Με τo “Da 5 Bloods” ο Σπάικ Λι επιστρέφει στο Βιετνάμ για τον δικό του “Θησαυρό της Σιέρα Μάδρε”
- 12 ΙΟΥΝ 2020
4 αφροαμερικάνοι βετεράνοι επιστρέφουν μετά από δεκαετίες στη ζούγκλα του Βιετνάμ για να ανασύρουν τα απομεινάρια ενός νεκρού συμπολεμιστή τους, και μαζί να βρουν κι έναν θαμμένο θησαυρό. Η ταινία συνδυάζει αφήγηση στο παρόν μαζί με φλάσμπακς από τον πόλεμο, γυρισμένα σε 16mm ώστε να προσομοιάζουν εικόνες από τα επίκαιρα της εποχής.
«Ο πατέρας μου πάντα μου έλεγε, “πολεμήσαμε κι εμείς σε εκείνο τον πόλεμο”», λέει ο Σπάικ Λι σε μια απολαυστική συνέντευξη πάνω στη δημιουργία της ταινίας του. Στους μεγάλους πολέμους της Αμερικάνικης ιστορίας, στον Β’ Παγκόσμιο (για τον οποίον ο Λι γύρισε πριν μερικά χρόνια το “Miracle at St. Anna”), στο Βιετνάμ, οι μαύροι στρατιώτες ήταν κι αυτοί εκεί. Είναι γεγονός που συχνά τίθεται στο περιθώριο αφηγήσεων κατά βάση λευκών ηρώων (οι οποίοι είναι συνήθως οι Μπάμπα δίπλα σε κάποιον Φόρεστ) αν δεν αποσιωπούνται πλήρως. Μεγάλο μέρος του μαύρου πληθυσμού κατατάχθηκε στο στρατό τότε, πιστεύοντας πως εκεί θα υπάρχουν καλύτερες ευκαιρίες εκπαίδευσης και οικονομικής εξίσωσης από ό,τι σε μια κοινωνία που ζούσε ακόμα με τα όνειρα των ‘50s.
Το δόλωμα υπήρχε τότε, υπάρχει ακόμα, δε σταμάτησε ποτέ να υπάρχει, σε διάφορες μορφές. Στην ταινία του Σπάικ Λι, στο σήμερα, ένας από τους 4 πρωταγωνιστές (ο Πολ, του συγκλονιστικού Ντελρόι Λίντο) είναι ψηφοφόρος του Τραμπ, ενός δηλαδή ακόμα τρόπου που η Αμερική έχει βρει ώστε να διαιωνίζει βαθιά ζητήματα μίσους και ανισότητας. Οι 3 πρώτην συμπολεμιστές και φίλοι του δεν πιστεύουν στα αυτιά και στα μάτια τους, προσπαθούν να συζητήσουν μαζί του. Είναι ωστόσο όλοι τους εξίσου παρατημένοι από τη χώρα που τους χρησιμοποίησε, και τους παράτησε να πολεμούν παντοτινά έναν μόνιμο πόλεμο.
Στην πιο τολμηρή στυλιστική απόφαση της ταινίας, οι 4 κεντρικοί ηθοποιοί παίζουν τους χαρακτήρες τους και στο παρόν αλλά και στα παρελθοντικά φλάσμπακς. Χωρίς εφέ α λα “Irishman”, χωρίς μακιγιάζ, χωρίς τίποτα. Είναι απλώς οι 70άρηδες του σήμερα, και ερμηνεύουν με πάσα φυσικότητα τους 20χρονους εαυτούς τους: Ντελρόι Λίντο, Κλαρκ Πίτερς, Νορμ Λιούς και Αϊζάια Γουίτλοκ Τζούνιορ (ο «shiiiiiiiiit» από το “Wire”), όλοι τους γνώριμες, “πού τους ξέρω!” αγαπημένες φάτσες, όλοι τους παίζουν ζωντανά φαντάσματα παγιδευμένα ανάμεσα στα φανταχτερά hi-res χρώματα του σήμερα και στον ελαφρά αποχρωματισμένο κόκο της εικόνας του τότε. Είναι ανατριχιαστικό.
Οι 4 ενώνονται ξανά στην πόλη Χο Τσι Μιν, σε ένα Βιετνάμ που είναι αλλιώτικο από αυτό που θυμούνται και είχαν ζήσει (και στο οποίο παραμένουν για πάντα παγιδευμένοι). Ένα βράδυ έξω, διασκεδάζοντας στην πόλη, πίνουν πολύχρωμα κοκτεϊλάκια στο κλαμπ “Αποκάλυψη Τώρα!” το οποίο είναι αληθινό. Δεν είναι μια απλή αναφορά στην εμβληματική ταινία του Κόπολα, είναι η υπενθύμιση πως η Δύση ήρθε και κατάπιε τελικά την πόλη και τη χώρα, με χολιγουντιανή αυτοαναφορικότητα και με καταστήματα Pizza Hut και McDonald’s να δεσπόζουν μες στη βιετναμέζικη νύχτα.
