ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΑΝΝΩΝ

Spike Lee, Κορίτσια του Ήλιου και Murakami: Μια ματιά στο Διαγωνιστικό των Καννών

Στη δεύτερη βδομάδα το Διαγωνιστικό χαρίζει τη μία πολυσυζητημένη ταινία μετά την άλλη.

Το PopCode σας μεταφέρει στην Κρουαζέτ με καθημερινές ανταποκρίσεις από το 71ο Φεστιβάλ Καννών. Ταινίες, εικόνες και πρόσωπα του Φεστιβάλ θα βρίσκονται εδώ από τις 8 ως τις 19 Μαΐου.

***

21 ταινίες Διαγωνιστικό είναι… όχι λίγες.

Ας πούμε πως προσπαθούσα να θυμηθώ ποιες ήταν οι πρώτες ταινίες που είδαμε στις φετινές Κάννες κι όταν μου υπενθύμισαν τον Farhadi σοκαρίστηκα στιγμιαία γιατί ορκίζομαι πως αυτό ήταν κάτι που είδα στις περσινές Κάννες.

Με το Φεστιβάλ να φτάνει απόψε στη λήξη του με την απονομή των βραβείων και την προβολή εκτός συναγωνισμού του ‘Don Quixote’ του Terry Gilliam, κάνουμε μια αναδρομή στη δεύτερη βδομάδα ταινιών, καλύπτοντας 14 ταινίες. 11 στην πραγματικότητα δηλαδή, γιατί εκτός από το ‘Sorry Angel’ που γράφαμε στην περασμένη ανασκόπηση, είπαμε «sorry, angel» και στα ‘En Guerre’ του Brize (ο οποίος είναι τόσο αποφασιστικά όχι-για-εμένα που πλέον δεν το επιχειρώ καν) και στα ‘Ayka’ και ‘The Wild Pear Tree’, τις δύο τελευταίες ταινίες του Διαγωνιστικού δηλαδή, οι οποίες έπεσαν θύματα του προγραμματισμού του Φεστιβάλ. (Ειδικά για το τελευταίο οι αντιδράσεις υπήρξαν εξαιρετικές πάντως, οπότε ανυπομονώ να το δω όταν κυκλοφορήσει από την ΑΜΑ Films.)

Ας μη στεναχωριόμαστε όμως, ας εστιάζουμε στα θετικά. Έχουμε ΕΝΤΕΚΑ ΤΑΙΝΙΕΣ για εσάς σήμερα! Κι αν κάτι μοιάζει να προκύπτει σαν τάση, είναι η σαφής στροφή του Φεστιβάλ προς Ασία, όπως και η εντονότατα πολιτική του φετινή χροιά σε επίπεδο εντελώς χειροπιαστό μές στην υφή των επιλεγμένων ταινιών.

Περισσότερα θα πούμε στην τελική μας ανασκόπηση τις επόμενες μέρες, λαμβάνοντας υπόψη και τα βραβεία, αλλά για την ώρα πάμε να δούμε ξεχωριστά τις 11 ταινίες.

11 ταινίες. Έντεκα.

GIRLS OF THE SUN

Η προηγούμενη ταινία της Eve Husson: Το αιθέρια ερωτικό ‘Bang Gang’ όπου μια εκτεταμένη παρέα νέων προσπαθούν να βρουν την θέση τους στον κόσμο και να κατανοήσουν την κοινωνία μέσα από τις επαφές.

H φετινή: Μεγάλη ήττα. Περίμενα αυτή την ταινία πώς και πώς, τόσο επειδή αγαπώ το ντεμπούτο της Husson όσο κι επειδή η αποφασιστική θεματική μετάβαση μου φάνηκε αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσα, και το θέμα που εξετάζει αυτή η ταινία καθηλωτικό κι όχι τόσο πολύ γνωστό. Ασχολείται με ένα τάγμα γυναικών στο Κουρδιστάν που έχουν κηρύξει πόλεμα ενάντια στους εξτρεμιστές που χρόνια νωρίτερα εισέβαλαν στα χωριά στο βόρειο Ιράκ και αφού ξεκλήρισαν πληθυσμούς, πήραν 7,000 γυναίκες και κορίτσια για σκλάβους. Τώρα ένα τάγμα επιχειρεί να ανακαταλάβει το χωριό από το οποίο δραπέτευσε η ηγέτης τους, την οποία παίζει η Golshifteh Farahani. H οποία… ΟΚ, θα κάνω μια παρένθεση.

Ακούω ένα podcast τελευταία που λέγεται Blank Check το οποίο ασχολείται με ολόκληρες φιλμογραφίες σκηνοθετών. Μια από αυτές ήταν του M. Night Shyamalan και, μιλώντας για το ‘Happening’ οι hosts σχολίαζαν πόσο κακή ήταν η ερμηνεία του Wahlberg. Τίποτα από όλα όσα έχω πει ως τώρα δεν έχουν σχέση με την Farahani, αλλά αν ήξερα πώς να κάνω μια τέλεια αφήγηση θα ήμουν στις Κάννες με δική μου ταινία, amirite. Ενιγουέι, λέγαν λοιπόν για τον Marky Mark πως παίζει έναν επιστήμονα κι είναι κακός ως επιστήμονας επειδή ως παρουσία δεν είναι απαγορευτικό το να είναι επιστήμονας, απλά τον παίζει άσχημα. Φέραν ως αντιπαράδειγμα τον Schwarzenegger στο ‘Junior’ όπου παίζει έναν γιατρό. Λέει ο ένας από τους hosts (και παραφράζω εδώ) «ο Wahlberg θα μπορούσε να είναι επιστήμονας απλά δεν έχει όρεξη να το κάνει. Ενώ στο ‘Junior’… ο Schwarzenegger… ΟΚ, κοιτάχτε, αυτός ο άνθρωπος δεν είναι γιατρός!» Το «this man is not a doctor» μου έχει καρφωθεί στο κεφάλι από εκείνη τη μέρα γιατί κάποιες φορές κάποιοι άνθρωποι είναι απλά τόσο εμφανώς Όχι-Κάτι, που δεν έχει νόημα καν να του βάλεις λόγια για να το εξηγήσεις. Θέλω να πω με όλα αυτά, η Farahani δεν είναι κακή στο ρόλο, υπέροχα ερμηνεύει, απλά this man is not a doctor.

