Quincy Jones, ο άνθρωπος με το μαγικό άγγιγμα
Αμέτρητα βραβεία, αμέτρητες πρωτιές, αμέτρητες επιχειρηματικές και μουσικές επιτυχίες. Κι όμως, ο Quincy Jones ήταν πολλά περισσότερα.
- 9 ΝΟΕ 2024
Προς το τέλος της αυτοβιογραφίας του Miles Davis, αν δεν κάνω τρομερό λάθος – πάνε χρόνια από την τελευταία φορά που τη διάβασα – εμφανίζεται το όνομα του Quincy Jones. Αν και δεν είναι σωστό να ξεκινάς ένα κείμενο που αφορά ένα πρόσωπο με άλλο πρόσωπο, εδώ κρίθηκε αναγκαίο ώστε να τονίσω πότε άρχισα να εκτιμώ περισσότερο τη δουλειά του ή, καλύτερα, πότε άρχισα να ασχολούμαι πιο έντονα με το έργο του.
Ακόμα κι αν δεν έχει κάποιος ιδέα για τον Miles Davis, πιθανότατα θα έχει ακούσει το κλασικό πια «άλλαξε πολλές φορές τη μουσική» – πράγμα που ισχύει. Αυτό που μάλλον δεν έχει ακούσει, είναι για την άρνησή του να παίξει τα κομμάτια που στην ουσία τον έκαναν γνωστό σε μικρότερη ηλικία, μετέπειτα, όταν μεγάλωσε.
Οι μπαλάντες, το Kind of Blue, τα ισπανικά κονσέρτα, η πρώιμη αλλά και η πιο ώριμη μουσική πλευρά του στην Prestige και την Columbia, ακούστηκαν μόλις μία φορά από την τρομπέτα του πριν ολοκληρωθεί ο κύκλος της ζωής του. Και σε αυτή τη μία φορά έβαλε το χέρι του ο Quincy Jones, o οποίος τον έπεισε μετά από μία συνάντηση που είχαν οι δυο τους με ένα μέντιουμ, κάπου στη Νέα Υόρκη.
Τελικά, ο Davis έκανε revisit στο παρελθόν του στο ιστορικό Montreux Jazz Festival το 1991 (τρεις μήνες πριν πεθάνει), με τον Quincy Jones να διευθύνει, σαν άλλος μαέστρος, τη συναυλία που ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε το 1993. Τώρα, για ποιο λόγο έπρεπε να γίνει αυτή η εισαγωγή; Για να καταλάβουμε καλύτερα το μέγεθος του Quincy Jones, το πώς μπορούσε να επηρεάσει και να πείσει ακόμα και τους πιο ευαίσθητους εγωισμούς στην ιστορία της μουσικής.
Είχε επίσης αυτό που οι Αμερικανοί αποκαλούν “magic touch”, την ικανότητα να βλέπει μακριά, να ενώνει, να εντοπίζει ένα ταλέντο πριν καν το σύννεφο της απειρίας που το καλύπτει, διαλυθεί.
Πρώτα μουσικός, μετά επιχειρηματίας
Ο Quincy Jones, που έφυγε από τη ζωή στα 91 του, δεν ήταν ένα πράγμα, ήταν πολλά. Στα σκληρόδετα βιβλία που έχουν ξεμείνει σε συρτάρια ή στα κείμενα που διαβάζει κάποιος στο διαδίκτυο για εκείνον, θα υπάρχει πάντα ένα κενό, το κενό που προκύπτει όταν δεν μπορείς να περιγράψεις ακριβώς τι έκανε και πώς το έκανε. Απλώς το έκανε. Είναι η αύρα του μεγαλείου, μάλλον, η οποία δεν αποτυπώνεται σε λέξεις, μόνο σε μουσική.
Για τον μέσο ακροατή, ο Quincy Jones αφήνει πίσω του μια τεράστια κληρονομιά και δικαίως θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς δίσκων της σύγχρονης μουσικής. Πάνω από τους σημαντικότερους δίσκους όλων των εποχών βρίσκεται η σκιά του και στον ήχο τους, αυτό το μαγικό άγγιγμα που αναφέρθηκε παραπάνω.
