ΒΙΒΛΙΟ

Πώς ξαναμπαίνεις σε ένα σπίτι μετά από χρόνια στο δρόμο

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Αστέγων, τρεις πρώην άστεγοι και μία οικογένεια μας υποδέχθηκαν στο καινούριο τους σπίτι και μας μίλησαν για την επιστροφή σε αυτό που για όλους εμάς λογίζεται ως δεδομένο. Τη στέγη.

Στο δρόμο. Εκεί μας περίμεναν οι τρεις από τους τέσσερις ανθρώπους που συνάντησα ενόψει του σημερινού αφιερώματος. Ενός κειμένου για τους ανθρώπους που έχασαν ή παραλίγο να χάσουν το σπίτι τους. Το κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους όπως θα έλεγε σοφά αλλά κάπως περιφρονητικά η λαϊκή ρήση.

Δεν ξέρω αν είναι τυχαίο αλλά οι τρεις από τους τέσσερις έζησαν στο δρόμο. Για ένα, δύο, τρία χρόνια. Οι τέταρτοι, ήταν πιο τυχεροί. Ήταν μία οικογένεια που ένα βήμα πριν την έξωση πρόλαβαν να εγγραφούν (όπως και οι πρώτοι) στο πρόγραμμα που τρέχει η μη κερδοσκοπική φιλανθρωπική οργάνωση Equal Sodiety σε συνεργασία με την Αρχιεπισκοπή Αθηνών και το Χαμόγελο του Παιδιού, και να κρατήσουν το δικαίωμά τους για ένα σπίτι, ενεργό. Μαζί με άλλους 34 ανθρώπους που κάπως κάπου κάποτε, το έχασαν βίαια ή μη.

Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson

Δεν θα κάνω μεγάλο πρόλογο. Δεν χρειάζεται. Θα ευχαριστήσω με όλη μου την καρδιά τους κυρίους και την κυρία που μου άνοιξαν τα τόσο περιποιημένα σπίτια τους και θα στους συστήσω. Όχι ως άστεγους πια. Ως ανθρώπους με στόχους. Όνειρα και δικαιώματα.

Άλμπερτ Γκόρι, ο κουρέας που θέλει να γίνει παππούς

 

Στο Μοναστηράκι. Στο σταθμό, στα πέριξ. Ο κύριος Άλμπερτ με το υπέροχο χαμόγελο έμενε εκεί για περίπου δύο χρόνια. Δεν μπορούσε να κάθεται. Γι αυτό και τριγυρνούσε στο δρόμο, έψαχνε για δουλειά και κούρευε τους άστεγους και τους άπορους. Δίχως να ζητάει χρήματα. 

Εδώ και ένα χρόνο, το σπίτι του ‘παππού’ Άλμπερτ είναι ένα υπόγειο που μυρίζει καθαριότητα και μπογιά στην Κυψέλη. Ένα σπίτι με δύο χώρους. Μία κουζίνα, ένα δωμάτιο και ένα μπάνιο. Η φρεσκοβαμμένη ροζ κρεβατοκάμαρά του (από την οποία μας ζήτησε να τον συγχωρήσουμε που δεν έχει αρκετές καρέκλες να μας βολέψει) είχε ένα κρεβάτι, δύο καρέκλες και μία τηλεόραση. Ανοιχτή. Τον ρώτησα τι βλέπει και μου είπε με απόλυτη φυσικότητα ‘Την Τατιάνα μωρέ‘.

Ήμουν στην Ιταλία επτά χρόνια, μάζεψα κάποια χρήματα και αποφάσισα να επιστρέψω στην Ελλάδα για να βρω την οικογένειά μου. Στην αρχή, έμενα σε ένα ξενοδοχείο. Δεν έβρισκα όμως δουλειά. Με τίποτα. Μου τελείωσαν και τα λεφτά και έμεινα στο δρόμο. Ευτυχώς, βρήκα κάποιους να με συμβουλεύσουν να πάω στην Αλικαρνασσού 49 και να γραφτώ. Από τότε και μέχρι να δηλώσω συμμετοχή στο πρόγραμμα της Στέγασης κοιμόμουν στο υπνωτήριο του συσσιτίου. Πάνω κοιμόμασταν, κάτω τρώγαμε.

