Στείλαμε έναν άσχετο στους Chemical Brothers και μάλλον του άρεσε
Ανταπόκριση απ' το Release Festival από τον πλέον ακατάλληλο.
- 11 ΣΕΠ 2018
Είναι λίγο άχαρο να γράφεις το review ενός live ηλεκτρονικής μουσικής (ή dj set θα ήταν πιο σωστό;) όταν είσαι ψιλοάκυρος με αυτό το είδος και ειδικότερα με την dance κουλτούρα.
Αναρωτιέσαι για παράδειγμα μέχρι που σε παίρνει να ειρωνευτείς.
Πχ. κάτι του στιλ “ήταν υπέροχα, πάτησαν όλα τα κουμπάκια τους σωστά”, κινείται σε ανεκτά επίπεδα ειρωνείας ή εξαγριώνει τους φανς;
Βλέπεις τόσο εγώ όσο και ο κολλητός παιδικός φίλος που πήγαμε μαζί, είμαστε ταγμένοι στο μετερίζι του alternative από μικρά παιδιά (ηρέμησε σε πρκλ πλυ) και έχουμε, άλλα στάνταρς για το πότε ένα live είναι καλό. Τσεκάρουμε τη διάθεση των “οργανοπαικτών”, την εκτέλεση και πόσο κοντά είναι στη studio εκδοχή της, τους αυτοσχεδιασμούς, το πάθος των μουσικών, την ανταπόκριση του κόσμου κλπ. Απλά πράγματα. Παραδοσιακά. Ακούμε βέβαια και λίγο electronica, απλά στα live δεν ξέρουμε τι πολυσυμβαίνει.
Για τους Chemical Brothers, λοιπόν, τι να πεις; Μπορείς να αναφερθείς στη μουσική τους; Ίσως να μπορείς να πεις για το setlist που επέλεξαν, για το πόσο σφιχτοδεμένο ήταν, αν μοίρασαν ισορροπημένα τα χιτ τους και τις πιο αδύναμες στιγμές τους, κτλ.
Αλλά το “έπαιξαν καλά” έχει νόημα εδώ;
Νομίζω πάντως ότι στο θέμα setlist τα πήγαν υπέροχα, αν εξαιρέσεις ένα 20λεπτάκι προς το τέλος, που χρειάστηκε το ‘Galvanize’ για να σε βγάλει απ’ τον λήθαργο.
Θα σου πω όμως τι σκεφτόμουν κατά τη διάρκεια αυτού του 20λεπτου όρθιου ύπνου. Η συναυλία όπως καταλαβαίνεις είχε μεγάλες δόσεις 90s νοσταλγίας, το ‘βλεπες και στον κόσμο που ήταν από 35 έως 45 χρονών στην πλειοψηφία τους, κάποιοι μάλιστα ξεκάθαρα retro ravers που αναβίωναν στο μυαλό τους τα πάρτι που τους έκαναν να βλέπουν κύκλους. Όλοι αυτοί έδειχναν να διασκεδάζουν με την ψυχή τους (και επομένως κάτι καλό θα συνέβη εκείνο το βράδυ στο Ολυμπιακό Κέντρο Ξιφασκίας). Είχα καιρό να δω κόσμο να χορεύει έτσι και μπορώ να πω, ότι τους καταχάρηκα.
Θυμήθηκα λοιπόν τα 90s που έζησα ως μαθητής και τη βεβαιότητα που υπήρχε σε μας που ανακαλύπταμε ακόμα το ρουόκ, ότι η dance μουσική θα σαρώσει τα πάντα. Εκείνη την περίοδο, βλέποντας ποια κομμάτια κυριαρχούσαν στα charts, ποια παίζονταν περισσότερο στα μαγαζιά, στα ραδιόφωνα, τι άκουγαν οι συμμαθητές μας, ακόμα και αυτοί που δεν πολυασχολούνταν, έπαιρνες την αίσθηση ότι η dance μουσική θα ήταν αυτή που θα αντικαταστούσε στις καρδιές των επόμενων εφήβων το ήδη ξεπερασμένο ρουόκ. Βλέποντας τι συμβαίνει σήμερα, όμως, όλη αυτήν την παράνοια με το hip hop και το r ‘n’ b καταλαβαίνω πόσο έξω έπεσα. Πίστευα ότι ο Fatboy Slim, ο Moby, οι Chemical Brothers, οι Prodigy ήταν το μέλλον και της εμπορικής, αλλά και της πιο ‘ψαγμένης’ μουσικής και όχι ότι το 2018 όλος ο πλανήτης θα διαγωνίζεται στο κίκι τσάλεντζ του Drake. Δεν περίμενα να χάσουν κι αυτοί ή για να το πω πιο σωστά, να μην επικρατήσουν συντριπτικά έναντι όλων.
Τέλος πάντων, σας είπα ότι αυτές είναι κάποιες σκέψεις που έκανα όσο κρατούσα την μπίρα και κοίταζα γύρω γύρω, περιμένοντας να περάσει αυτός ο καταιγισμός από beats. Ωστόσο, θα είμαι άδικος αν δεν αναφερθώ και στο εντυπωσιακό ντύσιμο της μουσικής τους με εικόνες, φώτα και visual δρώμενα πίσω απ’ τα δύο αδέρφια.
Εκτυφλωτικό σόου από laser, συνδυασμένο με αρτιστίκ βίντεο, φτιαγμένα από ηθοποιούς και χορευτές αποκλειστικά για το live τους, άρτια εναρμονισμένα με τα τραγούδια, που δεν τα συμπλήρωναν απλά, αλλά τα νοηματοδοτούσαν εκ νέου. Το show ήταν εκπληκτικό εικαστικά. Σε γέμιζε.
Και οι ίδιοι βέβαια ήταν κάτι παραπάνω από τίμιοι, έπαιξαν σχεδόν δυο ώρες, όλα τα κομμάτια που ο μέσος φαν θα ήθελε να ακούσει, αλλά όχι κι εμείς. Εμείς (εγώ και ο παιδικός φίλος που λέγαμε δηλαδή) θέλαμε το ‘Setting Sun’ με τη φωνή του Noel Gallagher και τελικά μείναμε με το παράπονο.
Νομίζω πάντως ότι αν καλοπερνάτε πάντα έτσι σε αυτά τα live, θα χώνομαι συχνότερα. Ωραία εμπειρία.
ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΗ: