‘Show Me a Hero’: Ο δημιουργός του ‘Wire’ στο πιο επίκαιρο πολιτικό δράμα εποχής
- 24 ΑΥΓ 2015
Φαντάσου μια ιστορία.
Για έναν τόπο. Έναν τόπο που βρίσκεται αντιμέτωπος με κυρώσεις και αποφάσεις που έρχονται από αλλού, στις οποίες αντιτίθεται το εκλογικό σώμα, σθεναρά, φωναχτά.
Για έναν πολιτικό. Έναν νεαρό πολιτικό που διαπιστώνοντας το ρεύμα ενάντια στις αποφάσεις, υιοθετεί την θέση της αντίστασης, εκλέγεται κόντρα σε κάθε φυσική πορεία της Ιστορίας, μόνο για να διαπιστώσει στην πράξη πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα από όσα υποσχέθηκε.
Είμαστε στο Γιόνκερς της Νέας Υόρκης του 1987 και ο 28χρονος(!) Νικ Γουασίσκο έχει μόλις εκλεγεί δήμαρχος.
Αλλά, ταυτόχρονα, θα μπορούσαμε να είμαστε οπουδήποτε, οποτεδήποτε. Η πολιτική ιστορία είναι γεμάτη με τις ίδιες πικρές διαπιστώσεις.
***
Ο Ντέιβιντ Σάιμον είναι ο μεγάλος κοινωνικός παρατηρητής της εποχής μας, αυτό είναι το μόνο βέβαιο. Έχοντας δουλέψει για χρόνια ως δημοσιογράφος αποκόμισε πείρα, γνώσεις και μπόλικη απαισιοδοξία, που όμως ποτέ δεν επέτρεψε να μεταφραστεί σε μισανθρωπισμό. Το “Wire” ήταν και θα παραμείνει ένας ογκόλιθος, ένας σταθμός στην εξέλιξη του τηλεοπτικού μέσου από αυτό που κάποτε ήταν σε αυτό που σήμερα είναι. Έκτοτε, ο Σάιμον, ακούραστος εργάτης, παρατηρητής, δημιουργός, δεν έχει σταματήσει να εξερευνά τον κόσμο γύρω μας. Από το δρόμο, μέσα από τα μάτια των ανθρώπων που σχηματίζουν την κοινωνία.
Μετά το “Wire” ακολούθησε το “Generation Kill” (για τον πόλεμο στο Ιράκ) και το “Treme” (για τον καθημερινό πόλεμο που δίνουν οι άνθρωποι της Νέας Ορλεάνης για να ξαναβάλουν την πόλη τους μπροστά), και τώρα η μίνι σειρά “Show Me a Hero”. Εδώ ο Σάιμον συνεργάζεται με τον παλιό συνεργάτη του δημοσιογράφο Γουίλιαμ Ζόρζι, και μαζί διασκευάζουν ένα βιβλίο του 1999 που χρονολογούσε την αληθινή, τραγική ιστορία του νεότερου δημάρχου μεγάλης πόλης στην ιστορία των ΗΠΑ και τις συνθήκες μες στις οποίες γνώρισε άνοδο και πτώση.
Στο Γιόνκερς, την 4η μεγαλύτερη πληθυσμιακά πόλη της Νέας Υόρκης, το 1987 επικρατεί αναβρασμός. Το κράτος αποφασίζει πως η πόλη οφείλει να χτίσει έναν αριθμό δημόσιων κτιρίων που θα στεγάσουν χαμηλού εισοδήματος πολίτες, ζήτημα που φυσικά αποκαλύπτεται άμεσα ως ταξικό και φυλετικό: Τα καλοπληρωμένα, κυρίως λευκά στρώματα του Ανατολικού Γιόνκερς αντιδρούν παθιασμένα στην εντολή, μη θέλοντας τις γειτονιές τους να γεμίσουν με φτωχούς μαύρους. Η αναταραχή είναι τέτοια, που ο Νικ Γουασίσκο, ένας νέος Δημοκρατικός υποψήφιος μόλις 28 χρονών, εκλέγεται αντί του Ρεπουμπλικάνου που ήταν δήμαρχος για 6 σερί θητείες, απλώς και μόνο επειδή δεν ήταν εκείνος. Δεν ήταν εκείνος που είχε αποδεχτεί την εντολή για τις δημόσιες κατοικίες. “Είσαι νέος και δεν έχεις εχθρούς,” του λένε από το κόμμα σπρώχνοντάς τον κατέβει υποψήφιος. Όταν ο Γουασίσκο συνειδητοποιεί τι του δίνει ώθηση, κάνει την αντίθεση στις κατοικίες την βασική πλατφόρμα με την οποία διεκδικεί την ψήφο.
