Rush, αληθινή εμπειρία
Ο Αντώνης Καρπετόπουλος γράφει για την ταινία του Ron Howard, τη διαμάχη του James Hunt με τον Niki Lauda και την ερμηνεία των Bruhl και Hemsworth.
- 6 ΝΟΕ 2013
Δεν χωρά αμφιβολία πως το Rush που παίζεται ακόμα στις κινηματογραφικές αίθουσες είναι πολύ πιο θεαματικό κι ενδιαφέρον από το εφετινό παγκόσμιο πρωτάθλημα της F1, που ο Φέτελ κέρδισε πριν αυτό ξεκινήσει. Η ταινία του κάπως ακαδημαϊκού και παθιασμένου με τις αληθινές ιστορίες Ρον Χάουαρντ στηρίζεται στη μεγάλη μονομαχία δυο θρύλων της ιστορίας των μηχανοκίνητων, του Λάουντα και του Χαντ που στα μέσα της δεκαετίας του 70 διεκδίκησαν τον παγκόσμιο τίτλο κάνοντας πράγματα ανεπανάληπτα.
Δείτε την ταινία και θα το καταλάβετε – ό,τι περιγράφεται είναι απολύτως αληθινό. Ακόμα και κάποιες λεπτομέρειες, όπως τα όσα διαδραματίζονται μετά τον τερματισμό του Χαντ στην Ιαπωνία, που μοιάζουν τελείως «αμερικανιές», έχουν συμβεί ακριβώς έτσι.
Υπάρχει πάντα μια δυσκολία του σινεμά να αποδώσει με την πρέπουσα μεγαλοπρέπεια αθλητικά γεγονότα. Πέρα από την τεχνική δυσκολία, (ο Σκορτσέζε έχει πει πως μόνο ταινίες με θέμα το μποξ μπορεί στο σινεμά να είναι πειστικές, ως προς την αναπαράσταση των γεγονότων), το πρόβλημα πολλές φορές αφορά τις ίδιες τις ιστορίες που μπορεί να είναι συναρπαστικές μόνο για τους γνώστες των ιδιαιτεροτήτων τους.
Για κάθε fan π.χ του ποδοσφαίρου μπορεί η ιστορία του Μαραντόνα να είναι μοναδική, όμως το σινεμά δεν αναφέρεται μόνο σε αυτούς που το Ντιέγκο τον γνωρίζουν. Από την άλλη, ακόμα κι αν κάτι είναι και γνωστό και ικανό να τραβήξει το ενδιαφέρον ενός παγκόσμιου κοινού, η ίδια η εξιστόρησή του συχνά πάσχει: ούτε οι χαρακτήρες είναι πάντα τόσο ενδιαφέροντες, ούτε οι λεπτομέρειες μιας μεγάλης ιστορίας τόσο άγνωστες ώστε να συγκινήσουν ή να προβληματίσουν – θυμηθείτε π.χ πόσο φλατ ήταν η αναπαράσταση της κατάκτησης του παγκόσμιου πρωταθλήματος ράγκμπι από τη Νότια Αφρική στον Ανίκητο («Invictus») του μάστορα Κλιντ Ιστγουντ, παρά το παγκοσμιοποιημένο της νόημα.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ακόμα και στα ντοκιμαντέρ με θέματα αθλητικά, οι δημιουργοί να ψάχνουν κάποιου τύπου παρέμβαση, δραματοποιώντας στιγμές, επικυρώνοντας νοήματα ή μεγεθύνοντας χαρακτηριστικά των πρωταγωνιστών στην καλύτερη περίπτωση – στη χειρότερη καμιά φορά αγιοποιούν.
Έτσι στο αριστουργηματικό «Όταν ήμασταν βασιλιάδες» («When we were kings» – το μεγαλύτερο ντοκιμαντέρ που έχει γίνει ποτέ για ιστορία μποξ) χρησιμοποιείται η αφρικανική μαγεία για να εξηγηθεί η απίστευτη νίκη του Αλί επί του Φορμαν, ενώ στο σπουδαίο αφιέρωμα στο Σένα («Senna») δεν φωτίζονται επαρκώς οι μικρές αμαρτίες της προσωπικής του ζωής (οι κατά καιρούς σχέσεις του με διάσημες μοντέλες της εποχής π.χ που αναστάτωναν τη μητέρα του…), λες κι ο μεγάλος οδηγός ήταν καλόγερος στο Θιβέτ.
