Ο Sean Connery υπήρξε μεγαλύτερος από τον James Bond
Θυμόμαστε τους ρόλους, τη μαγνητιστική σκηνική περσόνα και τις σκοτεινές πλευρές του ηθοποιού που έφυγε σαν σήμερα πριν τέσσερα χρόνια.
- 31 ΟΚΤ 2024
Στο σχολείο ο Sean Connery ήταν ο αγαπημένος μου ηθοποιός. Είχε εξάλλου κάτι το τόσο εμβληματικό και αναγνωρίσιμο, ακόμα και για εκείνους που δεν έβλεπαν σινεμά, ακόμα και σε εκείνο το προχωρημένο πια (μέσα ‘90s λέμε τώρα) στάδιο της καριέρας του, πολύ μετά την περίοδό του ως Bond.
Θυμάμαι να σκέφτομαι συνειδητά «τώρα κάνω βλέμμα Sean Connery» όποτε χρειαζόταν να εμφανίσω κάποια αίσθηση σιγουριάς, κύρους. Φυσικά αποτύγχανα σε κωμικό βαθμό, αλλά η πρόθεση αυτή ήταν. Η εστέτ αλητεία του σηκωμένου φρυδιού, τα παχιά «ς» και «ρ» που ήταν σήμα-κατατεθέν του όποιος κι αν ήταν κάθε φορά ο ρόλος του, ο Connery επικοινωνούσε πάντα μια alpha σιγουριά που σε συνδυασμό με την προχωρημένη του πια ηλικία έφτιαχναν έναν συνδυασμό κάπως μοναδικό.
Ως γερασμένος θρύλος του Χόλιγουντ που ακόμα μπορούσε να συγκεντρώνει το παγκόσμιο κοινό και να το κάνει ό,τι θέλει, από το σαρωτικό χιτ του Βράχου μέχρι κάτι σαν τη διασκεδαστική σαχλαμάρα Entrapment, ο Connery που γνώρισα μεγαλώνοντας αποτελούσε ένα διαφορετικό είδους σεβάσμιου από αυτό που γνώριζα πως μπορούσε να υπάρξει.
Ήταν μια περίεργη περίπτωση νοηματικής αποσύνδεσης το να βιώνεις αυτή την εκδοχή του επίμονου σταρ Sean Connery στην εποχή σου βλέποντας ταυτόχρονα ξανά και ξανά σε άπειρο, μόνιμο rotation επανάληψης των ‘60s Bond του στην τηλεόραση. Εκεί νέος, σφριγηλός, ο Ορίτζιναλ Bond, αυτός που όλοι οι μετέπειτα προσπαθούσαν να αποφύγουν ερμηνευτικά, ο «ένας που κατάφερε να ξεφύγει από τον Bond», ίσως επειδή ακόμα και όσο τον ερμήνευε δεν ήθελε πολύ να είναι αυτός.
Όμως το βλέμμα που έφευγε κάτω από τα πυκνά του φρύδια, η ομιλία, η alpha ενέργεια, ήταν πάντα η ίδια, από όταν έπαιζε έναν ωμό κατάσκοπο δίχως ιδιαίτερες διαστρωματώσεις χαρακτήρα μέχρι τους ρόλους ενός ώριμου σταρ δράσης 3 δεκαετίες αργότερα, σαν ο χρόνος να έχει γίνει απλώς άλλο ένα ταιριαστό χαρακτηριστικό του physique και της αύρας του.
***
«Το να ασχοληθείς με τον Connery είναι το να ασχοληθείς με την αλλαγή αντιλήψεων του ανδρισμού, στα καλύτερα και στα χειρότερά του», έγραφε τότε σε έναν εξαιρετικό επικήδειο ο Matt Zoller Seitz. «Ακρατής και καυγατζής από τα νεανικά χρόνια ώς την μεγάλη ηλικία, ο Connery δεν μαλάκωσε ποτέ με τον τρόπο που θεωρητικά θα έπρεπε, δεδομένου του εύρους των ευκαιριών να εξελιχθεί που είχε κοντά του χάρη στη φήμη και τον πλούτο του».
Τραχύς σε κατά καιρούς συνεργασίες του όσο και στην προσωπική του ζωή, ο Connery πίσω από την κάμερα παρέμενε ανένδοτος όσο οι χαρακτήρες του μπροστά σε αυτήν. Στα γυρίσματα του Zardoz ο Connery «κόντεψε να σκοτώσει» ένα μέλος του συνεργείου στο βαθμό που μετά αναγκάστηκε να αλλάξει όνομα για να επιβιώσει στη βιομηχανία. Μια άλλη φορά έβαλε σεναριογράφους να ξαναγράψουν το ρόλο του σε μια μέρα πριν παραιτηθεί από το πρότζεκτ.