Και, φυσικά, την κερδίζει.
Τα προβλήματα ξεκινούν άμεσα, όταν ο Γουασίσκο συνειδητοποιεί πως η απόφαση αυτή δεν είναι κάτι συζητήσιμο ή διαπραγματεύσιμο. Το κράτος πολύ απλά θέλει να χτιστούν οι δημόσιες κατοικίες. Με το που θα παρέλθει η προθεσμία δίχως ύπαρξη συμφωνίας, το Γιόνκερς θα αρχίσει να πληρώνει πρόστιμο που, εντός ενός μήνα, θα φέρει την πόλη σε χρεοκοπία. Ο Γουασίσκο αναγκάζεται να συμφωνήσει, ανατρέποντας τα όσα είχε υποσχεθεί, μα είναι αργά: Το κοινωνικό ρεύμα των εξαγριωμένων κατοίκων είναι ήδη πολύ ισχυρό και οι εσωτερικοί του αντίπαλοι στο δημοτικό συμβούλιο συνεχίζουν να αντιδρούν στην απόφαση.
Τον Νικ Γουασίσκο παίζει ο Όσκαρ Άιζακ, ένας εντελώς Συμβαίνει Τώρα ηθοποιός που έχει την ικανότητα να εξαφανίζεται κάθε φορά κάτω από το δέρμα του εκάστοτε χαρακτήρα του. Κακό για τον ίδιο που μάλλον δε θα γίνει ποτέ σούπερ σταρ, αλλά καλό για όλους εμάς που αγαπάμε τους αφοσιωμένους, ταλαντούχους ηθοποιούς που βάζουν την ιστορία πάνω από τους ίδιους. Ο Άιζακ ως Γουασίσκο είναι μια σχεδόν μη-ύπαρξη. Όσο ο κλοιός γύρω του σφίγγει, όσο οι αποφάσεις μοιάζει όλο και περισσότερο να μην έχουν καν να κάνουν με τον ίδιο, ο Άιζακ ξεφυσάει παραίτηση και απόγνωση. Σχεδόν τον βλέπεις να ζαρώνει μπροστά στα μάτια σου, μετά από κάθε νέο συμβούλιο, κάθε νέα ψηφοφορία, κάθε νέα ασφυκτική προθεσμία.
Γύρω του στήνεται ένα πολιτικοκοινωνικό γαϊτανάκι ανθρώπων που εθελοτυφλούν, με το οποίο όλο και λιγότερο μοιάζει να έχει κάποια ουσιαστική σχέση, πνιγμένος υπό έναν άμεσο συμβιβασμό που τον καθιστά σχεδόν άσχετο με ό,τι αληθινό συμβαίνει στην πόλη. Είναι υπό αυτή την έννοια μια εκδοχή του Τόμι Καρκέτι, του νεαρού δημάρχου της Βαλτιμόρης στο “Wire”. (Ο Σάιμον διάβασε το βιβλίο στο οποίο βασίζεται το “Show Me a Hero”, στις αρχές των ‘00s, παράλληλα δηλαδή με τα ξεκινήματα του “Wire”.) Οι ομοιότητες δε σταματούν εκεί.
