‘Η Δίκη των 7 του Σικάγου’: Το ’60s δικαστικό δράμα του Aaron Sorkin για το Netflix
- 1 ΟΚΤ 2020
Στη δίκη που ακολούθησε, το καθεστώς τους στοχοποίησε θέλοντας να τους κάνει σύμβολα ενός είδους: Να δηλώσει πως οι κάθε είδους παρεκκλίσεις δεν θα γίνονται αποδεκτές. Στη διάρκεια των επόμενων μηνών πραγματοποιήθηκε μια από τις διαβόητες δίκες της αμερικάνικης Ιστορίας. «Είναι πολιτική δίκη», λέει ένας από τους κατηγορούμενος, απηυδησμένος από τον τρόπο που η εισαγγελία προσπαθεί να τους φορτώσει τη συλλογική ευθύνη ενός ολόκληρου ρεύματος κοινωνικής αλλαγής. Ο συνήγορος απαντά πως δίκη πολιτική, για τα πολιτικά πιστεύω, δεν προβλέπεται και δεν υφίσταται. Όλοι βέβαια ξέρουμε πολύ καλύτερα.
Η ‘Δίκη των 7 του Σικάγου’ κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Πέμπτη 1 Οκτωβρίου και θα streamάρει στο Netflix από τις 16 Οκτωβρίου.
Ο Άαρον Σόρκιν, ένας σεναριογράφος όχι μόνο πολυβραβευμένος, έχοντας αφήσει στίγμα και έργο σε τηλεόραση και σινεμά, αλλά και αναγνωρισμένος λίγο-πολύ ως auteur, επιστρέφει ως σκηνοθέτης μετά το ‘Molly’s Game’. Ο Σόρκιν σε αυτό το σημείο κατέχει τόσο πλήρως την τεχνική του διαλόγου ως δράμα, ρυθμό και συναισθηματικό κυματισμό, που με έναν τρόπο είναι σαν να σκηνοθετεί έτσι κι αλλιώς τα έργα του από το χαρτί ήδη- έχοντας γράψει εξάλλου μερικά από τα πιο διάσημα κινηματογραφικά κείμενα των τελευταίων δεκαετιών, από το «ξέρεις τι είναι πιο κουλ από ένα εκατομμύριο» ‘Social Network’ μέχρι τον σκρούμπολ πολιτικό συναισθηματισμό της ‘Δυτικής Πτέρυγας‘.
Η πολιτική του πυξίδα δείχνει απαρέγκλιτα στο κέντρο, ακόμα κι ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια: Στο κέντρο της αστικής ευγένειας, της υψηλής διανόησης και ενός πομπώδους συναισθηματισμού. Όταν συμπαρασύρεται από μια αγνή ανθρωπιστική φλόγα μέσα του ο Σόρκιν μπορεί να παραδίδει έργα δύσκολο να τα αρνηθείς ακόμα κι αν είναι συχνά πολιτικά αφελής. Στις κακές στιγμές του επικρατεί μια διάθεση αφ’υψηλού διδακτισμού- κακό ταίριασμα με το ανθρωπιστικό πολιτικό μελό αυτό.
Είναι όμως τόσο καλός τεχνίτης που όποια εκδοχή του κι αν πετύχεις, έχει κάτι το γοητευτικό και το εθιστικό. Τα λέμε τώρα όλα αυτά επειδή με έναν παράξενο τρόπο, η ‘Δίκη’, χωρίς να φέρει τα γνωρίσματα ούτε του ζενίθ ούτε του ναδίρ της σορκίνειας τεχνικής, βρίσκεται μετέωρη. Ο σεναριογράφος/σκηνοθέτης παραδίδεται πλήρως στο σκηνικό δικαστηρίου (που του πρωτοαπογείωσε εξάλλου την καριέρα χάρη στο ‘Ζήτημα Τιμής’), όχι τόσο στην διαδικασία του, μιας και απουσιάζουν οι λεπτομέρειες για το πώς δουλεύει το δικαστήριο ως εργαλείο, όσο στην θεατρικότητα του όλου περιβάλλοντος.