 

Έμεινα στο δρόμο δύο χρόνια. Η κατάσταση ήταν δύσκολη. Δεν την περίμενα έτσι. Εγώ ήμουν επτά χρόνια στην Ιταλία* και έκανα τα πάντα από δουλειά. Κλάδεψα ελιές, έλιωσα σταφίδες, δούλεψα σε εργοστάσιο. Δούλευα και έστελνα λεφτά στα παιδιά μου, έπρεπε να τα σπουδάσω. Και τα σπούδασα και τα δύο.

Δουλεύουν τώρα και οι δύο, έχουν σχέση αλλά δεν έχουν κάνει ένα παιδάκι. Θέλω να γίνω παππούς. Αλλά δεν με ακούν. Είναι 28 και 30 χρονών πότε θα το κάνουν το παιδί;

Είναι δύσκολοι οι καιροί, το ξέρω. Εδώ ανά πάσα στιγμή μπορείς να χάσεις τη δουλειά σου. Στην Ιταλία δεν ήταν έτσι. Τους τα έλεγα εγώ αλλά δεν με άκουγαν. Τους έλεγα ‘ελάτε εδώ’, δεν ήθελαν. Ε, ήρθα εγώ“.

*Στα πέντε με έξι λεπτά που κράτησα ανοιχτό το μαγνητοφωνάκι, ο κύριος Άλμπερτ ανέφερε περίπου επτά φορές την Ιταλία. Όσο και τα χρόνια που πέρασε εκεί.

Όταν μου είπαν να κάνω την αίτηση γι αυτό το πρόγραμμα ΕΣΠΑ με τη στέγαση, αναθάρρεψα. Δεν καταλαβαίνεις πόσο είχαμε πέσει όλοι ψυχολογικά.

Κλείνω ένα χρόνο σε αυτό το σπίτι το Νοέμβριο. Δεν μπορώ να σου περιγράψω τη χαρά μου. Είναι σαν όνειρο. Ή μάλλον ήταν ο λόγος για να ονειρευτώ ξανά. Είναι μία καινούρια ζωή. Και ταυτόχρονα είναι και μία καινούρια οικογένεια για μένα. Γιατί τα παιδιά με στήριξαν, με στηρίζουν.

Όσο μπορεί ο άνθρωπος πρέπει να βοηθάει. Και αυτό στο οποίο βοηθάει να είσαι σίγουρη ότι δεν θα το μετανιώσει ποτέ. Εγώ όταν ήρθα από την Ιταλία, μίλησα με την Μπακογιάννη και της είπα: ‘Βάλε με σε ένα ξενοδοχείο να κουρέψω όλον τον κόσμο’. Δεν μπορούσα να κάθομαι. Δεν μπορώ. Πήγαινα και κούρευα. Κούρεψα πολύ κόσμο. Χωρίς χρήματα. Αφού δεν έχουν. Ο κόσμος υποφέρει“. 

Γι αυτό πρέπει να σεβόμαστε. Δεν σεβόμαστε. Δεν έχουμε τρόπους. Ούτε οι ξένοι σέβονται. Κόντεψες να πνιγείς και σου έδωσα το χέρι μου, αυτό το χέρι να μην το ξεχάσεις ποτέ.

Ακόμα είμαι κουρέας. Κάποιος θα μου δώσει ένα ευρώ, κάποιος τίποτα. Τώρα πάω και σε σχολή για κουρείς. Δεν μπορώ να κάθομαι. Θέλω μία δουλειά. Μακάρι να βρω μία δουλειά, θα κάνω γιορτή. Το σκέφτομαι να γυρίσω στην Ιταλία αλλά δεν είμαι έτοιμος. Δεν είμαι“.

Η πιο ειλικρινής ατάκα του κυρίου Άλμπερτ, του τόσο νέου ‘παππού’ Άλμπερτ που αλλάζει χώρες, σπίτια, οικογένειες όπως τα ψαλίδια του. Καθώς φεύγαμε, ο Φώτης (θα μιλήσουμε παρακάτω με/για το Φώτη) μου είπε την πιο γλυκιά ιστορία για αυτόν τον τόσο γλυκό κύριο Άλμπερτ: “Κάθε φορά που του δίνουμε την επιταγή για να πάει σούπερ μάρκετ, έρχεται στο γραφείο με σοκολάτες και μας τις δίνει“.

