Τα “Εγκλήματα του Γκρίντελβαλντ” είναι μια ταινία φτιαγμένη για τους Χάρι Πότερ φανς
- 15 ΝΟΕ 2018
Καθώς αφήνουμε πίσω μας μια άκρως πετυχημένη χρονιά για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, να παραθέσω εν τάχει ένα προσωπικό τοπ-5 ταινιών: 1) “La Flor”, το σπουδαίο 14ωρο αργεντίνικο φιλμικό πείραμα 2) “Αδιαφορώ αν Καταγραφούμε στην Ιστορία Ως Βάρβαροι” του Ράντου Τζούντε που μίλησε στο NEWS247 περί Ιστορίας (και βαρβαρότητας) και θα μπορείτε σύντομα να διαβάσετε όσα μας είπε 3) “Leave No Trace”, η επιστροφή της σκηνοθέτη του “Στην Καρδιά του Χειμώνα” 4) “Manta Ray” ένα οπτικό ποίημα που κέρδισε και το βραβείο Σκηνοθεσίας του φετινού δυνατού γενικά Διαγωνιστικού 5) “Skate Kitchen”, μια ολόφρεσκη, πολύχρωμη ματιά σε μια παρέα σκεϊτάδων.
Η μεγαλύτερη χαρά της εβδομάδας: Για πολλά χρόνια πρότζεκτ του Τζέιμς Κάμερον, το “Αλίτα” γίνεται επιτέλους πραγματικότητα από τον Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ (“Sin City”, “Spy Kids”) που μοιάζει να βρίσκεται ξανά σε φόρμα ύστερα από χρόνια. Ένα αντίο: Στον μεγάλο Stan Lee που δημιούργησε την ποπ κουλτούρα όπως την ξέρουμε σήμερα. Κάτι που περιμένουμε: Μιλώντας για την ποπ κουλτούρα όπως την ξέρουμε σήμερα, επειδή βρισκόμαστε στο 2018 φυσικά και θα έβγαινε τρέιλερ για ταινία με τίτλο “Ντετέκτιβ Πίκατσου” που θα έμοιαζε πολύ καλύτερη και πιο διασκεδαστική από όσο θα είχε δικαίωμα να είναι.
Φανταστικά Ζώα: Τα Εγκλήματα του Γκρίντελβαλντ **
(“Fantastic Beasts: The Crimes of Grindelwald”, Ντέιβιντ Γιέιτς, 2ω14λ)
Καστ: Έντι Ρεντμέιν, Κάθριν Γουότερστον, Τζόνι Ντεπ, Τζουντ Λο
Η προηγούμενη ταινία του Ντέιβιντ Γιέιτς: Το πρώτο φιλμ του franchise “Φανταστικά Ζώα”, στο οποίου τα θετικά οφείλουμε να προσμετρήσουμε την ύπαρξη πολύ περισσότερων φανταστικών ζώων και πολύ λιγότερου Τζόνι Ντεπ. Την ίδια χρονιά ο Γιέιτς σκηνοθέτησε και τον “Θρύλο του Ταρζάν” με τον Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ, μια ταινία που ξεκάθαρα δεν υπήρξε ποτέ.
H καινούρια: Στο νέο κεφάλαιο της χαριποτερικής σάγκα, ο Νουτ Σκαμάντερ (Έντι Ρεντμέιν) βοηθά τον Ντάμπλντορ (Τζουντ Λο) να βάλει φρένο στα σχέδια του πανίσχυρου μάγου Γκέλερτ Γκρίντελβαλντ (Τζόνι Ντεπ, μεταμορφωμένος πλέον από τον Κόλιν Φάρελ της πρώτης ταινίας) ο οποίος έχοντας δραπετεύσει, συνεχίζει να διασπείρει τη ρητορική του υπέρ της καθαρότητας της μάγειας φυλής.