(Είναι προφανές πως τώρα που το έγραψα όλο αυτό θα κερδίσει βραβείο ερμηνείας, απλά περιμέντε να δείτε.)

Τελοσπάντων, η ταινία. Η ταινία είναι χάος, μια άτσαλα δομημένη (με άτακτα φλασμπακς χωρίς ρυθμό στην αφήγηση) και επιφανειακά γραμμένη (κάθε ζόρικη πτυχή της τοπικής πολιτικής γεωγραφίας του χώρου μοιάζει να έχει εξαλειφθεί) ηρωική περιπέτεια ενδυνάμωσης που διαπραγματεύεται κάτι φρικτό αλλά δε μοιάζει καν να επιχειρεί ιδιαίτερα να κάνει να αισθανθείς βαρύς. Έχω δει και χειρότερα πράγματα φυσικά στο Φεστιβάλ, απλά το συγκεκριμένο ήταν πολύ μεγάλη απογοήτευση.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Ένα εκτεταμένο φλάσμπακ στην τρίτη πράξη που εξιστορεί ένα σχέδιο απόδρασης και μοιάζει να έχει βγει από επεισόδιο του ‘Homeland’. Είναι καλά γυρισμένο, έχει μπόλικες στιγμές παρά-λίγο-όλα-να-αποκαλυφθούν-και-να-καταστραφούμε έντασης, και όταν ολοκληρωθεί κουνάς κεφάλι και μονολογείς, «ΟΚ, εε, πού ήμασταν;».

Σε ποιο μέλος της κριτικής επιτροπής άρεσε περισσότερο η ταινία; Πάμε παρακάτω.

3 FACES

Η προηγούμενη ταινία του Jafar Panahi: To ‘Taxi’, νικητής του Βερολίνου το 2015, και ταυτόχρονα η 3η παράνομη ταινία που ο Panahi σκηνοθετεί ενώ βρίσκεται ουσιαστικά κρατούμενος μες στη χώρα του.

H φετινή: Γυρισμένη με λιγοστά μέσα και -για μια ακόμα φορά- κρυφά από όλες τις ματιές, η νέα του ταινία αφορά τρεις ηθοποιούς από τρεις διαφορετικές γενιές (η γηραιότερη δεν εμφανίζεται καν στην ταινία, παρά έχει μια συμβολική εκτός οθόνης παρουσία) και τη σχέση τους στο σημερινό Ιράν. Μια νεαρή κοπέλα θέλει να γίνει ηθοποιός και δεν τα καταφέρνει, αναγκαζόμενη να συμβιβαστεί μέσα στα ασφυκτικά συντηρητικά πλαίσια της κοινωνίας της, και στέλνεις ένα βίντεο απόγνωσης στο οποίο ‘αυτοκτονεί’. Μια άλλη, διάσημη ηθοποιός (το μεσαίο ‘πρόσωπο’) αναζητά τα  ίχνη της με τη βοήθεια του ίδιου του Panahi, ώστε να μάθουν αν η κοπέλα ζει ή όντως αυτοκτόνησε.

Παραπλανητικά μικρού βεληνεκούς ταινία για το πώς οι αγώνες για προσωπική ελευθερία διαπερνούν τις αποστάσεις των γενεών (αλλά και το πώς οι δυσκολίες παραμένουν πάντα εκεί) και εκφράζονται μέσα από τις προσωπικές αγωνίες γυναικών. Εκφράζοντας έτσι προφανώς και τα πάθη του ίδιου του Panahi, ο οποίος επιστρέφει στις ρίζες ενός αγνού κιαροσταμικού σινεμά, κοιτάζοντας το μέλλον με ελπίδα αληθινά μεταδοτική. Ανεκτίμητος δημιουργός.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: H ταινία κυλά ιδανικά από τη μία συνάντηση κι από το ένα γεγονός στο άλλο, σε μεγάλο βαθμό χάρη στην εκπληκτική δουλειά της σταθερής μοντέρ του Panahi, Mastaneh Mohajer, η οποία μάλιστα μας μίλησε και πάνω στο πώς δουλεύει με τον σκηνοθέτη όλα αυτά τα χρόνια της απαγόρευσης. Θα διαβάσετε τι είχε να μας πει (αν θέλετε) όταν κυκλοφορήσει η ταινία στις αίθουσες από την Feelgood.

Σε ποιο μέλος της κριτικής επιτροπής άρεσε περισσότερο η ταινία; Πιστεύω όλα τα μέλη της επιτροπής θα συμφώνησαν πως είναι μια υπέροχη 3.5 στα 5 ταινία και θα προσπαθήσουν να της δώσουν κι ένα εξ ημισείας βραβείο κιόλας.

