REVIEWS

Οι ‘Χήρες’ είναι η ενήλικη ταινία δράσης του μήνα

Βλέπουμε και και σχολιάζουμε τις ταινίες της εβδομάδας. Σήμερα ξεχωρίζει η νέα ταινία από τον σκηνοθέτη του “12 Χρόνια Σκλάβος” και το σίκουελ κινουμένων σχεδίων “Ραλφ Εναντίον Ίντερνετ”.

Οι Χήρες ***1/2

(“Widows”, Στιβ ΜακΚουίν, 2ω9λ)

Καστ: Βάιολα Ντέιβις, Μισέλ Ροντρίγκεζ, Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι, Λίαμ Νίσον, Κάρι Κουν, Κόλιν Φάρελ, Ρόμπερτ Ντιβάλ, Σύνθια Ερίβο, Ντάνιελ Καλούγια

Η προηγούμενη ταινία του Στιβ ΜακΚουίν: Το “12 Χρόνια Σκλάβος”, μια σοκαριστικά στιλιζαρισμένη ταινία που κάνει διαρκώς συμμέτοχο τον θεατή σε μια ιστορία που στα χέρια άλλου σκηνοθέτη θα μπορούσε να είναι μια τυπική, ακαδημαϊκη βιογραφική ιστορία. Είχε κερδίσει και το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας.

H καινούρια: Είναι κάτι άλλο. Ο ΜακΚουίν δεν είναι ‘οσκαρικός σκηνοθέτης’, είναι ένας οπτικός καλλιτέχνης που φέρνει την αισθητική του σε διαφορετικού τύπου ιστορίες κάθε φορά. Τώρα ας πούμε σκηνοθετεί μια περιπέτεια, μια heist movie, όπου τρεις γυναίκες αναγκάζονται να φέρουν εις πέρας το παράτολμο σχέδιο ληστείας ενός διεφθαρμένου πολιτικού όταν οι άντρες τους σκοτώνονται την ώρα μιας άλλης παράνομης επιχείρησής τους, αφήνοντας εκείνες να βγάλουν το φίδι από την τρύπα.

Η Βάιολα Ντέιβις (“How to Get Away with Murder”), μια από τις σημαντικότερες χολιγουντιανές ηθοποιούς είναι κάτι σαν αρχηγός της ομάδας, χήρα του Λίαμ Νίσον. Στην ομάδα της, η πάντα υπερ-έντονη Μισέλ Ροντρίγκεζ των “Fast & Furious”, η συγκλονιστικά πανύψηλη Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι του “Night Manager” και η ανερχόμενη Σύνθια Ερίβο (“Bad Times at the El Royale”) που μες στην επόμενη διετία οι πάντες θα τρέχουν να δηλώσουν πρώτοι πως την ήξεραν πριν γίνει αυτό που θα γίνει.

Και πώς είναι: Η ταινία ξεκινά με ένα φιλί που ο ΜακΚουίν ξέρει πως θα είναι κάπως σοκαριστικό σαν εναρκτήρια εικόνα, αλλά δε θα έπρεπε (πια) να είναι και μες στην πρώτη εκτεταμένη σεκάνς που ακολουθεί συστήνει -και σκοτώνει- ένα μάτσο χαρακτήρες. Σε κάποια άλλη ταινία, στις περισσότερες ταινίες, αυτοί οι χαρακτήρες θα ήταν οι πρωταγωνιστές, οι γκρίζοι, σκοτεινοί ήρωες. Σε αυτήν εδώ, είναι φαντάσματα. Είναι οι διεφθαρμένοι σύζυγοι που αφήνουν τις γυναίκες τους, τις χήρες τους, να τα βγάλουν πέρα καθώς εκείνες προσπαθούν να ξεμπλέξουν τις ζωές τους από το χάος που εκείνοι άφησαν πίσω. Το ξέμπλεγμα αφορά κυρίως μια ληστεία που πρέπει να συμβεί, σύμφωνα με ένα πλάνο προκαθορισμένο, προαποφασισμένο από εκείνους που πια δεν είναι εδώ αλλά συνεχίζουν να ορίζουν τις ζωές των συζύγων τους ακόμα κι από τον τάφο.

