Leonardo Cendamo/Getty Images/Ideal Image
ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Πρώτη γεύση από τον Βασιλιά του Jo Nesbo

Επιτέλους κυκλοφορεί το σίκουελ του Βασιλείου που αποθεώθηκε από κοινό και κριτικούς. Διαβάστε αποκλειστικά στο OneMan ένα απόσπασμα του νέου βιβλίου του βασιλιά του σκανδιναβικού νουάρ.

Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για ένα συγγραφέα που έχει πουλήσει δεκάδες εκατομμύρια αντίτυπα και έχει ήδη κερδίσει μια θέση στο πάνθεον της παγκόσμιας λογοτεχνίας; Με το χέρι στην καρδιά, γιατί ξυπνάτε το πρωί και προτιμάτε να γράψετε αντί να εκμεταλλευτείτε την πολυτέλεια του άπλετου ελεύθερου χρόνου που έχετε κατακτήσει; είχα ρωτήσει τον Jo Nesbo το 2021 με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του Ο Άρχοντας της Ζήλιας (μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, εκδ. Μεταίχμιο).

«Γράφω γιατί ακόμη πιστεύω ότι μπορώ να εκφράσω ιδέες και συναισθήματα γύρω από την ανθρώπινη κατάσταση» απάντησε ο best-seller μετρ της αστυνομικής λογοτεχνίας. «Δεν είναι δηλαδή ότι σηκώνομαι το πρωί και αισθάνομαι ότι έχω μια ιδέα που δεν σκέφτηκε ποτέ κανείς άλλος. Δεν είμαι τόσο αφελής. Ξέρω ότι κατά πάσα πιθανότητα, ό,τι και να σκεφτώ θα το έχει ήδη σκεφτεί και κάποιος άλλος πριν από μένα. Η πρόθεσή μου είναι να γράφω με ειλικρίνεια και ίσως έτσι να επιτυγχάνεται η επίφαση της μοναδικότητας».

Και επέμεινε: «Όμως, ξαναλέω, δεν είμαι αφελής. Πριν από πολλά χρόνια, όταν σκεφτόμασταν ποιο όνομα να διαλέξουμε για την κόρη μας, καταλήξαμε σε ένα που μας φαινόταν πολύ επαναστατικό και διαφορετικό. Μια δεκαετία αργότερα, είναι από τα πιο δημοφιλή ονόματα στη Νορβηγία. Το λέω αυτό για να τονίσω ότι ακόμη και ιδέες και σκέψεις που κάνεις και νομίζεις ότι είναι ρηξικέλευθες, εν ευθέτω χρόνω θα συνειδητοποιήσεις ότι αποτελούν -άρα και εσύ ο ίδιος- κομμάτι των ζυμώσεων που γίνονται την εκάστοτε περίοδο στην κοινωνία. Είναι λίγο καταθλιπτικό. Αλλά είναι αυτό που είναι. Ελπίζεις τουλάχιστον να μη σου κόψει τα φτερά, να συνεχίσεις να προσπαθείς να γράψεις κάτι της προκοπής, κάτι που θα νομίζεις ότι είναι μοναδικό, ακόμη κι αν ξέρεις ότι δεν είναι. Αξίζει τον κόπο γιατί πάντα υπάρχει η πιθανότητα μέσα από τις δικές σου λέξεις να εκφραστούν και ορισμένοι αναγνώστες.»

Τρία χρόνια μετά ο Nesbo παραμένει αμείωτα παραγωγικός και οι Nesbomaniacs τρίβουν σήμερα τα χέρια τους γιατί κυκλοφορεί ο «Βασιλιάς» (μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, εκδ. Μεταίχμιο), το σίκουελ του «Βασιλείου» (μτφρ. Σωτήρης Σουλιώτης, εκδ. Μεταίχμιο), για το οποίο είχε λάβει αποθεωτικές κριτικές και εδώ στην Ελλάδα.

Το OneMan προδημοσιεύει αποκλειστικά ένα απόσπασμα του βιβλίου. Τα σέβη μας στον βασιλιά του σκανδιναβικού νουάρ.