Υπήρξε, σημαντικότερα από όλα, διαβόητα ανοιχτός ως προς την άποψή του πως το να χτυπάς γυναίκες είναι ΟΚ. Σε μια συνέντευξή του στο Playboy το 1965 δήλωνε πως «Δεν υπάρχει κάτι ιδιαίτερα λάθος στο να χτυπάς μια γυναίκα. Αν είναι σκύλα ή υστερική, τότε θα το έκανα», απαντά όταν ερωτάται για το αν ο ίδιος εφαρμόζει τις ενίοτε τακτικές του ήρωά του, κάτι που επανέλαβε δεκαετίες αργότερα, στην τηλεόραση αυτή τη φορά.
Η αμηχανία του είναι εμφανής όταν ρωτάται για εκείνη τη διαβόητη άποψή του από τα ’60s, αλλά ακόμα μεγαλύτερη κι η δική μας όταν επιμένει σε αυτήν. Η δε σύζυγός του κατά τη διάρκεια των ‘60s, Diane Cilento, έγραψε το 2006 πως της είχε επιτεθεί ψυχολογικά και σωματικά κατά τη διάρκεια του γάμου τους. Δεδομένα που οφείλουμε πάντα να κρατάμε κατά νού αποκρυσταλλώνοντας το legacy κάθε ανθρώπου.
To 2006 ακύρωσε μια εμφάνισή του σκοτσέζικο κοινοβούλιο όταν έμαθε πως επρόκειτο να αναφερθεί το ζήτημα, αλλά γενικώς οι εμφανίσεις του υπήρξαν σπάνιες κατόπιν της αποχώρησής του από την κινηματογραφική βιομηχανία, περνώντας μεγάλο μέρος των τελευταίων του χρόνων ειρηνικά στις Μπαχάμες, όπου και πέθανε ήρεμα στον ύπνο του στα 90 του χρόνια, το 2020.
Ο Connery είχε φτάσει στο αμήν μέσα στο μοντέρνο Χόλιγουντ, κατά τα λεγόμενα. Τελευταία του ταινία ήταν το διαβόητο League of Extraordinary Gentlemen, μια ταινία που μισούσε όσο την έκανε και της οποίας η αποτυχία μάλλον επιβεβαίωσε στον ίδιο πως δεν ταίριαζε πια με τις τάσεις. Τον ρόλο στην κινηματογραφική διασκευή του κλασικού κόμικ των Alan Moore και Kevin O’Neill μάλλον αποδέχτηκε ύστερα από την τεράστια επιτυχία του Matrix και του Lord of the Rings, δύο φιλμ καθοριστικά για την φιλμική κουλτούρα του 21ου αιώνα, στα οποία ο Connery είχε απορρίψει κεντρικούς ρόλους: Του Morpheus ή του Architect στο πρώτο, ανάλογα την ιστορία που θα ακούσεις, και του Gandalf στο δεύτερο.
Δημιουργοί που θα άλλαζαν τους κανόνες του κινηματογραφικού μπλοκμπάστερ είχαν μεγαλώσει με την εικόνα του Sean Connery ως του ενός, αδιαπραγμάτευτου, αναντίρρητου σταρ και τον ήθελαν ως τη μορφή και την φωνή των σεβάσμιων γηραιών ηρώων τους. Εκείνος δεν καταλάβαινε, βασικά, «τι είναι όλα αυτά» αλλά βλέποντας την επιτυχία τους, δέχτηκε να παίξει στο LXG. Η τεράστια αποτυχία εκείνου του φιλμ μάλλον τον έφερε οριστικά αντιμέτωπο με το γεγονός πως βρισκόταν εκτός χρόνου με την υπόλοιπη κουλτούρα.
Ο ίδιος πάντα αρεσκόταν σε ένα άλλο είδος φιλμικού macho που φαίνεται να αποτελούσε επέκταση του αληθινού του εαυτού. Το να διαβάζεις ιστορίες της νιότης του έχει πλάκα, είναι ιστορίες ανδραγαθημάτων που θα πει ένας παππούς στα εγγόνια για να τα εντυπωσιάσει, κάπως αληθινές αλλά ίσως και με ένα 10% αφηγηματικών μπαχαρικών από πάνω έτσι, για τη γεύση.