Ταυτόχρονα ο Λι δομεί την ταινία και το σενάριό του (που έγραψε μαζί με τον σταθερό συνεργάτη του Κέβιν Γουίλμοτ αλλάζοντας τα φώτα σε ένα παλιότερο σενάριο που είχε πέσει στα χέρια τους και στο οποίο οι βετεράνοι ήταν όλοι -φυσικά- λευκοί) ως ένα αντίστοιχο ταξίδι στα βάθη της ζούγκλας, όπου κάθε στάση και κάθε επεισόδιο απογυμνώνει όλο και περισσότερο τον πολιτισμό, όλο και περισσότερο την αίσθηση του παρόντος. (Μέχρι και μια ομάδα Γάλλων συναντούν.) Αποκαλύπτοντας πως πίσω από τα νέον φώτα των πολυεθνικών φαγάδικων, βρίσκονται ακόμα εκεί (κυριολεκτικά) θαμμένα μυστικά, και ανοιχτές πληγές μιας ματωμένης Ιστορίας.
Πίσω στο παρελθόν, καθώς μαθαίνουμε τι ακριβώς συνέβη με το τάγμα των κεντρικών μας ηρώων, η φιγούρα του νεκρού τους συμπολεμιστή που δεσπόζει είναι εκείνη του Τσάντγουικ Μπόζμαν (“Black Panther”, ο Σπάικ Λι αστειεύτηκε πως έχει τον μεγαλύτερο σταρ της ταινίας γυρισμένο μόνο σε χαμηλής ανάλυσης φιλμ), που φέρνει μια ζεν αύρα κάλμας την ίδια στιγμή στο σήμερα, η κατάσταση γίνεται όλο και πιο απρόβλεπτα περίπλοκη. Ακολουθώντας παράλληλα ένα στόρι χαμένου θησαυρού που φυσικά μόνο περιπλέκει τα πράγματα, η ταινία εμβαθύνει διαρκώς τον διάλογό της με τα classics του αμερικάνικου σινεμά, από το “Αποκάλυψη Τώρα!” στον “Θησαυρό της Σιέρα Μάδρε” περνώντας στο ενδιάμεσο κι από τα φιλμ επιστροφής στο Βιετνάμ που για κάποιο διάστημα αποτελούσαν δημοφιλέστατο είδος περιπέτειας. (Οι πρωταγωνιστές φαίνεται να διασκεδάζουν με εκείνες του Σταλόνε αλλά όχι με του Τσακ Νόρις. Ίσως οι εργατικής τάξης καταβολές των Σταλονικών ηρώων να παίζουν πάντα τον ρόλο τους.)
Ο Σπάικ Λι πετυχαίνει έτσι κάτι το εντυπωσιακό, ακόμα κι αν σε σημεία η ταινία χάνει λίγη από τη φόρα της, ποτέ όμως σταματώντας να είναι αλήθινά διασκεδαστική. Καταγράφει μια πορεία δεκαετιών πάνω στη σχέση της Αμερικής με το γύρω της κόσμο και την (μη) ηθική αυτής της ανισομερούς σχέσης, χρησιμοποιώντας αφηγηματικά φλάσμπακς, εικόνες και ντοκουμέντα, ακόμα και το ίδιο το Αμερικάνικο σινεμά, προσφέροντας τη δική του εικαστική επέμβαση. Κοιτάει τη σύγκρουση από την πλευρά των πληγωμένων, είτε αυτό είναι μια χώρα (όπως το Βιετνάμ), είτε μια ολόκληρη τάξη ανθρώπων (οι φτωχοί, μαύροι στρατιώτες που εκμεταλλεύτηκαν οι ΗΠΑ) και αφήνει τον Πολ να παραδώσει έναν τελειωτικό ντελιριακό μονόλογο που εμπλέκει χρονικές στιγμές και ιδεολογικές κατευθύνσεις γύρω από έναν άξονα. Αυτός ο πόλεμος (και κάθε πόλεμος, στα αλήθεια) δε θα τελειώσει ποτέ, ναι. Αλλά όχι με τον τρόπο που πίστευε ο Τσακ Νόρις.
***
Αναλυτικά: Oι κριτικές όλων των ταινιών της βδομάδας στις αίθουσες