LAZZARO FELICE

Η προηγούμενη ταινία της Alice Rohrwacher: Το βραβευμένο με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες ‘Meraviglie’ (‘The Wonders’) για μια οικογένεια της ιταλικής επαρχίας που βλέπει την καθημερινοτητά της να διαταράζεται όταν καταφθάνει εκεί κοντά ένα συνεργείο τηλεοπτικού ριάλιτι και ξεκινά διαγωνισμό στον οποίο η οικογένεια αποφασίζει να συμμετάσχει- παρά τις ενστάσεις του πατέρα. Η Rohrwacher ασχολείται στις ταινίες της με τη σύγκρουση του σύγχρονου πολιτισμού με την παράδοση, και το πώς η Ευρώπη αφήνει πίσω τους δεσμούς με την επαρχία.

H φετινή: Τρομερά περίεργο τέρας αυτή η ταινία. Από τη στιγμή που την είδα δεν έχει περάσει χρονικό διάστημα που να μη τη σκεφτώ, κάτι πραγματικά πάρα πολύ δύσκολο σε ένα φεστιβαλικό πλαίσιο που τις μισές ταινίες του προγράμματος έχω ήδη ξεχάσει ότι τις είδα.

Το ‘Lazzaro Felice’ ξεκινά, φυσικά, στην επαρχιακή Ιταλία συστήνοντάς μας μια πολυμελή οικογένεια που μένει στιβαγμένη σε ένα σπίτι δουλεύοντας σε τραγικές συνθήκες για ένα πάμπλουτο αφεντικό της καπνοβιομηχανίας. Δε θέλω να πω περισσότερο για τον ακριβή μηχανισμό που μας οδηγεί στην επόμενη πράξη του φιλμ, όμως είναι κάτι το εντυπωσιακό και αξέχαστο, το πώς η ταινία αυτή στέκεται ως λειτουργική κινηματογραφική οντότητα. H Rohrwacher κρατά στοιχεία από την παράδοση του ιταλικού σινεμά (αυτό είναι ένα είδος ταινίας στο οποίο πολύ συχνά βλέπουμε το ιταλικό σινεμά να επιστρέφει στο πέρασμα των δεκαετιών) όμως το κάνει με φρέσκες ιδέες και με τρόπο που έναν κεντρικό προβληματισμό απόλυτα σημερινό τον επαναπλαισιώνει ως κάτι σοκαριστικά αιώνιο.

Η ιταλίδα εξετάζει το πώς οι φεουδαρχικές δομές και η απάνθρωπη ταξικότητα ζουν και βασιλεύουν επανατοποθετημένες μέσα σε νέα όρια και καταλαμβάνοντας νέα τμήματα γης καθώς ο πολιτισμός κινείται προς ένα μέλλον χτισμένο πάνω στις ίδιες ακριβώς προβληματικές δομές. Όλα αυτά τα πετυχαίνει μέσα από μια ιδιόμορφη ιστορία που συνδυάζει στοιχεία φαντασίας και νεορεαλιστικού παραμυθιού, όπου όμως ο ήρωας είναι μια οριακά μεσσιανική φιγούρα που ήρθε για να σώσει, για να δώσει ελπίδα, για να θυσιαστεί- και δεν έχει ιδέα πώς να το κάνει, παγιδευμένος μέσα σε ένα σύστημα αδυσώπητο και ανίκητο.

Η Rohrwacher μπλέκει όλα αυτά τα στοιχεία με μια αποστομωτική δεξιοτεχνία κάτι που κάνει ακόμα πιο εξοργιστικό το τελευταίο 10λεπτο του φιλμ της, όπου του το subtext γίνεται text με έναν τρόπο τόσο προφανή, λαϊκιστικό και πατροναριστικό, που μέρες μετά την προβολή είμαι ακόμα τσαντισμένος. Η ταινία μου άρεσε τόσο, που το κάκιστο αυτό φινάλε με θυμώνει ακόμα πιο πολύ.

Ευτυχώς (κι αυτό μπορεί να είναι εντελώς προσωπικό και το καταλαβαίνω απόλυτα) αυτό το φιάσκο δε μπορεί ποτέ να χαλάσει ό,τι έχει προηγηθεί. Η Rohrwacher απλά επιλέγει να εκφράσει στην κυρολεξία, και δίχως διακριτικότητα, όλα όσα ανέπτυσε τόση ώρα σε θεματικό επίπεδο. Θα μπορούσε να είναι χειρότερα και το τέλος να καταστρέφει ολοσχερώς την ταινία, κάτι που δε συμβαίνει. Αν μη τι άλλο την κάνει -μέσα μου- ακόμα πιο συναρπαστική. Και είναι, σε κάθε περίπτωση, μια από τις λιγοστές ταινίες του Φεστιβάλ που ενώ αντιδρούν εμφανέστατα σε πολιτικές κρίσεις εντελώς σύγχρονες, δε μοιάζουν παγιδευμένες σε ένα μέρος ή σε μία στιγμή. Ή, ειλικρινά, να το πούμε κι αυτό, σε έναν μόνο πλανήτη.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Είναι αναγκαστικά το φινάλε. ΓΙΑΤΙ, Alice, γιατί μας το έκανες αυτό. Θέλω να με πιστέψετε ειλικρινά, όταν γύρισα από την προβολή στο σπίτι ήθελα να ξεριζώσω την πόρτα από τα νευρά μου. Όπως και νά’χει! Το ότι μου δημιούρησε τόσα #MYEMOTIONS αυτό το φιλμ σημαίνει πως στρογγυλοκάθισε κάπου βαθιά μέσα μου. Είναι μια απίστευτα ιδιαίτερη ταινία που εύχομαι να πάρει το Χρυσό Φοίνικα επειδή τον αξίζει, επειδή δεν είναι κοινωνική ταινία ίδια με εκατό άλλες που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια, επειδή παίρνει ένα σωρό αφηγηματικά ρίσκα τα οποία συν τοις άλλοις της βγαίνουν, κι επειδή, κυριότερα, το όνομα της Rohrwacher ταιριάζει ιδανικά στο ρυθμικό συνθηματικό των γηπέδων, «ΑΑΑΑ-ΛΙ-ΤΣΕ ΡΟΡ-ΒΑΑΑΑ-ΚΕΕΕΕΡ».