Η Τζίλιαν Φλιν (“Αιχμηρά Αντικείμενα”, “Το Κορίτσι που Εξαφανίστηκε”) διασκευάζει για το σινεμά μια αγγλική μίνι σειρά των ‘80s με τρόπο συνεπή στις δουλειές της, γεμάτες με πολύπλοκες, σκοτεινές γυναίκες που κατοικούν έναν αρρωστημένο κόσμο, δίνοντας σε κάθε μία από τις τρεις κεντρικές ηρωίδες το δικό της ηρωικό ταξίδι. Συμπυκνώνοντας τις πολλές πλοκές της μίνι σειράς, η Φλιν κι ο ΜακΚουίν δεν πετυχαίνουν πάντα διάνα: Γύρω από το τρίο των γυναικών πλέκεται ένας κοινωνικοπολιτικός ιστός που μοιάζει συχνά μισοψημένος με ιδέες επιφανειακές, με τον προνομιούχο γόνο παλιάς πολιτικής οικογένειας (Κόλιν Φάρελ, σπουδαίος όπως πάντα, αποτυπώνει έναν νεκρό-μέσα-του άντρα που πραγματικά δε θέλει να είναι εκεί, αλλά που πραγματικά δε σου επιτρέπει να τον λυπηθείς) να τρέμει μην χάσει τις εκλογές από τον εκπρόσωπο ενός νέου κοινωνικού δημογραφικού (ο Μπράιαν Ταϊρί Χένρι του “Atlanta” είναι εγκληματίας που μπαίνει στην πολιτική επειδή εκεί θα πληρώνεται και θα δικτυώνεται καλύτερα). Στο μεταξύ, οι τρεις ηρωίδες προσπαθούν να χαράξουν τις δικές τους διαδρομές μέσα από αντίξοες συνθήκες, αναγκαίους συμβιβασμούς, αρπάζοντας τις ενοχές τους από τα κέρατα.

Από όλες τους, είναι η ιστορία της Ντεμπίκι που με κέρδισε περισσότερο, με τη δική της κυριαρχία να εντοπίζεται στις λεπτότερες μετατοπίσεις ισχύος στη σχέση στην οποία εξαναγκάζεται. Γενικά η Φλιν, που γενικά είναι μια αρκετά άνιση σεναριογράφος άτσαλων ψυχολογικών καταγραφών, εδώ μοιάζει ίσως πρόχειρη σε κάποιες λεπτομέρειες (μια αποκάλυψη για το παρελθόν της Ντέιβις μοιάζει σφηνωμένη σαν υστερόγραφο λόγω επικαιρότητας) όμως στη μεγάλη εικόνα παραδίδει μια ικανοποιητικά σκοτεινή ιστορία δράσης, για την ηθικά παραλυτική ισχύ της πατριαρχίας και της παράδοσης των θεσμών σε κύκλους προνομίου.

Ο ΜακΚουίν σκηνοθετεί υπομονετικά αλλά και επιθετικά την ίδια στιγμή. Καθώς μας οδηγεί σε μια εξαιρετική τελική σκηνή δράσης περνά μέσα από κάμποσα μικρά και μεγάλα σοκ, συγκεντρώνοντας στην πορεία ένα από εκείνα τα φανταστικά καστ που θα κάνουν το θεατή να αναρωτιέται κάθε λίγα λεπτά πού θυμάται τον εκάστοτε φοβερό καρατερίστα. Η ταινία, σκοτεινή, ενίοτε αποπνικτική, μονίμως ενδιαφέρουσα -ακόμα και στις κάμποσες αδύναμες στιγμές της- καταφέρνει να υψωθεί σε ένα σύνολο μεγαλύτερο των επιμέρους κομματιών της.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό:  Η κάμερα του ΜακΚουίν στέκεται ακίνητη στο παρμπρίζ ενός αυτοκινήτου που μεταφέρει τον Κόλιν Φάρελ και τη βοηθό του (της οποίας τη φωνή σε όλη τη διάρκεια της ταινίας ακούμε σχεδόν αποκλειστικά σε αυτό το ένα μονοπλάνο κατά το οποίο δεν φαίνεται, είναι -φυσικά- κρυμμένη) από το ένα φτωχό τμήμα του Σικάγο σε μια πάμπλουτη γειτονιά, η οποία βρίσκεται λίγα τετράγωνα παραπέρα, σε μια οπτική χαρτογράφηση κοινωνικής ανισότητας που κόβει την ανάσα.