Γρηγόρης Μπαχράμης, ένας στιχουργός με ταλέντο και σπίτι

 

Σε ένα αυτοκίνητο. Επί τρία χρόνια ο κύριος Γρηγόρης έκανε όνειρα να αναπτύξει τις καλλιτεχνικές του τάσεις μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Έγραφε, έσβηνε, και πάλι από την αρχή.

Την ημέρα που τον επισκεφθήκαμε έκλεινε έναν ακριβώς χρόνο από την ημέρα που πήρε για πρώτη φορά στα χέρια του τα κλειδιά του διαμερίσματός του στην Ακαδημία Πλάτωνος. ‘Του σπιτιού του’ όπως θα μου πει και θα μου ξαναπεί στα λίγα λεπτά που θα μιλήσει μαζί μου.

 

Καλοντυμένος, μας υποδέχθηκε στο πεντακάθαρο σπίτι του και μας ζήτησε (και αυτός) συγγνώμη που δεν έχει να μας βολέψει όλους σε καρέκλες. Μία στοίβα από απορρυπαντικά σε προσφορά και ένα μπρίκι γεμάτο καφέ συνέθεταν τη διακόσμηση του κυρίου Γρηγόρη στο σπίτι του. Ένα κρεβάτι και ένα τραπέζι και ένα στερεοφωνικό. Το πιο όμορφο από όλα; Το ανοιχτό παράθυρο που έβλεπε σε έναν πεζόδρομο γεμάτο δεντράκια και τιτιβίσματα πουλιών. 

Έμενα τρία χρόνια σε ένα αυτοκίνητο. Υπήρχε τότε ένα κέντρο Ημέρας και μπορούσες να κάνεις ένα μπάνιο. Τα πράγματα όμως ήταν πολύ δύσκολα. Την Equal τη γνώρισα μέσω της Κλίμακας, μου είπαν ότι υπάρχει ένα υπνωτήριο και έψαξα να το βρω. Έπειτα πήγαινα και στο συσσίτιο και έμαθα τα παιδιά.

Η μετάβαση δεν ήταν εύκολη στο σπίτι. Τώρα είμαι πολύ καλά. Είμαι ακριβώς ένα χρόνο εδώ. Σαν σήμερα, είχα πάρει τα κλειδιά στα χέρια μου“.

Είμαι ευχαριστημένος, εντάξει, τα έχω όλα

Ασχολούμουν σαν μικροπωλητής αλλά δεν έχω άδεια και το άφησα. Τώρα περιμένω απάντηση για δουλειά για να μπορέσω να κρατήσω το σπίτι μου“.

 

Ο κύριος Γρηγόρης, ως ο καλλιτέχνης της παρέας υποστήριξε το ρόλο του και κράτησε ένα πιο απόμακρο και χαμηλό προφίλ. Στο τέλος της συζήτησης, μου χάρισε και ένα demo από το ‘Τρελόχαρτο’ του.

Οικογένεια Βλάχου, που τα έχει όλα εκτός από το ‘γεια’

 

Το σπίτι της Άννας Βλάχου στο Μεταξουργείο μύριζε κάτι μαγειρευτό. Πρέπει να ήταν φακές αλλά δεν είμαι σίγουρη. Όταν μας άνοιξε την πόρτα, μας ζήτησε συγγνώμη για την ακαταστασία και μας έδωσε ως δικαιολογία το γεγονός ότι ήταν η μητέρα της εκεί. Πρέπει να είναι ο πρώτος άνθρωπος στον κόσμο που δέχεται επίσκεψη της μητέρας του στο σπίτι δίχως πρώτα να έχει συμμαζέψει έστω αυτά που ‘βλέπει η πεθερά’. Ναι, η Άννα ζει τόσο επικίνδυνα.

