STARS

Η ταινία που η Disney εδώ και δεκαετίες δεν θέλει να δούμε

Η εταιρεία ανακοίνωσε πριν λίγες μέρες το πλήρες ρόστερ της νέας της συνδρομητικής υπηρεσίας όπου συμπεριλαμβάνονται τα άπαντα του στούντιο. Εκτός από μια διαβόητη ταινία του 1946. Επίσης: Οι stars και τα stars της εβδομάδας.

Η Disney ανακοίνωσε την περασμένη βδομάδα το σύνολο του περιεχομένου της επερχόμενης Disney+ πλατφόρμας της, κάνοντας πολλούς να νοσταλγήσουν τα αδιαμφισβήτητα classics του 20ου αιώνα αλλά και στέλνοντας πολλούς νεότερους θεατές σε πολιτισμικό σοκ καθώς ήρθαν αντιμέτωποι με τον ωκεανό αξιολάτρευτης σαβούρας που η εταιρεία παρήγαγε για δεκαετίες, πολύ πριν γίνει ο ασταμάτητος κολοσσός που καταπίνει τα πάντα, που είναι σήμερα.

Είστε έτοιμοι για τον απόλυτο μαραθώνιο Ντον Νοτς;;

Επίσης ψάχνοντας για αυτό το άρθρο βρήκα πως ο ελληνικός τίτλος αυτής της ταινίας είναι “Γκας… το μουλάρι σέντερ φορ” το οποίο είναι απλά, Καλός Τίτλος. Θα υπέθετε κανείς πως αν η Disney βρίσκει ακόμα και το μουλάρι σέντερ φορ άξιο για μια θέση στην ψηφιακή της βιβλιοθήκη, τότε πραγματικά δεν θα έμενε τίποτα πίσω.

“Απαρχαιωμένο και προσβλητικό”, είχε χαρακτηρίσει ο Μπομπ Άιγκερ, CEO της Disney, το “Song of the South” του 1946, την μία ταινία που η εταιρεία αποφάσισε πως θα μείνει κλειδωμένη για πάντα στο υπόγειο, μαζί με ιστούς από αράχνες, το κεφάλι του Γουόλτ Ντίσνεϊ, και τις καλλιτεχνικές ταινίες της βιβλιοθήκης της Fox που αρχίζουν ύποπτα να εξαφανίζονται από τα σινεμά. Τη Disney δεν την έπιασε φυσικά καμία αίσθηση κοινωνικής ευθύνης. Όπως είχε συμβεί όταν είχε κόψει το καινούριο “Roseanne” ή όταν είχε απολύσει προσωρινά τον Τζέιμς Γκαν διακινδυνεύοντας το μέλλον ενός franchise σαν το “Guardians of the Galaxy”, το Ένα Και Μοναδικό Στούντιο δεν ενδιαφέρεται να τοποθετηθεί πολιτικά, όσο το να διαφυλαχτεί από την οποιαδήποτε εμπλοκή με δημόσιες εμπρηστικές κατηγορίες και συσχετισμούς.

Γι’αυτό εξάλλου και το “Song of the South” ενώ δεν έχει κυκλοφορήσει ποτέ σε home video στις ΗΠΑ, όπου θεωρείται πλέον κατά κοινή ομολογία ένα άκρως προβληματικό, ρατσιστικό κείμενο, στον υπόλοιπο κόσμο υπήρχε εύκολα διαθέσιμο επί σειρά δεκαετιών. Στην Ευρώπη και την Ασία “η Δουλεία είναι λιγότερο επίμαχο θέμα” είχε πει κάποτε ο Μάικλ Άισνερ, προκάτοχος του Άιγκερ. Δεν είναι θέμα ηθικής βλέπετε, είναι θέμα αντίληψης.

