Στις συναυλίες του Θανάση πετούν μπουκάλια, όχι γαρίφαλα
Στο Βεάκειο προχθές το βράδυ, στήθηκε μία γιορτή κοσμικής ραστώνης που είχε από καρσιλαμά μέχρι συνθήματα για την αλληλεγγύη, 'το όπλο των λαών πόλεμο στον πόλεμο' και πάει τραγουδώντας.
- 6 ΙΟΥΛ 2016
Έχεις παίξει ποτέ, εκείνο το παιχνίδι που ξεκινά κάποιος να λέει μία ιστορία και οι υπόλοιποι ψάχνουν να βρουν αν αυτός λέει αλήθεια ή ψέμματα; Αν όχι, τότε φανταστικά και υπερτέλεια γιατί σήμερα, θα το παίξεις. Αν πάλι ναι, τότε αυτό σημαίνει ότι έχω έμπειρο αντίπαλο, άρα θα βάλω τα δυνατά μου. Σε κάθε περίπτωση, η ιστορία μου έχει ως εξής:
Σε μία πορεία κατά της λιτότητας, πίσω στο 2010, ένας κύριος με μικροκαμωμένα γυαλιά μυωπίας και φάτσα από αυτές που κάποιον σου θυμίζουν αλλά δεν ξέρεις ποιον, στρέφεται στην κυρία που συνοδεύει και μόλις του έχει παραπονεθεί ότι με τα δακρυγόνα ‘δεν αντέχει άλλο‘ και της λέει με το πιο γλυκό ύφος του κόσμου: “Γλυκιά μου, τα δακρυγόνα τα πληρώνεις, απόλαυσέ τα“. Εκείνη σαστίζει με την απάντησή του και τον ρωτά: “Θανάση, ζαλίστηκες από τις αναθυμιάσεις; Τι λες;“
Σου δίνω λίγο χρόνο και μερικές παραγράφους να το σκεφτείς.
Μέχρι τότε, μουσική παρακαλώ.
Ανεμόμυλοι που στροβιλίζονται στον άνεμο και ένα θέατρο κατάμεστο από κορμιά που λικνίζονται στους ρυθμούς του λαούτου του Θανάση. Αυτήν την εικόνα, δεν μπορώ να την συγκρίνω, να την παραλληλίσω ή να την αμαυρώσω με τίποτα από αυτά που θα με δεις να γράφω παρακάτω. Παρόλα αυτά, είναι μερικές σκέψεις που από προχθές το βράδυ θέλω να μοιραστώ μαζί σου και να ζητήσω τη γνώμη σου. Και κατά πάσα πιθανότητα, το κράξιμο την κριτική σου.
Ένα Βεάκειο Θέατρο γεμάτο κόσμο. Υπερτερούσαν οι κάτω των 25 ετών. ‘Ένα γεγονός που όχι μόνο μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση (αν σκεφτούμε ότι αυτή η γενιά, έχει τη ρετσινιά του Κωνσταντίνου Αργυρού και του Τους) αλλά μου δημιούργησε και τον προβληματισμό του ‘πώς γίνεται’.
Πώς γίνεται τόσο νέα παιδιά να ακούνε μία τόσο ιδιαίτερη μουσική. Να έλκονται από αυτήν, να εκστασιάζονται. Να χορεύουν σαν τραγιά και να πηδούν από παρέα σε παρέα. Να πλησιάζουν τη Ζαμάνη ενώ τραγουδά, να της ζητούν σέλφι και εκείνη φανερά κομπλαρισμένη (σκέψου τώρα κομπλαρισμένη την Ματούλα) να μην ξέρει πώς να σταθεί. Ίσως και να μη θέλει κιόλας. Δεν ξέρω. Το θέμα, δεν είναι ούτε η σέλφι ούτε το χάσταγκ #Ματουλαρα που πιθανότατα θα κυκλοφόρησε στα σόσιαλ.
Το θέμα είναι πώς αυτά τα παιδιά βρέθηκαν εκεί. Πώς αγάπησαν τόσο τον Θανάση ώστε να τον κάνουν να χαμογελά σε όλη τη συναυλία και παρότι του πετούν μπουκάλια που τόσο τον τσαντίζουν* (βάζω αστερίσκο έναν ανεμόμυλο εδώ και επανέρχομαι) εκείνος να συνεχίζει απτόητος να αλλάζει τα όργανά του και να μας ταξιδεύει.
