Η νέα ‘Rebecca’ είναι μια ταινία-παραγγελιά για το autoplay του Netflix
- 22 ΟΚΤ 2020
Τι ήταν πιο εύκολο, να εκπαιδεύσεις ένα κοινό να σκέφτεται και να βλέπει με έναν διαφορετικό τρόπο ή απλά να ρίξεις λίγα λεφτά στο πρόβλημα και να γυρίσεις κάτι δικό σου; Όπως είπε στα φετινά (είναι ακόμα φετινά, φέτος έγινε αυτό, το 2020) Όσκαρ ο Bong Joon-ho μέσω της μεταφράστριάς του, «όταν ξεπεράσετε το εμπόδιο μίας ίντσας των υποτίτλων, θα γνωρίσετε τόσα πολλά απίστευτα φιλμ».
Ειρωνικά, είναι το ίδιο το Netflix που έχει βοηθήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό στην εκπαίδευση του κοινού στο να βλέπει όντως πράγματα με υπότιτλους, αλλά έχοντας επανεφεύρει το entertainment σε μεγάλο βαθμό κατ’εικόνα του στο διάστημα της τελευταίας δεκαετίας, έχει μετεξελίξει την αρχική εκείνη τάση του παλιού Χόλιγουντ, σε κάτι επίσης νέο. Το “γύρνα ριμέικ αυτό που δεν είναι στα αγγλικά” τείνει να εξελιχθεί σε “γύρνα ριμέικ αυτό που δεν έχεις στον κατάλογό σου” ή, για το πιάσουμε ευρύτερα, αυτό που δεν είναι σύγχρονο/έγχρωμο/με σταρς που αναγνωρίζει και συνδέει εύκολα ο αλγόριθμος.
Το Netflix συνεχίζει να προσπαθεί να καταπιεί όλο το entertainment πριν χρειαστεί να αρχίσει να βγάζει κέρδος και μέρος αυτής της στρατηγικής είναι το να γίνει όλα τα πράγματα για όλους τους ανθρώπους. Χρειάζεται σπουδαία φεστιβαλικά ντοκιμαντέρ που δε θα δει κανείς και χρειάζεται ισπανικές σειρές, χρειάζεται υπερηρωικά μπλοκμπάστερ και χρειάζεται niche σίτκομ, χρειάζεται true crime θρίλερ και χρειάζεται ρομαντικές κομεντί. Χρειάζεται τα πάντα για να αφορά τους πάντες, πάντα.
Και μπορεί όλο το παρόν να βρίσκεται ένα autoplay μακριά, αλλά αυτό στο οποίο οι παντες συμφωνούν είναι το ένα πράγμα που του λείπει απολύτως: το παρελθόν.
Μπροστά λοιπόν στη θέα μιας πενιχρής legacy βιβλιοθήκης τίτλων, το Netflix μοιάζει να έχει αποφασίσει να ανασυστάσει το παρελθόν, καθ’ομοίωσίν του. Αναζητώντας “old hollywood” το πρώτο αποτέλεσμα είναι το ‘Hollywood’ του Ryan Murphy, ένα ιδανικά και ταιριαστά ανιστόρητο δημιούργημα πάνω στην εν λόγω περίοδο. Κι από κοντά το ‘Ratched’, μια σειρά που κατά παραδοχή του αρχικού σεναριογράφου γράφτηκε καθώς προσπαθούσε να σκεφτεί μια οποιαδήποτε προϋπάρχουσα ΙΡ που θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί, οποιοδήποτε δηλαδή κομμάτι πνευματικής ιδιοκτησίας που θα μπορούσε να πουληθεί βάσει του όσο και ελάχιστα γνώριμο μπορεί να είναι.
Κι αν τα πρότζεκτ που σχετίζονται με το ‘Other Side of the Wind’ του Orson Welles είναι ένας ανεκτίμητος κινηματογραφικός θησαυρός που για πάντα θα μπορεί το Netflix να μοστράρει (και με το δίκιο του) ως μεγάλο κατόρθωμα, όσο και μια σπουδαία ταινία, κι αν το επερχόμενο ‘Mank’ του David Fincher είναι πρωτίστως μια ταινία ενός τεράστιου auteur για τη δημιουργία ενός έτερου Χολιγουντιανού classic, φτάνοντας πια στο ‘Rebecca’ απορείς τι άλλο υπάρχει εκεί πέρα από κυνική διάθεση.