Το “Song of the South” κυκλοφόρησε πρώτη φορά στις αίθουσες το 1946, μια μίξη κινουμένων σχεδίων και live action που ο Ντίσνεϊ έβλεπε ως πιθανή σωτηρία για το στούντιό του, που ανάμεσα σε φιλόδοξα και πανάκριβα καλλιτεχνικά οράματα (“Πινόκιο”, “Φαντασία”) και την σκιά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν στα πρόθυρα οικονομικής καταστροφής. Οι “Τρεις Καμπαλέρος” είχαν σημειώσει επιτυχία πατώντας σε μια παρόμοια μίξη στυλ και όπως διαχρονικά συμβαίνει, ο στουντιάρχης μετέφρασε εκείνο το σουξέ σε ενδεχόμενη λύση κάθε προβλήματος, με τον ίδιο τρόπο που πριν 10 χρόνια το 3D θα ήταν η νέα φόρμα που θα έσωζε το σινεμά. Με το “Όσα Παίρνει ο Άνεμος” να σαρώνει στα ταμεία, ο Ντίσνεϊ ξεχύθηκε σε αναζήτηση ενός δικού του αντίστοιχης θεματικής φιλμ, και το βρήκε στα διάσημα λαϊκά παραμύθια του Τζόελ Τσάντλερ Χάρις για τον “θείο Ρέμους”. Ο Χάρις είχε συλλέξει αμέτρητες ιστορίες ζώντας κοντά σε μαύρους εργάτες στην Ατλάντα μετά την κατάργηση της Δουλείας, τις επαναπλασίωσε ως φολκ παραμύθια σε σκηνικό φυτειών του αμερικάνικου Νότου, και αποτέλεσαν φαινόμενο στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα- δίχως φυσικά ποτέ να αποδώσει ονομαστική ή χρηματική αναγνώριση στους εν λόγω εργάτες.

Ο Ντίσνεϊ διασκεύασε τρεις τέτοιες ιστορίες ως μικρές περιπέτειες κινουμένων σχεδίων, πλαισιωμένες από μια live action αφήγηση, στην οποία ένα μικρό αγοράκι θέλει να το σκάσει από τη φυτεία των γονιών του (των οποίων ο γάμος ξεκάθαρα βρίσκεται σε κρίση) μέχρι που συναντάει έναν σοφό γέροντα μαύρο εργάτη, τον θείο Ρέμους, του οποίου οι animated παραβολές τον πείθουν να μείνει. Η στερεοτυπική απεικόνιση του σοφού ευγενούς μαύρου των ονείρων της παλιάς λευκής Αμερικής είναι ένα λεπτό και περίπλοκο ζήτημα (ειδικά από τη στιγμή που η ταινία ήταν η πρώτη μεγάλη στουντιακή παραγωγή με κεντρικό ήρωα μαύρο, και με τον Ντίσνεϊ να παλεύει για να αναγνωριστεί με ειδικό Όσκαρ ο ο ηθοποιός Τζέιμς Μπάσκετ) όμως το σημαντικότερο πρόβλημα του φιλμ, κάτι που σημειώθηκε εκτενώς και στην εποχή της κυκλοφορίας του, είναι όχι αυτά που λέει, αλλά εκείνα που κάνει πως δεν υπάρχουν.

Η δράση τοποθετείται μετά την κατάργηση της Δουλείας, αλλά η ταινία αποφεύγει εσκεμμένα να το αναφέρει. Οι μαύροι εργάτες παρουσιάζονται ως χαρούμενοι που έχουν παραμείνει ως εργάτες εκεί που είναι το μόνο τους σπίτι, χωρίς φυσικά το φιλμ να ασχολείται με την κοινωνική περιχαράκωση που τους οδηγούσε σε αυτή την εξαναγκασμένη μορφή εργασίας. Ο θείος Ρέμους μιλάει στον πιτσιρικά για τις παλιές καλές εποχές- που φυσικά με μια απλή αφαίρεση προκύπτει πως αναφέρεται στα χρόνια που ήταν σκλάβος. Ακόμα κι οι ιστορίες που αφηγείται, για ένα λαγουδάκι που θέλει να φύγει από αυτό που ξέρει ως σπίτι αλλά έξω βρίσκει μπελάδες, ή ένα στιγμιότυπο με ένα μωρό από πίσσα (ένα σύμβολο με ρατσιστικές προεκτάσεις στη δημόσια διάλεκτο), συνθέτουν μια εικόνα ρομαντικοποίησης όχι μόνο των εντάσεων εκείνης της περιόδου, αλλά ακόμα χειρότερα, του ίδιου του θεσμού της Δουλείας.