Και πώς είναι: Ως μεγάλος φαν του κόσμου του Χάρι Πότερ ξεκαθαρίζω πρώτα απ’όλα πως διασκέδασα βλέποντας την ταινία. Η Ρόουλινγκ, που πλέον γράφει η ίδια, μόνη τα κινηματογραφικά σενάρια της σειράς, στηρίζεται στη δίψα των φανς για στοιχεία και συνδέσεις μεταξύ χαρακτήρων και συμβάντων και προσφέρει μπόλικες στιγμές που θα κάνουν τον λαό της να φωνάξει από ενθουσιασμό, από σοκ ή από χαρά. Ζήτησε κανείς μια ηρωική στιγμή ενός χαρακτήρα που αναφέρεται στο πρώτο βιβλίο Χάρι Πότερ; Όχι απαραίτητα, αλλά θα χαρεί ένας φαν βλέποντάς τον σε δράση; Βεβαίως.
Ταυτόχρονα όμως, τέτοιου είδους επισημάνσεις δεν χρειάζονται οπωσδήποτε στις ανώτερες προσθήκες κάθε σειράς του φανταστικού. Τα βιβλία Χάρι Πότερ ας πούμε, λειτουργούσαν πάντα από μόνα τους ως πλήρεις, ικανοποιητικές περιπέτειες προσφέροντας παράλληλα και μια σταδιακή διαδρομή προς την ολοκλήρωση ενός ευρύτερου μύθου. Αυτές οι ταινίες, αντιθέτως, μοιάζουν να μην ξέρουν κι οι ίδιες τι ακριβώς είναι. Τα φανταστικά ζώα του τίτλου έχουν αισθητά μικρότερη σημασία με το βάρος αυτής της νέας σειράς ιστοριών να μετατοπίζεται φαινομενικά προς τη σύγκρουση του Ντάμπλντορ με τον Γκρίντελβαλντ. Όσο για τα εγκλήματα του τίτλου εικάζω πως μπορούν μόνο να αναφέρονται στον τρόπο που η ιστορία αναπτύσσεται στην τρίτη πράξη του φιλμ, ένα αφηγηματικό έγκλημα ρυθμού κατά το οποίο η Ρόουλινγκ φρενάρει απότομα την όποια δράση για να παραθέσει τσουβάλια επεξηγήσεων τη μία μετά την άλλη, με τρόπο εντελώς άτσαλο.
Η ταινία, μην έχοντας ακριβώς αποφασίσει πού εντοπίζει το κέντρο δραματικού βάρους της, είναι γεμάτη χαρακτήρες καταφέρνοντας περιέργως να μοιάζουν σχεδόν όλοι χρησιμοποιημένοι λιγότερο από όσο τους αξίζει- με πρώτο και καλύτερο τον Ντάμπλντορ, τον οποίο ο Τζουντ Λο ζωντανεύει ξανά στη μεγάλη οθόνη με εκπληκτικό τρόπο. Υπάρχει στο βλέμμα και τις κινήσεις του κάτι το πληγωμένο, δίχως να χάνει την ηθική του κορμοστασιά, αυτή που ανέκαθεν έκανε τον χαρακτήρα φάρο ελπίδας στα βιβλία, ακόμα κι όταν ο κόσμος τους σκοτείνιαζε. Σκοτεινός είναι κι εδώ, καθώς ο ‘μάγος Χίτλερ’ Γκρίντελβαλντ (του κυριολεκτικά άχρωμου και παντελώς αδιάφορου Τζόνι Ντεπ στο ρόλο, για κάποιο λόγο) φέρνει την Ευρώπη του 1920 αντιμέτωπη με μια νέα Σκοτεινή Εποχή, καθώς η Ρόουλινγκ τραβά παραλλήλους με την αληθινή, φρικιαστική Ιστορία που ο πλανήτης μοιάζει πεισματικά έτοιμος να επαναλάβει.