Βάζει αμέτρητες γνώριμες φάτσες να ντυθούν ‘60s, να υποδυθούν ο καθένας τους κάποιο γνώριμο ‘60s αρχέτυπο (αλλά στην ουσία στερεότυπο) δίχως να εμβαθύνει στην πραγματικότητα στο τι είναι αυτό που κάνει ανθρώπους από διαφορετικές προσεγγιστικές οδούς της προόδου να βρίσκονται σε μεταξύ τους σύγκρουση. Δεν υπάρχει τίποτα διαφωτιστικό εδώ ή αιχμηρό ή τολμηρό, αλλά περισσότερο ένα παθιασμένο δικαστικό θέατρο: Ο δικαστής του μονίμως σκυθρωπού Φρανκ Λαντζέλα είναι μια εχθρική καρικατούρα συντήρησης, ο καλός δικηγόρος βρίσκεται σε πάλη με τον εαυτό του σε κάθε σκηνή που τον κοιτάζει η κάμερα, και κάθε μέλος των 8 (μετέπειτα 7) παραδίδει τον κινητήριο λόγο του.
THE TRIAL OF THE CHICAGO 7 (Featured) SACHA BARON COHEN as Abbie Hoffman in THE TRIAL OF THE CHICAGO 7. Cr. NIKO TAVERNISE/NETFLIX © 2020
Το κατά βάση μάλλον αδιάφορο ερμηνευτικά καστ αστέρων περιλαμβάνει τον Έντι Ρεντμέιν, τον Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ, τον Τζέρεμι Στρονγκ του ‘Succession’, τον Γιάχια Αμπντούλ-Ματίν των ‘Watchmen’ και τον πάντα έξοχο Μαρκ Ράιλανς στο πιο σιωπηλό, διακριτικό, χαμηλού βλέμματος μάσημα σκηνικού που έχουμε δει στο σινεμά. Ο καλύτερος όλων είναι ο Σάσα Μπάρον Κοέν, ένας ερμηνευτής που καταλαβαίνει την φουσκωμένη θεατρικότητα του όλου εγχειρήματος και παίζει κάθε σκηνή σαν ένα αυτόνομο σκετσάκι.
Η κάμερα του Σόρκιν ακολουθεί χωρίς ιδιαίτερες διαθέσεις παρέμβασης την πένα του Σόρκιν, με τον διευθυντή φωτογραφίας Φαίδωνα Παπαμιχαήλ να χρωματίζει με μάλλον αναμενόμενες χροιές την εποχή. Όσες όμως χαμένες ευκαιρίες κι αν παρουσιάζει το φιλμ, όσο κι αν προτιμά την διακήρυξη ενότητας από την όποια ριψοκίνδυνη ενδοσκόπηση (το κατανοώ- είναι δύσκολοι καιροί, και κάποιος σαν τον Σόρκιν είναι βέβαιο πως πραγματικά, ειλικρινά δεν καταλαβαίνει γιατί οι άνθρωποι είναι διχασμένοι και θυμωμένοι), υπάρχει τελικά κάτι πάντα μαγνητιστικό.
The Trial of the Chicago 7. Yahya Abdul-Mateen II as Bobby Seale in The Trial of the Chicago 7. Cr. Niko Tavernise/NETFLIX © 2020
Οι προθέσεις είναι αγαθές -έχω χρόνια να δω τα παλιότερα έργα του αλλά νιώθω πως πάντα ήταν- και η ψυχική ανύψωση των στιγμών ηθικής αναγνώρισης (αν όχι δικαίωσης) είναι δεδομένη. Υπάρχει κάτι το εγγενώς καθηλωτικό στο να βλέπεις Ανθρώπους Που Πιστεύουν Σε Κάτι, να εξακολουθούν να το πράττουν ακόμα και στο πρόσωπο ενός πανίσχυρου εχθρού. Οι στιγμές του σορκινικού θριάμβου είναι αυτές ακριβώς οι δηλώσεις προθέσεων και πεποιθήσεων κι όχι απαραίτητα η όποια επικράτηση.
Σε κάθε όμως περίπτωση, αυτή η ‘Δίκη’ μας κάνει να αναπολούμε τις φορές που άλλοι σκηνοθέτες ανέλαβαν κάποιο αναμφίβολα καλοδουλεμένο κείμενο του Σόρκιν. Σκηνοθέτες σαν τον Μπένετ Μίλερ στο ‘Moneyball’ ή, πάνω από όλα, σαν τον Ντέιβιντ Φίντσερ στο ‘Social Network’. Σε ταινίες όπου η συναισθηματική αγνότητα και η πνευματώδης ευφράδεια του Σόρκιν περνούσε μέσα από τη διαστρέβλωση ενός καθρέφτη που μας έδειχνε το είδωλο ενός άλλου κόσμου από αυτόν στον οποίον κατοικούν οι ήρωές του. Ίσως του δικού μας.
*Η ‘Δίκη των 7 του Σικάγου’ κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Πέμπτη 1 Οκτωβρίου και θα streamάρει στο Netflix από τις 16 Οκτωβρίου.