Σε ποιο μέλος της κριτικής επιτροπής άρεσε περισσότερο η ταινία; Πιστεύω σε όλα! Έχει αρκετά κοινωνικά στοιχεία στο βλέμμα της, αποτυπωμένα με έναν φιλόδοξο, πρωτότυπο τρόπο, ώστε όλοι οι σκηνοθέτες της επιτροπής να μπορούν προφανώς να το εκτιμήσουν. Έχει αφηγηματικά hooks τα οποία μπορούν να μαγκώσουν τυχαίους θεατές, ποπ σταρς και ηθοποιούς εξίσου. Πιάνει τον παλμό του θυμού της σημερινής κοινωνίας, κάνοντάς την relevant σε μια χρονιά άκρως πολιτική για τις Κάννες. Ακόμα και το κεντρικό επιχείρημα περί μετεξέλιξης και διαχρονικότητας των θεσμών της δουλειάς, είναι κάτι που κυριολεκτικά έχει γυρίσει σε ντοκιμαντέρ η Ava DuVernay. Η ταινία αυτή είναι εκείνη στην οποία και θα έδινα τον Χρυσό Φοίνικα εγώ προσωπικά, και που πιστεύω πως θα απονεμηθεί έτσι κι αλλιώς. Στη χειρότερη, θα πάρει απλώς κάποιο μεγάλο βραβείο.

* H ταινία έχει διανομή από τη Seven Films κι εμείς έχουμε συνέντευξη με την Άααα-λι-τσε Ρορ-βαααα-κεεεερ. Σύντομα!

SHOPLIFTERS

Η προηγούμενη ταινία του Hirokazu Kore-eda: Ένα αδιάφορα procedural στο περσινό Φεστιβάλ Βενετίας που ήταν τόσο τραγικά αδιάφορο που φέτος αποφάσισα να μην πάω καν να δω την νέα του ταινία- μέχρι που διαπίστωσα πως άρεσε πολύ οπότε την κυνήγησα στην επανάληψη. Δεν έφταιγα, τι να κάνω.

H φετινή: Επιστρέφει στο χαμηλών τόνων οικογενειακό δράμα που ξέρει τέλεια να υπηρετεί, με την καλύτερη ίσως ταινία του. Μια οικογένεια στα περιθώρια της κοινωνίας ζει κλέβοντας τα προς το ζην από σούπερ μάρκετ κι ο Ιάπωνας τοποθετεί διακριτικά το φακό του, χωρίς χειριστικές εξάρσεις και χωρίς διάθεση εκμετάλλευσης, σκιαγραφόντας τα προφίλ κάθε μέλους της οικογένειας στις δικές τους διαδρομές- μέχρι το πάρα πολύ δυνατό τέλος της ταινίας, ο Kore-eda έχει καταφέρει να αναπτύξει προσωπικότητες, κίνητρα και θέλω μισής ντουζίνας χαρακτήρων, πριν μας οδηγήσει στην κορύφωση της τελικής πράξης.

Είναι ένα εκπληκτικό προφίλ της ζωής στο περιθώριο και των διαφορετικών τρόπων που μπορεί να οδηγήσουν εκεί έναν άνθρωπο. Ο Kore-eda δεν γκρουπάρει ανθρώπους, δεν τσουβαλιάζει, δεν κρίνει και δεν εκμεταλλεύεται. Η καθαρότητα του βλέμματός του και η ακρίβεια της αφήγησής του είναι κάτι το αληθινά εντυπωσιακό. Η πιο παραπλανητικά σπουδαία μικρή ταινία του Φεστιβάλ.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: ΟΚ κυριολεκτικά μόλις την είδα την ταινία και γράφω την παράγραφό στο πόδι περιμένοντας το shuttle για το αεροδρόμιο οπότε η σκηνή που μου έχει μείνει στο μυαλό είναι ολόκληρη η ταινία.

Σε ποιο μέλος της κριτικής επιτροπής άρεσε περισσότερο η ταινία; Να μην αρχίσω τώρα, που είδαν αυτή την ταινία και πάνε να δώσουν κανά Φοίνικα στην Labaki, έξαλλος είμαι, ταραγμένος θα φύγω από τις Κάννες.

ASAKO I & II

Την κατανόησή σας, τα κειμενάκια για αυτές τις δύο γιαπωνέζικες ταινίες δεν έχουν φτάσει ακόμα από το μέλλον, θα προστεθούν στο ποστ κάποια στιγμές μες στην Κυριακή.