Όλες οι δουλειές του Σάιμον, από το “Wire” ως το “Treme” κι όλες τις μίνι σειρές, μπορεί να διαφέρουν στον τόπο (Βαλτιμόρη, Νέα Ορλεάνη, Νέα Υόρκη, Ιράκ) και στην βασική περιγραφή των 20 λέξεων, αλλά όλες τις διατρέχει μια κοινή γραμμή παρατήρησης του κόσμου. Του συστήματος-Μηχανής που μπορεί και λειτουργεί ακόμα κι όταν φαινομενικά κανείς δεν το οδηγεί. Της μηχανής που τρώει ανθρώπους και ξεβράζει κουφάρια, τίποτα παρά άψυχα κέλυφη που κάποτε φιλοξενούσαν μέσα τους ψυχές.
Στο “Show Me a Hero” ο Γουασίσκο μοιάζει με μαριονέτα δίχως μαριονετίστα. Είναι ένας άνθρωπος δίχως επιλογές, και δίχως διεξόδους. Το πλήθος που κι ο ίδιος ανέθρεψε, έχει στραφεί τώρα εναντίον του, όσο μπορεί απλώς να ψελλίσει κάτι άψυχα “ναι” και “το λέει ο νόμος”. Στο μεταξύ, ο κύκλος συνεχίζεται: Ο Χένρι Σπαλλόνε, μέλος του δημοτικού συμβουλίου με παθιασμένη θέση κατά της ανέγερσης των σπιτιών, ενισχύει τις κραυγές των λευκών πολιτών όσο ενισχύεται κι ο ίδιος από αυτές.
Και ο κύκλος συνεχίζεται επ’αόριστον, επειδή κανείς δεν εκπαιδεύει, παρά μόνο αναλαμβάνει, μοιρολατρικά, τον ρόλο του σε ένα καταραμένο θέατρο.
Τον Σπαλλόνε παίζει ο Άλφρεντ Μολίνα, ο οποίος εμφανέστατα απολαμβάνει τις στιγμές του στο φακό, παίζοντας όσο θεατρικά απαιτεί ένας ρόλος που στην ουσία δεν είναι παρά ένας πολιτκός-ερμηνευτής. Στο καστ συναντάμε πολλά ακόμα γνώριμα ονόματα, κάτι που δεν συνηθίζουμε στις δουλειές του Σάιμον, αλλά υποθέτω η ιδέα μιας μίνι σειράς στο ΗΒΟ είναι πλέον πρεστίζ διέξοδος για το πλήρες ερμηνευτικό σώμα του Χόλιγουντ όποτε δεν παίζει κάποιο υπερήρωα.
(Ο Τζιμ Μπελούσι κάνει τον απερχόμενο δήμαρχο, η Γουινόνα Ράιντερ την απερχόμενη πρόεδρο του δημοτικού συμβουλίου, η Κάθριν Κίνερ μια ιδιοκτήτρια σπιτιού που αντιτίθεται φωναχτά στο χτίσιμο των κατοικιών, ενώ ο Μπομπ Μπάλαμπαν είναι ο δικαστής που διέταξε το χτίσιμο.)
Την κάμερα κόβει βόλτες ο Πολ Χάγκις (οσκαρικός σκηνοθέτης του “Crash”), σε μια δουλειά σχετικά ανώνυμη, αλλά αυτό είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να έχει κάνει εν προκειμένω ο σκηνοθέτης. Οι δουλειές του Ντέιβιντ Σάιμον δεν είναι ποτέ φτιαγμένες ώστε να φέρνουν το μάτι και την προσοχή του θεατή στη δομή, στην κατασκευή- παρά μόνο στο μήνυμα. Όλες οι σειρές του Σάιμον είναι γυρισμένες, πολύ απλά, σα να μην είναι γυρισμένες. Σα να είσαι μια μύγα στον τοίχο, παρακολουθώντας όσα συμβαίνουν.
Το μεγαλύτερο κοπλιμέντο που μπορεί να κάνει κάποιος στο “Show Me a Hero” (και μπορεί να του κάνει πολλά) είναι πως ενώ πρόκειται για αληθινή ιστορία, μοιάζει σαν φυσική επέκταση του σύμπαντος του “Wire”, είτε όταν ασχολείται με τις πολιτικές αποφάσεις, είτε με τη ζωή των κατοίκων ‘στην άλλη πλευρά’.