 

Η Καλομοίρα και η Ελισάβετ, η τσαχπίνα Καλομοίρα και η ντροπαλή Ελισάβετ με τα κοτσιδάκια τους ήρθαν να καθίσουν μαζί μας στο σαλόνι. Το ίδιο και ο άντρας της Άννας, γέννημα θρέμμα της περιοχής και κάπως πικραμένος από τις εξελίξεις της.

Στη γειτονιά λέμε ένα ‘γεια’ και αν. Και σκέψου ότι είμαστε μία ζωή εδώ. Οι περισσότεροι μας ξέρουν, υπάρχει όμως ο φόβος, ο ρατσισμός. Μόνο αν σε δουν με τα παιδιά σου μιλάνε

Ήμασταν ένα βήμα πριν την έξωση όταν βρήκαμε τα παιδιά από το συσσίτιο. Γίναμε παρέα. Γίναμε φίλοι. Όταν μας είπαν για το πρόγραμμα, χαρήκαμε τρομερά.

Τον Αύγουστο που μας έρχεται, θα κλείσουμε τρία χρόνια σε αυτό το σπίτι“.

Η Άννα προσέχει ένα παιδάκι με αυτισμό, οκτώ χρονών. Ένα παιδάκι που όπως έσπευσε η Καλομοίρα να μου εξηγήσει είναι πολύ συμπαθητικό αλλά μερικές φορές ‘φωνάζει’.

Γιώργος Τσακνάκης, ο γίγαντας που θέλει να ακούει καλά νέα για τον Ολυμπιακό

 

Αχαρναί, απογευματάκι. Ο κύριος Γιώργος, ο γιγαντιαίος κύριος Γιώργος μας περιμένει να μας ανοίξει το σπίτι του. Το σπίτι που ζει μαζί με τα σκυλιά του, τον τελευταίο χρόνο, αφότου πέρασε δύσκολα στα λυόμενα του Καποτά. Αφού έχασε το περίπτερό του αλλά όχι τις ελπίδες του.

Μαζί με την Ματίνα, την κοπέλα μου, είχαμε ένα από τα καλύτερα περίπτερα στην πλατεία στον Κάραβο. Το περίπτερο όμως αυτό, είχαμε κάνει το λάθος να χρεωθούμε 90 χιλιάρικα για να το πάρουμε. Δεν πληρώσαμε αέρα για να το πάρουμε. Καταφέραμε μέσα στα τρία χρόνια να μειώσουμε το χρέος στα 30 χιλιάρικα. Το κατεβάσαμε 60 χιλιάδες. Έπειτα όμως, με την αλλαγή στα τσιγάρα, δεν αντέξαμε.

Έκλεισαν όλοι οι μικροί πρατηριούχοι που δουλεύαμε κάθε μέρα και ανέλαβαν τη διανομή τρεις μεγάλοι που δούλευαν μόνο μετρητά. Εμείς είχαμε μάθει να δουλεύουμε με τους άλλους επί πιστώσει, ξέρεις Παρασκευή με Δευτέρα. Οι άλλοι τα ήθελαν στο χέρι“.

Αναγκαστικά, αφού δεν είχαμε το κεφάλαιο, αναγκαστικά κλείσαμε. Βρεθήκαμε στο δρόμο, να πρέπει να το πάμε πάλι από την αρχή

Εδώ είμαι ένα χρόνο. Πριν ήμουν στα λυόμενα απάνω στου Καποτά. Πώς ήταν εκεί; Θέλεις να πάμε να δεις; Ρεύμα δεν παίζει, μπάνιο δεν παίζει, φαγητό δεν παίζει“.

Μία ημέρα του κυρίου Γιώργου: Ξυπνάω 05.30 το πρωί. Θα φτιάξω έναν καφέ, θα κάνω ένα μπάνιο, θα ψάξω μήπως βγαίνει κανένα πρόγραμμα να κάνω καμιά αίτηση. Έπειτα, 8.10 πάω στη δουλειά μέχρι τις 13.30 (Εδώ και κανένα μήνα, πηγαίνω σε μία πανσιόν σκύλων και βοηθάω). Θα φτιάξω κάτι να φάω, θα κοιμηθώ λίγο και μετά θα πάω από το φίλο μου το Νίκο να πιούμε έναν καφέ. Το βράδυ, κατά τις 23.30 περνάει ο Νίκος από το σπίτι μου, με παίρνει και πηγαίνουμε να ταΐσουμε τα αδέσποτα. Έχουμε χιλιάδες αδέσποτα στην περιοχή, δυστυχώς δεν μας φτάνουν οι τροφές. Από τα 200 ευρώ που παίρνω, τα 50 με 70 τα δίνω για σκυλοτροφές, τι να κάνουμε αδυναμίες είναι αυτές“.

