η αγαπημένη μου μεταφορά βιντεοπαιχνιδιού).
Με αφετηρία την Amblin Television κατόπιν εντολής του θαυμαστή του Halo, Steven Spielberg, έναν εκ των executive producers της σειράς που φημολογείται ότι ανακατεύτηκε σε σημαντικό βαθμό με το πρότζεκτ, η σειρά πέρασε από διαφορετικούς σκηνοθέτες, showrunners, σενάρια, ακόμη και δίκτυα μέχρι να καταλήξει στο Paramount+.
Είναι αδύνατο να βγάλω οριστική ετυμηγορία από τα δύο επεισόδια που έλαβα νωρίτερα (τα επεισόδια θα είναι συνολικά εννέα), αλλά στην αρχή της τουλάχιστον η σειρά κινείται σε ένα μεσαίο επίπεδο. Αυτό που θα μπορούσε να αποτύχει να ικανοποιήσει πλήρως τόσο τους diehards του Halo, όσο και τους περαστικούς όπως εγώ που ψάχνουμε πάντα λίγη παραπάνω εφευρετική επιστημονική φαντασία στη ζωή μας.
Η σειρά κάνει πρεμιέρα αμέσως μετά τις ΗΠΑ, την Παρασκευή 25/3, 22.15, στο COSMOTE SERIES HD.