Ραλφ Εναντίον Ίντερνετ ***

(“Ralph Breaks the Internet”, Φιλ Τζόνστον, Ριτς Μουρ , 1ω52λ)

Καστ: Τζον Σ. Ράιλι, Σάρα Σίλβερμαν, Γκαλ Γκαντότ (πρωτότυπο) / Βασίλης Αξιώτης, Δανάη Σκιάδη, Σοφία Τσάκα (μεταγλωττισμένο)

Σίκουελ του “Ραλφ: Η Επόμενη Πίστα”, ενός εκ των καλύτερων ταινιών στην ιστορία του ντισνεϊκού animation, όπου το σύνηθες ντισνεϊκό μοτίβο outsider ηρώων που αναζητούν τη θέση τους στον κόσμο σχηματίζοντας τις δικές τους ασυνήθιστες οικογένειες, λαμβάνει το απόλυτο ψηφιακό update, δημιουργώντας έναν απίστευτα πλούσιο κόσμο πίσω από τον δικό μας.

Αυτή τη φορά το σύμπαν του Ραλφ μεγαλώνει, για την ακρίβεια παύει να έχει όρια, καθώς το ουφάδικο όπου ζει ο Ραλφ και το παιχνίδι του συνδέεται με το ίντερνετ. Ο αγαθός γίγαντας θα προκαλέσει άθελά του μια επικείμενη καταστροφή πάνω στην προσπάθειά του να ικανοποιήσει τη δίψα της κολλητής του, Βανέλοπι, για μεγαλύτερη, πιο απρόβλεπτη περιπέτεια. Για να σώσουν το παιχνίδι της, ο Ραλφ κι η Βανέλοπι θα ταξιδέψουν στο αχανές ίντερνετ ώστε να μπορέσουν να αγοράσουν ένα σπάνιο ανταλλακτικό μέσω του eBay. Στην διαδρομή, όχι μόνο θα ανακαλύψουν εκ νέου τι σημαίνει ο ένας για τον άλλον, αλλά θα δουν τα όρια και τα θέλω τους να τεστάρονται όπως ποτέ ξανά. Η απάντηση πάνω στο τι ζητά καθένας από τη ζωή του και πώς τα διαφορετικά θέλω απόλυτα αγαπημένων ανθρώπων μπορούν (και με τι τρόπο) να παραμείνουν συμβατά καθώς μεγαλώνουμε και αλλάζουμε, αποτελεί τη μεγάλη καρδιά μιας ακόμα γλυκιάς και συγκινητικής δουλειάς.

Περιέργως, καθώς ο κόσμος του φιλμ μεγαλώνει, μοιάζει ταυτόχρονα και κάπως πιο μικρός, πιο συγκεκριμένος, πιο απομυυθοποιητικά απτός. Ο Ραλφ προσπαθεί να γίνει viral σουξέ κι η Βανέλοπι χάνεται σε έναν λαβύρινθο παράλληλου, πολλαπλού ντισνεϊκού promotion, συναντώντας χαρακτήρες Marvel, Star Wars και animation. Όλα αυτά δεν είναι απαραιτήτως αρνητικά (η σκηνές με τις πριγκίπισες της Ντίσνεϊ είναι θησαυρός για όσους από εμάς αγαπούν τον ντισνεϊκό κατάλογο aimation) όμως προσθέτουν μια επίγευση συνθετικότητας που, θαυματουργά, το πρωτότυπο φιλμ ποτέ δεν είχε παρά τη -γεμάτη αναφορές- φύση του. Ο Ραλφ εδώ μετατρέπεται σε συμβολισμό, ενός εύθραυστου αρσενικού “εγώ” που αρρωσταίνει, θρυμματίζει το θαυματουργό κόσμο του ίντερνετ. Η ταινία δεν καταφέρνει ποτέ να τον απεικονίσει στα αλήθεια ως θαυματουργό ωστόσο. Όμως οι ιδέες, το χιούμορ, η δράση είναι εκεί, και -κυριότερα όλων- η καρδιά επίσης. Ο Ραλφ κι η Βανέλοπι θα μας έκαναν να διασχίσουμε μαζί τους με μεγάλη μας χαρά ακόμα και τις σκοτεινότερες πλευρές του διαδικτύου.