(Εξήγηση στα ανθρώπινα: Την τελευταία μέρα του Φεστιβάλ προβάλλονται σε επανάληψη όλες οι ταινίες του Διαγωνιστικού, κι αυτές τις δύο θα τις δω τότε καθώς στην πρώτη προβολή τους δε μου έβγαινε το πρόγραμμα. Κατά συνέπεια όταν διαβάζετε αυτές τις γραμμές εγώ μάλλον θα βλέπω το ‘Asako’. Ή θα πετάω για Αθήνα. Ή θα έχω φτάσει και θα κοιμάμαι. Ή, στην πιο ακραία περίπτωση, θα έχω ξυπνήσει και θα πίνω ένα καφέ να ισιώσω ΑΛΛΑ υπόσχομαι αυτό είναι το τελευταίο, από στιγμή σε στιγμή οι γραμμές αυτές θα εξαφανιστούν και στη θέση τους θα μπουν #απόψεις.)

EDIT: Έφαγα πόρτα από τον Hamaguchi οπότε θα το ανακαλύψουμε μαζί το φιλμ, κάπως, κάποτε.

BLACKKKLANSMAN


Η προηγούμενη ταινία του Spike Lee: Έχει κάνει εκατό πράγματα τελευταία ο Spike Lee καθώς φαίνεται να ζει μια δεύτερη νιότη δημιουργικότητας, αλλά σαν προηγούμενη (σόλο) ταινία του κρατάμε μάλλον το ‘Chi-Raq’, μια πολύ δυνατή, πολύ θυμωμένη, πολύ έξυπνη σύγχρονη απόδοση της Λυσιστράτης παιγμένη σε ένα σκηνικό βίας στο Σικάγο, όπου οι γυναίκες αποφασίζουν να απέχουν από το σεξ μέχρι να σταματήσουν οι θάνατοι ανάμεσα στις συμμορίες.

H φετινή: Όπως και το ‘Chi-Raq’, έτσι και το ‘BlacKkKlansman’ είναι απείρως πιο κεφάτο και ποπ από όσο προδίδει το θέμα του, για έναν αστυνομικό που γίνεται undercover μέλος της ΚΚΚ. Ο εν λόγω αστυνομικός είναι μαύρος βέβαια, οπότε υποπτεύεται κανείς πως η ταινία δε θα έπαιζε με έναν 100% ευθύ τρόπο. Όμως, ειδικά για την πρώτη ώρα, ο Lee παίζει έντεχνα ανάμεσα στο φαρσικό στοιχείο (που έτσι κι αλλιώς εντοπίζει στην ιδέα του ρατσισμού- όλοι οι ρατσιστές του φιλμ παίζονται ως οριακά σλάπστικ φιγούρες, με τον Topher Grace ως Bill Duke να είναι ο καλύτερος όλων), στην πικρή σάτιρα, το buddy comedy (ανάμεσα στον ήρωα του τίτλο που παίζει ο γιος του Denzel Washington και στον συνάδελφό του που παίζει ο Adam Driver με τον γνωστό, ‘τι κάνω εγώ εδώ’ τρόπο του) και τελικά, στην καρδιά του φιλμ, τον ασυγκράτητο θυμό που βρίσκεται μέσα του.

Η δεύτερη ώρα πλατειάζει πατώντας σε πολλά κλισέ (καταδιώξεις, παρεξηγήσεις κλπ, που είτε βλέπεις να έρχονται από μακριά είτε είναι εκτελεσμένα με σχηματικό τρόπο) όμως είναι εν τέλει τα politics της ταινίας που δεν βουτούν ποτέ τρομερά βαθιά, με το ταξικό στοιχείο να απουσιάζει πλήρως από τη συζήτηση και όλες τις ιδέες να εξερευνώνται σε μια κλίμακα αγάπης-μίσους. Το φινάλε είναι αυτό που λέμε «θα συζητηθεί» έρχοντας να δέσει με την έναρξη της ταινίας (που τοποθετεί τη δράση σε ένα context κουλτούρας της εικόνας, μιλώντας για το πώς ταινίες σαν το ‘Intolerance’ έχουν καθορίσει την ιδέα της λευκής Αμερικής για τους μαύρους) και μη κρατώντας πίσω την παραμικρή επίθεση, συνδέοντας το τότε στο οποίο διαδραματίζεται η ταινία, με το τώρα με ένα τρόπο επιθετικό και άμεσο.

Καλή, ξεχωριστή ταινία, αλλά πιο άδεια από όσο θα ήθελα. Το ότι διαθέτει τόσο βάρος στη γροθιά της λέει πολλά για το θυμό και το δημιουργικό κέφι του Spike Lee, ο οποίος επίσης πιστεύω πως είναι από τα φαβορί για να πάρει κάποιο βραβείο απόψε.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Αναμφίβολα το φινάλε, για λόγους λάθος ή σωστούς. Από τις δυνατές στιγμές όλου του Φεστιβάλ.

Σε ποιο μέλος της κριτικής επιτροπής άρεσε περισσότερο η ταινία; Στον Bradley Whitford από το ‘Get Out’ σίγουρα πάντως.

UNDER THE SILVER LAKE

Η προηγούμενη ταινία του David Robert Mitchell: To λατρεμένο του σάιτ ‘It Follows’, ίσως η καλύτερη ταινία τρόμου της δεκαετίας.