Ο θεατής που γνωρίζει τα γεγονότα εκείνου του παγκόσμιου πρωταθλήματος απολαμβάνει την αναπαράστασή τους ξαναζώντας τη δεκαετία του 70 στις λαμπρότερες στιγμές της. Οποιος δεν τα γνωρίζει σαγηνεύεται από αυτό το γοητευτικό παραμύθι ζώντας το από μέσα, σαν παιδί που έχει πάει πρώτη φορά στο πλανητάριο.
Φυσικά η επιτυχία δεν αφορά μόνο το τεχνικό κομμάτι ή το ίδιο το σενάριο που γραμμένο από την πραγματικότητα είναι συναρπαστικό. Ο Χάουαρντ είναι δεδομένο ότι άντλησε την έμπνευση του από την προσωπικότητα των δυο πρωταγωνιστών, δηλαδή του Λάουντα και του Χαντ, που παραμένουν ένα είδος Γiν και Γιανκ στην ιστορία της F1.
Υπάρχει ένας τίτλος που κάποια χρόνια αργότερα κυνήγησαν ο Λάουντα (πάλι) και ο Πρόστ η έκβαση του οποίου υπήρξε ακόμα περισσότερο συναρπαστική: το 1983 ο Αυστριακός κέρδισε τον τότε ανερχόμενο Γάλλο με μισό πόντο διαφορά! Όμως ο Πρόστ και ο Λάουντα έμοιαζαν πολύ και δεν ξέρω αν η μάχη τους μπορεί να γίνει έμπνευση: ο ανταγωνισμός του Αυστριακού με τον Χαντ που παρακολουθούμε στο Rush είναι κυρίως η μάχη δυο διαφορετικών ανθρώπων με τεράστια πάθη και μυστικά.
Ο συμπαθητικός και εξωστρεφής Χαντ είναι σχεδόν αυτοκαταστροφικός. Ο συνετός Λάουντα ένα τέρας θέλησης που σε κάνει ίσως και να το λυπάσαι. Ο Άγγλος κρύβει τις ανασφάλειες του στα πρωτοσέλιδα των ταμπλόιντς, ο Αυστριακός πίσω από τον κακιασμένο αυθορμητισμό του κρύβει την ανάγκη να δείξει στον πατέρα του ποιος είναι. Ο Χαντ δεν ανέχεται να είναι δεύτερος χωρίς να μπορεί να αντέξει την πρωτιά, ο Λάουντα φτάνει στην κορυφή παλεύοντας, αλλά θεωρεί ότι στη ζωή υπάρχουν πολύ σημαντικότερα πράγματα.
Η ταινία, χωρίς να είναι αμιγώς αθλητική, γίνεται ένα μάθημα για το τι είναι η νίκη και τι η ήττα, σε κάνει μια δυο στιγμές να θες να χειροκροτήσεις, αλλά και σε βασανίζει χωρίς να παίρνει θέση για το τι είναι και τι δεν είναι θεμιτό στον ανταγωνισμό με τον ίδιο τον εαυτό σου. Όποιος την έχασε, ακόμα και αν δεν έχει δει ποτέ του ένα αγώνα της F1 και δεν έχει ακούσει ποτέ του το όνομα του Λάουντα, να την ψάξει: θα περάσει υπέροχα.
Εκπληκτικοί οι δυο πρωταγωνιστές. Ο μικρός του «Goodbye Lenin» Ντάνιελ Μπρουλ μεγάλωσε ωραία: ο Λάουντα που μας δίνει είναι πιο κυνικός ακόμα και από τον πραγματικό – πράγμα δύσκολο. Ο Κρις Χάμσγουρθ μπορεί να παίξει σοβαρότερα πράγματα από το «Θορ». Το λέω χωρίς πάντως να έχω κάποιο πρόβλημα όταν τον βλέπω με ένα σφυρί στο χέρι.
Θεέ των άσπρων των ξανθών συγχώρα με…