 

Ξέρεις κάτι; Δεν πίνω, δεν τζογάρω, το μόνο πάθος που έχω είναι το τσιγάρο, ο καφές και τα σκυλιά. Και να ακούω για τον Ολυμπιακό καλά πράγματα“.

Καθώς φεύγαμε από το σπίτι του κυρίου Γιώργου που φωνάζει όταν του μιλάμε στον πληθυντικό, μία απορία μου τριβέλιζε το μυαλό. Πώς γίνεται και στα έξι με επτά λεπτά που μιλούσαμε να έχει αναφέρει το όνομα της κοπέλας του Ματίνας ίσαμε δέκα φορές, και όταν του ζήτησα να μου περιγράψει μία ημέρα του, δεν μου την ανέφερε. Δεν ξέρω γιατί την μοιράζομαι αυτήν την απορία σε αυτό το κείμενο. Ίσως γιατί μου έκανε εντύπωση. Ίσως γιατί τη σχολίασα μέσα μου ως τα ‘δεδομένα’ που έχουμε ή δεν έχουμε τελικά στη ζωή μας.

Equal Society, ο ευγενής λόγος για να γίνει το σημερινό θέμα

Δεν θα σχολιάσω τίποτα. Θα αφήσω το Φώτη Σπυρόπουλο, ένα από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδας και τον άνθρωπο που μας πήγαινε από το ένα σπίτι στο άλλο και οδηγούσε μεσούσης τρομακτικής κίνησης με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά, να μας τα πει μόνος του. Εγώ απλώς θα γράψω ένα ευχαριστώ. Για όλα.

Φώτη, βγαίνεις.

Η Equal Society είναι μία μη κερδοσκοπική φιλανθρωπική οργάνωση δημιουργήθηκε το 2010 και μπορεί να ακούγεται τρομερά κλισέ και κοινότοπο αλλά το μόνο που είχε εκείνη την εποχή σε ανθρώπινο δυναμικό ήταν τρεις-τέσσερις άνθρωποι με πολύ μεράκι. Ξεκινήσαμε δειλά δειλά και αρχίσαμε να προτείνουμε προτζεκτάκια τα οποία θα είχαν κάποιο κοινωνικό αντίκτυπο και ταυτόχρονα θα μας έβγαζαν σιγά σιγά στο προσκήνιο.

Λίγα χρόνια αργότερα, ήρθε το πρόγραμμα ‘Σπουδάζω με υποτροφία’ όπου τρέχει τώρα πέντε έτη και έχουμε δώσει γύρω στις 230 υποτροφίες αξίας μεγαλύτερης των 3,6 εκατομμυρίων. Έπειτα, φτιάξαμε το κοινωνικό συσσίτιο. Μία δομή που σε αυτήν την μορφή εκτιμώ ότι δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Όχι γιατί εμείς τη σκεφτήκαμε πρώτοι αλλά γιατί ασχοληθήκαμε αν θέλεις λίγο εκτενέστερα με το στοιχείο που λείπει συνήθως από ένα κοινωνικό συσσίτιο, ασχοληθήκαμε με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια“.

Το ‘α ‘του ανθρώπου με το ‘α’ της αξιοπρέπειας πρέπει πάντοτε να πηγαίνουν μαζί

Αν ο χώρος απλά έδινε ένα πιάτο φαΐ, θα ήταν μία από τα ίδια. Γι αυτό και προσπαθήσαμε μέσω αυτού του χώρου να παράσχουμε στους ανθρώπους και συμβουλευτική και υπηρεσίες υγείας και υποτροφίες για μικρά παιδιά (σε φροντιστήρια μέσης εκπαίδευσης κτλ) και job club προκειμένου να βοηθήσουμε στην εύρεση εργασίας.