H φετινή: Ο Mitchell πηγαίνει προς μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση, στήνοντας ένα slacker noir στο Λος Άντζελες του 2011, με τον Andrew Garfield να αναζητά μανιωδώς μια κοπέλα που ερωτεύτηκε ένα βράδυ στο οικιστικό του σύμπλεγμα, και η οποία μυστηριωδώς εξαφανίστηκε την επόμενη μέρα. Θα θυμίσει κάτι από ‘Inherent Vice’ ή ένα πιο chill και λιγότερο αστείο ‘Big Lebowski’ στον τρόπο με τον οποίο ο ήρωας μοιάζει διαρκώς αποστασιοποιημένος από μια πλεκτάνη από την οποία δε μπορεί να ξεκολλήσει κι η οποία δε φαίνεται ποτέ να οδηγεί κάπου πολύ συγκεριμένα. Αλλά κυρίως είναι μια ταινία για την ίδια την ποπ κουλτούρα και το πώς σχηματίζει τις αντιλήψεις και τον κόσμο μας, την ίδια στιγμή που κλέβει το ίδιο μας το οξυγόνο. (Σε κάνει να σκέφτεσαι.) Υπό αυτή την έννοια μπορεί να θυμίσει το ‘Southland Tales’, το οποίο προσωπικά θεωρώ μια παράλογα αδικημένη ταινία, και το οποίο έθετε με μεγαλύτερη αμεσότητα και πανικό τα ερωτήματα που το φιλμ του Mitchell απλώς αγγίζει.

Η ταινία γενικά είναι ένα μεγάλο #mood, οπότε μπορώ πολύ εύκολα να καταλάβω μια θετική ή αρνητική αντίδραση βάση της κατάστασης της στιγμής. Περίμενα κάτι περισσότερο, προσωπικά, αν και υπάρχουν πολλές δυνατές μεμονωμένες στιγμές όπου ο Mitchell φαίνεται να έχει ανακαλύψει κάτι. Μες στο πλαίσιο του Φεστιβάλ κάπως χάθηκε, αλλά εδώ θα είμαστε και στην πορεία του καλοκαιριού. (Η ταινία κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Σπέντζος.)

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Όταν όλη η μουσική ποπ κουλτούρα ενώνεται σε ένα αποκαλυπτικό κρεσέντο μπροστά στα μάτια του κεντρικού ήρωα. Είναι κάπως σαν το κεντρικό θεώρημα του φιλμ.

Σε ποιο μέλος της κριτικής επιτροπής άρεσε περισσότερο η ταινία; Στον Benicio del Toro που είναι στην επιτροπή του Un Certain Regard βέβαια.

BURNING

Η προηγούμενη ταινία του Lee Chang-Dong: To φανταστικό ‘Poetry’ 8 χρόνια πριν, για το οποίο είχε κερδίσει και βραβείο σεναρίου στις Κάννες.

H φετινή: Θέλω να περάσουν λίγες μέρες να καθαρίσει το κεφάλι μου πριν μετρήσει επίσημα στα πρακτικά ένα τέτοιο statement αλλά αυτή τη στιγμή νιώθω πως το ‘Poetry’ είναι η καλύτερη ταινία του φετινού Φεστιβάλ.

Αγόρι ερωτεύεται κορίτσι, κορίτσι επιστρέφει από διακοπές στην Αφρική παρέα με άλλο αγόρι με το οποίο είναι ‘μόνο φίλοι’ και το οποίο είναι πιο πλούσιο alpha male από το αρχικό αγόρι της ιστορίας, alpha αγόρι λέει συνωμοτικά στο beta αγόρι ότι του αρέσει να καίει θερμοκήπια. Καθημερινά πράγματα. Διασκευή σύντομου διηγήματος του Murakami, η ταινία είναι ένα δυομισάωρο ψυχολογικό έπος συγκλονιστικά σκηνοθετημένο (αν αναζητά κανείς την καλύτερη magic hour σκηνή μπάφου της χρονιάς, αυτό είναι ένα βραβείο που ήδη μπορούμε να το απονείμουμε) που αφήνει τους χαρακτήρες να αναπτύξουν στο τεράστιο εύρος του κάδρου όλα τα πάθη και τις ανασφάλειές τους, σε μια ιστορία που εξερευνά τα αυτοκαταστροφικά βάθη στα οποία μπορεί εύκολα να αφήσει κανείς τον εαυτό του να χαθεί μέσα από εμμονικές διαδικασίες απόδειξης μιας κάποιας ανούσιας ανωτερότητας.

Για δυόμιση πανέμορφες ώρες, τρεις και μόνον ηθοποιοί κρατούν αναπόσπαστο το ενδιαφέρον μας, με τον σκηνοθέτη να καδράρει επιβλητικά την παραμικρή έκφραση της ψυχολογίας τους, μέσα από λέξεις, βλέμματα, χασμουρητά, κινήσεις, τα μικρότερα των μικρών πραγμάτων. Ο Lee Chang-Dong μετατρέπει με διακριτικό τρόπο και χωρίς καν να έχει ριζοσπαστική διάθεση, μια ελαφρώς κλισέ τριγωνική σύνθεση (όπου το μοιραίο θηλυκό καταλήγει κομπάρσος στην ιστορία της, ξεσηκώνοντας πάθη απλώς και μόνο επειδή έχει το θράσος να υπάρχει ως ερωτικό πλάσμα) σε μια αληθινά σπουδαία μελέτη συμπεριφορών και δυναμικών ανάμεσα στα φύλα αλλά και ανάμεσα στις αντρικές συμπεριφορές, δίνοντας σαφή λόγο και κατεύθυνση στην ηρωίδα και μετατρέποντάς την σε κεντρική φιγούρα ακόμα κι όταν απουσιάζει.

