Τα τελευταία λεπτά του Six Feet Under παραμένουν ανίκητα
- 11 ΜΑΡ 2021
Πάνω από δεκαπέντε χρόνια μετά την πρώτη φορά που είδα το ύστατο επεισόδιο του Six Feet Under (Γραφείο Κηδειών Φίσερ για την Ελλάδα), δε μπορώ να μετρήσω ούτε στα δάχτυλα του ενός χεριού τις φορές που έχω καταφέρει να δω ξανά τα τελευταία του λεπτά. Χωρίς να βαλαντώσω δεν έχει υπάρξει ούτε μία.
Το Everyone’s Waiting ήταν μία άσκηση στο πένθος, τόσο για τους θεατές που γίναμε μάρτυρες ενός πρωτόγνωρου χειρισμού της απώλειας από την αμερικανική τηλεόραση – χωρίς ανταγωνισμό μέχρι το τέλος του Lost ή ολόκληρο το εγχείρημα του Leftovers – όσο και για τους χαρακτήρες του show που σε όλη τη διάρκειά του βούλιαζαν κάτω από συνεπέστατες υπενθυμίσεις της θνητότητάς τους. Και ενώ κάθε τηλεοπτικό φινάλε καλείται να εκπληρώσει μία εγγενώς δύσκολη αποστολή – να τακτοποιήσει τις μεγάλες εκκρεμότητες όπως επιλέγουν να κάνουν τα περισσότερα, να οργανώσει έναν ικανοποιητικό αλλά όχι λαχανιασμένο αποχαιρετισμό, να θέσει θεμέλια για μία μακρά, ιδανικά, υστεροφημία – για το Six Feet Under συγκεκριμένα, το ανυπέρβλητο φινάλε που τελικά παρέδωσε είναι αληθινό επίτευγμα.
Μπορεί ολόκληρη η τελευταία του σεζόν να ήταν συνολικά μία δυναμική επιστροφή σε φόρμα, όμως το show έμοιαζε να έχει μεγάλη απόσταση πια από το απόγειό του. Ο Alan Ball, φρέσκος τότε από το Όσκαρ του για το American Beauty, είχε αποφύγει την επιστροφή του στις sitcoms μετά το ναυάγιο του Oh, Grow Up που προετοίμαζε για το ABC, και είχε ενθουσιαστεί με τους Sopranos και όσα εκείνη η σειρά φαινόταν να λέει για τις δυνατότητες της τηλεόρασης. Όταν λοιπόν τον πλησίασε το HBO με μία πρόταση για μία οικογένεια με γραφείο κηδειών, εκείνος έγραψε τον πιλότο και, επειδή είναι ο Alan Ball, στο αίτημα «καν’ το πιο fucked up» είπε challenge accepted.
Η σειρά τοποθετήθηκε στο Λος Άντζελες γιατί του ήταν γνώριμο και γιατί «έμοιαζε με την παγκόσμια πρωτεύουσα άρνησης του θανάτου» όπως ανέφερε πρόσφατα στην προφορική ιστορία του Entertainment Weekly για τα 20 χρόνια της σειράς, και απέκτησε όλες τις αντιφάσεις που διατρέχουν την καριέρα του δημιουργού της. Ήταν camp και σκυθρωπή ταυτόχρονα, γεμάτη ενέργεια αλλά και πένθιμη, σαπουνόπερα και πρεστίζ τηλεόραση μαζί. Κάπου όμως στην πορεία ενέδωσε και στις πιο επικίνδυνες τάσεις της.
Ενώ είχε πάντοτε νομίζω τις απαιτήσεις μίας συγκεκριμένης ψυχολογίας για να την αντιμετωπίσεις – είναι σίγουρα η σειρά που έχω δει να την εγκαταλείπουν συχνότερα επειδή παραήταν κοντά στο τραύμα – έφτασε να απολαμβάνει τόσο την οδύνη των χαρακτήρων της που είχε γίνει συνώνυμη με το misery porn.
Δύο επεισόδια μετά τον συντριπτικό χαμό του Nate (Peter Krause) λοιπόν, μία απώλεια που όπως τόσο συχνά συμβαίνει στη ζωή μας δε συνοδεύτηκε από κανέναν αποχαιρετισμό για να κατευνάσει τους υπόλοιπους χαρακτήρες, παράφρονες σχεδόν οι περισσότεροι από τον θρήνο αμέσως μετά, η ευκαιρία του Six Feet Under για λίγη ακόμα αμείλικτη μιζέρια ήταν εκεί πιο πολύ από ποτέ. Ο Ball όμως δεν την άδραξε.
Έριξε αυλαία με ανέλπιστη χάρη.
Το Everyone’s Waiting εμπνέει και ανυψώνει ακριβώς επειδή ήρθε μετά από αδιάκοπη ταλαιπωρία, βλέποντας τους Fishers να σπάνε επιτέλους τα μοτίβα που παρακολουθούσαμε επί πέντε σεζόν να τους πνίγουν. Όλες εκείνες τις αυτοκαταστροφικές παρορμήσεις που ήξερες πως θα τους πήγαιναν με μαθηματική ακρίβεια ξανά στο σημείο μηδέν.