Έχει πει πως έχασε την παρθενιά του στα 14 από μια γυναίκα στρατιωτικό κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο Εδιμβούργο, όπου γεννήθηκε το 1930 από μητέρα καθαρίστρια και πατέρα εργάτη εργοστασίου, έγινε στόχος μιας βίαιης συμμορίας μέχρι που επιτέθηκε με τα γυμνά του χέρια σε 6 από αυτούς κουτουλώντας τα κεφάλια τους μεταξύ τους, κερδίζοντας τον σεβασμό της συμμορίας και αποκτώντας τη φήμη του σκληρού στην περιοχή.
Διαγωνίστηκε στο Mr. Universe (ο ίδιος έλεγε πως είχε βγει 3ος αλλά μάλλον δεν είχε πλασαριστεί, όχι πως έχει τεράστια σημασία) αλλά παράτησε αυτή την καριέρα επειδή δεν ήθελε τα απαιτούμενα μούσκουλα. Έπαιζε ποδόσφαιρο και λέγεται πως ο Matt Busby του είχε προτείνει συμβόλαιο αλλά ο Connery δεν ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής και να δει την καριέρα του να τελειώνει μια δεκαετία αργότερα.
Η πρώτη του δουλειά στο Εδιμβούργο ήταν γαλατάς κι έκτοτε υπήρξε οδηγός νταλίκας, ναυαγοσώστης, μοντέλο, υαλιστής νεκροφόρας, στο ναυτικό για 3 χρόνια, και μοντέλο. Σύμφωνα με μια ιστορία που είπε πριν μια δεκαετία, όταν πήρε ένα ταξί σε μια επίσκεψή του στην πόλη για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Εδιμβούργου, ο οδηγός έμεινε έκπληκτος από το πόσο καλά ήξερε τους δρόμους. «Πώς και τους ξέρεις;», τον ρώτησε. «Μικρός έφερνα γάλα σε αυτές τις περιοχές», απάντησε. «Και τι κάνεις τώρα;», ρωτά ο ταξιτζής.
«Αυτό ήταν αρκετά δυσκολότερο να το απαντήσω», αποκρίθηκε ο Connery.
***
Αυτό που ήταν και θα είναι για πάντα αναμφισβήτητο, είναι η αίσθηση που δημιουργούσε η παρουσία και μόνο του Sean Connery. Ο καλλιτέχνης Richard Demarco που ζωγράφιζε τον Connery όταν ήταν μοντέλο, τον περιέγραψε ως «υπερβολικά όμορφο για λόγια, ένας πραγματικός Άδωνις». Η Julie Hamilton, κόρη της ντοκιμαντερίστριας Jill Craigie, που αρχικά τον έβρισκε απωθητικό, είχε πει πως όταν τον είδε να φορά κιλτ, «ήταν το ομορφότερο πράγμα που είχα δει στη ζωή μου». Η Shelley Winters τον γνώρισε τυχαία και γοητευμένη από έναν «από τους ψηλότερους και πιο γοητευτικούς και αρρενωπούς Σκοτσέζους», πέρασε αρκετό χρόνο μαζί του.
Διαβάζοντας πώς πήρε το ρόλο του Bond, σχεδόν νιώθεις την ένταση των αντιδράσεων γύρω του. Μια από τις δουλειές που έκανε στα ‘50s ήταν να δουλεύει στο παρασκήνιο ενός θεάτρου και σταδιακά το ένα έφερε το άλλο και ξεκίνησε μια μικρή καριέρα. Εκεί γύρω εκτέθηκε σε έργα των Ίψεν, Προυστ και Τολστόι και αποφάσισε πως ήθελε να γίνει ηθοποιός. Κέρδισε διάφορα μικρά ρολάκια στο θέατρο και στην τηλεόραση. Το ‘57 εμφανίστηκε στη μάλλον ασήμαντη περιπέτεια Action of the Tiger όμως εκεί συνεργάστηκε με τον σκηνοθέτη Terence Young, μια γνωριμία που θα του άλλαζε την καριέρα.
Ο μετέπειτα σκηνοθέτης του Dr. No διέκρινε κάτι μαγνητιστικό στον νεαρό ηθοποιό και ανέλαβε να γυαλίσει κάποιες από τις αιχμές του. Τον πήρε υπό την προστασία του, τον έμαθε πώς να περπατά σωστά, πώς να μιλά, πώς να τρώει, πώς να φέρεται. Αυτές οι διδαχές τον ετοίμασαν για τον ρόλο της καριέρας του, τον James Bond, τον οποίο πήρε σε μεγάλο βαθμό χάρη στην πίεση της Dana Broccoli, συζύγου του παραγωγού Albert Broccoli. Ακόμα κι ο συγγραφέας Ian Fleming, που αρχικά διαφώνησε με το κάστινγκ καθώς ο κινηματογραφικός πράκτορας θα έμοιαζε τόσο διαφορετικός από τον δικό του, πείστηκε για τη χαρισματικότητά του κι αργότερα έγραψε νέα στοιχεία στα βιβλία του, επηρεασμένος πια από τον Connery- δίνοντας στον Bond έναν Σκοτσέζο πατέρα.