Θα πούμε περισσότερα όταν η ταινία κυκλοφορήσει στην Ελλάδα, κάτι που τυπικά είναι ακόμα στον αέρα τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, αλλά που είμαστε σίγουροι πως δε θα αργήσει να επισημοποιηθεί. Είναι μια ταινία-οδοστρωτήρας με τον σιωπηλότερο των τρόπων, και της οποίας ακόμα και οι αδυναμίες (ο τρόπος ας πούμε που η ταξική διάσταση της όλης έντασης κάπως ξεχνιέται στην διαδρομή) ωχριούν μπροστά σε μια ευρύτερη επικότητα, την οποία ο σκηνοθέτης αναδεικνύει μέσα από τα στοιχειωδέστερα των υλικών. Τελικά, το μόνο που χρειάζεται για να κάνεις μια ταινία είναι τρεις άνθρωποι και οι ανασφάλειές τους.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Θυμάμαι την ταινία από την πρώτη ως την τελευταία της σκηνή αλλά για χάρη εγκυρότητας της δομής του όλου ποστ θα τονίσω τον απολαυστικό τρόπο με τον οποίο ο κεντρικός ήρωας περιγράφει το να είσαι πλούσιος ως τη δυνατότητα του να «ακούει μουσική ενώ μαγειρεύει μακαρόνια». Όχι, είναι cute ατάκα αλλά αστειεύομαι. Η σεκάνς που οι τρεις πρωταγωνιστές καπνίζουν στον ηλιοβασίλεμα είναι η στιγμή που ήξερα πως θα αγαπώ αυτή την ταινία για πάντα.

Σε ποιο μέλος της κριτικής επιτροπής άρεσε περισσότερο η ταινία; Στον Denis Villeneuve, έναν άνθρωπο που ξέρει από βραδυφλεγή, πανέμορφα έπη. Ο Denis Villeneuve, σας το εγγυώμαι, έκλαιγε μέσα του και έξω του βλέποντας αυτή την ταινία.

DOGMAN

Η προηγούμενη ταινία του Matteo Garrone: Το ‘Tale of Tales’ για το οποίο ας μη πούμε περισσότερα. Η αρκετά προηγούμενή του είναι το ‘Gomorra’ που έχει μεγαλύτερη σχέση με ετούτο εδώ.

H φετινή: Αρκετά στενών ορίων ιστορία εκδίκησης και αντρικών εγωισμών σε σύγκρουση, με μπόλικη αντι-φασιστική κοινωνική αλληγορία πεταμένη μέσα για το κέφι. Ο Garrone βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία και επικεντρώνει την ταινία του σε έναν καλοκάγαθο τυπάκο που φροντίζει σκύλους και όλοι στη γειτονιά λένε πως είναι το καλύτερο παιδί, ο οποίος στο μεταξύ ντιλάρει και κόκα για να βγάζει τα προς το ζην. Ένας ΚΔΟΑ στον οποίο πουλάει αρχίζει να εθίζεται και να γίνεται όλο και πιο οργισμένος μαφιόζος, και το χειρότερο είναι πως δε μπορεί να ξεμπλέξει ακόμα και να θέλει.

Ο Marcello (Marcello Fonte, φαβορί για βραβείο αντρικής ερμηνείας) υποτάσεται σταδιακά στην alpha δύναμη του Simone, κι ο Garrone ακολουθεί τις πορείες τους προς την αναπόφευκτη έκρηξη. Η ταινία δεν είναι πολύ περισσότερο από αυτό το σχετικά μικρό και οριοθετημένο πράγμα, αλλά αυτό που θέλει να κάνει, το κάνει καλά. Τοποθετεί τη δράση σε ένα χωριό κοντά στη Νάπολη, ένας πανέμορφος παρηκμασμένος χώρος που φέρνει κάτι σε μετα-αποκαλυπτικό τοπίο, όπου το μόνο που επιβιώνει είναι οι ίδιες νόρμες μίσους, λογικής όχλου, και τοξικής αρρεωνοπότητας. Καλή ταινία.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Η εκδίκηση.

Σε ποιο μέλος της κριτικής επιτροπής άρεσε περισσότερο η ταινία; Δεν έχω βάλει πουθενά τον Chang Chen σε όλα αυτά τα κειμενάκια οπότε θα βάλω αυτόν επειδή είναι ηθοποιός και είχε καλές αντρικές ερμηνείες η ταινία…; Δε ξέρω, έχω εξαντληθεί.

CAPERNAUM


Η προηγούμενη ταινία της Nadine Labaki: Σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στο ‘Where Do We Go Now?’ για ένα γκρουπ γυναικών από το Λίβανο που προσπαθούν να εξομαλύνουν τις εντάσεις ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους στο χωριό τους. Αισθητική μεσαιότητα αλλά ενδιαφέρουσα τραγικωμική προσέγγιση του δύσκολου θέματός της.

H φετινή: Η ταινία της ξεσήκωσε κύματα ενθουσιασμού μες στο industry όταν από την πρώτη στιγμή του Φεστιβάλ αποτέλεσε μήλο της έριδος διανομέων Γαλλίας και Ευρώπης. Τελικά αγοράστηκε μετά από δίχως προηγούμενο πόλεμο προσφορών στη Γαλλία ενώ η ίδια υπέγραψε συμβόλαιο με την CAA τις πρώτες μέρες του Φεστιβάλ την ώρα που η Sony Classics αγόραζε την ταινία για την Αμερική. Γενικά το industry έκανε κωλοτούμπες χαράς για αυτή την ταινία.