Όλοι έχουν κάποιο αδύνατο σημείο. Αυτή είναι μια γνώση που μου ενστάλαξε ο πατέρας μου όταν με μάθαινε μποξ. Ήμουν μικρότερος από τ’ άλλα αγόρια, αλλά εκείνος μου έδειξε ότι ακόμα και ο πιο φοβερός αντίπαλος έχει κάποια τρύπα στην άμυνά του, κάποιο ακάλυπτο σημείο, ένα λάθος που είναι καταδικασμένος να επαναλαμβάνει. Μου έμαθε επίσης ότι δεν φτάνει ν’ ανακαλύψεις το σημείο αυτό, πρέπει να έχεις και καρδιά από πάγο, για να μη διστάσεις στιγμή να το εκμεταλλευτείς. Κι αυτό ακριβώς ήταν το δικό μου αδύνατο σημείο: μια καρδιά που μάτωνε γι’ ανθρώπους σαν κι εμένα, που αναγνώριζε κάθε αδυναμία τους ως δική μου. Σιγά σιγά όμως έμαθα. Και η καρδιά μου πάγωσε. Μπορεί να πει κανείς ότι τώρα η καρδιά μου είναι ένα παγωμένο, αδρανές ηφαίστειο, που εξερράγη τελευταία φορά πριν από οκτώ χρόνια. Αλλά και τότε ακόμα ψυχρή ήταν. Αρκετά ψυχρή δηλαδή, ώστε να με κάνει δολοφόνο.

Αυτό σκεφτόμουν ενώ στεκόμουν στο Χιέλσος, στο Όσλο, στα σκαλιά μιας βίλας με γκαράζ και κήπο με μηλιές στα χρώματα του φθινοπώρου. Ότι είμαι ένας δολοφόνος.

Ήταν Σάββατο βράδυ, η ώρα είχε πάει σχεδόν οκτώ, και μόλις είχα πιέσει το κουδούνι της πόρτας με τον αντίχειρά μου. Ακριβώς από κάτω υπήρχε ένα κεραμικό πλακάκι σε σχήμα καρδιάς που έγραφε ότι εκεί κατοικούσε η οικογένεια Χαλντέν. Με ένα χαμογελάκι.

Δεν ξέρω αν τα σκεφτόμουν όλα αυτά με τους φόνους επειδή είχα ήδη ενοχές, επειδή ήθελα να καθησυχάσω τον εαυτό μου, λέγοντάς του ότι ήμουν ικανός γι’ αυτό που πήγαινα να κάνω, ότι είχα κάνει και χειρότερα πράγματα στο παρελθόν.

Άκουσα βήματα από το εσωτερικό και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει γρηγορότερα.

Η πόρτα άνοιξε.

«Παρακαλώ;»