Το αποτύπωμά του στη μουσική βιομηχανία, ωστόσο, είναι ακόμα μεγαλύτερο κι από το Thriller του Michael Jackson, τα Grammys, τη συνεργασία του με τον Μάνο Χατζιδάκι, για την οποία σίγουρα θα διαβάσατε τις προηγούμενες μέρες. Γιατί ο Jones, εκτός από το να διαμορφώνει καλλιτέχνες ακόμα και όταν δεν είχε καμία ανάμειξη στο έργο τους, απαίτησε σεβασμό προς τους μαύρους καλλιτέχνες – και όχι μόνο.
Ήταν εργασιομανής και ένας άνθρωπος τόσο παραγωγικός που, για οποιονδήποτε άλλο, τα μισά από αυτά που κατάφερε, θα ήταν κατόρθωμα. Για τον Jones ήταν μια μέρα στη δουλειά. Έγινε ένα από τα πρώτα μαύρα στελέχη σε μεγάλη δισκογραφική εταιρεία, έκανε παραγωγές σε επιτυχημένα μιούζικαλ και τηλεοπτικές εκπομπές, καθοδήγησε και υπέγραψε συμβόλαια με σημαντικούς καλλιτέχνες και συνίδρυσε ένα από τα πιο επιδραστικά μουσικά περιοδικά στην ιστορία, το Vibe
Ας σταθούμε λίγο στη δισκογραφική. Η θητεία του Jones στη Mercury Records στις αρχές της δεκαετίας του 1960 είναι σημαντική για έναν ακόμη λόγο, πέρα από τον προφανή που έχει να κάνει με τη μουσική. Σημαντική παρένθεση: Τρία χρόνια αργότερα έγραψε μουσική για μια μεγάλη κινηματογραφική ταινία, το The Pawnbroker του Sidney Lumet, έχοντας ονειρευτεί να συνθέσει soundtracks από τότε που ήταν 15 ετών.
Αφού ξεκίνησε την καριέρα του στην τζαζ, εργάστηκε ως μουσικός διευθυντής στην εταιρεία και το 1961 διορίστηκε αντιπρόεδρος, ίσως η πρώτη φορά που ένας μαύρος ανέλαβε διευθυντικό ρόλο σε εταιρεία λευκής ιδιοκτησίας.
Μιλάμε ακόμα για μια περίοδο διαχωρισμού, οπότε το να βλέπεις έναν μαύρο μουσικό και επιχειρηματία να ασχολείται με προϋπολογισμούς, με τους καλλιτέχνες της δισκογραφικής και με τη διοίκηση του προσωπικού, ήταν πρωτόγνωρο. Ο διορισμός του στη Mercury Records διήρκεσε λιγότερο από ένα χρόνο, σύμφωνα με τους New York Times, αν και δεν θα ήταν η τελευταία φορά που θα ήταν επικεφαλής μιας δισκογραφικής εταιρείας.
Το 1980, συνίδρυσε την Qwest Records, όπου επέβλεψε ένα «ρόστερ» με ονόματα όπως των Frank Sinatra, Tevin Campbell και George Benson. Η πρώτη κυκλοφορία της εταιρείας ήταν το “Give Me The Night του Benson”, το οποίο έγινε πλατινένιο εκείνη τη χρονιά και χάρισε στον κιθαρίστα της τζαζ τρία βραβεία Grammy.
Η μεγαλύτερη επιτυχία της Qwest, ωστόσο, ήταν η υπογραφή συμβολαίου με τους New Order, με τον Jones και την Qwest να είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνοι για τη διάδοση του συγκροτήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά την αποχώρησή τους από την Factory Records.
Στη συνέχεια, υπήρχαν οι ρόλοι του ως παραγωγός στο The Color Purple το 1985 και στο The Fresh Prince of Bel-Air το 1990. Το 1993, συνίδρυσε το περιοδικό Vibe ως απάντηση στο Rolling Stone για να εστιάσει περισσότερο στους μαύρους καλλιτέχνες. Οι ιδιότητες του Jones ως παραγωγού αύξησαν την ικανότητά του ως επιχειρηματία, ιδίως όσον αφορά την ανίχνευση ταλέντων.
Βέβαια, όσο επιτυχημένες και αν ήταν η επιχειρηματικές του κινήσεις, το να τον θυμόμαστε ως επιχειρηματία θα ήταν περιοριστικό. Η μεγάλη αγάπη του Quincy Jones ήταν η μουσική. Ο ίδιος έλεγε ότι οι αποφάσεις του δεν είχαν ως κίνητρο τα χρήματα.