(Η κριτική βασίζεται στην μεταγλωττισμένη εκδοχή.)

Dogman **1/2

(Ματέο Γκαρόνε, 1ω43λ)

Καστ: Μαρσέλο Φόντε, Εντοάρντο Πέσι

Αρκετά στενών ορίων ιστορία εκδίκησης και ανδρικών εγωισμών σε σύγκρουση, με μπόλικη αντι-φασιστική κοινωνική αλληγορία πεταμένη μέσα για το κέφι. Ο Ματέο Γκαρόνε (“Γκομόρα”) βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία και επικεντρώνει την ταινία του σε έναν καλοκάγαθο τυπάκο που φροντίζει σκύλους και όλοι στη γειτονιά λένε πως είναι το καλύτερο παιδί, ο οποίος στο μεταξύ πουλάει και κόκα για να βγάζει τα προς το ζην. Ένας alpha male μαφιόζος στον οποίο πουλάει αρχίζει να εθίζεται και να γίνεται όλο και πιο οργισμένος μαφιόζος, και το χειρότερο είναι πως δε μπορεί να ξεμπλέξει ακόμα και να θέλει.

Ο Μαρσέλο (Μαρσέλο Φόντε, δικαιότατο βραβείο ανδρικής ερμηνείας στις Κάννες) υποτάσσεται σταδιακά στην alpha δύναμη του Σιμόνε, κι ο Γκαρόνε ακολουθεί τις πορείες τους προς την αναπόφευκτη έκρηξη. Τοποθετεί τη δράση σε ένα χωριό κοντά στη Νάπολη, σε έναν πανέμορφο παρηκμασμένος χώρο που φέρνει κάτι σε μετα-αποκαλυπτικό τοπίο, όπου το μόνο που επιβιώνει είναι οι ίδιες νόρμες μίσους, λογικής όχλου, και τοξικής αρρενωπότητας. Η ταινία δεν είναι πολύ περισσότερο από αυτό το σχετικά μικρό και οριοθετημένο πράγμα, αλλά αυτό που θέλει να κάνει, το κάνει καλά.

Προβάλλονται επίσης

Ευτυχισμένοι Πρίγκιπες ***

(Πάνος Δεληγιάννης, 1ω22λ)

Μια ομάδα παιδιών σε μια από τις σκληρές φαβέλες του Ρίο προσπαθεί να ανεβάσει θεατρική παράσταση τον “Ευτυχισμένο Πρίγκιπα” κι η κάμερα του Πάνου Δεληγιάννη είναι εκεί για να καταγράψει, καθόλου μα καθόλου τουριστικά, τις προσπάθειες, τις επιθυμίες, τα εμπόδια των παιδιών στη διάρκεια μιας ακαδημαϊκής χρονιάς, μέσα από ημερολογιακές καταγραφές και αναπαραστάσεις. Ο Δεληγιάννης μοιάζει να λειτουργεί σχεδόν ενστικτωδώς ως αφηγητής, αφήνοντας τα παιδιά να πάρουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο με μια ιστορία που τελικά αδιαφορεί για αφηγηματικές τεχνικές και καταφέρνει μέσα από μια επίμονα προσωπική και κοινωνικά ειλικρινή ματιά, να αποτυπώσει μια ολόκληρη κοινωνική πραγματικότητα. Όχι ως καρτ ποστάλ, αλλά ως αντικατοπτρισμό μέσα από τα μάτια των παιδιών που σε αυτή την μη-κοινωνία τολμούν να φανταστούν κάτι, απλά, καλύτερο.

(Προβολές μόνο Σάββατο και Κυριακή στον κινηματογράφο Δαναό.)

