Severance: Ευτυχώς άξιζε η αναμονή τριών ετών
Το Severance επεκτείνει και εμβαθύνει τις ιδέες που λατρέψαμε στην πρώτη σεζόν, με την ίδια αφηγηματική αυτοπεποίθηση.
- 21 ΙΑΝ 2025
Πάνε σχεδόν τρία χρόνια από την πρεμιέρα του Severance στο Apple TV+, αλλά είμαι στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσω πως η ομάδα των συντελεστών πίσω από την καλύτερη νέα σειρά της τελευταίας πενταετίας δεν χαράμισε ούτε λεπτό από αυτό το μεσοδιάστημα.
Η 2η σεζόν του Severance συνεχίζεται πέντε μήνες αφότου ο Dylan (Zach Cherry) γύρισε ταυτόχρονα δύο διακόπτες, επιτρέποντας στον Mark (Adam Scott), τη Helly (Britt Lower) και τον Irving (John Turturro) να δουν πώς ζουν τα άλλα τους μισά στον έξω κόσμο, καθώς παράλληλα εξέθεσαν το αφιλόξενο εργασιακό περιβάλλον της Lumon Industries σε όλο τον πλανήτη. Εσωτερικά τουλάχιστον, η αποστολή φαίνεται ότι πέτυχε.
Οι τέσσερις επεξεργαστές δεδομένων του υπογείου έχουν γίνει πλέον το συλλογικό πρόσωπο της μεταρρύθμισης της αποκοπής – της διαδικασίας δηλαδή που υφίστανται οι υπάλληλοι κάποιων τμημάτων της Lumon, διαχωρίζοντας τον εαυτό τους έξω από το γραφείο (Outies) από τον εαυτό τους κατά τη διάρκεια του ωραρίου τους (Innies). Καμία από τις δύο εκδοχές δεν έχει ανάμνηση από τις εμπειρίες της άλλης.
Τα ανώτερα στελέχη της Lumon λοιπόν, θέλουν οι υπάλληλοι που προχώρησαν στην εξέγερση να γνωρίζουν ότι έχουν εισακουστεί, και πως ήδη δρομολογούνται αλλαγές εντός της εταιρείας για την τόνωση του ηθικού του προσωπικού. Ενώ φοβάται την τιμωρία λοιπόν, ο Mark γίνεται τελικά δεκτός στο γραφείο ως ήρωας. Θα υπάρξουν, του λένε, νέες ελευθερίες, νέα προνόμια και νέα σνακ από αυτόματους πωλητές.
Οι Innies όμως θέλουν αυτό που έχουν οι Outies τους. Και οι Outies χρειάζονται τους Innies να μείνουν εκεί που είναι – να συνεχίσουν να εργάζονται, να ερευνούν, να μαθαίνουν ό,τι μπορούν ώστε να βοηθήσουν να βρεθεί μία εφικτή πορεία και για τα δύο μέρη, που στην πραγματικότητα είναι ένα και το αυτό. Αυτή η ένταση που χτυπάει κόκκινο με αφορμή την αναζήτηση ενός συγκεκριμένου ατόμου της υπόθεσης, είναι το επίκεντρο της 2ης σεζόν του Severance. Ο χρόνος μοιάζει ταυτόχρονα ατελείωτος και διαρκώς έτοιμος να σωθεί. Η απόδραση είναι απαραίτητη, αλλά για ποιον και για πού;
Οπλισμένος με ανεκτίμητες πληροφορίες από τον έξω κόσμο, ο Dylan θέλει να μάθει περισσότερα για την οικογένεια του Outie του. Ο Irving είναι συντετριμμένος από το γεγονός ότι η αδελφή ψυχή του έχει άλλον σύντροφο εκτός γραφείου. Η Helly τρομοκρατείται από τη γνώση ότι η Outie της, η Helena Eagan, είναι η μελλοντική διευθύνουσα σύμβουλος της Lumon. Και ο Mark, που ακόμα ενδιαφέρεται να εξερευνήσει τα συναισθήματά του για τη Helly, επιστρέφει γνωρίζοντας πια ότι η διευθύντρια ευεξίας Ms. Casey είναι η γυναίκα του Outie του, η Gemma.
Οι δύο άνδρες που κατοικούν στο ίδιο σώμα είναι και αμφότεροι απελπισμένα ερωτευμένοι με μία διαφορετική γυναίκα. Και αν αυτό ακούγεται ως πρόσφορο έδαφος για κάποια sci-fi σαπουνόπερα, το Severance του Dan Erickson είναι αντιθέτως ένα έξυπνο δράμα ιδεών. Το δίλημμα του Mark που πλαισιώνει την εξαιρετική δεύτερη σεζόν, διερευνά τη φύση του εαυτού, του θανάτου και κυρίως της αγάπης.