Ο κομμουνιστής σεναριογράφος Μορίς Ραπφ είχε προσληφθεί από τον Ντίσνεϊ ουσιαστικά για να ‘μαλακώσει’ τα προβληματικά σημεία του φιλμ. Ο Ραπφ αφαίρεσε πολλές περιπτώσεις ρατσιστικής αργκό από το σενάριο, προσθέτοντας διάλογο που έκανε σαφές το πότε και το πού διαδραματιζόταν, όπως το “πρέπει να πληρώσουμε αυτούς τους ανθρώπους, δεν είναι σκλάβοι”. Φυσικά όλες αυτές οι προσθήκες κόπηκαν από τον Ντίσνεϊ και ο Ραπφ απομακρύνθηκε από το πρότζεκτ πριν μπει στη μαύρη λίστα το 1947, τη χρονιά αμέσως μετά την κυκλοφορία του φιλμ.

Μια πραγματικά εξαιρετική ανάλυση πάνω σε όλο αυτό το background, για όσους ενδιαφέρονται περαιτέρω, κάνει η κριτικός Καρίνα Λόνγκγουορθ στη νέα σειρά του podcast της, You Must Remember This, το οποίο προτείνω ανεπιφύλακτα. Μόλις ξεκίνησε μια έρευνα 6 επεισοδίων πάνω στην παραγωγή και το legacy αυτής της ταινίας:

(Το πρώτο της επεισόδιο είναι μια από τις πηγές για το παρόν άρθρο, μαζί με το σάιτ SongoftheSouth.net και τη συλλογή αποσπασμάτων από έντυπες εκδόσεις στη wikipedia.)

Η Disney διαπιστώνοντας σχετικά άμεσα πως το φιλμ θα έφερνε μόνο προβλήματα στην εταιρεία, την έκλεισε στο υπόγειο, όμως δε σταμάτησε να κάνει ό,τι μπορεί για να κερδίσει από αυτήν. Τα κομμάτια του animation έχουν αναπαραχθεί πολλάκις στη διάρκεια των ακόλουθων δεκαετιών. (Εκτός φυσικά από το κομμάτι με το μωρό.) Μια ατραξιόν στη Disneyland είναι εμπνευσμένη από το σκηνικό της ταινίας, έστω κι αν απουσιάζει η φιγούρα του Ρέμους. Όσο για το ίδιο το φιλμ, έχει κυκλοφορήσει ξανά 3 φορές στις ΗΠΑ, μόνο στις αίθουσες, με πιο πρόσφατη το 1986, στο αποκορύφωμα του ριγκανισμού και ενός “ας επιστρέψουμε στις παλιές μας αξίες” κοινού αισθήματος εν μέσω συντηρητικής στροφής.

Αυτά τα ζητήματα είναι πάντα λεπτά, και ιδιαίτερα όταν δεν σε αγγίζουν άμεσα μπορεί εύκολα να ακουστείς σαν εξυπνάκιας προπονητής της εξέδρας, όμως υπάρχει σίγουρα κάτι πολύ κυνικό σε μια εταιρεία-κολοσσό που έχει καταπιεί το μισό entertainment και συνεχίζει όπως κι όπου μπορεί να κερδίζει από ένα αντικείμενο του ένοχου παρελθόντος της, δίχως να χρειάζεται όντως να έχει να το αντιμετωπίσει, κρύβοντάς το από κοινή θέα. Εντελώς προσωπικά, πάντα προτιμώ μια πιο ανοιχτή προσέγγιση σαν αυτή κάποιων καρτούν “Τομ & Τζέρι” που δεν έχουν γεράσει πολύ καλά.

Μια τέτοια προσέγγιση καταφέρνει να μην αποδίδεται και καμία αύρα συναρπαστικού cult στοιχείου στο όποιο αντικείμενο σιωπηλής απαγόρευσης, όπως συμβαίνει τώρα με το “Song of the South”.