Ο άνδρας ήταν ψηλός, πιο ψηλός από το δικό μου 1,75. Ισχνός, σχεδόν κοκαλιάρης. Γκρίζα μαλλιά, νεανικό πρόσωπο. Σαράντα ενός ετών: Το είχα τσεκάρει. Από πίσω του, στο χολ, είδα δύο παιδικές χειμερινές ολόσωμες φορμίτσες κρεμασμένες σε γάντζους και παπούτσια για μικρούς και μεγάλους σ’ ένα τυπικό, οργανωμένο χάος μιας οικογένειας με μικρά παιδιά. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχα βρει διαδικτυακά από το κτηματολόγιο, οι Χαλντέν ήταν ιδιοκτήτες αυτού του σπιτιού τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Υποθέτω ότι η σύζυγος του Μπεντ Χαλντέν είχε θελήσει αυτό το σπίτι επειδή θα χρειάζονταν περισσότερο χώρο με την έλευση του δεύτερου παιδιού – τουλάχιστον έτσι κατάλαβα από τον λογαριασμό της στο Insta. Ενώ εκείνος ήθελε πάντα κάτι λίγο πιο ψηλά στην πλαγιά, γιατί έτσι θα ήταν πιο κοντά στις δασικές διαδρομές για τρέξιμο και σκι. Στην αναζήτηση στο Google είχα βρει τ’ όνομά του σε λίστες με συμμετέχοντες σε διάφορους τοπικούς αγώνες σκι και προσανατολισμού. Όμως είχαν περάσει κάποια χρόνια από τότε, οπότε είχε τελικά πολύ λιγότερο χρόνο για προπόνηση απ’ ό,τι ήλπιζε. Εν μέρει επειδή τα δύο παιδιά έχουν διπλάσιες ανάγκες σε σχέση με το ένα, αλλά κυρίως επειδή η εταιρεία που είχαν ξεκινήσει με τον συνάδελφό του Γιον Φιρ απαιτούσε περισσότερη –κι όχι λιγότερη– δουλειά απ’ ό,τι όταν ήταν απλοί υπάλληλοι. Βάζω στοίχημα δηλαδή και δεν νομίζω ότι πέφτω και πολύ έξω. Η εταιρεία τους λεγόταν GeoData και είχε αναλάβει την αποτύπωση των γεωλογικών συνθηκών της περιοχής γύρω από τη σήραγγα Τόντε, που συνδεόταν με την πιθανή εκτροπή του δρόμου που διέσχιζε το Ος από αμνημονεύτων χρόνων – πολύ πριν χαρακτηριστεί εθνική οδός το 1931.

Σάλιωσα τα χείλη μου. «Ρόι Όπγκαρ. Δεν ξέρω αν με θυμάστε». Προσπάθησα να το πω χαρωπά, με τη φάτσα που υποτίθεται ότι έχουν οι χωριάτες στην πόλη. Δεν είναι το φόρτε μου, αλλά νομίζω ότι του φέρνω αυτού του Ρόι έτσι κι αλλιώς: λίγο σκοτεινός, λίγο κλειστός, λίγο συγκρατημένος. Ευτυχώς, οι Νορβηγοί τούς εμπιστεύονται κάτι τέτοιους τύπους· ίσως πιστεύουμε ότι υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ αιδημοσύνης, κοινωνικής αδεξιότητας και ειλικρίνειας. Εδώ που τα λέμε, κι εγώ το ίδιο πιστεύω, οπότε πάω πάσο.

Ο Μπεντ έβγαλε ένα μακρόσυρτο «αααααα», κάτι ανάμεσα στο «ναι» και στο «δεν ξέρω».

«Επισκεύασα το αμάξι σας όταν είχατε ανεβεί για δουλειά στο Ος» πρόσθεσα.

Ο Μπεντ σήκωσε το δάχτυλό του στον αέρα και το κούνησε γρήγορα. «Μα φυσικά! Κι έκανες και μια χαρά δουλειά». Το μέτωπό του αυλακώθηκε από απανωτά V. «Τι, δεν μπήκαν τα χρήματά σου;»

«Όχι, μπήκαν, μπήκαν». Προσπάθησα να γελάσω λίγο. «Με συγχωρείτε, ίσως έπρεπε να είχα τηλεφωνήσει πρώτα, μα έτσι κάνουμε εμείς στο χωριό, ξέρετε, πάμε και χτυπάμε κατευθείαν το κουδούνι. Αλλά να, ήμουν στην Πολωνία, μόλις επέστρεψα δηλαδή, κι αφού βρέθηκα στην πρωτεύουσα συνειδητοποίησα ότι είχα στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου κάτι που σας ανήκει. Αυτό εδώ».

Το κράτησα μπροστά του. Είδα ότι ο Μπεντ, δικαίως μάλλον, δεν είχε ιδέα τι ήταν το γυαλιστερό, μεταλλικό γκάτζετ. «Το ανακάλυψα αφού πήρατε το αυτοκίνητο, είχα ξεχάσει να το ξαναβάλω μέσα. Προφανώς, το αμάξι λειτουργεί και χωρίς αυτό, αλλά καλύτερα να υπάρχει. Πού την έχετε την κούρσα;»

«Το αυτοκίνητο; Αυτή τη στιγμή; Δεν μπορώ να το βάλω εγώ στη θέση του; Τι στο καλό είναι αυτό;»

«Και πώς ακριβώς θα το βάλετε στη θέση του μόνος σας;»

Ο Μπεντ με κοίταξε. Χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του. «Σωστά, πες μου εσύ».

«Με πληρώσατε για μια δουλειά και για πρώτη φορά δεν την έκανα σωστά. Θα πάρει πέντε λεπτά. Οπότε πού…;»

«Στο γκαράζ» είπε ο Μπεντ, βγάζοντας τις παντόφλες του, παίρνοντας τα κλειδιά του Audi από ένα καρφί στον τοίχο κι αρχίζοντας να φοράει τα αθλητικά του παπούτσια.

«Καμίλα! Κατεβαίνω για λίγο στο γκαράζ!»

Η απάντηση ήρθε από κάπου μες στο σπίτι. «Πρέπει να βάλουμε τον Σίγκουρ για ύπνο».

«Καν’ το εσύ και θα του διαβάσω μετά εγώ!»

«Έχεις παιδιά;» ρώτησε ο Μπεντ συνοδεία του κριτσανιστού ήχου των χαλικιών καθ’ οδόν προς το μεγάλο λευκό γκαράζ. Δεν την περίμενα αυτή την ερώτηση και κούνησα απλώς το κεφάλι μου, προσπαθώντας να μη σκέφτομαι ότι η μικρή θα ήταν τώρα εφτά ετών. Όχι ότι ήξερα με σιγουριά πως ήταν κορίτσι, αλλά για κάποιον λόγο είχα πείσει σιγά σιγά τον εαυτό μου ότι έτσι ήταν. Κατάπια τον κόμπο που ανέβηκε στον λαιμό. Με κάθε χρόνο που περνούσε, γινόταν ολοένα και μικρότερος, μόνο που δεν έλεγε να εξαφανιστεί εντελώς.

«Δηλαδή διευθύνεις το συνεργείο αυτοκινήτων στο Ος;» ρώτησε ο Μπεντ, μ’ έναν ευχάριστο τόνο στη φωνή. «Ή μήπως του Ος;»

«Όπως θέλετε πείτε το. Όχι, το συνεργείο έκλεισε. Αλλά έχω σπουδάσει μηχανικός αυτοκινήτων, κι έτσι αναλαμβάνω κάνα αμάξι πού και πού, για την πλάκα μου. Βασικά, διευθύνω το βενζινάδικο, παραδίπλα».

Στρίψαμε και βγήκαμε μπροστά στο γκαράζ κι ο Μπεντ σήκωσε τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Η πόρτα του γκαράζ άνοιξε αυτόματα. Είδα ότι ήταν από τις πολύ ακριβές πόρτες. Ίσως ο Χαλντέν να διάλεγε κάτι άλλο σήμερα.

«Α, ναι, τώρα θυμήθηκα εκείνον τον ντόπιο που μου είχε μιλήσει για σένα. Ότι είσαι ο αδερφός του… του…»

«Του Καρλ Όπγκαρ» είπα.

«Ναι!» Ο Μπεντ γέλασε καθώς μπαίναμε μέσα. «Του βασιλιά του Ος». Παρατήρησα ότι κατάλαβε αμέσως πόσο συγκαταβατικός ακούστηκε. Λες και το Ος ήταν ένα μικροσκοπικό κωλομέρος όπου ο Καρλ κυκλοφορούσε σαν βασιλιάς-τσαρλατάνος: ο βασιλιάς της κοπριάς.

«Δεν εννοούσα… απλώς, απ’ ό,τι κατάλαβα, του ανήκει βασικά το μεγαλύτερο μέρος της πόλης, όχι;»

«Του ανήκει το μεγαλύτερο μέρος του Os Spa. Ανοίγετε το αμάξι, παρακαλώ;»

«Ναι, οκέι, αλλά αυτό δεν τον κάνει βασιλιά του Ος;»