(Ένας από τους αστέγους που παρότι τον διακόψαμε εν ώρα φαγητού, δέχθηκε να φωτογραφηθεί με χαρά)

Η εξέλιξη του συσσιτίου και αυτής της πρώτης επαφής μας με τους αστέγους είναι το πρόγραμμα που τρέχουμε μαζί με την Αρχιεπισκοπή και το πρόγραμμα στήριξης οικογένειας και το Χαμόγελο του Παιδιού και δώσαμε σπίτια σε 35 άτομα και οικογένειες.

(Η χαμογελαστή Αρετή, όνομα και πράγμα)

Ε, εκεί βλέπεις στα μάτια του άλλου κάτι που όταν ξεκινάς και αναλαμβάνεις μία τέτοια δράση δεν το αναζητάς ούτε το ψάχνεις, βλέπεις την ευγνωμοσύνη. Η οποία ρε Έρρικα, σε γονατίζει. Νιώθεις ότι έκανα κάτι που πραγματικά, βοήθησε έναν άνθρωπο. Είναι από εκείνα τα συναισθήματα που μέσα από την ψυχή εύχομαι σε κάθε άνθρωπο να συναντήσει“.

Να προσφέρεις ανιδιοτελώς και να δεις πόσο σημαντικό ήταν αυτό που έκανες για τον συνάνθρωπό σου

Το πρόγραμμα λέγεται Στέγαση και Επανένταξη και βγήκε πριν από 1,5-2 χρόνια. Στην αρχή, δεν είχε τόση απήχηση. Παρότι στην Αττική οι νεοάστεγοι, δηλαδή οι άνθρωποι που δεν έχουν εισόδημα και δεν μπορούν κατ’επέκταση να συντηρήσουν ένα σπίτι, είναι 20000.

Στην αρχή, όταν κάναμε τις συνεντεύξεις για να δούμε ποιοι θα μπουν στα σπίτια, υπήρξαν περιπτώσεις ανθρώπων που είπαν ‘δεν μου αρέσει εδώ’, κτλ. Στην αρχή, σκεφτήκαμε ότι εντάξει, όλοι έχουμε δικαίωμα στην παραξενιά. Έπειτα καταλάβαμε ότι δεν ήταν αυτό. Όλοι κατά βάθος ήθελαν να φύγουν από το δρόμο, ψυχικά όμως, δεν μπορούσαν όλοι να το υποστηρίξουν. Τη δεδομένη χρονική στιγμή, η αλλαγή και η υποχρέωση του να πάνε παρακάτω, τους κρατούσε πίσω.

 

Ασχοληθήκαμε πάρα πολύ με το κομμάτι της εκπαίδευσης. Φτιάξαμε το e-gnosis και προσφέραμε σε 10000 άτομα τη δυνατότητα να σπουδάσουν δωρεάν στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Σκέψου ότι το πρότζεκτ αυτό συνολικά, είχε κόστος σε εμάς 1 εκατομμύριο ευρώ και το κράτος, όταν το είχε κάνει πριν από πολλά χρόνια, είχε ξοδέψει 18 εκατομμύρια“.

 

Υ.Γ.: Το ξέρω ότι είπα ότι δεν θέλω να σχολιάσω κάτι, όμως, δεν μπορώ. Δεν μπορώ να μην γράψω ότι όλη η αλήθεια τελικά κρύβεται στην ανιδιοτέλεια και την πίστη. Στην πίστη ότι ένας άνθρωπος, παράξενος, δύστροπος, καλός, κακός, μπορεί όταν βοηθηθεί να σου δώσει το χαμόγελο που σου αξίζει. Ακόμα και αν στο τέλος, τέλος, το ξεχάσει. Δεν πειράζει, εσύ το έκανες.

*Ο Φώτης δεν θέλησε να φωτογραφηθεί. Ούτε η Βασιλική, η κοινωνική λειτουργός που ήρθε μαζί μας για να κάνει την ατμόσφαιρα λίγο λιγότερο άβολη από το αναμενόμενο.

**Να, γιατί δεν χωράγαμε ποτέ στις καρέκλες.