To ‘Rebecca’ streamάρει στο Netflix από την Τετάρτη 21 Οκτωβρίου.
Το κλασικό βιβλίο της Daphne du Maurier έχει προηγουμένως διασκευαστεί στο σινεμά από τον Alfred Hitchcock σε ένα εμβληματικό φιλμ του 1940 που όχι μόνο κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας αλλά πολύ σημαντικότερα, έχει συνεχίσει στο πέρασμα των δεκαετιών να αποτελεί σημείο αναφοράς και επιρροής στο πολύ συγκεκριμένο υπο-είδος του γοτθικού ρομάντζου / ψυχολογικού θρίλερ. Μιλάγαμε πρόσφατα με την Ιωσηφίνα για υποτιμημένα θρίλερ της περασμένης δεκαετίας στο Pop για τις Δύσκολες Ώρες και ανέφερα το ‘Crimson Peak’, ενώ σε ένα άλλο σημείο η κουβέντα έφτασε στο ‘Phantom Thread’- αμφότερες σύγχρονες ταινίες σαφώς επηρεασμένες από τη ‘Rebecca’ του Hitchcock και σαφώς πιο ενδιαφέρουσες απόπειρες επαναπροσέγγισης του αρχικού κειμένου.
Το ριμέικ του Ben Wheatley, ενός εφετζή σκηνοθέτη εφετζίδικα γυρισμένων ταινιών είδους σαν το ‘Kill List’, μοιάζει εξαρχής αμήχανο και ανέμπνευστο. Ακολουθεί πιστά τη γραμμή του προϋπάρχοντος φιλμ δίχως να μοιάζει να έχει ιδέες όχι απαραίτητα εκμοντερνισμού, όσο γενικότερα μιας οποιοσδήποτε ενδιαφέρουσας παρέμβασης. Τα ριμέικ αποκτούν λόγο ύπαρξης όταν ένας δημιουργός δίνει μια σφραγίδα ή μια νέα φωνή σε μια γνωστή αφήγηση- μπορούν να αλλάξουν ριζικά το κείμενο ή να μείνουν πιστά σε αυτό, κοιτάζοντας με διαφορετικό τρόπο έστω κάποια τους πτυχή, όμως το νέο ‘Rebecca’ ακολουθεί κατά πόδας τα πεπραγμένα.
Η ταινία ακολουθεί μια νεαρή κοπέλα (η Lily James του ‘Mamma Mia! Here We Go Again’, εντυπωσιακή αλλά χωρίς αληθινή αίσθηση του ρόλου της και δίχως τίποτα από την αποσβολωμένα αθώα αίσθηση αναζήτησης της Joan Fontaine) που δουλεύει για μια κυρία της υψηλής κοινωνίας (η Anne Dowd παίζει σε μια άλλη ταινία αλλά περνάει καταπληκτικά κι αυτό έχει σημασία στο τέλος της μέρας) καθώς γνωρίζει κι ερωτεύεται έναν μυστηριώδη, πλούσιο χήρο πριν φύγει μαζί του για να γίνει η νέα του σύζυγος. Στον ρόλο του Maxim de Winter o Armie Hammer βάζει το “τυρί” στον “μυστηριώδη”, στεκόμενος διαρκώς ακίνητος και ανέκφραστος, μπλέκοντας την απάθεια και την αχρωμία με το αποστασιοποιημένο σκοτάδι και την αβίαστη αρχοντιά και τον σκοτεινό μαγνητισμό που έφερνε στον ρόλο ο Laurence Olivier στο ορίτζιναλ.