Ο Quincy Jones στο φεγγάρι και η ιστορία με τον Truman Capote
Σε μια καριέρα που καλύπτει περισσότερες από επτά δεκαετίες πέτυχε πολλές «πρωτιές», ανοίγοντας το δρόμο για γενιές καλλιτεχνών και διαμορφώνοντας το μέλλον της pop. Μετά την Beyoncé και τον Jay-Z, ήταν ο καλλιτέχνης με τις περισσότερες υποψηφιότητες στην ιστορία των Grammy, κερδίζοντας συνολικά 28 βραβεία.
Ήταν πέντε φορές υποψήφιος για άλμπουμ της χρονιάς, κερδίζοντας δύο φορές: για το Thriller του Jackson το 1984 και για το δικό του δίσκο, Back on the Block, το 1989.
Με την παραγωγή των επιτυχιών του Jackson, συμπεριλαμβανομένων των “Bad” και “Beat It”, ο Jones τον βοήθησε το να γίνει ο πρώτος μεγάλος μαύρος καλλιτέχνης που έπαιξε στο MTV, ενώ η συνεργασία τους στο Thriller οδήγησε στο να γίνει το άλμπουμ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις όλων των εποχών.
Αυτός και ο Sinatra, είχαν το πρώτο τραγούδι που ακούστηκε στο φεγγάρι, όταν ο αστροναύτης Buzz Aldrin έπαιξε την εκδοχή του “Fly Me to the Moon” από το 1964 σε ένα φορητό κασετόφωνο μόλις πάτησε στη σεληνιακή επιφάνεια το 1969.
Δύο χρόνια νωρίτερα, αυτός και ο συνθέτης Bob Russell έγιναν οι πρώτοι μαύροι Αμερικανοί που προτάθηκαν για το καλύτερο πρωτότυπο τραγούδι στα Όσκαρ, για το κομμάτι τους “The Eyes of Love” από το ρομαντικό δράμα Banning του Robert Wagner.
Ήταν επίσης ο πρώτος Αφροαμερικανός που ορίστηκε ως μουσικός διευθυντής και μαέστρος των Όσκαρ, το 1971, και ο πρώτος μαύρος καλλιτέχνης που έλαβε το βραβείο AMPAS Jean Hersholt Humanitarian Award το 1995. Nαι, έχει πολλές πρωτιές, όμως η παράθεση όλων των επιτυχιών του μοιάζει βαρετή μπροστά στην ιστορία με τον Truman Capote. Για πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς είναι ότι ο Jones μιλούσε με τη δουλειά του.
Αναπολώντας μία από τις πρώτες του συναντήσεις στο Χόλιγουντ, μίλησε για τον Truman Capote. Όπως είπε, ο συγγραφέας μπήκε στην αίθουσα, είδε τον Jones και βγήκε αμέσως από αυτή. «Δεν ήξερα ότι ο Quincy Jones είναι μαύρος», είπε.
«Ο Capote, αυτός ο κ@ριόλης, κάλεσε τον σκηνοθέτη του In Cold Blood, Richard Brooks, και του είπε: ‘’Richard, δεν καταλαβαίνω γιατί έχεις έναν μαύρο να κάνει τη μουσική για μια ταινία χωρίς μαύρους ανθρώπους. Και ο Richard Brooks του είπε να πάει στο διάολο και ότι εγώ θα κάνω τη μουσική. Ήταν σκληρός».
Τελικά, ο Capote ζήτησε συγγνώμη – κλαίγοντας στο τηλέφωνο – αφού είδε την ταινία και έμαθε αργότερα ότι ο μαύρος που επιμελήθηκε τη μουσική της, είναι υποψήφιος για Όσκαρ. Όπως είπαμε, ο Quincy Jones ήταν πολλά περισσότερα και όταν δεν του έδειχναν σεβασμό από την πρώτη στιγμή, τότε τον απαιτούσε – έστω μέσω της δουλειάς του – αμέσως μετά. Και αυτή είναι η πιο σημαντική νίκη του, πιο σημαντική από κάθε βραβείο και επιχειρηματική δραστηριότητα.