Ανάσα Ελευθερίας **

(“And Breathe Normally / Andið eðlilega”, Ίζολντ Ουγκαντοτίρ, 1ω35λ)

Ισλανδή μητέρα που με το ζόρι τα βγάζει πέρα κάνει άθελά της κακό σε μια μετανάστρια σε αναζήτηση ασύλου από τη Γουινέα. Οι ζωές τους δένονται κι οι δυο γυναίκες έρχονται κοντά καθώς προσπαθούν να βάλουν ξανά τις ζωές τους σε σταθερή βάση. Βραβευμενο στο διεθνές διαγωνιστικό του Σάντανς για τη διακριτική, όμορφη σκηνοθεσία της Ουγκαντοτίρ. Φιλμικός απόγονος των αδερφών Νταρντέν με ουσιαστικό αρνητικό το ότι θα ευχόμασταν πρωταγωνίστρια να ήταν η άλλη γυναίκα.

Το Ξεκίνημα της Μέρας **

(“Daybreak / Dita zë fill”, Γκεντιάν Κότσι, 1ω25λ)

Το έτερο Νταρντενικό ανίψι της εβδομάδας. Εν μέσω οικονομικών δυσχερειών, η Λέτα αδυνατεί να πληρώσει το ενοίκιο με αποτέλεσμα ο ιδιοκτήτης να διώξει εκείνη και τον ενός έτους γιο της. Η Λέτα και το μωρό μετακομίζουν στο σπίτι της 80χρονης Σοφίας, μιας κατάκοιτης γυναίκας την οποία η Λέτα φροντίζει. Προκειμένου να μπορέσει να συντηρήσει έστω αυτή την κατάσταση διαβίωσης, η Λέτα κρατά τη Σοφία στη ζωή με κάθε κόστος, κρύβοντας τον επικείμενο θάνατό της από πάσης φύσεως εξωτερικό παράγοντα. Κοινωνικό δράμα τίμιας προσέγγισης με δυνατή κεντρική ερμηνεία, κάποιες μελοδραματικές εξάρσεις και λιγοστή πρωτοτυπία.

Tuftland (“Kyrsyä: Tuftland”, Ρόπε Ολένιους, 1ω29λ). Η Ιρίνα προσπαθεί να ξεπεράσει τα προβλήματά της και δέχεται μια καλοκαιρινή δουλειά σε ένα περίεργο, απομονωμένο χωριό, όπου οι ιδιοσυγκρασιακοί ντόπιοι αρχίζουν να αποκαλύπτουν την αληθινή τους φύση. Θρίλερ από τη Φινλανδία.

Παίζεται ακόμα

Μια ταινία που ήδη παιζόταν στις αίθουσες και αξίζει να δεις αν την έχασες.

Κορίτσι ***1/5

(“Girl”, Λούκας Ντοντ, 1ω45λ)

Σε μια από τις αποκαλύψεις των φετινών Καννών, και που εξάλλου κέρδισε την Χρυσή Κάμερα (το βραβείο για το καλύτερο σκηνοθετικό ντεμπούτο από όλα τα τμήματα του Φεστιβάλ), ο Βέλγος Λούκας Ντοντ αφηγείται με πολλή τρυφερότητα την ιστορία ενός 15χρονου transgender κοριτσιού, της Λάρα (ερμηνευμένη ωστόσο από το cis αγόρι Βίκτορ Πόλστερ- η οντισιόν ήταν ανοιχτή σε άτομα κάθε φύλου), που εκπαιδεύεται ως μπαλαρίνα καθώς ετοιμάζεται για την εγχείρηση αλλαγής φύλου, μια εμπειρία απαιτητική σωματικά και συναισθηματικά. Η αντιξοότητα δε βρίσκεται στην αποδοχή, αλλά στη σωματικότητα της όλης εμπειρίας. Ο Ντοντ ενδιαφέρεται σχεδόν αποκλειστικά για το σώμα και για την ψυχολογία όπως αποτυπώνεται πάνω στο κορμί. Η κάμερά του ψηλαφίζει τη Λάρα αναζητώντας την ελευθερία στις κινήσεις της, σε κάθε της λεπτομέρεια.