Αν ο Hammer είναι το πιο εξόφθαλμο λάθος της ταινίας (κι όχι μόνο λόγω των αποχρώσεων κίτρινου που φοράει συνεχώς στα κουστούμια του), το υπόλοιπο εγχείρημα είναι βυθισμένο σε μια ευρύτερη μη-ενοχλητική ασημαντότητα. Οι λιγοστές παρεμβάσεις πάνω στην προϋπάρχουσα ιστορία αφορούν σε επιφανειακές ενέσεις ψευδο-ενδυνάμωσης της κεντρικής ηρωίδας αλλά μοιάζουν είτε καταδικασμένες είτε εντελώς εκτός χαρακτήρα (όπως η σκηνή της “απόλυσης” της Danvers). Σα να οδηγείς ξανά σε ένα δρόμο που ξέρεις πως καταλήγει σε αδιέξοδο αλλά να προσπαθείς να παίρνεις τις στροφές 5 μοίρες πιο ανοιχτά.
Στην έπαυλη Manderley η νέα σύζυγος de Winter γνωρίζει το προσωπικό, ηγούμενο από την Mrs. Danvers με την Kristin Scott-Thomas να δίνει μια καταπιεσμένα στοιχειωμένη ερμηνεία και να αποτελεί το μόνο αληθινά θετικό στοιχείο του φιλμ. (O Sam Riley είναι επίσης σωστό κάστινγκ σε έναν χαρακτήρα που δεν χρησιμοποιείται όσο πολύ θα μπορούσε.) Εκεί, το φάντασμα της Rebecca κάνει ακόμα αισθητό την παρουσία του, κάτι που σε αρκετά σημεία ο βαριεστημένος Wheatley προσπαθεί να αποτυπώσει με πιο κυριολεκτικό τρόπο από όσο χρειάζεται προκειμένου να πιάσουμε το υπονοούμενο.
Τα πάντα είναι λιγότερο αιχμηρά, λιγότερο σκοτεινά, λιγότερο ανατρεπτικά. Και μάλιστα πάνω σε ένα αρχικό κείμενο εμβληματικής gaslighting χειραγώγησης μιας κοπέλας που αναζητά τον δικό της χώρο σε έναν κόσμο που την κοιτάζει μέσα από ένα απάνθρωπο πρίσμα- πόσες ενδιαφέρουσες ανατροπές θα μπορούσε κανείς να γεννήσει γύρω από αυτό τον κόσμο, από ένα τόσο στοιχειωμένο ερωτικό στόρι πάνω στην ανάμνηση, τον έλεγχο και την εμμονή; Πόσο συναρπαστικά σύγχρονο θα μπορούσε να έχει γίνει αντί για ένα αδιάφορα αχρονικό κατασκεύασμα που απλώς παπαγαλίζει;
Σκηνές επαναλαμβάνονται αυτούσιες αλλά ξεψυχισμένες ή έχοντας χάσει την όλη ανάγνωση του πρωτότυπου, από την παιχνιδιάρικη σκηνή της πρότασης γάμου στο ξενοδοχείο μέχρι την κομβική σεκάνς στην καλύβα στην τρίτη πράξη του φιλμ. Σαν μαθητής που έχει μάθει να λέει λέξη προς λέξη το μάθημα Ιστορίας αλλά δεν έχει ιδέα τι σημαίνει οποιαδήποτε από τις ημερομηνίες. Με αποκορύφωμα φυσικά τον φορσέ επίλογο που μοιάζει να είναι εκεί για να μην συγχυστεί στα αλήθεια κανένας θεατής.
Η αλήθεια είναι πως βλέποντας τη νέα ‘Rebecca’, χωρίς ούτε να νιώθω ιδιαίτερη ενόχληση, ούτε ιδιαίτερη κούραση, περισσότερο μέσα μου επέμενε μια διαρκής απορία. Γιατί; Κανείς εμπλεκόμενος δεν μοιάζει να έχει ιδιαίτερη κάψα ή ανάγνωση για το υλικό. Είναι μια έγχρωμη, φωτογενής, λεία, επιφανειακή εκδοχή ενός κλασικού αριστουργήματος 80 ετών. Αλλά θα μου πεις, τελικά, αυτή είναι κι η απάντηση. Όπως γράφτηκε και στο twitter, είναι μια τέλεια ταινία για την autoplay λειτουργία του Netflix.
*To ‘Rebecca’ streamάρει στο Netflix από την Τετάρτη 21 Οκτωβρίου.