Ο Εξορκιστής ΙΙΙ έχει το καλύτερο jump scare όλων των εποχών
- 13 ΟΚΤ 2023
Αντί να λειτουργεί ως μια απλή ιστορία δαιμονισμού, ο Εξορκιστής ΙΙΙ το πιάνει από την ιστορία του ντετέκτιβ από την αρχική ταινία, του William Kinderman, τον οποίο αυτή τη φορά υποδύεται ο σπουδαίος George C. Scott. Ο Kinderman ήταν ο ντετέκτιβ που είχε ερευνήσει τα μυστηριώδη περιστατικά στο σπίτι των MacNeill κατά τη διάρκεια του δαιμονισμού της Regan. Έκτοτε, 15 χρόνια δηλαδή μετά τα γεγονότα, στοιχειώνεται ακόμα από τον θάνατο του πατέρα Damian Karras, αντιμετωπίζοντας δύο σοβαρές ανησυχίες: την ανάμνηση του Karras και τα στοιχεία μίας υπόθεσης που νόμιζε ότι είχε κλείσει πριν από χρόνια.
Για μεγάλο μέρος της διάρκειάς του, ο Εξορκιστής III αφορά την αναζήτηση ενός αντιγραφέα του Gemini Killer, ενός βάναυσου κατά συρροή δολοφόνου που υποτίθεται πέθανε πριν από χρόνια, και επομένως δεν μπορεί να είναι υπεύθυνος για όλα τα εγκλήματα που έχουν προκύψει. Ή μπορεί;
Καθώς ο Kinderman ασχολείται με την υπόθεση και σκέφτεται για το κακό που νόμιζε ότι είχε νικήσει πριν από χρόνια, αρχίζει να συνειδητοποιεί πως κάτι υπερφυσικό συμβαίνει, ότι ίσως ο Gemini Killer δεν πέθανε, αλλά έζησε με μία άλλη, σκοτεινότερη μορφή. Μέσω του συνδυασμού μίας κλασικής σίριαλ κίλερ αφηγηματικής και υπερφυσικού μυστηρίου, ο Blatty πλέκει νέα νήματα στην ίδια θεματική ταπισερί που είχε εξερευνήσει στον πρώτο Εξορκιστή.
Εκείνη η ταινία αφορά, στον πυρήνα της, το αδιαπέραστο κακό και την παραφροσύνη του, τον τρόπο με τον οποίο επιτίθεται στο αγνό και το όμορφο, και τα διαλύει χωρίς κανέναν λόγο, παρά μόνο επειδή μπορεί. Αυτές οι ίδιες ιδέες επιστρέφουν στο Εξορκιστής ΙΙΙ, και ο Scott είναι εξαιρετικά καλός ως ένας κουρασμένος, ηλικιωμένος άνδρας που θέλει να υπηρετήσει τη δικαιοσύνη, που θα κάνει ό,τι καλύτερο περνάει από το χέρι του για να εξερευνήσει μια ακόμη σειρά πράξεων που δεν έχουν κανένα νόημα, που ξεπερνούν όχι μόνο τη λογική και την ηθική, αλλά και τη φυσική μορφή. Είναι μία θαυμάσια, πλήρης εικόνα αυτού του συγκεκριμένου τύπου Κακού, που ο Blatty σκιαγραφεί όχι μόνο μέσω του σεναρίου του, αλλά μέσω της οπτικής του ευαισθησίας ως σκηνοθέτης.
Το εμβληματικό jump scare ωστόσο!
Ξεκινά μάλλον πεζά, με μία ευρεία λήψη ενός νοσοκομειακού διαδρόμου όπου οι φρουροί ασφαλείας και η νοσοκόμα με το κόκκινο σακάκι κάνουν τη δουλειά τους. Τα πράγματα αρχίζουν να φαίνονται αλλόκοτα όταν περνούν περισσότερα από 30 δευτερόλεπτα και η ταινία παραμένει στο ίδιο πλάνο, σηματοδοτώντας στο κοινό ότι πρόκειται να συμβεί κάτι ασυνήθιστο. Όλοι οι φύλακες βγαίνουν από το καρέ, αφήνοντας τη νοσοκόμα να ερευνήσει μόνη της έναν μυστηριώδη θόρυβο. Το πλάνο συνεχίζεται για πάνω από ένα λεπτό χωρίς κοψίματα και χωρίς κίνηση της κάμερας, κρατώντας το κοινό στην τσίτα.
Το πρώτο cut συμβαίνει καθώς η νοσοκόμα ερευνά ένα από τα δωμάτια των ασθενών. Ο θόρυβος που άκουσε αποδεικνύεται πως ήταν απλώς λίγος πάγος σε ένα ποτήρι, και τόσο αυτή όσο και το κοινό αναπνέουν ανακουφισμένοι. Ωστόσο ακολουθεί ένα jump scare, καθώς ένας ασθενής ανασηκώνεται στο καρέ φωνάζοντας στη νοσοκόμα, εκείνη ουρλιάζει και εσύ τινάζεσαι σα να σε χτύπησε ρεύμα. Είναι ένα μάλλον φθηνό jump scare, ομολογουμένως, εξυπηρετεί όμως μερικούς βασικούς σκοπούς στο σύνολο της σειράς.