Αστερίσκος που μοιάζει λίγο με ανεμόμυλο, σαν αυτούς που συνοδεύουν τις φετινές συναυλίες του Θανάση: Στο Θέατρο Βράχων, πριν από περίπου ένα μήνα, σε μία συναυλία λιγότερο loud και πιο ‘έμπειρη’ ηλικιακά, ο Θανάσης, σοβαρός και φανερά ξενερωμένος, ένα τραγούδι πριν μας πει καληνύχτα και βάλει τη Ματούλα να πει ένα νανούρισμα, μας ρώτησε: “Ρε παιδιά, συγνώμη αλλά γιατί μου πετάτε μπουκάλια;” και έπειτα μας (ψιλο)απείλησε: “Άντε, γιατί μου φαίνεται δεν θα ξανατραγουδήσω“.
Στο Βεάκειο, δεν σου κρύβω ότι από το πρώτο μισό της συναυλίας και έπειτα, το φιλοκάρδι μας έτρεμε (μην τυχόν και σταματήσει) με τα τόσα μπουκάλια που εξεσφενδονίζονταν στον αέρα. Ο Θανάσης όμως, τίποτα. Όχι απλά τίποτα, αλλά όσο περισσότερο ζωντάνευε το κοινό μπροστά του, τόσο πιο πολύ δυνάμωνε και εκείνος το ρυθμό.
Μιλάμε για ένα φανταστικό αλισβερίσι ενέργειας μεταξύ δύο γενεών που κατά τας γραφάς και τας στερεοτύπας, χωρίζονται από ένα χάσμα. Ορατό. Και όμως, εγώ δεν έβλεπα τίποτα να τους χωρίζει. Τίποτα.
Στο δεύτερο και τελευταίο μισό της συναυλίας, τον Θανάση ίσα που τον βλέπαμε. Το ίδιο και τη Ματούλα. Το ίδιο και τους μουσικούς. Μερικές δεκάδες κύκλοι παιδιών που χόρευαν ξέφρενα συρτούς, πιασμένοι από τους ώμους, και έκλεβαν το οπτικό μας πεδίο.
Άρχισα να σκέφτομαι ότι αυτά τα παιδιά που ήταν εκεί μπροστά, γλεντούσαν με την ψυχή τους, όχι για να τους πετάξει κάποιος γαρίφαλα. Τραγουδούσαν και φώναζαν συνθήματα όχι για να πληρωθεί κάποιος στιχουργός των επιτυχιών ή κάποιος κομμωτής ή μόδιστρος. Βρίσκονταν εκεί γιατί απλά είχαν την επιθυμία, να είναι εκεί και όχι κάπου αλλού.
Σημείωση Συντάκτη: Το τελευταίο πράγμα που θέλω, αλήθεια, είναι να ρίξω λάδι στη φωτιά που σιγοβράζει το έντεχνο με το ελαφρολαϊκό τραγούδι. Εκείνο που έχω την ανάγκη να πω και να τονίσω, είναι ότι στον Θανάση, δεν πηγαίνεις τυχαία γιατί ‘ήρθε στην περιοχή σου’. Πηγαίνεις επί τούτου. Και το γεγονός ότι αυτά τα παιδιά, βρίσκονταν εκεί από δική τους επιλογή, για μένα είναι μία νίκη. Μία νίκη του Θανάση και ένα δείγμα ότι τελικά, τις ταμπέλες δεν μας τις φοράνε, τις φοράμε.
Πριν κλείσω και εγώ με έναν Βασιλιά όπως ο Θανάσης θέλω να πω ότι δεν είμαι παιδί της μουσικής του. Τον άκουσα, μεγάλη. Τον εκτίμησα μεγαλύτερη. Δεν είμαι ειδήμων να σου μιλήσω για το κοινό του ή για τις συνήθειές του. Μπορεί αυτό που είδα προχθές, να γίνεται σε όλες του τις συναυλίες και να έτυχε εγώ, να είδα τώρα δύο διαφορετικές. Δεν ξέρω. Παράλληλα είμαι και εκείνη που πριν από ένα μήνα και ούτε, κάποιοι, στα σχόλια του Μάλαμα της έλεγαν να πάει Κολωνάκι και να αφήσει αυτού του ‘είδους’ τις συναυλίες γι αυτούς που ‘ξέρουν’.
Μετά από αυτήν την εικόνα και αυτή τη συναυλία, θέλω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ και από εδώ στους σχολιαστές που είπαν ότι ‘εμείς, τους πρωτάρηδες, θα τους κερνούσαμε τσίπουρο‘, αλήθεια προχθές, κατάλαβα ότι το εννοείτε. Και ότι πράγματι, εσείς, ‘ξέρετε’.
Υ.Γ.: Περιμένω ακόμα να απαντήσεις αν ήταν αλήθεια ή ψέμματα.