Είναι μια μικρή λεπτομέρεια αλλά άκρως συμβολική και χαρακτηριστική της μετέπειτα καριέρα του Connery. Παίζοντας, όπως όλα μαρτυρούν, μια έστω και γυαλισμένη εκδοχή του εαυτό του σε κάθε στάδιο της καριέρας του, ο Connery εξέπεμπε στην οθόνη κάτι τόσο μεγαλύτερο από τις ίδιες τις ταινίες του, που έκανε τους πάντες να αποδέχονται αυτή τη larger than cinema διάστασή του.
Το ότι ο Fleming έγραψε στοιχεία του Bond γύρω από την περσόνα του Connery είναι η ίδια βασική αρχή με το ότι ο Michael Bay κινηματογράφησε τον γερασμένο Connery ως επέκταση του φιλμικού του μύθου στον Βράχο ή το γεγονός πως ποτέ δεν έκρυψε την προφορά του ό,τι ρόλο κι αν έπαιξε ποτέ. Από το Dr. No στον Βράχο μεσολαβούν πάνω από 3 δεκαετίες, στην διάρκεια των οποίων όμως ο μύθος του Sean Connery όχι απλά δεν ξεφούσκωνε, αλλά αποκτούσε επιπλέον βαρύτητα.
Μια πρώτη απόδειξη του πόσο πολύ ξεπερνούσε ακόμα και τους εμβληματικότερους των ηρώων του, ήρθε μέσα από την ευκολία με την οποία άφησε πίσω τον Bond. Ήδη από τον καιρό που έπαιζε τον ρόλο με τεράστια επιτυχία, φαινόταν να μην θέλει να έχει πολλά να κάνει με αυτόν, τρέμοντας την ταύτιση.
O Observer έγραψε πως κάποτε είχε δηλώσει «πάντα τον μισούσα, θέλω να τον σκοτώσω» και πως φτάνοντας πια στο Diamonds are Forever έδινε τον μισθό του σε φιλανθρωπίες. Ο Daniel Craig δεν εφηύρε την ιδέα του σταρ που δεν αντέχει να παίζει τον Bond.) Ακόμα και στο διάστημα της 007 παντοκρατορίας, ο Connery ήδη επιχειρούσε να απλωθεί σε κόντρα ρόλους, προετοιμάζοντας την καριέρα του, μετά.
Έπαιξε στο Marnie του Hitchcock, ζητώντας μάλιστα να δει σενάριο, κάτι μάλλον ανήκουστο στην εποχή- ήθελε να βεβαιωθεί πως σε κανέναν από τους άλλους ρόλους του δεν θα κατέληγε να παίζει παραλλαγές του Bond. Έπαιξε στο Hill του Lumet, το οποίο πήγε στις Κάννες και ήταν η πρώτη από 5 συνεργασίες του με τον μάλλον αγαπημένο του σκηνοθέτη. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο Lumet τον ήθελε ως μέρος ενός εντυπωσιακού all-star cast για το πουαρικώ Έγκλημα στο Όριαν Εξπρές αλλά η ταινία στην οποία φαίνεται η αληθινή εμπιστοσύνη που υπήρχε ανάμεσά του είναι το επιθετικό, προκλητικό Offence του 1972, γυρισμένο ένα χρόνο μετά το Diamonds are Forever.
Εκεί ο Connery μοιάζει να πηγαίνει κόντρα σε κάθε ένστικτο και αντιστρέφοντας τον σκοτεινό μαγνητισμό του σε κάτι αληθινά ωμό. Παίζει έναν αστυνομικό σκληρό, καθόλου γοητευτικό, γεμάτο θυμό, που χάνει κάθε αίσθηση ορίου καθώς ανακρίνει έναν ύποπτο για ασέλγεια ανηλίκου και που παραδίδεται κι ο ίδιος στη βία στην πορεία της ιστορίας. «Θα έχει ενδιαφέρον πώς θα το εκλάβει το κοινό», δήλωνε ο ηθοποιός πριν την κυκλοφορία του φιλμ. «Κάποιοι θα νιώσουν απέχθεια απέναντι στον χαρακτήρα μου».