Οι στιγμές ικανοποίησης δε λείπουν, και πάρα πολλά στοιχεία τοποθετούνται εμφανώς ώστε να φέρουν κάτι πλουσιότερο στις μελλοντικές ταινίες (αναμένονται άλλες τρεις), κάτι που η Ρόουλινγκ ούτως ή άλλως πάντα ήξερε πολύ αποτελεσματικά να κάνει και στα βιβλία που γέννησαν το χαριποτερικό θρύλο. Όμως εδώ, αντί να αναπτύσσει τον κόσμο με τον υπομονετικό τρόπο των γραπτών της, φαίνεται αποφασισμένη να συνδέσει τους πάντες και τα πάντα με τρόπο σχεδόν ασφυκτικό. Αυτές οι ταινίες ταξιδεύουν σε διαφορετικές τοποθεσίες και παρουσιάζουν μια πλειάδα νέων ηρώων, αλλά τότε γιατί νιώθει κανείς πως το σύμπαν τους γίνεται μικρότερο;
Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Η επίσκεψη σε ένα πολύ γνώριμό μας μέρος δεν φέρνει απλά σε πρώτο ρόλο τον καλύτερο χαρακτήρα της ταινίας, αλλά και μας ταξιδεύει στο παρελθόν προσφέροντας ένα σημαντικό teaser για την κατεύθυνση της ιστορίας στις επόμενες ταινίες.
Κορίτσι ***1/2
(“Girl”, Λούκας Ντοντ , 1ω49λ)
Καστ: Βίκτορ Πόλστερ, Άριε Βορτχάλτερ, Όλιβερ Μπόνταρ
Σε μια από τις αποκαλύψεις των φετινών Καννών, και που εξάλλου κέρδισε την Χρυσή Κάμερα (το βραβείο για το καλύτερο σκηνοθετικό ντεμπούτο από όλα τα τμήματα του Φεστιβάλ), ο Βέλγος Λούκας Ντοντ αφηγείται με πολλή τρυφερότητα την ιστορία ενός 15χρονου transgender κοριτσιού, της Λάρα (ερμηνευμένη ωστόσο από το cis αγόρι Βίκτορ Πόλστερ- η οντισιόν ήταν ανοιχτή σε άτομα κάθε φύλου), που εκπαιδεύεται ως μπαλαρίνα καθώς ετοιμάζεται για την εγχείρηση αλλαγής φύλου, μια εμπειρία απαιτητική σωματικά και συναισθηματικά.
Αξιοσημείωτα, ο Ντοντ μαζί με τον συν-σεναριογράφο του Άντζελο Τίσενς κρατούν την ιστορία αρκετά απλή, εστιάζοντας στην διαδρομή της Λάρα μέσα από την οπτική μιας κλασικά δομημένης εφηβικής ιστορίας ενηλικίωσης. Οι κορώνες παντός είδους απουσιάζουν, η κοινωνία έστω και αμήχανα αγκαλιάζει τη Λάρα. Η αντιξοότητα δε βρίσκεται στην αποδοχή, αλλά στη σωματικότητα της όλης εμπειρίας. Ο Ντοντ ενδιαφέρεται σχεδόν αποκλειστικά για το σώμα και για την ψυχολογία όπως αποτυπώνεται πάνω στο κορμί. Η κάμερά του ψηλαφίζει τη Λάρα αναζητώντας την ελευθερία στις κινήσεις της, σε κάθε της λεπτομέρεια. Οι αντιδράσεις των εντυπωσιασμένων θεατών μετά τις πρώτες προβολές στις Κάννες ήταν δικαιολογημένες, κι αυτή είναι μια must ταινία για σινεμά ειδικά για όσους και όσες απολαμβάνουν το σινεμά ως σωματική εμπειρία. (Ταινία λήξης στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.)
Οι Κληρονόμοι ***
(“Las Herederas / The Heiresses”, Μαρσέλο Μαρτινέσι, 1ω37λ)
Καστ: Άνα Μπρουν, Μαργαρίτα Ιρούν, Νίλντα Γκονζάλεζ
Πολυβραβευμένο στο Φεστιβάλ Βερολίνου (μεταξύ άλλων για την πρωταγωνίστρια Άνα Μπρουν, θεατρική ηθοποιό στο “ποτέ δεν είναι αργά” άψογο κινηματογραφικό της ντεμπούτο) αλλά και με τη Χρυσή Αθηνά στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας, το ντεμπούτο του Μαρτσέλο Μαρτινέσι συνδυάζει αισθηματικές δραμεντί ανησυχίες με μια διακριτική (και ενδεχομένως σχετικά περιορισμένη) ματιά στην προνομιακή ζωή μιας προστατευμένης ελίτ. «Λέει ότι πρέπει να πάω στη φυλακή!», μουρμουράει η Τσικίτα όταν μαθαίνει πού θα την οδηγήσουν τα χρέη της, σε μια ειλικρινέστατη αποτύπωση του πόσο -πάντα- ξαφνικά έρχεται η συνειδητοποίηση της φθοράς.