(Ακόμα καλύτερο: Να μην έχεις καν ένα τέτοιο αντικείμενο στην ιστορία σου! Όπως προκύπτει κι από τις αντιδράσεις της εποχής, η ταινία ήταν πολιτιστικά ήδη ξεπερασμένη ακόμα και κατά το release της- πόσο μάλλον κατά τις διάσπαρτες επανακυκλοφορίες της.)

(New York Times, 1946)

Η Disney όμως, ως το απόλυτο οικογενειακό brand στο παγκόσμιο entertainment, δεν θα επιθυμούσε με τίποτα την εμπλοκή του συμβόλου της ακόμα κι έστω σε μια τέτοια *συζήτηση*. Κι έτσι, στην μεγάλη της ορχήστρα με μελωδίες θρυλικές (ή και λιγότερο θρυλικές) που διασχίζουν σχεδόν έναν ολόκληρο αιώνα κινηματογραφικής ιστορίας, αυτό το Τραγούδι θα παραμείνει στο mute.

Τα αστεράκια της εβδομάδας:

*****

To “Social Network”. Καλή ταινία! Παραμένει μια σημαντική ματιά στη στιγμή που ένας νέος κόσμος γεννήθηκε, χτισμένος πάνω στις αντιδραστικές ανάγκες και ανύπαρκτες ηθικές βάσεις ενός ανθρώπου που δεν μπορούσε να λειτουργήσει στον παλιό. Είναι σίγουρα μες στις 3 καλύτερες ταινίες που έχει κάνει ο Φίντσερ αυτή τη δεκαετία.

Επίσης 5 αστεράκια, σε κάθε πιθανό βίντεο του C-SPAN από τις ερωτήσεις του Κογκρέσου στον Ζάκερμπεργκ αυτές τις μέρες, ειδικά αυτές της Κέιτι Πόρτερ της και της Αλεξάντρια-Οκάζιο Κορτές.

Επίσης 5 αστεράκια! Αυτό το απίθανο τουήτ (και άλλα πολλά):

Τώρα που το ξαναείδα πάντως, φοβερό τρέιλερ. Δεν είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον που οι ταινίες του Φίντσερ είναι οι μόνες στουντιακές κυκλοφορίες που αντιμετωπίζουν τα τρέιλερ ως ένα ξεχωριστό καλλιτεχνικό κομμάτι; 3 από 5-10 καλύτερα τρέιλερ της δεκαετίας είναι για τις ταινίες του, με κανένα φυσικά να μην φτάνει ούτε κοντά σε αυτό το αριστούργημα:

Δε θυμάμαι καν από πού ξεκίνησα, θα περάσω τις επόμενες δυόμιση ώρες χαζεύοντας Φίντσερ στο YouTube, αντίο.

****

Jordan Strauss/Invision/AP / Jordan Strauss/Invision/AP

Ο Μάικλ Μαν επιστρέφει. Ο μόνος λόγος που αυτό το νέο δεν παίρνει πέντε ή και έξι αστεράκια είναι επειδή η είδηση αφορά τηλεοπτική σειρά και δεν είναι σαφές πόσο μεγάλη δημιουργική εμπλοκή θα έχει. Το “Tokyo Vice” θα έχει Τόκιο, θα έχει αστυνομικό δράμα, θα έχει Κεν Γουατανάμπε (και Άνσελ Έλγκορτ, υποθέτω) και θα έχει Μάικλ Μαν στη σκηνοθεσία του πρώτου επεισοδίου. H σειρά, για το HBO Max, θα βασίζεται στο ερευνητικό βιβλίο του 2009, ενός δημοσιογράφου που βρέθηκε στο Τόκιο και ενεπλάκη με το αστυνομικό τμήμα.