Συνέχισε να πειραματίζεται και να δοκιμάζει τα όρια του πού μπορεί να φτάσει την φιλμική του περσόνα πάντα εντός των ορίων του καθαρά mainstream σινεμά. Το ‘75 πρωταγωνιστεί δίπλα στον Michael Caine στο σπουδαίο Ο Άνθρωπος που Ήθελε να Γίνει Βασιλιάς του John Huston και το ‘74 μπήκε άφοβα στο εμβληματικό συνολάκι του Zardoz προκαλώντας ευθέως πια την εικόνα της στυλιστικής κομψότητας του 007. Σε έναν από τους πιο ενδιαφέροντες ρόλους της καριέρας του, παίζει έναν προχωρημένης ηλικίας Ρομπέν των Δασών δίπλα στην Audrey Hepburn στο Robin and Marian του ‘76, μια πρώτη ένδειξη του πώς ο δικός του γερασμένος μύθος θα μπορούσε με χάρη να ταυτιστεί με τους φιλμικούς και να γίνει, τελικά, ένα και το αυτό.
Στα επόμενα χρόνια θα αναλάμβανε αρκετούς συναρπαστικούς ρόλους (από τον Αγαμέμνωνα στο Time Bandits του Terry Gilliam μέχρι το οριακά Alien-ικής χροιάς αντι-corporate θρίλερ επιστημονικής φαντασίας Outland αλλά και το πασίγνωστο Όνομα του Ρόδου) που δε σταμάτησαν να δείχνουν την βαρύτητα ενός αυθεντικού σταρ στη μεγάλη οθόνη, όμως μετά τα μέσα των ‘80s θα επέκτεινε άκρως πετυχημένα αυτό που ξεκίνησε ως Γερασμένος Ρομπέν περνώντας στην επόμενη φάση της καριέρας του- εξίσου, αν όχι και ακόμα πιο πετυχημένης, από εκείνη των ‘60s ως 007.
Το 1986 στο Highlander παίζει τον Ramirez (κάτι που σταματάμε οριστικά πια να αναρωτιόμαστε είναι αν μπορεί ένας 100% σκοτσέζος σε κάθε ικμάδα της ύπαρξής του, να παίζει χαρακτήρες με ονόματα όπως “Ramirez”- απλά το αποδεχόμαστε, σαν τον Ian Fleming), μέντορα του Connor MacLeod. Εμπορικά πετυχημένο φιλμ, αλλά ακόμα σημαντικότερα, εκείνο που θεμελίωσε την ιδέα του Sean Connery, Γερασμένου Σταρ, Φιλμικού Θρύλου.
Στα επόμενα χρόνια υπήρξε μέντορας του Kevin Costner στο Untouchables του Brian DePalma που του έδωσε το απαραίτητο (για ένα τέτοιο εύρος καριέρας) Όσκαρ, υπήρξε όχι ακριβώς μέντορας αλλά πάντως σεβάσμιος βετεράς στο κλασικό για μια γενιά θεατών μπλοκμπάστερ Το Κυνήγι του Κόκκινου Οκτώβρη, υπήρξε μέντορας στο Finding Forrester και υπήρξε μέντορας του Harrison Ford ως Indiana Jones στην τρίτη ταινία της σειράς- σε μια απολαυστικά ακραία περίπτωση μπλοκμπάστερ όπου κι οι δύο ηθοποιοί παίζουν σε ένα meta επίπεδο τις περσόνες τους.
Η απόσταση είναι πια μικρή, από αυτό το σημείο ως την σχεδόν υπερηρωική εικονογραφία του Sean Connery ως Sean Connery στον Βράχο ή στο αφελώς διασκεδαστικό παραμυθάκι του Entrapment όπου ο Connery στέκεται αγέρωχος δίπλα στην Catherine Zeta Jones.
Εν τέλει έφτασε να είναι αδύνατον να παίξει έναν ρόλο χωρίς νοητικά, κάθε θεατής κάθε γενιάς, να τραβάει ανά πάσα στιγμή τις γραμμές που ενώνουν την ατσαλάκωτη σκοτεινή γοητεία του Bond με τον στιβαρά γερασμένο action ήρωα των ‘80s και την αναπολογητικά larger-than-the-screen σινε-μυθολογία του Sean Connery στο φιλμ του Michael Bay. Τελικά κατάφερε να γίνει όχι μόνο μεγαλύτερος από τον Bond, αλλά κι από τον ίδιο τον Connery.