Η σύντροφός της, η Τσέλα (Μπρουν) θα μείνει έξω, μια γυναίκα έξαφνα μόνη σχεδόν στα 60, αντιμέτωπη με έναν αληθινό κόσμο από τον οποίο πάντα ήταν προστατευμένη. Θα αρχίσει να γνωρίζει τι βρίσκεται έξω από τα όρια της προστασίας της και του προνομίου της, να γνωρίζει νέες γυναίκες, να έρχεται σε τριβή με νέες ιδέες, να δοκιμάζει νέα στυλ. Η κάμερα του Μαρτινέσι, σταθερά πάνω της, την κινηματογραφεί καθώς βγαίνει στον έξω κόσμο, έξω από το παλαιάς ελίτ σπίτι της, τις σκιές του, τους διαδρόμους του. Πραγματικά, ποτέ δεν είναι αργά.
Προβάλλονται επίσης
λπ ***
(Χρήστος Πέτρου, 1ω9λ)
Ντοκιμαντέρ για το έργο και την επίδραση της Λένας Πλάτωνος που καταγράφει τη διαδρομή από το Σαμποτάζ μέχρι και το σήμερα καθώς το έργο της γίνεται αντικείμενο λατρείας και (επαν)εκτίμησης από πλειάδα νέων και παλιών μουσικών και ακροατών. Το έργο δεν επιχειρεί ποτέ να ξεφύγει από την γραμμική αφήγηση και την δομή των προσώπων που μιλάνε στην κάμερα, όμως στην ασφάλεια αυτή ο Πέτρου καταφέρνει να πετύχει ένα αξιοσημείωτο αποτέλεσμα. Όχι μόνο επειδή οι εξιστορήσεις και το υλικό συνθέτουν ένα πραγματικά ενδιαφέρον προφίλ που μπορεί να αφορά ακόμα και θεατές που δεν γνωρίζουν πολλά για την Πλάτωνος, αλλά και γιατί καταφέρνει μέσα από τη σύνθεση ήχων, εικόνων και αφηγήσεων να προσεγγίσει τη δημιουργό ως μια μυστηριώδη, φευγαλέα ύπαρξη που αγκαλιάζει το φιλμ αλλά ποτέ δεν είναι αληθινά απτή.
H Μπαλάντα του Μπάστερ Σκραγκς ***
(“The Ballad of Buster Scruggs”, Τζόελ & Ίθαν Κοέν, 2ω12λ)
Ανθολογία με 6 ιστορίες εμπνευσμένες από τη μυθολογία της Άγριας Δύσης. Άνισο όπως οι περισσότερες ανθολογίες, κι επιπλέον η παράδοση των ιστοριών σα μικρά σφηνάκια αφαιρεί κάτι από τη δύναμη που έχουν οι ιστορίες των Κοέν, όταν τα διαφορετικά στοιχεία τραβούν προς διαφορετικές κατευθύνσεις δημιουργώντας μια μοναδική ένταση. Εδώ τα πάντα έρχονται σε μικρές δόσεις, το οποίο δεν είναι κακό, απλά μου λείπει το ταξίδι χαρακτήρων σαν τον Λούιν Ντέιβις ή το γαϊτανάκι του παραλόγου (είτε σε δραματική εκδοχή, όπως στο “Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους” είτε σε σλάπστικ, όπως στο “Burn After Reading”, που είναι το ίδιο πράγμα τελικά).