Όσο συνηθισμένη κι αν είχε γίνει πλέον η παρουσία των νεκρών ως προβολή των νευρώσεων του εκάστοτε χαρακτήρα στο Six Feet Under, πόσο δύσκολο είναι να μιλήσεις για την αξία που είχε το χαμόγελο του Nate μετά τον εφιάλτη του David (Michael C. Hall) ή τη συμπαράστασή του στην Claire (Lauren Ambrose) πριν φύγει για πάντα από το σπίτι τους, χωρίς να τη μειώσεις;
Μετά την περίπλοκη, δύστροπη ιστορία της Brenda (Rachel Griffiths) με τη Ruth (Frances Conroy) επίσης, πόσο ανταποδοτικό ήταν να τις βλέπουμε να δημιουργούν μία τρυφερή, μητρική σχέση; Η πρώτη μακριά από το αυτομίσος, η δεύτερη επαναδιεκδικώντας τη ζωή της. Δεν είσαι ποτέ πολύ μεγάλος για να βρεις τον εαυτό σου πρέσβευσε η σειρά στην εκπνοή της, ακουμπώντας το χέρι της στον ώμο μας όπως είχαμε δει τόσες φορές να κάνουν οι χαρακτήρες της μεταξύ τους ή στους πελάτες τους.
Ο David αποφασίζει να κρατήσει τελικά το γραφείο κηδειών της οικογένειας, μία επιχείρηση για την οποία έτρεφε ανάμεικτα συναισθήματα στην καλύτερη περίπτωση και πικρία στη χειρότερη, και να κάνει ειρήνη μαζί της, ανακαινίζοντας κιόλας το πατρικό του από ένα ημι-μαυσωλείο σε ένα κομψό, μοντέρνο σπίτι.
Η Claire, η καρδιά της σειράς εν τέλει και ο πιο κοντινός χαρακτήρας στον ίδιο τον Ball που ήταν ο μικρότερος στην οικογένειά του και με ακαθόριστους κάποτε στόχους όπως εκείνη, ανοίγει επιτέλους τα φτερά της μακριά από την καταπιεστική οικογενειακή της εστία και παίρνει τον δρόμο για τη Νέα Υόρκη, ακόμα κι αν η δουλειά που είχε κλείσει εκεί δεν ισχύει πια. «Πέρασα όλη μου τη ζωή μέσα στον φόβο», της λέει ο Nate. «Φοβόμουν ότι δε θα ήμουν έτοιμος, ότι δε θα έκανα το σωστό, ότι δεν ήμουν εκεί που έπρεπε να είμαι. Και πού με έβγαλε;».
“You can’t take a picture of this. It’s already gone.”
Από την παρότρυνση της Ruth που της λέει «φύγε, ζήσε», μέχρι την ώρα που σηκώνει την κάμερά της για να πάρει μία τελευταία φωτογραφία με τον Nate να της ψιθυρίζει ότι δε μπορεί να τραβήξει αυτό που θέλει γιατί «έχει ήδη εξαφανιστεί», η ιστορία της Claire δίνει ουσιαστικά σχήμα στο φινάλε. Το Six Feet Under δεν ανήκε ποτέ σε κανένα χαρακτήρα του συγκεκριμένα, σε εκείνες όμως τις στιγμές έγινε ολόδικό της. Το πρόσωπο της Ambrose, συνεπαρμένο και κατατρομαγμένο συνάμα μπροστά στην προοπτική μίας νέας αρχής, είναι το καρέ που κρατήσαμε οι περισσότεροι μετά τους τίτλους τέλους.
Αυτό και το ανίκητο μοντάζ των τελευταίων λεπτών του φινάλε.
Ως τότε το Everyone’s Waiting είχε κάνει αυτό που το Six Feet Under ήξερε να κάνει καλύτερα. Να σέβεται τη ρευστότητα που έχει στην πραγματικότητα το πένθος, επιτρέποντας στους ήρωές του να το διαχειριστούν ο καθένας στον δικό του χρόνο και υπό τους δικούς του όρους. Οι Fishers στέκονταν δίπλα στους πελάτες τους σε όλη τη δική τους, τέτοια διαδικασία – η σειρά πολλές φορές τους επισκεπτόταν αρκετά επεισόδια μετά την κηδεία του αγαπημένου τους προσώπου – και ένας από τους λόγους που το φινάλε λειτουργεί τόσο καλά είναι η απόλυτη συνέπειά του με τις προθέσεις του show.
Και μετά πέθαναν όλοι στα πιο τέλεια επτά λεπτά τηλεόρασης.
«Κάποιος από τους σεναριογράφους είπε απλά ότι πρέπει να τους σκοτώσουμε όλους», θυμάται ο Ball. «Γέλασα και κάποιος είπε “όχι, σοβαρά, πρέπει να είμαστε με κάθε μεγάλο χαρακτήρα τη στιγμή που πεθαίνει, πρέπει να πάμε στο μέλλον γι’ αυτό”. Φυσικά, σκέφτηκα. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τελειώσει η σειρά».
Με την Claire κλαίγοντας στο τιμόνι και τη βαθιά ανάσα της άγνωστης τότε Sia πριν το “Help me, I have done it again” του Breathe Me, το show ξεκίνησε ένα μοντάζ-παρακαταθήκη για τη φευγαλέα φύση της ζωής και τη θεραπευτική δύναμη που μπορεί να έχει το να μην την παίρνεις ως δεδομένη. Μετά από πέντε χρόνια εξερεύνησης της ανθρώπινης ευθραυστότητας, με σπάνιο τότε χώρο στην τηλεόραση για την αδυναμία μας μπροστά στην τραγωδία και την ανάγκη μας να την εκφράζουμε, το Six Feet Under έκανε τις εκκρεμότητές του να φαίνονται άνευ σημασίας.
Όπως είναι όντως στον πραγματικό κόσμο, μπροστά στον λιγοστό χρόνο μας πάνω σε αυτόν.
To Six Feet Under είναι διαθέσιμο αποκλειστικά στο Vodafone TV.