Βλέπεις, όσο συμβαίνουν οι συγκρούσεις στο δημοτικό συμβούλιο και στις αίθουσες των συνελεύσεων, έξω, άνθρωποι συνεχίζουν να -προσπαθούν να- ζουν την κάθε τους μέρα. Εκεί, οι ήρωες της σειράς είναι άλλοι. Είναι η Νόρμα, μια νοσοκόμα που ζει στις κατοικίες και χάνει σταδιακά την όρασή της. Η Κάρμεν, και τα τρία της παιδιά που δεν τα βγάζουν πέρα στη Νέα Υόρκη και αναγκάζονται να επιστρέψουν στη Δομινικανή Δημοκρατία. Η Ντορίν, που γεννήθηκε σε δημόσιες κατοικίες μα μεγάλωσε στα προάστια και τώρα επιστρέφει πίσω όταν ερωτεύεται έναν νεαρό άντρα.
Αυτές οι ιστορίες μετράνε ακόμα περισσότερο και ξεκάθαρα θα αναδειχθούν όσο πλησιάζουμε στο φινάλε, γιατί αυτός είναι ο Σάιμον. Ο δημοσιογράφος που θα καλύψει με κυνισμό και δυσπιστία το πολιτικό σύστημα την ώρα που ως μέγας ουμανιστής που είναι, θα μας μιλάει για τους ανθρώπους, τους αληθινούς ανθρώπους που παλεύουν μέρα με τη μέρα, εκλιπαρώντας μας να μην τους ξεχάσουμε.
Στην σειρά, είναι λες και αυτές οι δύο πλευρές του νομίσματος, λες κι αυτοί οι δύο κόσμοι, βρίσκονται σε διαφορετικούς πλανήτες. Το ζευγάρι της Ντορίν και του Σκιπ περνούν μπροστά από τον Γουασίσκο όταν εκείνος μοιράζει προεκλογικά φυλλάδια, και δεν προσέχουν καν τι τους λέει- πολιτικός είναι, φυλλάδια μοιράζει, τα ίδια θα λέει. Το προσπέκτους γλιστρά από τα χέρια της Ντορίν όταν μαζί με τον Σκιπ βλέπουν κάτι στην πρόσοψη ενός μαγαζιού. Στους διαδρόμους του δημαρχείου, οι κουστουμαρισμένοι λευκοί πολιτικοί σίγουρα πιστεύουν πως οι πολίτες είναι απλά props στο δικό τους δράμα.
Προς το τέλους του 2ου μέρους, η Μέρι της Κάθριν Κίνερ, μια θυμωμένη νεοϋορκέζα που πριν λίγο είχε εκδιωχθεί από μια αίθουσα δημόσιας συνέλευσης έχοντας βρίσει τον Γουασίσκο, τηλεφωνεί εξοργισμένη στο δημαρχείο θέλοντας να τα ψάλλει στον νέο δήμαρχο. Εκείνος είναι μόνος του στο γραφείο, απογοητευμένος, και το σηκώνει. “Είμαι ο δήμαρχος,” της λέει. Εκείνη κοντοστέκεται. Μαλακώνει. Κάθεται σε μια καρέκλα.
“Δεν… περίμενα ότι θα σηκώνατε εσείς το τηλέφωνο,” του λέει εκείνη.
“Υπόσχομαι ότι δε θα σε ξαναπετάξω έξω από την αίθουσα,” της λέει εκείνος.
Δε θα έπρεπε να είναι τόσο δύσκολο.
*Το “Show Me a Hero” είναι μίνι σειρά 6 επεισοδίων και ξεκάθαρα κομμάτι μιας μελλοντικής συλλογής με τίτλο Οι Μεγάλες Δουλειές Του Ντέιβιντ Σάιμον, που σε δεκαετίες από τώρα θα αποτελεί διδακτική ύλη σε σχολεία και πανεπιστήμια.