Somebody Feed Phill, η πιο ειλικρινής ταξιδιωτική μαγειρική εκπομπή
To Somebody Feed Phill του Netflix δεν είναι κουλ, ψαγμένο ή χιπ. Ωστόσο, παραμένει εθιστικό, κυρίως εξαιτίας της feelgood προσωπικότητας του παρουσιαστή και δημιουργού του, Phil Rosenthal.
- 23 ΟΚΤ 2022
Το Somebody Feed Phill, η νέα σεζόν του οποίου μόλις ανέβηκε στο Νetflix, είναι το εντελώς αντίθετο του χιπ και του ψαγμένου. Κάτι που θα διαπιστώσεις αν τύχει και παρακολουθήσεις ένα επεισόδιο που να αφορά πόλη την οποία έχεις ήδη επισκεφθεί, όπως συνέβη σε εμένα με τη Λισαβόνα.
Εκεί όπου ο βαθύπλουτος (βλέπε 200 εκ. δολάρια προσωπική περιουσία) πάλαι ποτέ δημιουργός του best seller sitcom Everybody Loves Raymond (αυτό με τον Ray Romano) θα πάει να φάει σε -κατά πλειοψηφία μέρη- που κάθε ταξιδιώτης έχει εντός της λίστας του. Συνήθως με τη βοήθεια local guides που του δίνουν την έξτρα πληροφορία που υποτίθεται ότι κάνει τη διαφορά.
Γιατί αυτό που όντως κάνει τη διαφορά είναι η λαχτάρα, η ειλικρινή χαρά και απόλαυση με την οποία ο Phil απολαμβάνει την κάθε μπουκιά. Μουγκρίζοντας, χαμογελώντας και κάνοντας όλους τους σεφ, τους μάγειρες και τους θαμώνες τριγύρω να αισθάνονται τυχεροί. Η χαρά του, βλέπεις, είναι μεταδοτική. Και το πρόσωπό του χαρακτηριστικό.
Προσοχή. Το ότι το «Ταΐστε τον Φιλ», όπως είναι η ελληνική ονομασία του, είναι δεδηλωμένα mainstream δεν το καθιστά λιγότερο εθιστικό ως τηλεοπτικό προϊόν. Ειδικά αν λάβεις υπόψιν το πόσο ευαίσθητα τελείωνε μέχρι πρότινος το κάθε επεισόδιο. Δηλαδή με τον Phil να κάνει zoom με τους ηλικιωμένους γονείς του (που πλέον και οι δυο έχουν πεθάνει) και να τους μιλά για την περιπέτειά του και εκείνη τη λιχουδιά που έχει ανακαλύψει και είναι βέβαιος ότι θα τους αρέσει.
«Εντυπωσιάζομαι εύκολα. Μου λένε οι άνθρωποι ότι μοιάζουν να μου αρέσουν τα πάντα. Και η αλήθεια είναι ότι λατρεύω τα πάντα, τουλάχιστον ό,τι παρουσιάζω στην εκπομπή».
Οι ίδιοι γονείς, τους larger than life χαρακτήρες των οποίων (σ.σ. ο πατέρας του, Max, υπήρξε επιζώντας των στρατοπέδων συγκέντρωσης) χρησιμοποίησε ως έμπνευση για το Everybody Loves Raymond.
Οι ίδιοι γονείς τους οποίους διέψευσε πλήρως όταν του φώναζαν, όταν ήταν πιτσιρίκι και κολλημένος με την τηλεόραση και το φαγητό. «Κλείσε αυτό το αναθεματισμένο πράγμα και βγες έξω και παίξε. Τι θα κάνεις μεγαλώνοντας, θα σου δώσει κανείς δουλειά να βλέπεις τηλεόραση όλη την ημέρα;».
Αντλώντας υλικό από τα προσωπικά του -τραυματικά- βιώματα
Κάτι που τελικά όντως και έγινε αφού το Everybody Loves Raymond, στο οποίο ήταν δημιουργός και executive producer, μεγάλο μέρος του υλικού έχει αντληθεί από τις τραυματικές οικογενειακές εμπειρίες του Phil και του Ray.
Αν και ο Phil, πριν γνωρίσει την τηλεοπτική επιτυχία, πέρασε από ένα πλήθος δουλειών στις οποίες απέτυχε παταγωδώς. Συμπεριλαμβανομένου αυτή του φύλακα σε μουσείο από όπου απολύθηκε επειδή τον πήρε ο ύπνος σε ένα κρεβάτι ηλικίας 300 ετών.