Καταπληκτικά όλα αυτά. Είχα αρχίσει να προετοιμάζομαι για το ενδεχόμενο ο Μαν να μη γυρίσει ποτέ ξανά τίποτα, αλλά το φθινόπωρο ως τώρα με κερνάει, πρώτα επιστρέφει η Λάνα Γουατσόφσκι με νέο “Matrix” και τώρα ο Μάικλ Μαν με νέο “Vice”. Θενξ! Θα περιμένω τώρα με ενδιαφέρον περισσότερες λεπτομέρειες για την εμπλοκή του Μαν με το όλο πρότζεκτ. Συνήθως, ακόμα κι όταν δεν σκηνοθετεί, η αισθητική του υπογραφή βρίσκεται παντού πάνω σε κάθε λεπτομέρεια των τηλεοπτικών έργων του, από το “Miami Vice” (όπου τυπικά δεν σκηνοθέτησε ποτέ ούτε ένα επεισόδιο) ως το πιο πρόσφατο λατρεμένο “Luck”.

Αφού κατάφερα τώρα να ξεκολλήσω από το Φίντσερ YouTube, ας περάσω με τυπικές διαδικασίες στο “Miami Vice” YouTube, ξαναβλέποντας για χιλιοστή φορά την αγαπημένη μου σκηνή της ταινίας.

“Δεν μπορείς να διαπραγματευτείς με τη βαρύτητα.”

***

Μπλουζάκι. Το αγοράζω τώρα κιόλας.

**

H τελευταία επιστροφή του “BoJack Horseman”. Μια από τις αγαπημένες μου σειρές της δεκαετίας επιστρέφει για (προ)τελευταία φορά. Μου τη σπάει πολύ όταν χωρίζουν σεζόν σε 2 κομμάτια, από την άλλη βέβαια μου αρέσει όταν τις χωρίζουν σε 13 κομμάτια, οπότε ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί να μάθει κάποτε το Netflix. Στην ουσία του θέματος: Η τελευταία σεζόν ενός αριστουργήματος ξεκινάει σήμερα στο Netflix. Στις 31 Ιανουαρίου θα το βάλω στο ένα αστεράκι γιατί τότε θα είναι πράγματι η τελευταία φορά.

Ας θυμηθούμε ένα από τα ομορφότερα επεισόδια της δεκαετίας:

*

H ελίτ εξαλλοσύνη. Φαντάσου να είσαι κριτικός κινηματογράφου και να βρίζεις το κοινό επειδή θέλησε να πάει να δει στις αίθουσες μια από τις ταινίες της χρονιάς αλλά είχε τολμήσει (το κοινό) να μην έχει μετατρέψει σε εμπορικό φαινόμενο μια προ δεκαετίας ταινία του ίδιου σκηνοθέτη. Η δουλειά μας ως ‘κριτικοί κινηματογράφου’ είναι να συστήνουμε στο κοινό επιλογές και οπτικές, οπότε αν τα “Παράσιτα” έχουν κάνει τον κόσμο να πάει στην αίθουσα, η αντίδραση “τέλεια! Δες τώρα κι αυτό” μου φαίνεται πολύ πιο χρήσιμη από το “είσαι άσχετος και υποκριτής που δεν είχες δει αυτό τότε”, αλλά τι ξέρω κιόλας!

Τελοσπάντων, επί της ουσίας: Είναι μια υπέροχη και σπάνια συγκυρία στις αίθουσες αυτή τη στιγμή. Έγραφα την περασμένη βδομάδα για την συνύπαρξη των τριών μεγάλων ευρωπαϊκών βραβείων στα σινεμά και, την ώρα που το “Τζόκερ” σαρώνει φέρνοντας κόσμο μαζικά στις αίθουσες, τα “Παράσιτα” έκαναν ρεκόρ χρονιάς σε μέσο όρο εισιτηρίων (γεμίζοντας ασφυκτικά τις τρεις αίθουσες που τα πρόβαλαν) και τα “Συνώνυμα” δεδομένου του μικρότερου προφίλ τους επίσης δεν τα έχουν πάει καθόλου άσχημα. Είμαστε τρομερά συνηθισμένοι στο να γράφουμε για σινεμά και για ταινίες που τις περισσότερες φορές καταλήγουν δυστυχώς να μην αφορούν κανέναν στο ευρύ κοινό- είναι σπάνιο κι υπέροχο όταν ο κόσμος ενδιαφέρεται όντως να πάει στην αίθουσα για κάτι όχι αυτόματο και φτηνιάρικο.