Καταλαβαίνω γιατί. Δεν είναι μια καλή ταινία, αλλά καταλαβαίνω το γιατί. Ακολουθεί το δράμα ενός μικρού αγοριού που ζει μεταπηδώντας από σπίτι σε σπίτι και το οποίο -high concept alert- μηνύει τους γονείς του επειδή τον γέννησαν. ΟΚ. Αντικειμενικά τέλεια ιδέα, αλλά πλαισώνοντας ένα σινεμά στην υπηρεσία, θεωρητικά, του αγνού ρεαλισμού, μοιάζει αληθινά εξωγήινο και εφετζίδικο, με την δημιουργό ως απόλυτο Κριτή. Η Labaki κινηματογραφεί σκηνές απόγνωσης και φτώχειας αλλά τα πάντα φαίνονται τακτοποιημένα και στιβαρά, με μια αισθητική τύπου ‘Sludog Millionaire’ γεμάτη lens flares, καθώς και στρατηγικά τοποθετημένα slo-mo, δραματικά βιολιά, παγώματα χαμογέλων, και άλλα τέτοια.

Φυσικά παίζει να κερδίσει Φοίνικα, μάλλον θα κερδίσει κάποιο από τα μεγάλα βραβεία, και εδώ είστε κι εδώ είμαι, του χρόνου θα τη βλέπουμε στα Όσκαρ. Το οποίο, ΟΚ, ναι. Είναι σημαντικές οι γωνιές του κόσμου που ρίχνει το φως της η Labaki, απλά εύχομαι η ταινία της να ήταν κάτι που θα μπορούσα να στηρίξω.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Όλο το μεσαίο μέρος με τον πιτσιρικά να έχει μείνει παρέα με ένα μωρό και να προσπαθούν να επιβιώσουν τα δυο τους, είναι πραγματικά εξαιρετικό. (Η καλύτερη ερμηνεία μωρού όλων των εποχών, αυτό το βραβείο να δώσει στην ταινία η επιτροπή.) Θα ήταν τέλειο αν η ταινία παρέμενε με συνέπεια σε αυτό τον τόνο.

Σε ποιο μέλος της κριτικής επιτροπής άρεσε περισσότερο η ταινία; Κυκλοφόρησαν φήμες πως η Cate Blanchett και η Kristen Stewart έκλαιγαν στο τέλος, οπότε θα υπολόγιζα οπωσδήποτε ένα μεγάλο βραβείο για το ‘Capernaum’. Γενικά νιώθω πως είναι μια κούρσα ανάμεσα σε αυτό και στο ‘Lazzaro’ ο Φοίνικας, με ‘Shoplifters’ και ‘Cold War’ να παίζουν σαν πολύ γερά αουτσάιντερ απέξω.

KNIFE + HEART


Η προηγούμενη ταινία του Yann Gonzalez: To ‘You and the Night’ που είχε κερδίσει Χρυσή Αθηνά στις Νύχτες Πρεμιέρας, και που πολύ είχα συμπαθήσει. Ήταν μια γαλλικουριά σεξοκωμωδία με τον Eric Cantona που μου θύμιζε το ‘Breakfast Club’. Είχα μιλήσει με τον Gonzalez για την ταινία, όταν είχε έρθει στην Αθήνα.

H φετινή: Κοιτάχτε είναι χαράματα Σαββάτου πια, το Φεστιβάλ έχει τελειώσει κι εγώ γράφω ακόμα αυτό το report. Η ταινία ήταν χάλια. Έχει τη Vanessa Paradis σε ρόλο λεσβίας παραγωγού γκέι πορνό στο Παρίσι του 1979 που προσπαθεί να κερδίσει ξανά την αγάπη την πρώην της ενώ ένας μασκοφόρος δολογόνος σκοτώνει τους πρωταγωνιστές των πορνό της. Αυτή η ταινία που μόλις περιέγραψα δεν έχει το παραμικρό δικαίωμα να είναι τόσο βαρετή, είμαι έξαλλος, νυστάζω, οπότε αφήστε με να φύγω.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: ΝΑ ΦΥΓΩ.

Σε ποιο μέλος της κριτικής επιτροπής άρεσε περισσότερο η ταινία; Σε κανένα. Δεν ξέρω. Ίσως στην Khadja Nin, μοιάζει να είναι διαρκώς τόσο over the top fabulous που μπορεί να εκτιμήσει κάποιες στυλιστικές υπερβάσεις της ταινίας.

***

Τέλος; Νομίζω αυτό ήταν όλο;

Κοιτάζει με γυρισμένο μάτι αριστερά-δεξιά, φεύγει προς το βάθος χοροπηδώντας και φωνάζοντας ααα-λιτσε ρορ-βαααα-κεεερ

* Η κάλυψη του 71ου Φεστιβάλ Καννών θα συνεχιστεί και τις επόμενες μέρες με σχολιασμό των βραβείων, συνεντεύξεις, και παρουσιάσεις αξιοσημείωτων ταινιών εκτός Διαγωνιστικού (Gaspar Noe! ‘Mandy’! Δον Κιχώτης!).

Η ποπ κουλτούρα μέσα από εικόνες| Ακολούθησε το Ιnstagram account του PopCode.

ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΝΝΕΣ:

Cannes 50/50 Women’s March: 82 γυναίκες του χώρου ενώνονται για την αλλαγή
Οι Κάννες γυρνάνε σελίδα και το PopCode είναι εκεί
Η Ευρώπη πονά και αγαπά: Godard, Pawlikowski και το υπόλοιπο Διαγωνιστικό ως τώρα
5 μαθήματα που δίδαξε ο Christopher Nolan στις Κάννες
Και Trier, και Solo, και Κινέζικο 3D: Μια απλή μέρα στις Κάννες
Exit mobile version