«Θυμάμαι πόσο περήφανη αισθάνθηκε η μητέρα μου, που δεν ήταν καλή μαγείρισσα, όταν σε ένα επεισόδιο έφερα τον -βραβευμένο με αστέρι Michelin- σεφ Daniel Boulud σπίτι για να δοκιμάσει την matzo ball soup της».
Ένας τυχερός άνθρωπος
Το concept του Somebody Feed Phil, όπως και του προκατόχου του, του I’ll Have What Phil’s Having του PBS, είναι πολύ απλό. Βάζεις τον πιο πεινασμένο και χαρούμενο άνθρωπο του κόσμου μέσα σε μια πόλη, τον μπουκώνεις με φαγητό και τον αφήνεις να αναρωτιέται πόσο τυχερός είναι που το κάνει αυτό ως επάγγελμα (δεν είναι τυχαίο ότι η εταιρεία παραγωγής του λέγεται Lucky Bastards).
«Δε θέλω να είμαι ποτέ αγενής ή να προσβάλω κάποιον ή την κουλτούρα του. Οπότε, αν μου σερβίρουν κάτι, όσο σιχαμένο και αν είναι, σίγουρα θα το δοκιμάσω».
Όσον αφορά το συσχετισμό με τον Anthony Bourdain, το ακριβώς δηλαδή αντίθετό του, το μόνο σχετικό που έχει πει ο Phil -που είναι εξίσου ταλαντούχος στο mainstream- είναι πως «Η δικιά μου εκπομπή είναι στη λογική “Φαντάσου αν ο Bourdain φοβόταν τα πάντα”».
Προσθέτοντας, όσον αφορά την ακόρεστη όρεξή του: «Ξέρεις τι κάνουν στα διαφημιστικά για σκύλους; Δεν ταΐζουν τον σκύλο μέχρι να ξεκινήσει το γύρισμα. Το ίδιο συμβαίνει και σε εμένα».
Με βασικό προσόν πάντα την καλοσύνη
Με άλλα λόγια το brand του Phil (που επίσης έχει ένα σχετικό podcast και βιβλία) είναι η καλοσύνη. Αυτό που προσπαθεί να εκπέμπει ακόμη και στις πολύ δύσκολες καταστάσεις, όπως όταν βρέθηκε στη Ρωσία για να βοηθήσει την εκεί εταιρεία παραγωγής για να φτιάξει τη δική της εκδοχή του Everybody Loves Raymond.
Φτάνοντας στα όριά του επειδή κανείς δεν τον άκουγε και αυτό που κατέληξε να προβληθεί (το οποίο έγινε παραδόξως σούπερ επιτυχία) ήταν μια παρωδία με τους πρωταγωνιστές ντυμένους με ακριβά ρούχα και νοσοκόμες με τεράστια στήθη ως guest star.
«Το χειρότερο πράγμα στον κόσμο είναι η ατάκα “Ξέρεις ποιος είμαι εγώ;”. Το σιχαίνομαι. Για αυτό και, εκτός κάμερας, πάντα κάθομαι και περιμένω στην ουρά προκειμένου να φάω κάτι που θέλω πολύ».
Διόρθωση. Trademark του δεν είναι μόνο η καλοσύνη (έχει δημιουργήσει το ίδρυμα Rosenthal Family Foundation που δίνει καλλιτεχνικές υποτροφίες με κριτή τη σύζυγό του και πρώην ηθοποιό στο Everybody Loves Raymond, Monica Horan), αλλά και η ειλικρίνεια. Όπως όταν δηλώνει ότι συνεχίζει να γράφει sitcoms, 1-2 concepts κάθε χρόνο, αλλά κανείς δεν τις θέλει. Αξιολογώντας ότι μάλλον έχει χάσει τo touch του.
Τι μένει για το τέλος; Το πώς του ήρθε αρχικά η ιδέα για την εκπομπή. Τότε δηλαδή που, στις καλοκαιρινές διακοπές ενδιάμεσα των γυρισμάτων του Everybody Loves Raymond, o -62χρονος πλέον- Phil ανάγκασε τον Ray (που περνούσε πάντα τις διακοπές του στο Jersey Shore) να έρθει οικογενειακώς μαζί του στη Σικελία. Εκεί που βλέποντας τη χαρά του όταν δοκίμασε για πρώτη φορά αυθεντική ιταλική πίτσα, αποφάσισε ότι αυτή τη χαρά θέλει και αξίζει να τη μοιραστεί μαζί μας.
«Μου αρέσει να μοιράζομαι τα πάντα με το συνεργείο μου ή τους ανθρώπους τριγύρω. Δοκιμάζω τα πάντα, αλλά δεν τελειώνω τίποτα. Αυτό είναι και το μυστικό μου για το ότι, παρόλο την ποσότητα του φαγητού που τρώω, δεν είμαι 400 κιλά».