Και τώρα, όπως γράφαμε και την περασμένη Παρασκευή, είναι μια τέλεια ευκαιρία για έναν μαραθώνιο ταινιών του Μπονγκ Τζουν-χο. Ούτε μια μέτρια ταινία! Θα περάσετε τέλεια. Ορίστε.

Ranking

Και κάτι ακόμα! Μόνο 2,400 λέξεις είναι η στήλη ως τώρα εξάλλου. Φτιάχνοντας πρόγραμμα για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (για το οποίο θα πούμε πολύ πολύ περισσότερα την επόμενη βδομάδα, όταν και ξεκινά με το εκπληκτικό “Marriage Story” του Νόα Μπόμπακ), θέλησα να ανανεώσω τη λίστα με τις αγαπημένες μου ταινίες της χρονιάς ως τώρα. Η λίστα περιλαμβάνει φετινές ταινίες που είδα σε διανομή είτε σε Φεστιβάλ, και είναι η πιο ντροπιαστικά γαλλική λίστα που έχω συνθέσει στη ζωή μου. Δεν ξέρω ποιος είμαι.

1, Το Πορτρέτο μιας Γυναίκας που Φλέγεται, της Σελίν Σιαμά (κριτική για το News247.gr)

2, Liberté, του Άλμπερτ Σέρα (καλεσμένος στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου θα προβληθεί η ταινία, θα μπορείτε να διαβάσετε και συνέντευξη με τον σκηνοθέτη στη διάρκεια του Φεστιβάλ)

3, Vitalina Varela, του Πέδρο Κόστα (Χρυσή Λεοπάρδαλη στο φετινό Λοκάρνο, θα προβληθεί στη Θεσσαλονίκη)

4, High Flying Bird, του Στίβεν Σόντερμπεργκ (enjoy)

5, Zombi Child, του Μπερτράν Μπονελό

6, Marriage Story, του Νόα Μπόμπακ (ταινία έναρξης στο 60ό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, στις αίθουσες το Νοέμβριο)

7, Alita: Battle Angel, του Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ (κριτική για το News247.gr)

8, The Nightingale, της Τζένιφερ Κεντ (κείμενο από το περσινό Φεστιβάλ Βενετίας, η ταινία παραμένει δίχως διανομή)

9, Atlantics, της Μάτι Ντιόπ (κείμενο από τις Κάννες και αποκλειστική συνέντευξη με τη σκηνοθέτη, ενώ η ταινία έρχεται στο Netflix)

10, Παράσιτα, του Μπονγκ Τζουν-χο (κριτική για το News247.gr και συνέντευξη με τον πρωταγωνιστή Σονγκ Κανγκ-χο)

11, Bacurau, των Κλέμπερ Μεντόζα Φίλιου και Ζουλιάνο Ντορνέλες (κείμενο από τις Κάννες)

12, We are Little Zombies, του Μακότο Ναγκαχίσα (συνέντευξη με τον σκηνοθέτη)

Θα δούμε πολλά από αυτά στη Θεσσαλονίκη, καθώς και πολλές ακόμα επιλογές από τη φετινή σεζόν, δύο πάρα πολύ ενδιαφέρουσες ρετροσπεκτίβες, μια επιλογή ταινιών από τον Τζον Γουότερς που περιλαμβάνει ταινίες σαν το “Mom and Dad” με τον Νίκολας Κέιτζ, κι άλλα πολλά. Θα τα δούμε αναλυτικά την επόμενη βδομάδα.

—-

Ως τότε, πάμε άλλη μια βόλτα στο 1999 με το διαχρονικό twist της “Έκτης Αίσθησης”. Στο πλαίσιο του αφιερώματός μας για το θρυλικό σινεμά του 1999, δες το νέο μας επεισόδιο POP για τις Δύσκολες Ώρες, με καλεσμένο τη Μίνα Μπιράκου.

 

ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ:

Τζόκερ-Παράσιτα-Συνώνυμα: Το απαραίτητο φεστιβαλικό crash test του ’19
Όλες οι σειρές του Ράιαν Μέρφι στη σειρά
Όταν μίλησα με τον σκηνοθέτη του ‘Τζόκερ’