Επιμέρους στιγμές φυσικά είναι φανταστικές (το αγαπημένο μου επεισόδιο είναι με τον γερασμένο χρυσοθήρα Τομ Γουέιτς, ενώ και το μεγαλύτερο σε διάρκεια 5ο επεισόδιο με τη Ζόι Καζάν μόνη και αβοήθητη σε ένα καραβάνι έχει τις στιγμές του), αλλά δεν είμαι σίγουρος αν όλο μαζί έχει την ίδια ισχύ. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει αν το δούμε σαν μια συλλογή ιστοριών πάνω στην ίδια την παράδοση των αφηγήσεων για την Άγρια Δύση, γεμάτες στερεοτυπικές απεικονίσεις (οι Ινδιάνοι, ας πούμε) και παραδοσιακά αρχέτυπα του είδους, ειδωμένα μέσα από το κοενικό πρίσμα.
(Η ταινία διατίθεται σε streaming μέσω Netflix.)
Μαίρη Σέλλεϋ *1/2
(“Mary Shelley”, Χάιφαα αλ-Μανσούρ, 2ω)
Εντελώς αδιάφορη βιογραφία για μια από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές προσωπικότητες όλων των εποχών. Η Ελ Φάνινγκ δεν είναι κακή ηθοποιός αλλά ως Μαίρη είναι τραγική επιλογή. Για τις πιο αδιάφορες κινηματογραφικές βιογραφίες χρησιμοποιούμε συχνά τον όρο διασκευή-wikipedia όμως ακόμα κι αυτό θα ήταν κοπλιμέντο στην προκειμένη περίπτωση. Η wikipedia της Μαίρη Σέλλεϋ εξάλλου αποτελεί πιο τολμηρή καταγραφή της ζωής της συγγραφέως σε σχέση με την ταινία.
Ζωή σαν Κινούμενο Σχέδιο (“Life Animated”, Ρότζερ Ρος Γουίλιαμς, 1ω32λ). Όταν ήταν μικρός, ο Όουεν δε μπορούσε να μιλήσει, ώσπου οι γονείς του κατάφεραν να επικοινωνήσουν μαζί του μέσα από τα κλασικά κινούμενα σχέδια της Disney. Συγκινητικό (υποψήφιο για Όσκαρ) ντοκιμαντέρ πάνω στην δύναμη του σινεμά και της επικοινωνίας, προβάλλεται την Κυριακή 18 Νοεμβρίου στις 16.00 στον κινηματογράφο Δαναό. Σε συνεργασία με την Ελληνική Εταιρεία Προστασίας Αυτιστικών Ατόμων.
Αιγαίο: S.O.S. (Πιέρρος Ανδρακάκος, 1ω30λ). Ένας σεισμός φέρνει στην επιφάνεια ένα νησί στη θαλάσσια περιοχή ανάμεσα σε Ρόδο και Τουρκία και στρατεύματα καταφθάνουν εκεί από τις δύο χώρες για να το καταλάβουν. Με τον Θοδωρή Αθερίδη.
Παίζεται ακόμα
Μια ταινία που ήδη παιζόταν στις αίθουσες και αξίζει να δεις αν την έχασες.
Οι Στάχτες Μιας Αγάπης ****
(“Ash is Purest White / Jiang hhu er nv”, Ζία Ζάνγκε, 2ω17λ)
Λίγο γκανγκστερική ιστορία, λίγο επαρχιακό μυστήριο, λίγο αδιέξοδη ιστορία αγάπης και 100% κοινωνική ακτινογραφία μιας χώρας σε μια διαρκή κατάσταση μετάβασης, οι “Στάχτες” είναι ένα ακόμα αριστούργημα του Ζάνγκε, για μια γυναίκα που μπαίνει στη φυλακή ύστερα από μια βίαιη πράξη προστασίας του αγαπημένου της, μόνο για να βρει τα πράγματα εντελώς διαφορετικά όταν βγει πάλι ελεύθερη. Δείτε την ταινία τώρα για να μην αναρωτιέστε ποια είναι, όταν την συμπεριλάβουμε στο τοπ-10 της χρονιάς.