Πρώτον, παρέχει μια γρήγορη απελευθέρωση της έντασης στο κοινό μετά τη συσσώρευση από το μακρινό στατικό πλάνο. Δεύτερον, ακούνε τη νοσοκόμα να αποκαλύπτει το όνομά της: Amy Keating. Στη συνέχεια η σκηνή επιστρέφει στο ευρύ πλάνο του διαδρόμου. Ωστόσο, αυτή τη φορά το κοινό έχει αρχίσει να προβληματίζεται. Το όνομά της, λέει, ότι είναι Amy, το ίδιο όνομα που είχε αναφέρει κάποτε ο Karras. Επιπλέον έχει ένα Κ στο όνομά της, όπως όλα τα υπόλοιπα θύματα των φόνων. Καθώς το κοινό συγκεντρώνει τις πληροφορίες αυτές, η ταινία αποκαλύπτει την τελευταία απόδειξη κόβοντας από το ευρύ πλάνο σε ένα μεσαίο πλάνο της Amy, όπου το ροζάριο γύρω από το λαιμό της γίνεται ορατό για πρώτη φορά: Χάντρες, η άλλη λέξη που είχε μουρμουρίσει ο Karras.
Στο τελευταίο μέρος της σκηνής, η ταινία επιστρέφει σε ευρύ πλάνο. Το κοινό αναμένει πλέον κάτι παντελώς φρικτό να συμβεί σε αυτή τη φτωχή νοσοκόμα καθώς ερευνά έναν ακόμη ήχο, αυτή τη φορά σε ένα δωμάτιο πολύ πιο μακριά από την κάμερα. Όλα φαίνονται ασφαλή. Οι φύλακες είναι παρόντες. Η Amy μπαίνει στο δωμάτιο και βγαίνει πάλι αβλαβής. Οι φύλακες φεύγουν για λίγο από τον διάδρομο, αλλά όλα φαίνονται καλά. Η Amy κλειδώνει την πόρτα και φεύγει.
Για πρώτη φορά στην τετράλεπτη σκηνή, η κάμερα κινείται απότομα με ένα ξαφνικό και βίαιο ζουμ. Οι ήχοι του νοσοκομείου πνίγονται από μία απάνθρωπη κραυγή και μία φιγούρα με κουκούλα πλησιάζει την Amy με ένα ψαλίδι που στοχεύει στον λαιμό της. Ωστόσο η ταινία δεν δείχνει τίποτα από τη βία αυτή στην οθόνη, κάνοντας ένα σκληρό cut σε ένα ακέφαλο άγαλμα, και κατόπιν σε μία σκηνή όπου ένα πτώμα οδηγείται έξω από το δεύτερο θάλαμο ασθενών. Το κοινό γνωρίζει πολύ καλά τι έχει συμβεί.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι κατά ένα μεγάλο μέρος αυτό που κάνει τα jump scares να λειτουργούν είναι η παραπλάνηση του κοινού, τη στιγμή που συμβαίνει αυτή η αξέχαστη σκηνή η ψυχολογική φύση του τρόμου σημαίνει ότι δεν περιμένουμε καθόλου jump scares, και αυτό την κάνει την τέλεια στιγμή για να μας τσακιστούν τα νεύρα. Και αν αυτό δεν ήταν αρκετό από μόνο του ως προσποίηση, τότε ο Blatty δημιουργεί μία ψεύτικη στιγμή τρόμου για να προηγηθεί του πραγματικού. Η αντίδραση της νοσοκόμας στην απροσδόκητη εμφάνιση του νυσταγμένου γιατρού καθρεφτίζει τη δική μας. Το δυνατό μουσικό τράνταγμα και η ξαφνική κίνηση σε μία κατά τα άλλα ήσυχη ταινία που στάζει από ζοφερή διάθεση.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Blatty καδράρει τη σκηνή χρησιμοποιώντας μία μακρά λήψη διαρκείας από το άκρο ενός μεγάλου διαδρόμου, αποσπά την προσοχή μας με λεπτομέρειες: Η ανησυχητική σιωπή της νυχτερινής βάρδιας συμβάλλει στο προαίσθημα που ενισχύεται με κάθε δευτερόλεπτο που περνάει. Ο ακριβής χρονισμός της σκηνής αφήνει αρκετό χώρο τόσο στη νοσοκόμα όσο και στους θεατές για να πάρουν την ανάσα τους προτού γίνουμε μάρτυρες του κακού που κρυβόταν στη γωνία.
Ο Blatty ενορχηστρώνει όλα τα κινούμενα μέρη με σχολαστικότητα, εξαπολύοντας ένα από τα καλύτερα jump scares στην ιστορία του κινηματογράφου, σε μία ταινία που τα στερείται σχεδόν εντελώς.