Κατά την προσπάθεια εύρεσης της συζύγου του, ο Mark θα ανακαλύψει νέα τμήματα, συμμαχίες και ανατριχιαστικές αλήθειες που γεννούν ακόμα περισσότερα μυστήρια. Αυτά τα νέα αινίγματα ξετυλίγονται σε τέλειο συγχρονισμό, γίνονται όλο και πιο ξέφρενα όσο προχωράει η σειρά, αλλά σκάβουν και βαθύτερα – στα ερωτήματα ταυτότητας και αυτογνωσίας, εταιρικών παρανομιών, καπιταλιστικής κακοήθειας, ατομικού πένθους και συλλογικής ευθύνης που διερωτήθηκε η πρώτη σεζόν.
Όλα τα παραπάνω γίνονται σβέλτα, χωρίς επένδυση σε ιστορίες και χαρακτήρες που έχουν σχεδιαστεί για να ροκανίσουν τον χρόνο και την υπομονή μας, και να αποκρύψουν αυτά που περιμένουμε να δούμε. Ακόμα και όταν προσθέτει περισσότερα στο πιάτο του, το Severance δεν μοιάζει ποτέ υπερβολικά γεμάτο.
Έπειτα παραμένει σειρά που σέβεται τη νοημοσύνη μας, γι’ αυτό και έχει απαιτήσεις. Θέλει την προσοχή μας και τη διάθεσή μας να υπάρξουμε στον κόσμο του, χωρίς να μας παίρνει από το χέρι εξηγώντας καθετί. Υπάρχει μία αισθητή εντύπωση εμπιστοσύνης στην αφήγηση, μία ήρεμη αυτοπεποίθηση κάτω από τις επιφανειακές παραδοξότητες. Και οι εκπλήξεις που τάζει έρχονται γρήγορα στο προσκήνιο, αντί να σιγοβράζουν μέχρι την κατάλληλη στιγμή του φινάλε.
Έτσι μαθαίνουμε περισσότερα για τους εργαζόμενους έξω από τη Lumon Industries, για τη μυθολογία της εταιρείας και την παγκόσμια επιρροή της. Το Severance επεκτείνει, επίσης, τις ιδέες του, ειδικά γύρω από την υπόθεση της διπλής συνείδησης. Αυτή είναι τόσο η πηγή μερικών εκπληκτικών ανατροπών, όσο και πηγή εξερεύνησης σχετικά με τη φύση της ύπαρξης.
Πόσο καθορίζεται η προσωπικότητά μας από τις συνθήκες; Τι μας κάνει αυτό που είμαστε;
Ο Ben Stiller που σκηνοθετεί ξανά εδώ, και η υπόλοιπη δημιουργική ομάδα, έχουν πάρει κάθε εντυπωσιακή οπτική πτυχή της πρώτης σεζόν και την έχουν κάνει τέχνη. Οι λεπτομέρειες είναι εντυπωσιακές – η συμμετρία των σπιτιών και των δρόμων, κάτι απλό όπως το φως πίσω από ένα παράθυρο, τα ‘70s θρίλερ set pieces. Το αποτέλεσμα είναι μία σεζόν πιο κλειστοφοβική και τρομακτική, τόσο με τα μεγάλα, καθιερωμένα πλάνα αυτού του παράξενου, ψυχρού κόσμου, όσο και με πιο οικεία κάδρα που θέλουν να πλησιάσεις, να ρίξεις μία πιο προσεκτική ματιά.
Όσο η σεζόν προχωράει, βαθαίνει και η αίσθηση απειλής που υποβόσκει διαρκώς κάτω απ’ τα πάντα. Κάποτε ένα χαμόγελο που μπορεί να φαινόταν γοητευτικό, τώρα μπορεί να μοιάζει δυσοίωνο.
Έχοντας δει τα δέκα επεισόδια της σεζόν, το highlight του πρώτου μέρους της είναι εύκολα το 4ο επεισόδιο, ενώ το δεύτερο μέρος της σεζόν περιλαμβάνει κάποια επεισόδια που πιθανώς κόβουν τη φόρα της. Δεν είναι απαραίτητα το ίδιο σφιχτή με την πρώτη δηλαδή και, μετά το εκστατικό αποκορύφωμα εκείνης, η αβεβαιότητα που έρχεται στο τέλος της δεύτερης μπορεί να ζορίσει. Με άλλα λόγια, θα κρίνει πολλά η τρίτη σεζόν για το πώς αποφασίζει να κλείσει η δεύτερη.
Έτσι όμως πέφτει περισσότερο βάρος στις πλευρές του Severance που ήταν πάντοτε πιο ενδιαφέρουσες, ούτως ή άλλως – την αλληγορία για την εργασιακή υποδούλωση, και το τι κάνει τη ζωή να έχει νόημα τελικά.